ΕΛΛΗΝΕΣ ΕΘΕΛΟΝΤΕΣ ΣΤΟ ΑΝΑΤΟΛΙΚΟ ΜΕΤΩΠΟ
Η «ΚΥΑΝΟΛΕΥΚΗ ΜΕΡΑΡΧΙΑ»
(Αποσπάσματα το βιβλίο)

Ο υποστράτηγος Γεώργιος Μπάκος, που ήταν ο πιο γερμανόφιλος της κυβέρνησης Τσολάκογλου, θεωρούσε σχεδόν σίγουρη τη γερμανική νίκη. Γι’ αυτόν τον λόγο πρότεινε στους αξιωματικούς αλλά και στο υπουργικό συμβούλιο να δημιουργηθεί μια αντικομμουνιστική λεγεώνα στο πλαίσιο των εθελοντικών λεγεώνων των άλλων ευρωπαϊκών χωρών, η οποία θα πολεμούσε στη Ρωσία στο πλευρό των Γερμανών. Ο Μπάκος πίστευε πως αυτό θα ήταν αργότερα ένα ισχυρό διαπραγματευτικό όπλο στα χέρια της Ελλάδας, ενώ η μορφή της γερμανικής κατοχής θα γινόταν ηπιότερη. Οι περισσότεροι από τους αξιωματικούς που τον άκουσαν δεν έδωσαν απάντηση.
Ο Μπάκος τότε ζήτησε κατάλογο όλων των αξιωματικών για να τον παραδώσει στο αρμόδιο γερμανικό γραφείο. Κάποιοι έφεδροι αντέδρασαν και ανάμεσα τους ήταν ο παλαιός επιτελάρχης του Μπάκου στο Β’ ΣΣ, συνταγματάρχης Θρασύβουλος Τσακαλώτος. Ο πρωθυπουργός Τσολάκογλου αγνοούσε τις ενέργειες του υπουργού του και πίστευε, όπως αργότερα κατέθεσε, πως το εγχείρημα αυτό ήταν και «λυπηρόν και όσο και λίαν εγκληματικόν». Όταν όμως πληροφορήθηκε τις προθέσεις του Μπάκου αποφάσισε με τη συνδρομή του αρχηγού της Χωροφυλακής υποστράτηγου Ντάκου να ματαιώσει με οποιοδήποτε τίμημα τη δημιουργία και την αποστολή της ελληνικής λεγεώνας.
Σύμφωνα με τις εκτιμήσεις και τις πληροφορίες που είχε συγκεντρώσει ο Τσολάκογλου τουλάχιοτον 2.000 άνδρες είχαν εγγραφεί εθελοντές στη Θεσσαλονίκη για το Ανατολικό Μέτωπο, ενώ στην Αθήνα είχαν ετοιμασθεί 200 αιτήσεις για τη συγκρότηση της λεγεώνας. Η ιδέα της ελληνικής μεραρχίας ενθουσίασε τους Γερμανούς, οι οποίοι με καταχωρήσεις στον κατοχικό Τύπο άφηναν να εννοηθεί πως η λεγεώνα μετά τη «σίγουρη γερμανική νίκη» θα ήταν ένα σοβαρότατο επιχείρημα υπέρ της Ελλάδας.Προς αυτή την κατεύθυνση εργάζονταν και φιλογερμανικές οργανώσεις της Αθήνας και της συμπρωτεύουσας, τα κατοχικά Τρία Έψιλον και η ΕΣΠΟ.
Όπως κατέθεσε στον γράφοντα ένας πράκτορας της Intelligence Service, ο Κώστας A. απόστρατος σήμερα αξιωματικός του Ελληνικού Στρατού, τα περισσότερα ξενοδοχεία της περιοχής Ομονοίας στην Αθήνα ήταν τότε κατειλημμένα από εθελοντές που περίμεναν να εγγραφούν στους κα ταλόγους της ελληνικής λεγεώνας, ενώ υπήρχε ένα συγκροτημένο σώμα από φοιτητές και νεολαίους της Κρήτης που ανέμενε να αποσταλεί στο Ανατολικό Μέτωπο. Τα γραφεία «εθελοντών ρωσικού Μετώπου» βρίσκονταν στο Σύνταγμα, στην οδό Φιλελλήνων.
Τη λεγεώνα αυτή ο Μπάκος πρότεινε να τη διοικεί ο υπασπιστής του Βουδικλάρης μαζί με έναν άλλον ανώτερο αξιωματικό. Οι γερμανόφιλοι υπουργοί Γκοτζαμάνης και Λογοθετόπουλος καθώς και άλλοι «εξωκυβερνητικοί κύκλοι» υποστήριξαν την πρόταση του συναδέλφου τους, όπως έγραψε ο Τσολάκογλου στα απομνημονεύματά του. Θιασώτες Κυανόλευκης Μεραρχίας ήταν ο συνταγματάρχης Νικ. Κουρκουλάκος μαζί με τον αδελφό του Στέφ. Κουρκουλάκο.
Συνήγορος στην προσπάθεια αυτή ήταν ο ελληνομαθής Γερμανός στρατιωτικός ακόλουθος φον Κλεμ, ο οποίος είχε αγαστή συνεργασία με τον Μπάκο. Ο Τσακαλώτος αργότερα ισχυρίσθηκε ότι ο στρατηγός αρχικά φαινόταν ως υποστηρικτής της ιδέας αποστολής εθελοντών στο ρωσικό μέτωπο επειδή ήθελε να δείξει στον Κλεμ ότι συμφωνούσε μαζί του, ύστερα όμως έπραξε τα πάντα για να την υπονομεύσει.
Ενώ η πληροφορία αυτή είναι ελεγχόμενη από πλευράς ακρίβειας, γεγονός είναι ότι ο άνθρωποι του Τσολάκογλου διοχέτευσαν στους Ιταλούς την» πληροφορία» ότι «οι προθυμοποιούμενοι δια να ενδυθούν και να εξοπλισθούν (σ.σ. της λεγεώνας) προτίθενται να λιποτακτήσουν εις τα βουνά δια να κτυπούν εκείθεν τους Ιταλούς κυρίως και δευτερευόντως τους Γερμανούς» (Απομνημονεύματα Τσολάκογλου, σελ. 235). Ο Ιταλός πρεσβευτής έντρομος έσπευσε να μεταβεί στη γερμανική πρεσβεία για να συζητήσει την αναβολή της αποστολής. Στις 12 Αυ¬γούστου 1941 ο Αλτενμπουργκ τηλεγράφησε στο Βερολίνο για να πάρει τις τελικές οδηγίες σχετικά με τη συγκρότηση της Ελληνικής Λεγεώνας. Ανέφερε στους προϊσταμένους του στο Υπουργείο Εξωτερικών ότι «η Ελληνική Κυβέρνησις είχε προχωρήσει στις προετοιμασίες της τόσο, που μένει πλέον να κάνει την πρέπουσα διαφήμισιν μέσω του Τύπου για την δημιουργίαν της Λεγεώνας».
Την ίδια ημέρα που το τηλεγράφημα έφθανε στη γερμανική πρωτεύουσα ο εκεί Ιταλός επιτετραμμένος Κοσμέλι επέδιδε διάβημα εκ μέρους της Ρώμης στον Ρίμπεντροπ ζητώντας να μην επιτραπεί η αποστολή Ελλήνων εθελοντών στο Ανατολικό Μέτωπο, για τους λόγους που προαναφέρθηκαν. Ο Ρίμπεντροπ θέλοντας να ικανοποιήσει την ιταλική πλευρά ενημέρωσε τον Αλτενμπουργκ στην Αθήνα ότι η οριστική απόφαση του Βερολίνου στο συγκεκριμένο ζήτημα είναι να μην επιτραπεί η συγκρότηση της Ελληνικής Λεγεώνας.
Δυο μέρες αργότερα ο πληρεξούσιος του Ράιχ στην Ελλάδα, κόμης Αλτενμπουργκ, απάντησε στον στρατηγό Τσολάκογλου πως «επειδή συγκεντρώθη-καν πολλές λεγεώνες στη Ρωσία, δημιουργήθηκε θέμα ανεφοδιασμού και προς το παρόν δεν τίθεται θέμα». Η επίσημη ανακοίνωση των Αρχών Κατοχής έλεγε πως για «λόγους τεχνικούς δεν είναι δυνατόν να σταλεί η Λεγεών εις την Ρωσίαν». Ορισμένοι ιστορικοί αναφέρουν πως η αναβολή της συγκρότησης της «Κυανόλευκης Μεραρχίας» οφειλόταν στις λανθασμένες «πληροφορίες» κάποιων αντιστασιακών οργανώσεων που πολύ έξυπνα διοχέτευσαν στην ιταλική πρεσβεία. Η υιοθέτηση αυτής της εκδοχής είναι μάλλον ατόπημα παρά πραγματικότητα, αφού την εποχή εκείνη δεν γινόταν καν λόγος για αντίσταση ή αντιστασιακές οργα-νώσεις, ενώ οι μόνες εμφανιζόμενες και άξιες λόγου ομάδες ήταν οι γερμανόφιλες.
Η πιθανότερη εκδοχή λοιπόν φαίνεται να είναι η θέση του Τσολάκογλου, όπως αυτή αναφέρεται στα Απομνημονεύματα και στην κατάθεση στο Ειδικό Δικαστήριο Δοσιλόγων αμέσως μετά τον πόλεμο: ότι δικοί του άνθρωποι διεμήνυσαν στους Ιταλούς ότι οι εθελοντές της λεγεώνας θα λιποτακτούσαν και θα έβγαιναν στα βουνά για να πολεμήσουν αρ¬γότερα τους Ιταλούς. Ένας μάρτυρας στη δίκη, ο Ορ. Παπαναγιώτου, μέλος της διοίκησης της Πανελλήνιας Ένωσης Εφέδρων Αξιωματικών, κατέθεσε πως ο Τσολάκογλου κατά τη διάρκεια μιας περιοδεί¬ας του στη Θεσσαλία μίλησε στη Λάρισα για την αποστολή της «Κυανόλευκης» μεραρχίας. Προφανώς όμως το έπραξε για να κολακεύσει τους Ιταλούς ή γιατί ήταν αναγκασμένος να το κάνει. Άλλωστε η άρνησή του -παρά τις πιέσεις των γερμανόφιλων κύκλων να κηρύξει τον πόλεμο κατά της Σοβιετι¬κής Ένωσης του δίνει το δικαίωμα να υποστηρίζει την άποψή του.Οργανωμένη ελληνική λεγεώνα, όπως εκείνες των άλλων ευρωπαϊκών χωρών (Γαλλία, Βέλγιο, Ολλανδία κ.ά.) δεν υπήρξε ποτέ. Η συντριπτική πλειοψηφία του λαού έδειξε παγερή αδιαφορία και απροθυμία να καταταγεί.
Υπήρξαν όμως αρκετοί μεμονωμένοι Έλληνες που πρόλαβαν και κατατάχθηκαν αρχικά στις μεραρχίες οι οποίες σχηματίσθηκαν από εθελοντές των λαών του Καυκάσου και κυρίως σε μονάδες των Ελλήνων του Πόντου με αρχηγό τον συνταγματάρχη Σονίν Κρομιάδη.
Ένας μάλιστα εθελοντής, ο Θωμάς Μπουρτζάλας, πρώην χωροφύλακας και σωματοφύλακας του υπουργού του Λαϊκού Κόμματος Στρατού, έλαβε μέρος στη μάχη του Στάλινγκραντ (Οκτώβριος 1942 -Φεβρουάριος 1943), αλλά κατόρθωσε να σωθεί από την εξόντωση της 6ης Στρατιάς και να αποφύγει την αιχμαλωσία. Επέστρεψε στην Ελλάδα και ανέλαβε νέα καθήκο¬ντα με τον βαθμό του ανθυπομοιράρχου στη γερμανική αστυνομία (GFΡ). Η υπηρεσία της GFP στεγαζόταν στο Μέγαρο Λινάρδου επί της οδού Πατησίων και αποτέλεσε τόπο μαρτυρίου για πολλούς Έλληνες αντιστασιακούς. Το όνομα του Θ. Μπουρτζάλα, που καταγόταν από το Αγρίνιο, αναφέρεται και στο βιβλίο του Νικ. Αντωνακέα «Φως εις το σκότος της Κατοχής» με τον χαρακτηρισμό του «Προδότη».
Ο Μπουρτζάλας μεταπολεμικά δικάσθηκε από το Ειδικό Δικαστήριο και παρέμεινε στις φυλακές επί δέκα περίπου χρόνια (1945-1955). Αρκετά χρόνια αργότερα, στις 22 Απριλίου 1967, μία μόλις ημέρα μετά το πραξικόπημα των συνταγματαρχών, ανέφερε σε μια τυχαία συνάντηση στον παλαιό συγκροτούμενο του Κ. Γεώργιο πως «…το πραξικόπημα δεν ήταν τίποτε άλλο, παρά δάκτυλος της CIA και των ΗΠΑ για να ελέγξουν τη χώρα που όδευε προς τον Κομμουνισμό».
Για τον Μπουρτζάλα και τους ομοίους του η τελευταία ελπίδα για την Ελλάδα και την Ευρώπη ολόκληρη να ξεφύγουν από «τον επικίνδυνο στραγγαλισμό του Μπολσεβικισμού και της διεφθαρμένης πλουτοκρατίας του Καπιταλισμού» θάφτηκε στα ερείπια του Βερολίνου τον Μάιο του 1945. Ο γράφων είχε την τύχη να συναντήσει και να καταγράψει μια μοναδική μαρτυρία ενός Ελληνοπόντιου δεκανέα της Εθνικιστικής Στρατιάς του Ρώσου στρατηγού Αντρέι Βλασώφ. Ο Γ. Χρήστος, που ζει σήμερα σε μεγάλη ηλικία στην Καλλιθέα, ανέφερε πως κατά τους πρώτους μήνες του 1942 σχηματίσθηκαν στα γερμανικά μετόπισθεν με την προτροπή του Χίμμλερ οι πρώτες ρωσικές αντικομμουνιστικές μονάδες από λιποτάκτες του Σοβιετικού Στρατού.
- Το διακριτικό έμβλημα του ΡΟΑ
Πολύ γρήγορα στον RNNA και αργότερα ΡΟΑ (Ρωσικό Εθνικό Απελευθερωτικό Στρατό) κατατάχτηκαν και άνδρες άλλων εθνικοτήτων που αναζητούσαν την εθνική τους ταυτότητα και ανεξαρτησία. Διοικητής του πρώτου συγκροτημένου σώματος του ΡΟΑ, που αποτελείτο από 6 τάγματα πεζικού και 1 μηχανικού με μια μονάδα πυροβολικού (δύναμης 10.000 ανδρών), ήταν ο Ελληνοπόντιος συνταγματάρχης Σ. Κρομιάδης. Ο Κρομιάδης, που είχε προσωπική φιλία με τον Βλασώφ, έπεισε τον Ρώσο στρατηγό να προχωρήσουν με ταχύτερο ρυθμό τη στρατολόγηση εθελοντών από τους λαούς του Καυκάσου. Περισσότεροι από 20.000 Ελληνοπόντιοι κατατάχθηκαν στον ΡΟΑ.(1) Το 7ο Σύνταγμα, στο οποίο υπηρετούσε ο Γ. Χρήστος, ήταν αμιγώς ελληνικό και παρέτασσε 1.500 πλήρως εξοπλισμένους άνδρες.
Οι περισσότεροι από αυτούς είχαν υποστεί την άγρια σταλινική τρομοκρατία και τις διώξεις του 1935-1940. Ο Γ. Χρήστος είχε χάσει τον πατέρα του σε κάποιο στρατόπεδο – γκούλαγκ στη Σιβηρία, όπως και πολλοί άλλοι. Με τους εθνικιστές του ΡΟΑ θεωρούσε πως μπορούσε να εκδικηθεί τους κομμουνιστές και να αποδοθεί ένα είδος αυτονομίας στον Πόντο σύμφωνα με τις υποσχέσεις των Γερμανών και του Βλασώφ. Οι Ελληνοπόντιοι του ΡΟΑ έφεραν στην αριστερή επωμίδα τα ελληνικά χρώματα (μπλε και λευκό) και δεξιά το έμβλημα με τα γράμματα ΡΟΑ.
Παρόλη τη φυλετική βάση της φιλοσοφίας του Εθνικοσοσιαλισμού, ο γερμανικός φυλετισμός δεν υπήρξε απαραίτητα και αντίθετος προς τις άλλες φυλές. Σκοπός του ήταν «να καταστήσει τον γερμανικό λαό ισχυρό και υγιή σε όλους τους τομείς». Κάτι ανάλογο πίστευαν και οι υπόλοιποι Ευρωπαίοι εθνικοσοσιαλιστές και επιδίωξαν την καλυτέρευση και την επαναφορά των δικών τους αξιών πάνω στους λαούς τους.
Όλα αυτά αποδείχθηκαν όταν τα Waffen SS άνοιξαν τις τάξεις τους για να συμπεριλάβουν 20.000 Γάλλους εθελοντές, 60.000 μουσουλμάνους διαφόρων εθνικοτήτων, 40.000 Ολλανδούς, 8.000 Νορβηγούς, 6.000 Δανούς, 15.000 Εσθονούς, 1.000 Έλληνες κ.ά. Στα αρχεία της Wehrmacht αναφέρονται και κάποια ονόματα Κυπρίων εθελοντών, που οι περισσότεροι χάθηκαν στις αιματηρές μάχες του ανατολικού μετώπου.
Η περίπτωση του Σεβαστιανού Φουλίδη, στελέχους των γερμανικών Ειδικών Δυνάμεων (Μεραρχία Brandenburg)
Με τους Ελληνοπόντιους του ΡΟΑ είχε σχέση και ένα ικανότατο στέλεχος των γερμανικών Ειδικών Δυνάμεων (Μεραρχία Brandenburg), ο συμπατριώτης μας Σεβαστιανός Φουλίδης, ο οποίος χρησιμοποιήθηκε από το γερμανικό επιτελείο στις πιο δύσκολες αποστολές.
Ο Φουλίδης καταγόταν από τον Πόντο και ήταν φανατικός αντικομμουνιστής. Στη γερμανική αντικατασκοπεία είχε ενταχθεί το 1938, με μοναδικό σκοπό να πλήξει τους Μπολσεβίκους με οποιονδήποτε τρόπο. Αφού φοίτησε σε μια σχολή πρακτόρων και εκπαιδεύτηκε στο Quenz, εντάχθηκε στο τμήμα της Brandenburg που είχε την ευθύνη των βαλκανικών χωρών.
Ο Κανάρης που συνδεόταν φιλικά με τον Φουλίδη ζήτησε από τον Έλληνα πράκτορα να του μεταφέρει πληροφορίες για την κατάσταση που επικρατούσε στη νότια Ρωσία και στα παράλια της Μαύρης θάλασσας. Επειδή όμως η τουρκική αστυνομία τον καταζητούσε, απ΄την εποχή του Μικρασιατικού πολέμου, (1919 – 1922), ο Φουλίδης μετέφερε την έδρα του στην Αθήνα. Στη συμφωνία που έκανε με τον Κανάρη τόνισε πως η δράση του και οι πληροφορίες που θα συγκέντρωνε θα αφορούσαν αποκλειστικά τη Σοβιετική Ένωση και σε καμιά περίπτωση την Ελλάδα, την οποία θεωρούσε πατρίδα του και υπεραγαπούσε. Άλλωστε σε προσωπικές του συζητήσεις με τον αρχηγό της Abwehr ανέφερε πως ότι έκανε το έκανε για να δει τον Πόντο ενωμένο με τη μητροπολιτική Ελλάδα, μετά τον νικηφόρο αγώνα του Άξονα εναντίον των Σοβιετικών.
Επί δύο ολόκληρα χρόνια ο Φουλίδης συνεργαζόταν στενά -εκτός από τη γερμανική Abwehr- και με τον αστυνόμο Σπύρο Παξινό της υπηρεσίας Αλλοδαπών. Είχε συμφωνήσει με τον Παξινό, με την έγκριση του Κανάρη, να παραχωρεί στις ελληνικές αρχές όλα τα έγγραφα και τα δελτία των πρακτόρων του, τα οποία αφού θα φωτογραφίζονταν, θα του επιστρέφονταν για να σταλούν στο Βερολίνο. Με τη βοήθεια του Παξινού ο Φουλίδης οργάνωσε το δίκτυό του, πο το αποτελούσαν κυρίως Ρωσομαθείς Έλληνες. Κατόρθωσε να τους ναυτολογήσει σε τουρκικά καράβια που επισκέπτονταν τα ρωσικά λιμάνια του Εύξεινου Πόντου. Παράλληλα αποκατέστησε επαφή με τους πράκτορες του οι οποίοι δρούσαν στη νότια Ρωσία.
Για τη συνεργασία Φουλίδη-Παξινού έγραψε στα απομνημονεύματά του ο Αρθουρ Ζάιτς, ένας άλλος σημαντικός Γερμανός πράκτορας στην Ελλάδα: «Με αυτόν τον τρόπο η εναντίον της Ρωσίας κατασκοπευτική εργασία του Φουλίδη κατέληγε να γίνεται γνωστή και να επωφελούνται συγχρόνως η ελληνική, η αγγλική και η γερμανική υπηρεσία πληροφοριών. Τούτο το γνώριζε βέβαια η γερμανική κατασκοπεία, η οποία κατά κανόνα δεν επέτρεπε στους πράκτορές της παρόμοιες συνεργασίες. Και αυτό επετράπη μόνο στον Φουλίδη, επειδή αυτός είχε δηλώσει ότι, ως Έλληνας στην καταγωγή, δεν δεχόταν να εργασθεί στην Ελλάδα ως κατάσκοπος της Γερμανίας χωρίς τη συγκατάθεση των ελληνικών αρχών. Και ο ίδιος πρότεινε αυτού του είδους τη συνεργασία, την οποία τόσο ο Ναύαρχος Κανάρης, όσο και ο άμεσος προϊστάμενος του Φουλίδη στο Βερολίνο, συνταγματάρχης Μούντσιγκερ, υιοθέτησαν απολύτως, διότι αφενός είχαν απόλυτη εμπιστοσύνη και εκτίμηση στον χαρακτήρα του Φουλίδη και αφετέρου οι πληροφορίες αφορούσαν τη Ρωσία, εναντίον της οποίας στρέφονταν τότε όλοι».
Αυτά βέβαια ίσχυαν ως την είσοδο των γερμανικών στρατευμάτων στην Ελλάδα, οπότε οι συνθήκες που δημιουργήθηκαν ανάγκασαν τη γερμανική κατασκοπεία να τροποποιήσει το πρόγραμμα της. Η επίθεση στη Σοβιετική Ένωση ήταν θέμα χρόνου. Ο Φουλίδης ήταν ενημερωμένος από τους προϊσταμένους του στο Βερολίνο. Οργάνωσε λοιπόν ένα σώμα από αποφασισμένους Λευκορώσους μετανάστες που ζούσαν από καιρό στην Ελλάδα και τους έστειλε λίγους μήνες αργότερα πίσω από τις ρωσικές γραμμές για διενέργεια δολιοφθορών, συλλογή πληροφοριών και διασπορά ψευδών ειδήσεων.
Ο ίδιος ο Φουλίδης έφυγε από την Ελλάδα τον Αύγουστο του 1941 και παρουσιάστηκε στον συ-ταγματάρχη φον Κλάουζεβιτς, αρχηγό της Υπηρεσίας Κατασκοπείας της Ομάδας Στρατιών του Νότου. Αποστολή του ήταν η συλλογή πληροφοριών για την κατάσταση που επικρατούσε στα ρωσικά μετόπισθεν και ο κλονισμός του ηθικού των Ουκρανών οι οποίοι υπηρετούσαν στον Κόκκινο Στρατό. Ο Φουλίδης και η ομάδα του εφοδιάστηκαν με το κατάλληλο προπαγανδιστικό υλικό και μεταφέρθηκαν ενα βράδυ με γερμανικό αεροπλάνο πίσω από τις ρωσικές γραμμές.
Ο τολμηρός Έλληνας κατάφερε πολύ περισσότερα από όσα περίμενε το γερμανικό στρατηγείο. Πρώτα από όλα ενημέρωσε με τον ασύρματο του τον Κλάουζεβιτς για την ακριβή θέση των αεροδρομίων τα οποία χρησιμοποιούσαν οι Σοβιετικοί, καθώς και για τον αριθμό και τη θέση των αρμάτων μάχης που υπεράσπιζαν το Κίεβο. Όταν άρχισε η γερμανική επίθεση ο Φουλίδης και οι σύντροφοι του πέρασαν πάλι μέσα από τις ρωσικές γραμμές. Με κίνδυνο της ζωής τους ενημέρωσαν τον επιτελάρχη του γερμανικού στρατεύματος για τις κινήσεις των ρωσικών τεθωρακισμένων, τα οποία τελικά εξουδετερώθηκαν.
Δύο μέρες μετά την κατάληψη του Κιέβου στο πολεμικό ανακοινωθέν της Wehrmacht έγινε μνεία του ηρωισμού και της αυτοθυσίας της ομάδας Φουλίδη. Ο ίδιος από ανθυπολοχαγός προήχθη στον βαθμό του υπολοχαγού επ’ ανδραγαθία. Στη συνέχεια οι επιτυχίες του Φουλίδη, ιδιαίτερα στον Καύκασο, ξεπέρασαν και την πιο τολμηρή φαντασία, «αφού υπερέβη σε κατορθώματα και τη δράση του θρυλικού Άγγλου πράκτορα Λώρενς της Αραβίας», όπως έγραψε ο Ζάιτς. Με τα κηρύγματα και την προπαγάνδα του δαιμόνιου Έλληνα εξεγέρθηκαν χιλιάδες Πόντιοι, Γεωργιανοί και Αρμένιοι εναντίον των Σοβιετικών. Ηταν τόσο μεγάλη η ταραχή της ρωσικής κυβέρνησης ώστε και μετά το τέλος του πολέμου οι λαοί αυτοί θεωρήθηκε ότι δεν μπόρεσαν να αποβάλουν το «σπέρμα της προδοσίας» με το οποίο «διαβρώθηκαν» από τους Γερμανούς.
Το τέλος του Φουλίδη ήταν λίγο-πολύ αναμενόμενο. Τον Δεκέμβριο του 1943 ο Κλαούζεβιτς του ανέθεσε να εισχωρήσει εκ νέου στις ρωσικές γραμμές για να εξακριβώσει τον αριθμό των Σοβιετικών και τη διάταξη των εχθρικών τεθωρακισμένων. Ο Φουλίδης έγινε όμως αντιληπτός από μια ρωσική περίπολο και άφησε την τελευταία του πνοή σε απόσταση μόλις 200 μέτρων από τις γερμανικές γραμμές.
1) Σημ. Της σύνταξης
Στην περίπτωση των ποντίων είμαστε υποχρεωμένοι να παραθέσουμε την ένσταση τους: “ο σύγχρονος ποντιακός δωσιλογισμός”, μαζί με του Ιστορικού Βλάση Αγτζίδη για τα στοιχειά που παραθέτει ο Χονδροματίδης, το άρθρο αναφέρετε στην ηγεσία του ΚΚΕ, αλλά και στην ιστοριογραφία του Χονδροματίδη πάνω στο θέμα.
Δείτε το ΜΕΡΟΣ Ε: ΣΥΝΕΡΓΑΤΕΣ ΤΩΝ ΝΑΖΙ ΣΤΗΝ ΚΑΤΕΧΟΜΕΝΗ ΕΛΛΑΔΑ