Κοινωνική Οικολογία:
Μια φιλοσοφία διαλεκτικού νατουραλισμού [1]
Tου John Clark [2]
Η κοινωνική οικολογία, μια μορφή διαλεκτικού νατουραλισμού, είναι η πιο διεξοδικό ανεπτυγμένη οικοφιλοσοφία που έχει εμφανισθεί ως τώρα. Είναι διαλεκτική, επειδή θεωρεί ότι η όλη πραγματικότητα βρίσκεται σε συνεχή διαδικασία αυτοανάπτυξης και αυτο-μετασχηματισμού και επειδή ερμηνεύει τα φαινόμενα από τη σκοπιά του αλληλοκαθορισμού τους, δηλαδή ως μέρη αδιαχώριστα από ευρύτερες ολότητες. Είναι νατουραλιστική, επειδή αφ’ενός μεν θεωρεί ότι η πραγματικότητα είναι φύση, αφ’ετέρου δε προσεγγίζει όλα τα όντα ως φυσικά όντα. Ως οντολογική και γνωσιολογική της αφετηρία, έχει την προοπτική μας ως φύσης που γνωρίζει τον εαυτό της ή «φύσης που καθίσταται αυτοσυνειδητή».
Η κοινωνική οικολογία, αποδεχόμενη έναν τέτοιον διαλεκτικό νατουραλισμό, απορρίπτει τόσο τις κοινωνικές διαιρέσεις όσο και τις δυϊστικές ιδεολογίες που ήταν βασικές κατά τη μακρόχρονη ιστορία της κυριαρχίας τόσο πάνω στον άνθρωπο όσο και πάνω στη φύση. Σε αντίθεση με το δυϊσμό της ιεραρχικής κοινωνίας, αυτή προτείνει μιαν αρχή οικολογικής ολικότητας (wholeness), που θεωρεί την όλη πορεία της πλανητικής εξέλιξης σαν διαδικασία που στοχεύει στην αύξηση της ποικιλίας και στην ανάδυση της αξίας. Ετσι, η κοινωνική οικολογία αποτελεί μέρος της μακράς τελεολογικής παράδοσης που ξεκινά από τους αρχαίους Ελληνες και φθάνει μέχρι τις πλέον πρόσφατες οργανιστικές φιλοσοφίες και φιλοσοφίες της διαδικασίας.
Ο Bookchin (ο οποίος έχει αναπτύξει με λαμπρό τρόπο τις αρχές της κοινωνικής οικολογίας σε γραπτά που καλύπτουν τα τελευταία 40 χρόνια) αποφεύγει τον όρο «τελεολογία», λόγω του ότι συνήθως συσχετίζεται με τον ντετερμινισμό και με μια ιεραρχική κοσμοθεωρία. Έτσι, αυτό που δέχεται η κοινωνική οικολογία, είναι ότι η όλη διαδικασία ανάπτυξης της ζωής και του πνεύματος έχει «κατευθυντικότητα»[3] και είναι κίνηση προς ολοένα μεγαλύτερη εκδίπλωση της αξίας. Μέσα στην υπόσταση υπάρχει μια τάση (ή nisus) προς τη ζωή, τη συνείδηση και την αυτοσυνείδηση.
Η εξελικτική θεώρηση που παρουσιάζουμε είναι πάνω απ’ όλα θεώρηση αναπτυξιακή. Για τον Bookchin, όπως και για τον Hegel και άλλους προγενέστερούς του διαλεκτικούς στοχαστές, από μια σημαντική άποψη, το κάθε φαινόμενο συνίσταται στην ιστορία του. Το κάθε στάδιο της εξέλιξης, θεωρείται ότι «οδηγεί βαθμηδόν» στο επόμενο, και η κάθε διαδοχική βαθμίδα θεωρείται ότι περιλαμβάνει εντός της όλες τις προηγούμενές της βαθμίδες. Έτσι, το «πνεύμα» και το «σώμα», θεωρούνται ότι αναπτύσσονται αμοιβαία σε κάθε βαθμίδα της εξέλιξης, ούτως ώστε ο κάθε άνθρωπος ξεχωριστά να ενσωματώνει μέσα του ολόκληρη την ιστορία του πνεύματος και του σώματος. Κατά το διαλεκτικό νατουραλισμό, πρέπει να γίνεται κατανοητό ότι το πνεύμα, όπως όλα τα φαινόμενα, είναι ριζωμένο στη φύση και την ιστορία.
Οι ρίζες της οικολογικής κρίσης
Η κοινωνική οικολογία θεωρεί ότι το μείζον εμπόδιο στην κοινωνική και φυσική εξέλιξη είναι η μακρά ιστορία των προσπαθειών του ανθρώπου για να κυριαρχήσει πάνω στους άλλους και να κατακτήσει ακόμη και την ίδια τη φύση. Μία από τις χαρακτηριστικότερες θεωρίες τις οποίες ανέπτυξε ο Bookchin είναι η άποψη ότι η ανθρώπινη παρόρμηση για κυριαρχία πάνω στη φύση (μάταιη, αλλά παρ’ όλα αυτά ισχυρή ενόρμηση) προκύπτει κυρίως από την κυριαρχία ανθρώπων πάνω σε άλλους ανθρώπους. Ο Bookchin αναζητά τις ρίζες της κυριαρχίας στη μακρόχρονη ιστορία της ιεραρχίας, που ξεκινά από την κυριαρχία των γηραιότερων πάνω στους νεότερους, των ανδρών πάνω στις γυναίκες και των στρατιωτικών, πατριαρχικών και θρησκευτικών ελίτ, πάνω στις πρώτες κοινότητες.
Στην παραδοσιακή ανάλυση των μαρξιστών και των αριστεριστών, που επικεντρώνεται στην οικονομική εκμετάλλευση, ως πηγή όλων των κακών, αυτός αντιπαραθέτει την άκρως εμπεριστατωμένη ανάλυση ενός περίπλοκου συστήματος ιεραρχίας και κυριαρχίας. Παράλληλα, άλλοι κοινωνικοί οικολόγοι έχουν επικεντρωθεί ιδιαίτερα στη σπουδαιότητα παραγόντων όπως η εμπορευματοποίηση της πραγματικότητας σε μια οικονομιστική κοινωνία, στη διεισδυτικότητα της ιστορικής κληρονομιάς των πατριαρχικών – αυταρχικών αξιών, ακόμη και στη σημασία που έχουν οι θεμελιώδεις οντολογικές πραγματικότητες που είναι εγγενείς στην ανθρώπινη κατάσταση.
Ορισμένοι επικριτές έχουν υποστηρίξει ότι εφ’όσον η κοινωνική οικολογία τονίζει συχνά τις κοινωνικές ρίζες της οικολογικής κρίσης, τότε θα πρέπει να την εξομοιώσουμε με την αντίθεση στην κοινωνική κυριαρχία. Έτσι νομίζουν πως η κοινωνική οικολογία ισχυρίζεται, υπεραπλουστευτικά, ότι η «κυριαρχία πάνω στη φύση» θα τερματισθεί όταν καταργηθούν η κοινωνική κυριαρχία και η ιεραρχία. Αυτή η κριτική φανερώνει έλλειψη κατανόησης της διαλεκτικής προσέγγισης που παράδειγμά της αποτελεί η κοινωνική οικολογία (τουλάχιστον όταν είναι συνεπής). Ως διαλεκτικός νατουραλισμός, η κοινωνική οικολογία, αρνείται να ξεχωρίσει την ανθρώπινη κοινωνία από τη φύση.
Υποστηρίζει, αντίθετα, ότι εμείς είμαστε φύση, ότι όταν επιδρούμε ο ένας στον άλλον αλληλεπιδρούμε εντός της φύσεως και ότι η αλληλεπίδραση ανάμεσα σ’ εμάς και την υπόλοιπη φύση είναι συνεχής με την αλληλεπίδρασή μας στο πλαίσιο της κοινωνίας. Η κοινωνική οικολογία, εστιάζεται στην πολύπλοκη διαλεκτική ανάμεσα σ’ αυτές τις ποικίλες σφαίρες αλληλεπίδρασης εντός της φύσεως (δηλαδή εντός αυτών των αξεχώριστα αλληλοσυσχετισμένων φυσικών περιοχών). Εάν και όταν μετασχηματισθεί η ανθρώπινη κοινωνία από την οικολογική συνείδηση και πράξη, τότε ταυτόχρονα θα μετασχηματισθεί και η αλληλεπίδραση ανάμεσα στην ανθρωπότητα και την υπόλοιπη φύση «άμεσα», (αν και μέσα από πολυάριθμες κοινωνικές, πολιτιστικές, φαντασιακές και πνευματικές μεσολαβήσεις).
Η οικολογική συνείδηση και πράξη απαιτεί η ανθρωπότητα να σκέφτεται και να δρα ως «αυτοσυνειδητοποιημένη φύση». Αυτό σημαίνει ότι εμείς σκεφτόμαστε ως αυτοσυνειδητοποιημένη ενέργεια, αυτοσυνειδητοποιημένη ζωή, αυτοσυνειδητοποιημένο ζώο, αυτοσυνειδητοποιημένη γη. Καθώς κάνουμε αυτό, καθώς ανα-μορφώνουμε τον εαυτό μας σε αληθινό μέλος αυτού του «γήινου νοικοκυριού», του γήινου οίκου, αρχίζουμε να απαρνούμαστε την επιδίωξή μας για κυριαρχία του ενός πάνω στον άλλον και για κατάκτηση της φύσης. Δεν είναι πως η κοινωνική ιεραρχία είναι «προγενέστερη» από την εκμετάλλευση της φύσης, ή πως οι ιδεολογίες της κυριαρχίας «προηγούνται» κατά κάποιον τρόπο του ανθρωποκεντρισμού. Αυτή είναι λανθασμένη προβληματική. Οι ρίζες της οικολογικής κρίσης είναι ταυτόχρονα θεσμικές και ιδεολογικές, ψυχολογικές και πολιτιστικές. Η επίλυσή της πρέπει να αποφύγει τόσο τις μονόπλευρες υλιστικές ερμηνείες (οι οποίες επισημαίνουν ως «το κατ’ εξοχήν πρόβλημα» την οικονομική εκμετάλλευση ή άλλες «υλικές συνθήκες»), όσο και τον μονόπλευρο ιδεαλισμό (που επισημαίνει ως «το κατ’ εξοχήν πρόβλημα» κάποιο σύστημα ιδεών, όπως τον ανθρωποκεντρισμό).
Ο Bookchin μας δίνει λόγους για να ελπίζουμε ότι είναι δυνατή μια τέτοια λύση. Στη μακρόχρονη ιστορία της κυριαρχίας και της ιεραρχίας αντιπαραθέτει μια κρυμμένη και συχνά λησμονημένη «ιστορία της ελευθερίας» που χρησιμεύει ως έμπνευση για το ουτοπικό του όραμα. Στη δημοκρατική ελληνική πάλιν, στα ριζοσπαστικά αιρετικά και χιλιαστικά κινήματα του μεσαίωνα και στις πιο αντιαυταρχικές στιγμές των νεότερων επαναστατικών κινημάτων — ο Bookchin ανακαλύπτει τις «μορφές της ελευθερίας» που μπορούν να οδηγήσουν σ’ ένα απελευθερωτικό μέλλον. Η κοινωνική οικολογία, επιδιώκοντας μια τέτοια απελευθέρωση, εισηγείται την πιο θετική έννοια της ελευθερίας. «Ελευθερία» δεν σημαίνει το απλό «να σ’ αφήνουν ήσυχο» της φιλελεύθερης παράδοσης, αλλά τον αυτοπροσδιορισμό με το βαθύτερο νόημα του όρου.
Ως τέτοια, βρίσκεται σε κάποιο βαθμό σε όλα τα επίπεδα του όντος: από τις αυτοοργανωτικές και αυτοσταθεροποιητικές τάσεις του ατόμου μέχρι το επίπεδο ολόκληρου του σύμπαντος, ως μιας τεράστιας σφαίρας εξελικτικής ανάπτυξης. Η ελευθερία μπορεί να βρεθεί υπολανθάνουσα στην κατευθυντικότητα κάθε ζωντανού όντος, και στον πλανήτη μας αγγίζει το απόγειο της ανάπτυξής της στη δυνατότητα των ανθρώπων για αυτοσυνείδηση και αυτοπροσδιορισμό. Οταν η φύση επιτύχει την πιο ανεπτυγμένη αυτοέκφρασή της επί γης, με τη μορφή μιας ελεύθερης ανθρώπινης κοινότητας εναρμονισμένης με τον υπόλοιπο φυσικό κόσμο, τότε αυτό που εθεωρείτο ως «τυφλή» φύση γίνεται τελικά «ελεύθερη φύση».
Αυτήν την πλανητική εξέλιξη και εκδίπλωση η κοινωνική οικολογία την ερμηνεύει ως ολιστική διαδικασία, και όχι απλώς σαν διαδικασία προσαρμογής. Βλέπει την εξέλιξη όχι απλώς σαν διαδικασία προσαρμογής μεμονωμένων οργανισμών ή και ειδών αλλά και ως διαδικασία που μπορεί να γίνει κατανοητή μόνο αν εξετάσουμε την αλληλεπίδραση μεταξύ των ειδών και αν μελετήσουμε τα «οικοσυστήματα» ως πολύπλοκες, αναπτυσσόμενες ολότητες. Αυτή η εξέταση αποκαλύπτει ότι η προοδευτική εκδίπλωση της δυνατότητας για ελευθερία (νοούμενη ως αυτοπροσδιορισμός και αυτοκατευθυνόμενη δραστηριότητα) εξαρτάται από το αν υπάρχει συμβιωτική συνεργασία σε όλα τα επίπεδα — όπως επεσήμανε ο Kropotkin, εδώ και έναν αιώνα περίπου. Μπορούμε, επομένως, να δούμε στη φύση έναν εντυπωσιακό βαθμό συνέχειας, έτσι ώστε η ελεύθερη, αλληλοβοηθητική (mutualistic) κοινωνία, που είναι ο στόχος της κοινωνικής οικολογίας, να φαίνεται πως είναι ριζωμένη στις βασικότερες βαθμίδες του όντος.
Κοινωνική οικολογία και ηθική
Η ολιστική, αναπτυξιακή αντίληψη, που έχει η κοινωνική οικολογία για τις οργανικές ολότητες και την εξέλιξή τους, έχει τεράστια σπουδαιότητα για την ηθική και την πολιτική. Εάν γίνει κατανοητή η θέση της ανθρωπότητας στη φυσική εξέλιξη και τις φυσικές διαδικασίες, τότε μπορούμε ν’ αρχίσουμε να θεωρούμε τη δική μας εμπειρία του να εκτιμούμε και να επιζητούμε το αγαθό, ως μέρος της τεράστιας διαδικασίας της ανάδυσης και ανάπτυξης της αξίας στη φύση και στην ανθρώπινη κοινωνία. Η κοινωνική οικολογία βλέπει τη γη σαν μια ολότητα της οποίας μέρη είναι όλα τα όντα, και σαν μια κοινότητα της οποίας όλοι είμαστε μέλη. Το κοινό πλανητικό καλό μπορεί να εννοιοποιηθεί μόνο κατά τρόπον ολιστικό, αναπτυξιακό και μη αναγωγιστικό.
Μια θεωρία διαλεκτική και ολιστική, υπερβαίνει τις κατηγορίες που χρησιμοποιεί η οποιαδήποτε ατομιστική θεωρία των αξιών, χωρίς παρ’ όλα αυτά να διαλύει τα επιμέρους όντα — και ιδιαίτερα τους ανθρώπους — μέσα στην ολότητα, είτε της φύσης είτε της βιόσφαιρας. Η ανάλυση της αξίας που προτείνει ο Rolston από τη μια και η κοινωνική οικολογία από την άλλη είναι συμπληρωματικές, ως προς αυτό το θέμα. Μια από τις σπουδαιότερες συμβολές του Rolston στην ανάπτυξη μιας οικοφιλοσοφίας είναι το ότι αμφισβήτησε τη διαίρεση της αξίας στις κατηγορίες της εγγενούς (intrinsic) και της εργαλειακής (instrumental) (ή σε κάποιες παραλλαγές αυτών των όρων).
Όταν γεννιέται αξία σ’ ένα σύστημα (ή, όπως θα το διατύπωνε η κοινωνική οικολογία, μέσα σε μια ολότητα που δεν είναι αναγώγιμη στο απλό άθροισμα των μερών της), τότε βρίσκουμε ότι δεν γεννιέται υπό «εργαλειακή» μορφή, διότι δεν υπάρχει καμία συγκεκριμένη οντότητα ή οντότητες για το καλό των οποίων γεννιέται η αξία ως μέσο, ούτε πάλι βρίσκουμε «εγγενή» αξία, με την έννοια ότι τάχα υπάρχει ένα μοναδικό συνεκτικό, προσδιορίσιμο αγαθό ή τέλος για το σύστημα. Πρέπει, επομένως, να θέσουμε κάτι σαν κι αυτό το οποίο ο Rolston αποκαλεί «συστημική αξία». Σύμφωνα με αυτήν την αντίληψη, η αξία που υπάρχει μέσα στο σύστημα «δεν είναι απλώς το άθροισμα των επιμέρους αξιών. Κανένα μέρος τον συστήματος δεν αξιολογεί θετικά την αύξηση των ειδών, αλλά το σύστημα προωθεί μια τέτοια αύξηση. Η συστημική αξία είναι η παραγωγική διαδικασία: τα παράγωγά της είναι εγγενείς αξίες συνυφασμένες με εργαλειακές σχέσεις.»[4]
Αυτή η ανάλυση δείχνει το δρόμο για την αυθεντική οικολογική αντίληψη της αξίας των οικοσυστημάτων ή των οικοκοινοτήτων, την οποίαν επιδιώκει η κοινωνική οικολογία. Κατά τον Rolston, «το σύμπλεγμα είδη – περιβάλλον πρέπει να διατηρηθεί, διότι είναι το γενεσιουργό πλαίσιο της αξίας.»[5] Ωστόσο, ούτε αυτή η διατύπωση είναι τελείως οικολογική, εφόσον φαίνεται πως στηρίζεται ακόμη στην ιδέα ότι το είδος «έχει» ένα περιβάλλον. Εντούτοις, η διατύπωση αυτή επισημαίνει ότι το οικοσύστημα (δηλαδή η οικοκοινότητα από την οποία δεν μπορεί να διαχωρισθεί αυτό το είδος και η οποία έχει διαμορφώσει τη φύση του) είναι μια αξιο-γενεσιουργός (value-generating) ολότητα. Σε τελική ανάλυση, πρέπει να αντιληφθούμε, από τη μια μεριά, ότι η γη είναι, για μας, η πιο ηθικά σημαντική αξιο-γενεσιουργός ολότητα και από την άλλη ότι το πλανητικό αγαθό αυτοπραγματώνεται μέσω της ταυτόχρονης επίτευξης του αγαθού, από όλα τα όντα που συγκροτούν αυτή την ολότητα.
Οικολογική αναγέννηση και κοινωνική αναγέννηση
Ένα θεμελιώδες ζήτημα είναι ποιος είναι ο ρόλος της ανθρωπότητας στην επίτευξη αυτού του αγαθού. Κατά την κοινωνική οικολογία, η οικολογική μας ευθύνη ως κατοίκων της γης δεν μπορεί να έγκειται απλώς στο να αντιστρέψουμε τη ζημιά που έχουμε ήδη κάνει, και να αποφύγουμε τις πιθανές μελλοντικές ζημίες — όπως θα πρότειναν κάποιοι οικολόγοι στοχαστές. Αντίθετα, ο ρόλος της ανθρωπότητας στη φύση απορρέει από την αξεδιάλυτη αλληλεξάρτησή της με τη βιοσφαιρική ολότητα, καθώς και από το χαρακτήρα της, ως της πλουσιότερα ανεπτυγμένης περιοχής του όντος που έχει ως τώρα αναδυθεί από την εξελικτική αυτοπραγμάτωση της γης. Εμείς οι άνθρωποι συνεργαζόμαστε με τη φυσική εξέλιξη μέσω της αυτοανάπτυξής μας. Αποδεχόμενοι τις ευθύνες που υποδηλώνονται από το ότι είμαστε «αυτοσυνειδητοποιημένη φύση» μπορούμε να αρχίσουμε να αντιστρέφουμε την ως τώρα αντιεξελικτική και οικοκτόνο πορεία μας, και ν’ αρχίσουμε να συμβάλλουμε στη συνέχιση της φυσικής και κοινωνικής εξέλιξης του πλανήτη.
Η επιτυχία αυτού του εγχειρήματος, απαιτεί μια νέα οικολογική ευαισθησία, που να διαποτίσει όλες τις πλευρές της κοινωνικής μας ύπαρξης. Αυτή η ευαισθησία θα έγκειται σε μια μη ιεραρχική και μη κυριαρχική αντίληψη για τα άλλα όντα και για τη φύση. Έτσι, αυτό που ο Bookchin έχει αποκαλέσει «επιστημολογία της εξουσίας» αντικαθίσταται από την προοπτική την οποία παρομοιάζει με «νέο ανιμισμό». Αυτή η αντίληψη παραδέχεται πως υπάρχει παντού στη φύση μια διάχυτη και διαρκώς αναπτυσσόμενη υποκειμενικότητα, που είναι λανθάνουσα ακόμη και μέσα στην ύλη – ενέργεια, και αποκτά την πλήρως ανεπτυγμένη μορφή της στο νου και τη δημιουργικότητα του ανθρώπου, όταν δρουν για λογαριασμό της ζωής και της εξέλιξης. Καθώς εμείς αποκτούμε μια τέτοια νέα οικολογική ευαισθησία, η αλληλοβοήθεια που υπάρχει παντού στη φύση φθάνει στο αποκορύφωμα της ανάπτυξής της στο αλληλοβοηθητικό σύστημα αξιών και αντιλήψεων της ανθρωπότητας, που ενσαρκώνει η οικολογική κοινωνία.
Έτσι, η οικολογική αναγέννηση είναι αξεχώριστη από την κοινωνική αναγέννηση. Κατά συνέπεια, η κοινωνική οικολογία απαιτεί να δημιουργηθούν οικοκοινότητες και οικοτεχνολογίες που θα εγκαθιδρύσουν μια δημιουργική αλληλεπίδραση ανάμεσα στην ανθρωπότητα και τη μη ανθρώπινη φύση, και θα αντιστρέφουν την τωρινή καταστροφική πορεία. Αυτές οι κοινότητες θα είναι προσεκτικά ενσωματωμένο μέρος του ευρύτερου φυσικού τους περιβάλλοντος (που είναι από μόνο του φυσική «οικοκοινότητα») και θα εφαρμόζουν την αληθινή «οικονομία», την προσεκτική τήρηση και εφαρμογή των «νόμων του οίκου». Το ζήτημα μέχρι ποιου σημείου μπορεί η ανθρώπινη δραστηριότητα να έχει επιθυμητές επιδράσεις στη γη, μπορεί να κριθεί μόνο μέσα από τον προσεκτικό προσδιορισμό αφ’ενός μεν των ικανοτήτων που έχουμε για να δρούμε για λογαριασμό της φύσης (συμπεριλαμβανομένης και της ταπεινωτικής συνειδητοποίησης της παχυλής μας άγνοιας μπροστά στη συντριπτική πολυπλοκότητα της φύσης), αφ’ετέρου δε των επιβλαβών επιπτώσεων που έχουν οι δικές μας διαταράξεις των φυσικών ισορροπιών.
Η κοινωνική οικολογία υποστηρίζει ότι αυτοί οι στόχοι απαιτούν έναν ριζικό αναστοχασμό πάνω στο πολιτικό. Η τεχνογραφειοκρατική κρατική εξουσία και η καπιταλιστική οικονομική εξουσία πρέπει να αντικατασταθούν από μια οργανική κοινότητα που να ρυθμίζεται μέσα από κοινές οικολογικές αξίες και από τη στράτευση στην κοινή ζωή. Η «μετά τη σπάνι» κοινωνία, την οποία ευαγγελίζεται ο Bookchin, δεν υπερβαίνει το «βασίλειο της αναγκαιότητας» μέσω της τεράστιας αύξησης της παραγωγής (όπως υποστήριζε ο Μαρξ) ή μέσα από την αυξημένη κατανάλωση εμπορευμάτων (όπως υπόσχεται ο καπιταλισμός).
Αντίθετα, οι μελλοντικές οικοκοινότητες πρέπει να επιτύχουν την αφθονία μέσα από κριτική ανάλυση και επαναπροσδιορισμό του συστήματος των αναγκών τους (ξεπερνώντας κατ’ αυτόν τον τρόπο τον τωρινό δικό μας «φετιχισμό των αναγκών»). Μπορούμε να προσδοκούμε ότι η οικοκοινότητα θα απορρίψει την κατανάλωση ως αυτοσκοπό, που είναι χαρακτηριστική της καπιταλιστικής μαζικής κοινωνίας, ενώ ταυτόχρονα θα πολλαπλασιάσει τον αληθινό κοινωνικό πλούτο της κοινότητας, με τρόπους όπως ο καλαίσθητος περίγυρος, η εποικοδομητική εργασία, το δημιουργικό παιγνίδι, οι πλούσιες διαπροσωπικές σχέσεις, και η εκτίμηση της μη ανθρώπινης φύσης.
Οι κοινωνικές μορφές που θα αναδυθούν από μια τέτοια κουλτούρα θα ενσαρκώνουν οι ίδιες το οικολογικό ιδανικό της «ενότητας στη διαφορά». Ο Bookchin — όπως και ο Kropotkin, ο Landauer, ο Buber και άλλοι προγενέστεροι του στην παράδοση του ελευθεριακού κοινοτισμού — προτείνει ως θεμελιώδη κοινωνική μονάδα της οικολογικής κοινωνίας τη βασική κοινότητα. Η προσέγγισή του είναι αυθεντικά κοινοτιστική, υπό την έννοια ότι θεωρεί αυτό το επίπεδο κοινότητας, στο οποίο οι άνθρωποι μπορούν να αναπτυχθούν πλήρως ως κοινωνικά όντα, ως την ουσιαστικότερη κοινωνική, πολιτική, και, στην πραγματικότητα, ηθική σφαίρα. Ο οικολογικός αναρχισμός του Bookchin είναι μεν καυστική κριτική όλης της συμβατικής πολιτικής, είναι όμως και μια ηρωική προσπάθεια να ξανακερδηθεί το πολιτικό στη βαθύτερη έννοιά του, να ξαναδημιουργηθεί ένας αυθεντικός δημόσιος χώρος, και να ανακτήσουμε την από καιρό κρυμμένη φύση μας, ως πολιτικών ζώων.
Μέσα στην οικοκοινότητα, θα αρχίσουν να αναδύονται συνεργατικοί θεσμοί σε όλους τους τομείς της κοινωνικής ζωής. Αυτοί θα περιλαμβάνουν αλληλοβοηθητικές ενώσεις για τη φροντίδα και την εκπαίδευση των παιδιών, για την παραγωγή και τη διανομή αγαθών, για την πολιτιστική δημιουργία, για το παιχνίδι και τη διασκέδαση, για το στοχασμό και την πνευματική ανανέωση. Στην οικοκοινότητα η οργάνωση θα βασίζεται όχι στις απαιτήσεις της εξουσίας, όπως αναπόφευκτα συμβαίνει στους καπιταλιστικούς και κρατιστικούς θεσμούς, αλλά αντίθετα στα πράγματα που απαιτούνται για την αυτοπραγμάτωση των ανθρώπων ως ελεύθερων κοινωνικών όντων και για μια μη κυριαρχική αλληλεπίδραση ανάμεσα στους ανθρώπους και στο σύνολο της φύσης. Αυτή η αντίληψη για το πολιτικό, απαιτεί οι θεσμοί να είναι στα μέτρα του ανθρώπου, αποκεντρωμένοι, μη ιεραρχικοί και βασισμένοι στην άμεση δημοκρατία.
0 Bookchin υποστηρίζει ότι ένας πολιτικός σχηματισμός που έχει αποφασιστική σημασία είναι η συνέλευση της πόλης ή της γειτονιάς. Αυτή η συνέλευση δίνει στο σώμα των πολιτών έναν στίβο στον οποίο θα διατυπώνουν δημόσια τις ανάγκες και τις βλέψεις τους. Δημιουργεί μια σφαίρα στην οποία μπορεί να αναπτυχθεί και να ασκηθεί έμπρακτα η αληθινή ιδιότητα του πολίτη. Η συνέλευση της κοινότητας δημιουργεί μιαν αγορά μέσω της οποίας μπορεί να ενοποιηθεί και να συντονιστεί μια εξαιρετικά πολύτιμη πολλαπλότητα και διαφορετικότητα, κι έτσι επιτρέπει στον κάθε πολίτη ξεχωριστά να συλλάβει το καλό όλης της κοινότητας. Ο μακροπρόθεσμος στόχος είναι, η αντικατάσταση της ιεραρχικής καπιταλιστικής και κρατιστικής οργάνωσης από μια συνομοσπονδία οικολογικών κοινοτήτων — με δυο λόγια, η εγκαθίδρυση μιας πραγματικής οικολογικής δημοκρατίας.
Πνευματική αναγέννηση και φαντασία
Βασική στο όραμα της κοινωνικής οικολογίας για μια απελευθερωμένη ιστορία και για τη μεταμόρφωση της ανθρωπότητας είναι η κατηγορία του «πνεύματος». Ενώ κατά τις οικολογικές συζητήσεις γίνεται συχνά αναφορά στο ζήτημα της «πνευματικότητας», ο Kovel σωστά μας εφιστά την προσοχή στη θεμελιωδέστερη έννοια του «πνεύματος». Στα έργα του Bookchin το πνεύμα ποτέ δεν βρίσκεται μακριά από την επιφάνεια. Η παγκόσμια ιστορία, όπως εμφανίζεται στο κλασικό του έργο Η οικολογία της ελευθερίας,[6] στρέφεται γύρω από ένα οικείο θέμα. Η ανθρωπότητα εκπίπτει από την πρωταρχική της ενότητα με τη φύση, που ίσχυε κατά την «οργανική κοινωνία», δοκιμάζεται κατά το μακρόχρονο αγώνα της, την «ιστορία της ελευθερίας», ενώ βρίσκεται υποδουλωμένη κατά την «ιστορία της κυριαρχίας», για να ανακτήσει τελικά τη χαμένη της ενότητα με τη φύση — σε ανώτερο επίπεδο — με την επίτευξη της «οικολογικής κοινωνίας».
Πρόκειται για εξιστόρηση με βαθιές ρίζες στη δυτική σκέψη (για να μην αναφερθούμε στην προφανή συγγένειά της με μη δυτικούς μύθους και φιλοσοφίες): στην Ιουδαιοχριστιανική εξιστόρηση της πτώσης και της σωτηρίας, στην Εγελιανή αφήγηση για την αυτοαλλοτρίωση και την αυτοσυμφιλίωση του Απόλυτου Πνεύματος, στην Μαρξιστική απεικόνιση της υποδούλωσης της ανθρωπότητας στο βασίλειο της αναγκαιότητας και του αγώνα της για να επιτύχει το βασίλειο της ελευθερίας. Το «πνεύμα» κατά την κοινωνική οικολογία εκφράζει την εμβάπτιση μας στην κίνηση της πραγματικότητας προς την [αυτο-εκδίπλωση].[7] Το πνεύμα συμβολίζει τη ζωή, τη μεγέθυνση, την ανάπτυξη, τον αγώνα για επίτευξη της ολικότητας (wholeness) — της πραγματωμένης ενότητας στη διαφορά. Μολονότι είναι προφανής η συγγένεια με το Εγελιανό Geist, είναι επίσης φανερές οι ρίζες στην κοινοτιστική αναρχική και ουτοπική παράδοση του ίδιου του Bookchin.
Κατά τον μεγάλο κοινοτιστή Landauer, το «πνεύμα» είναι η θεμελιωδέστερη κατηγορία, και υποδηλώνει πραγματικά το πνεύμα της δημιουργίας και της μεγέθυνσης. «Το πνεύμα που μας παρωθεί», υπογραμμίζει ο Landauer, «είναι πεμπτουσία της ζωής και δημιουργεί ενεργό πραγματικότητα».[8] Ο λόγος του Landauer για την αντίθεση προς το πνεύμα, για τις δυνάμεις της κυριαρχίας, της ιεραρχίας καθώς και για όλα τα υποδουλωτικά και καταστροφικά ορμέμφυτα, δεν προξενεί έκπληξη. «Όπου υπάρχει πνευματικότητα, υπάρχει κοινωνία. Όπου υπάρχει α-πνευματικότητα (unspirit) υπάρχει το κράτος. Το κράτος αναπληρώνει το πνεύμα.»[9] Ο Landauer ήταν αυθεντικός κοινωνικός οικολόγος, όταν υποστήριζε ότι «η αληθινή κοινωνία είναι μια πολλαπλότητα του πραγματικού, μικρές συγγένειες που προέρχονται από τις συνδετικές ιδιότητες των ατόμων, από το πνεύμα, μια δομή κοινοτήτων και μια ένωση».[10]
Αναγκαία συνθήκη για την επιτυχία αυτού του προτάγματος κοινωνικής και πνευματικής αναγέννησης είναι η απελευθέρωση της φαντασίας. Ο Bookchin σωστά είπε ότι η δημιουργία μιας οικολογικής κοινότητας πρέπει να είναι «έργο τέχνης». Έχει επίσης τονίσει τη σπουδαιότητα μεγάλων οραματιστών, όπως ο Fourier, ο Morris, και οι σουρεαλιστές, που εξέφρασαν την επιθυμία και τη φαντασία στις πιο ριζοσπαστικές και δημιουργικές τους μορφές. Μια από τις οξυδερκέστερες παρατηρήσεις της κοινωνικής οικολογίας είναι το ότι η άνθιση του πνεύματος και της προσωπικότητας του ανθρώπου είναι συνέχιση της φυσικής εξέλιξης. Η απελευθέρωση της ανθρώπινης φαντασίας από τις νεκρωτικές επιπτώσεις της μηχανοποίησης και της εμπορευματοποίησης είναι ένα από τα πιο πιεστικά οικολογικά ζητήματα.
Είναι λοιπόν, πολύ εύστοχη η επιλογή του William Blake από τον Kovel, ως του ποιητή της κοινωνικής οικολογίας (αν και ο συναγωνισμός, από τον Ηράκλειτο και τον Lao Tzu, ήταν σκληρός!). Για να αναφερθώ πάλι στον Landauer, «είμαστε ποιητές» που επιθυμούν «το ποιητικό όραμα, η καλλιτεχνική δημιουργικότητα, ο ενθουσιασμός και η προφητεία να βρουν όλα τη θέση τους ώστε να δράσουν, να εργασθούν και να οικοδομήσουν από ‘δω και πέρα: στη ζωή, για την αρμονική ζωή, εργασία και αλληλεγγύη ομάδων, κοινοτήτων και εθνών».[11]
Κοινωνικός μετασχηματισμός και ατομική ανανέωση
0 Bookchin έχει συχνά τονίσει το γεγονός ότι ο απελευθερωτικός κοινωνικός μετασχηματισμός εξαρτάται από την ανανέωση στο κατ’ εξοχήν προσωπικό πεδίο: το πεδίο του εγώ. Σύμφωνα με τη διατύπωσή του, η κοινωνική οικολογία θεωρεί το εγώ ως αρμονική σύνθεση «του λόγου, του πάθους και της φαντασίας.» Υποστηρίζει το ιδανικό ενός πολύπλευρου εγώ, που οι διάφορες πλευρές του δεν καταστέλλονται αλλά αντίθετα πετυχαίνουν μια αμοιβαία συμβατή ανάπτυξη. Το εγώ θεωρείται ως όλον οργανικό μεν, αλλά και σε αδιάκοπη διαδικασία αυτομετασχηματισμού και αυθυπέρβασης. Από τη μια μεριά, υπάρχει σεβασμός για τη μοναδικότητα του κάθε προσώπου και αναγνώριση της ατομικότητας: του αγώνα του καθενός ή της καθεμιάς για το αγαθό που πηγάζει από τη φύση του (της).
Ωστόσο, η αυτοπραγμάτωση είναι ακατανόητη, ξέχωρα από τη διαλεκτική αλληλεπίδραση ανάμεσα στον καθένα και στα άλλα πρόσωπα, την κοινότητα, και το σύνολο του φυσικού κόσμου. Ο στόχος είναι, επομένως, να εκδιπλώνονται ταυτόχρονα, τόσο η ατομικότητα όσο και το κοινωνικό είναι. Η αντικατάσταση του «στυμμένου» εγώ της καταναλωτικής κοινωνίας με μια πλούσια ανεπτυγμένη εαυτότητα είναι ένας από τους κύριους στόχους της κοινωνικής οικολογίας.
Ωστόσο, όσο κι αν εμπνέει αυτός ο στόχος, παραμένει μεγάλος χώρος ανοιχτός για να αναπτυχθεί η κοινωνικο-οικολογική έννοια του εγώ. Οπως επισημαίνει ο Kovel, ο χώρος της σημασίας δημιουργεί μια φαντασιακή σφαίρα στην οποία υπάρχει ένας αναγκαίος βαθμός αλλοτρίωσης από τη φύση, ακόμη κι από τον εαυτό μας ως φύση. Ενα συναφές πρόβλημα πηγάζει από το γεγονός ότι δεν μπορούμε ποτέ να υπερβού- με εξ ολοκλήρου, ούτε με τη σκέψη ούτε με την εμπειρία, τις πλευρές του εγώ που «τον εξομοιώνουν με πράγμα» —τη σφαίρα του προεννοιολογικού και τις πρωτογενείς στιβάδες της επιθυμίας. Το να θεωρητικοποιήσουμε επαρκώς αυτή τη δυαδικότητα και την αλλοτρίωση μέσα σ’ ένα μη δυϊστικό, νατουραλιστικό πλαίσιο αποτελεί μέρος του προτάγματος της κοινωνικής οικολογίας για την κατανόηση της «ενότητας στη διαφορά».
Κάνοντάς το αυτό, η κοινωνική οικολογία θα ανασκάψει βαθύτερα σ’ αυτές τις αχώριστες διαστάσεις του σώματος και του πνεύματος τα οποία διχοτόμησε κατά τόσο μοιραίον τρόπο ο δυϊσμός. Καθώς ερευνούμε πραγματικότητες όπως τη σκέψη, την ιδέα, την εικόνα, το σημείο, το σύμβολο, το σημαίνον (signifier), τη γλώσσα, από τη μια μεριά, και το αίσθημα, το συναίσθημα, την προδιάθεση, το ένστικτο, το πάθος, και την επιθυμία, από την άλλη, θα γίνεται φανερή ολοένα και περισσότερο η σχέση ανάμεσα στα δυο αυτά «βασίλεια». Δεν είναι περίεργο το ότι ο ποιητής μπορεί και πάλι να προσανατολίσει τη φιλοσοφική μας έρευνα.
Ο Gary Snyder, ένας μεγάλος σύγχρονος ποιητής του κοινωνικού και του οικολογικού, εκφράζει καλά αυτήν τη διαλεκτική σχέση ανάμεσα στο απολύτως παράξενο βασίλειο του πολιτισμού και της γλώσσας, από τη μια, και στην οργανική, βιολογική μήτρα από την οποία — και εντός της οποίας — εμφανίζεται αυτό το βασίλειο, από την άλλη. «Η γλώσσα και η κουλτούρα αναδύονται από τη βιολογική – κοινωνική μας ύπαρξη, από τα ζώα που ήμασταν/είμαστε. Η γλώσσα είναι ένα πνευματο- σωματικό σύστημα που εξελίχθηκε ταυτόχρονα με τις ανάγκες μας και τα νευρικά μας κύτταρα. Όπως και η φαντασία και το σώμα, έτσι και η γλώσσα εμφανίζεται απρόσκλητη».[12]
Το πρόταγμα του διαλεκτικού νατουραλισμού είναι η έρευνα των τρόπων της φύσης και, πάνω απ’ όλα. των τρόπων κατά τους οποίους εμείς είμαστε φύση. Μολονότι ο Bookchin έχει χαρακτηρίσει την ανθρωπότητα ως «την ίδια τη γνωστικότητα (knowingness) της φύσης», η κοινωνική οικολογία δείχνει επίσης ότι «γνωρίζουμε» όχι μόνο μέσω της σκέψης, υπό τη στενή έννοια, αλλά μέσω πολλών τρόπων του είναι μας. Ο Bookchin σωστά μας προσανατόλισε προς τη «σοφία του σώματος» και τη «σοφία του κυττάρου». Η κοινωνική οικολογία μας κατευθύνει προς μια βαθύτερη έρευνα της φύσης της σωματικότητας μας (embodiedness) – ως ανθρώπων που σκέφτονται και αισθάνονται αλλά και ως γη που σκέφτεται και αισθάνεται. Μας καθοδηγεί στη διαλεκτική του όντος στις πολλές του διαστάσεις. Στον έρωτα του λόγου. Στη λογική των παθών. Στην πολιτική της φαντασίας. Με αυτό, επιδιώκει την αναγέννηση του εγώ, την αναγέννηση της ανθρώπινης κοινότητας, την αναγέννηση της ευρύτερης κοινότητας της Γης.
Σημειώσεις:
[1] M. Zimmerman el al (eds) Environmental Philosophy. (Prentice-Hall) 1992. To κείμενο αποδόθηκε στα ελληνικά από τον Πάρι Μπουρλάκη.
[2] Ο John Clark είναι καθηγητής φιλοσοφίας στο Πανεπιστήμιο Λογιόλα της Ν. Ορλεάνης (ΗΠΑ). Διδάσκει επίσης στο Ινστιτούτο Κοινωνικής Οικολογίας στο Βερμόντ (ΗΠΑ) και είναι συγγραφέας πολλών βιβλίων, μεταξύ των οποίων το Max Stimcr’s egoism. The philosophical anarchism of William Godwin.
[3] (Σ.τ.Μ.) directiveness: η ιδιότητα του να έχεις κάποιαν κατεύθυνση, «κάπου να πηγαίνεις ή να το πηγαίνεις (να αποβλέπεις)», τόσο «κυριολεκτικά» όσο και «μεταφορικά». Ο νεολογισμός κατευθυντικότητα χρησιμοποείται αντί του συνήθους όρου «εντελέχεια» (το να έχει κάποιο τέλος – δηλ. σκοπό, κατεύθυνση, τέρμα – ή κίνηση μετακίνηση ή μεταβολή) που έχει τελεολογική έννοια.
[4] Holmes Rolston. HI, Environmental Ethics: Duties to and Values in the Natural World, (Philadelphia: Temple Un. Press, 1988), o. 188.
[5] AvtoOi, o. 154.
[6] The Ecology of Freedom: The Emergence and Dissolution of Hierarchy (Palo Alto, Cheshire Books, 1982′ αναθεωρημένη έκδοση, Montreal: Black Rose Books, 1990).
[7] Για μια εκτεταμένη μελέτη της ιδέας του πνεύματος και της σημασίας της για όλα τα ζητήματα που αφορούν την κοινωνική οικολογία, δες Joel Kovel, History and Spirit: An Inquiry into the Philosophy of Liberation (Boston: Beacon Press, 1991).
[8] Gustav Landauer. For Socialism (St Louis: Telos Press, 1978) o. 55.
[9] Αυτόθι, σελ. 42.
[10] Αυτόθι, σελ. 72.
[11] Αυτόθι, σελ. 54.
[12] Gary Snyder, The Practice of the Wild (San Francisco: North Point Press, 1990), o. 17.
[13] Ο Murray Bookchin είναι καθηγητής της Κοινωνικής Οικολογίας, ιδρυτής του Ινστιτούτου Κοινωνικής Οικολογίας στο Βερμόντ (ΗΠΑ). Γράφει και διδάσκει σε θέματα που αφορούν τη σχέση μεταξύ κοινωνικών και οικολογικών προβλημάτων από το 1952. Είναι συγγραφέας 14 βιβλίων που πραγματεύονται κυρίως θέματα κοινωνικής οικολογίας, οικο-φιλοσοφίας και οικο-αναρχισμού. Μεταξύ των τελευταίων βιβλίων του περιλαμβάνονται: The Ecology of Freedom (Palo Alto, Calif., Cheshire Books, 1982, Remaking Society! Biack Rose. 1989 — υπό έκδοσιν από τις εκδ. ΕΞΑΝΤΑΣ) και The Philosophy of Social Ecology (Black Rose, 1990 — υπό έκδοσιν από τις εκδ. ΚΟΙΝΩΝΙΑ KAJ ΦΥΣΗ).
25 Comments