Οι Αβράκωτοι

Πρόλογος
{…} Στον πληβειακό δημόσιο χώρο που άρχισαν να σκιαγραφούν οι αβράκωτοι, το 1774 οι λυσσασμένοι έριξαν τον σπόρο της αναρχικής ελευθερίας και της άμεσης δημοκρατίας. Ο Jacques Roux, στο βήμα της Συμβατικής, θα αναδείξει την εχθρική φύση των «αντιπροσώπων του λαού» αναφωνώντας: «Η ελευθερία είναι απλώς αυταπάτη όταν μια τάξη ανθρώπων μπορεί ατιμώρητα να κάνει μιαν άλλη να λιμοκτονεί.
Η ισότητα είναι απλώς αυταπάτη όταν ο πλούσιος ασκεί προνομιακά το δικαίωμα ζωής και θανάτου επί των συνανθρώπων του». Και ο J. Varlet, από τη φυλακή του Πλεσίς, έγραφε: «..Για οποιοδήποτε σκεπτόμενο ον, κυβέρνηση και επανάσταση είναι πράγματα ασύμβατα…».
{…} Στο βιβλίο του Κροπότκιν, «Η Μεγάλη Γαλλική Επανάσταση» (*) μπορεί κάποιος να διαβάσει με διεξοδικό και συνεκτικό τρόπο ότι στη Γαλλική επανάσταση οι Γιρονδίνοι (και ιδιαίτερα ο Μπρισσό, πρωτεργάτης των Γιρονδίνων, ο οποίος φυσικά εκτελέστηκε), στα φυλλάδια καθώς και στα λυρικά τραγούδια τους αποκαλούσαν αναρχικούς με την θετική έννοια, την ριζοσπαστική πτέρυγα των Ορεινών, τους Λυσσασμένους, οι οποίοι ήθελαν να σπρώξουν την επανάσταση πιο μακριά, κυρίως προς μια κοινωνική, αν και κάποιος μπορεί χωρίς κανένα ενδοιασμό να πει προς μια σοσιαλιστική κατεύθυνση.
Συνεπώς, αυτούς τους αγωνιστές της επανάστασης, οι οποίοι είναι αναμφίβολα οι προπάτορες όλων ανεξαιρέτως των σοσιαλιστικών ρευμάτων των μεταγενέστερων και σημερινών εποχών, τους αποκάλεσαν «αναρχικούς» με την υβριστική έννοια και οι αντίπαλοι τους, οι προπάτορες των σημερινών ρεπουμπλικανών ή φιλελεύθερων. {…} “Σύνοψη του κοινωνικού αναρχισμού”
Ο Πληβειακός Κοινωνικός Χώρος (**)
«Και εάν η ιστορία τους έκανε θύματα στο βαθμό που η εποχή τους τούς καταδίκασε, θύματα παρέμειναν μέχρι τις ημέρες μας». Edward Ρ. Thompson, La Formation de la Classe Ouvriere Anglaise
Υπήρχε μια φορά ένας βασιλιάς, που αποκεφαλίστηκε από έναν λαό που είχε επαναστατήσει. Ανάμεσα στους επαναστάτες υπήρχαν γυναίκες και άντρες, πλούσιοι και φτωχοί, αστοί και αβράκωτοι. Ένας από εκείνους τους επαναστάτες, ο αββάς Sieyès,1 διάσημος αντιπρόσωπος της Τρίτης Τάξης, δέκα χρόνια μετά την πτώση της Βαστίλλης, θυμόταν με αποστροφή αυτά που θεωρούσε σαν τις θλιβερές συνέπειες της: εκείνες τις μέρες του 1793 «όταν επικρατούσε τέτοια σύγχυση, ώστε αυτοί που δεν είχαν κανένα επίσημο αξίωμα, να θέλουν πεισματικά να ασχολούνται με τα πάντα» [15, σ. 9].
Αυτοί που ήθελαν πεισματικά να ασχολούνται με τα πάντα, ήταν το «αφανές πλήθος», ο κόσμος του λαού, ο δήμος, οι παρίες. Χώρος δράσης τους το «διαμέρισμα» και η πλατεία. Ήθελαν πραγματική ισότητα και όχι μόνο νομική, την εξίσωση των βαθμών και των αγαθών. Έθεσαν το «κοινωνικό ζήτημα» γιατί άρχιζαν να κατανοούν ότι η λύση του είναι η απαραίτητη προϋπόθεση για την ύπαρξη της ελευθερίας. Ήταν οι «αναρχικοί» που τόσο ανησυχούσαν τον Jacques Pierre Brissot,2 «οι κήρυκες του αγροτικού νόμου, οι υποκινητές της εξέγερσης» [16, σελ. 449],
Αυτοί που πραγματοποίησαν την ανατρεπτική Comune της 10ης Αυγούστου και την επαναστατική επιτροπή της Eveche, «αντικανονική συνέλευση των αντιπροσώπων των διαμερισμάτων». «Μια εστία αναταραχής που πάντα σιγόκαιγε», θα πει ο Jules Michelet [25, τομος V, σελ. 336-337],
Ένας απ’ αυτούς θα γράψει λίγο αργότερα: «Εξαφανίστε, λοιπόν, τις αποκρουστικές διακρίσεις ανάμεσα σε πλούσιους και φτωχούς, μεγάλους και μικρούς, αφέντες και δούλους, εξουσιαστές και εξουσιαζόμενους» [24, σ. 331]. Με το πέρασμα το χρόνου, οι απόγονοι αυτών των «λυσσασμένων» θα γίνουν σύμφωνα με τη σεμνή έκφραση του André Marlaux, ο αφανής λαός της μαύρης σημαίας.
Το ρήγμα
Το ρήγμα στο πραγματικό φαντασιακό που εκδηλώθηκε με τον Διαφωτισμό, υπήρξε για πολύ καιρό ένα διαρκές σχίσμα στον κορμό των παραστάσεων, των θεσμών και των εννοιών που διατηρούσε τη συνέχεια του φεουδαρχικού κόσμου. Για να διαρραγεί αυτός ο κορμός ήταν αναγκαία η επανάσταση.
Στην ελέω Θεού μοναρχία το πρόσωπο του βασιλιά διεχώριζε τα κοινωνικά στρώματα και διατηρούσε την τάξη. Όπως μας λέει ο Georges Duby, κάτω από το βλέμμα του άρχοντα (που ταυτιζόταν με τον Βασιλέα των Ουρανών) παρατάσσονταν με απόλυτη τάξη οι αρσενικοί υπηρέτες, αυτοί που προσεύχονται, αυτοί που πολεμούν, αυτοί που μέσω του εμπορίου εξασφαλίζουν τα απαραίτητα. Κατά μόνας, «στα διαμερίσματά τους οι γυναίκες και τα παιδιά». Και τέλος «πέρα από τα τείχη», απομονωμένοι «στους αγρούς και στα εργοστάσια οι εργάτες, αυτοί που ιδρώνουν, αυτοί που κουράζονται» [9, σ.422].
Την αυγή της επανάστασης ο τρεις τάξεις κάθονταν πάνω σε μια μάζα πολυάριθμη, υποταγμένη και σιωπηλή. Η επανάσταση γεννήθηκε σαν μια τομή, σαν ρήξη της ιστορίας, «διαχωριστική γραμμή που χωρίζει τις εποχές» θα πει o F. Renè de Chateaubriand, «αλλά και αυτές τις σκέψεις, τις συμπεριφορές, τις ανησυχίες, τους νόμους, τις ίδιες τις γλώσσες, σ’ ένα πρίν και ένα μετά εντελώς ανταγωνιστικά και φανερά ασυμβίβαστα».
Εάν υιοθετηθεί η οπτική γωνία της κοινότητας στην ιστορία, είναι εύκολο να διακρίνουμε όλα αυτά τα στοιχεία που μεταβιβάστηκαν από το Ancien Regime στη μετεπαναστατική Γαλλία. Παραδείγματος χάριν, το εθνικό κράτος που αρχίζει την πορεία του κατά τη διάρκεια της μοναρχίας, για να φτάσει στην ωριμότητά του όταν μεταφέρεται, με τη σφραγίδα των ιακωβίνων, η κυριαρχία από το λαό στο έθνος, ή οι οπισθοδρομήσεις που ακολουθούν με τη μορφή της αυτοκρατορίας και της παλινόρθωσης. Αλλά αυτό δεν μας απαγορεύει να αντιληφθούμε ότι οι επαναστάσεις δεν είναι μια απλή διαδοχή ημερομηνιών ή μια απλή συσσώρευση γεγονότων. Οι επαναστάσεις είναι «ένα ξαναμοίρασμα της τράπουλας» που αλλάζει την ιστορία, τόσο όσον αφορά την ερμηνεία του παρελθόντος, όσο και όσον αφορά το νόημα του καινούριου που θα αποτελέσει το τίμημα της αναδιοργάνωσης του συλλογικού φαντασιακού που επιβάλλει η επανάσταση, επειδή ακριβώς είναι μια επανάσταση.
Η επανάσταση είναι η συλλογική δημιουργία μιας νέας ιστορικής ενότητας, ενός νέου φαντασιακού κορμού που γεννήθηκε από την εξέγερση. Γι’ αυτό, η δύναμη εξάπλωσις της, το συμβολικό θεσμιστικό φορτίο της Μεγάλης Επανάστασης οφείλεται στο ότι κανείς (όσο κι αν προσπαθεί να το κάνει αυτά τα διακόσια χρόνια η φιλελεύθερη ιστοριογραφία) δεν μπορεί να σκεφτεί το 1789 αποκομμένο, αποσυνδεδεμένο από το νόημα που του δίνει το 1793.
Όταν στις 20 Ιουνίου, στο Jeu de Paume, οι αντιπρόσωποι σηκώθηκαν σπρωγμένοι από μια κοινή παρόρμηση για να δώσουν τον περίφημο όρκο, δεν υπήρχε ανάμεσά τους ούτε ένα χέρι εργαζομένου. «Η ισχυρή αντιπροσώπευση της τρίτης τάξης εντυπωσιάζει…για την πολιτική και κοινωνική της ομοιογένεια: κανείς χωρικός, βιοτέχνης ή εργάτης, αλλά μια αληθινή συλλογικότητα αστών, μορφωμένων και σοβαρών…» [11, σ.73]. Η Τρίτη Τάξη μετέφερε στο πνεύμα της τις μεγάλες ιδέες, ή φερόταν απ’ αυτές: η ελευθερία την φλόγιζε, η ισότητα την έθελγε. Ο κύριος εχθρός της ήταν η κοινωνία των ευγενών, τα φεουδαρχικά προνόμια, αλλά για να κάνει την επανάσταση χρειαζόταν να βασισθεί στο λαό. Και ο όχλος προκαλούσε φόβο.
Ενώ η συνέλευση συζητούσε, τα κατώτερα στρώματα ξεσηκώνονταν. Ένα είδος γενικής δοκιμής της μεγάλης σύγκρουσης που θα χωρίσει τις επαναστατικές τάξεις είχε ήδη γίνει τον Απρίλιο του 1789. Όταν συγκλήθηκαν οι συνελεύσεις των εκλογέων για να εκλέξουν τις Γενικές Τάξεις, οι απαραίτητες προϋποθέσεις για να ψηφίσει κανείς είναι δρακόντειες και οι λίβελλοι καταγγέλουν: «Μόνο οι ιδιοκτήτες γης και οι έμποροι γίνονται βουλευτές». Η Τέταρτη Τάξη μουρμουρίζει. Ο ιδιοκτήτης μιας μεγάλης βιοτεχνίας, εκλέκτορας της Τρίτης Τάξης, ανάμεσα στ’ άλλα, προτείνει σε μια συνέλευση εκλεκτόρων να μειωθεί το εργατικό ημερομίσθιο. Η είδηση απλώνεται. Στις 27 Απρίλη η Faubourg Saint Antoine και η Faubourg Saint Marceau κινητοποιούνται. Ένα οργισμένο πλήθος διασχίζει το Παρίσι.
Την επόμενη μέρα η εξέγερση συνεχίζεται και το σύνταγμα της γαλλικής φρουράς (το ίδιο που δυο μήνες αργότερα θα συνταχθεί με το λαό στρέφοντας τα όπλα ενάντια στη Βαστίλλη) θα την καταπνίξει με εξαιρετική σκληρότητα. Οι εκτιμήσεις της εποχής μιλούν για 300 νεκρούς (θα χρειαστεί να περιμένουμε την επαναστατική ημέρα της 10ης Αυγούστου 1792 για να ξεπεραστεί αυτό το νούμερο). Στις 30 Απρίλη δύο από τους στασιαστές θα κρεμαστούν κάτω από τα τείχη της Βαστίλλης. «Αρχίζει ο ανταγωνισμός ανάμεσα στην αστική τάξη και το προλεταριάτο» και είναι μέσα στα πλαίσια της επανάστασης που θα γραφεί αυτός «ο παράξενος πρόλογος του προλεταριάτου», όπως λέει ο Jean Jacques Jaurès [19].
Ο αναβρασμός συνεχίστηκε. Τις πρώτες μέρες του Ιουλίου πυρπολήθηκαν οι πύλες της πόλης και ο λαός το εκμεταλλεύτηκε για να περάσει τρόφιμα και κρασί χωρίς να πληρώσει τους δασμούς. O Pétr Cropotkin αναρωτιέται στην ιστορία του για τη γαλλική επανάσταση [16]: «Ο Camille Desmoulins θα είχε κάνει στις 12 το κάλεσμα στα όπλα αν δεν ήταν σίγουρος ότι θα εισακουόταν και αν δεν ήξερε ότι το Παρίσι ήδη ξεσηκωνόταν… και ότι οι Faubourg περίμε- ναν μόνο το σινιάλο, την πρωτοβουλία για να ξεσηκωθούν;» Την ίδια στιγμή που η Τρίτη Τάξη και τα κατώτερα στρώματα των μεγάλων πόλεων αρχίζουν να κινητοποιούνται, οι άνθρωποι της υπαίθρου ακολουθούσαν το παράδειγμα της Jacquerie, για να τελειώνουν μια για πάντα με τον φεουδαλισμό.
Ο μεγάλος ξεσηκωμός της υπαίθρου δεν στρεφόταν μόνο ενάντια στα φεουδαρχικά προνόμια, αλλά αξίωνε και την επιστροφή των κοινοτικών εκτάσεων που αφαιρέθηκαν από τις αγροτικές κοινότητες, ξεκινώντας από τον 17ο αιώνα, από λαϊκούς και εκκλησιαστικούς άρχοντες. Το κίνημα, που ξεκίνησε πολλούς μήνες πριν από την κατάληψη της Βαστίλλης, εξαπλώνεται στο δεύτερο μισό του Ιουλίου και στις 23 η συνέλευση δέχεται, τρέμοντας, τις πρώτες ειδήσεις: «Πύργοι κομμένοι, λεηλατημένοι, γκρεμισμένοι, αρχεία κατεστραμμένα, κατάλογοι και κτηματολογικά έγγραφα κλεμμένα…»
Τα παλιά αμυντικά αντανακλαστικά εμφανίζονται και σε μερικούς πεπεισμένους επαναστάτες. O Le Peletier de Saint-Fargeaux,7 παραδείγματος χάριν, διακηρύσσει στις 3 Αυγούστου: «Όταν κανείς δεν αντιπροσωπεύει το λαό, αυτός αντιπροσωπεύεται από μόνος του και είναι τότε που φτάνει σε τρομαχτικές ακρότητες…». Τη νύχτα της 4ης Αυγούστου το Ancien Regime γκρεμίζεται με την κατάργηση (που αποφασίσθηκε ομόφωνα από τη συνέλευση) όλων των φεουδαρχικών προνομίων (αν και στην πραγματικότητα θα χρειαστεί να περιμένουμε μέχρι τη Συμβατική της 17ης Ιούλη 1793 για να επιτευχθεί η κατάργηση, χωρίς ανάγκη προσφυγής, των τελευταίων φεουδαρχικών προνομίων). Ο υποκόμης του Noailles δίνει το σήμα και τον ακολουθεί αμέσως μετά ο δούκας του Aguillon αποδεχόμενοι τη φορολογική ισότητα, την ξεκάθαρη και απλή κατάργηση των «αγγαρειών και της προσωπικής δουλείας» προσθέτοντας όμως ότι «η δικαιοσύνη αποκλείει τη δυνατότητα απαίτησης παραίτησης από την περιουσία η οποία ζητείται χωρίς να δίνεται στον ιδιοκτήτη μια δίκαιη αποζημίωση» [11, σ.88].
Ο Marat θα γράψει στον «L’ Ami du Peuple» (21 Σεπτεμβρίου 1789): «Είναι το φως από τις φλόγες των καμμένων πύργων τους που τους έκανε ν’ αποκτήσουν τη μεγαλοψυχία ώστε ν’ απαρνηθούν το προνόμιο…». Η αγροτική εξέγερση υπήρξε, σύμφωνα με τον Kropotkin, «η ουσία, το θεμέλιο της Μεγάλης Επανάστασης » και της επέτρεψε να φέρει εις πέρας το τεράστιο έργο της κατεδάφισης για το οποίο της είμαστε υπόχρεοι. Έτσι όπως ο ξεσηκωμός των χωρικών μας επέτρεψε να ξεμπερδεύουμε με το παλιό σύστημα κανόνων και προνομίων, η δράση των φωτισμένων αστών εισήγαγε στις κοινωνικές μορφές που γεννιόντουσαν τον σκληρό πυρήνα της ελεύθερης έρευνας, του ορθολογισμού του διαφωτισμού, της άρνησης του θείου.
Αλλά η αστική τάξη για να επιβεβαιώσει τη δική της ταξική κυριαρχία, αλλά και για να το πετύχει, προσπάθησε να σταματήσει με διάφορους τρόπους την επαναστατική διαδικασία. Στο τέλος του 1790 η επανάσταση κατάφερε ν’· ανοίξει ένα τεράστιο πολιτικό χώρο, με την κατάλυση του ελέω Θεό απολυταρχισμού και την αντιστροφή της πηγής της εξουσίας, που επιστρέφει στη βάση, στην αντιπροσωπευτική συνέλευση ίσων και ελεύθερων πολιτών, οι οποίοι τώρα σχηματίζουν ένα πολιτικό σώμα.
Η δύναμη επέκτασης που αποκτήθηκε από τις συλλογικές παραστάσεις αυτού του νέου πολιτικού χώρου ενεργεί με τέτοιο τρόπο, ώστε βλέπουμε το σύνολο του κοινωνικού, τόσο στη δημόσια όσο και στην ιδιωτική σφαίρα [31], να προσανατολίζεται σιγά-σιγά στην αναζήτηση μιας επαναθέσμισης που να εκφράζει τη συντελεσμένη μεταφορά νομιμότητας. Η εύπορη αστική τάξη και εκείνο το μέρος της φιλελεύθερης αριστοκρατίας που ήταν σύμμαχος της, θέλουν να περιορίσουν το κίνημα στα πλαίσια της συνταγματικής μοναρχίας, με ένα πολιτικό καθεστώς στο οποίο οι αντιπρόσωποι εκπροσωπούν το έθνος, δηλαδή μια τεχνητή οντότητα, περιορίζοντας έτσι τη λαϊκή κυριαρχία τη στιγμή της ψήφου. Επιπλέον, το δικαίωμα στην ψήφο εξαρτάται από το εισόδημα: οι παθητικοί πολίτες, δηλαδή οι χωρικοί, θεωρείται ότι δεν έχουν ούτε το χρόνο ούτε είναι επαρκώς αποστασιοποιημένοι από τα άμεσα συμφέροντά τους για να ασχοληθούν με το κοινό συμφέρον, με τις δημόσιες υποθέσεις.
Το ότι όλα δεν σταματούν σ’ αυτό το σημείο το οφείλουμε στο ότι στη βάση, στην καρδιά του πλήθους, ο επαναστατικός αναβρασμός δεν έσβησε. Τα διαμερίσματα του Παρισιού8 απαιτούν, σχεδόν από τις πρώτες στιγμές της εξέγερσης, οι εκλεγμένοι στο γενικό συμβούλιο του δήμου να ενεργούν σύμφωνα με τη θέληση των πρωτοβάθμιων συνελεύσεων και να είναι ανακλητοί. Στις 11 Νοεμβρίου 1789 η συνέλευση των διαμερισμάτων των Cordeliers δημοσιεύει ένα υπόμνημα που δεν είναι μεμονωμένο, με το οποίο επιβάλλει στους εκλεγμένους απ’ αυτήν να «συμμορφώνονται με όλες τις ειδικές εντολές των εκλογέων τους». Βρίσκεται εκεί ο σπόρος της ιδέας της περιορισμένης εντολής που σύντομα θα κατασταλεί με ένα νόμο (1790) της συντακτικής συνέλευσης, ο οποίος θέτει τη δημοτική οργάνωση του Παρισιού σε κατώτερη θέση σε σχέση με τις γενικές αντιπροσωπευτικές μορφές.
Τα διαμερίσματα θα προσπαθήσουν σε διάφορες περιστάσεις, ανάμεσα στο 1790 και το 1791, να εδραιώσουν μεταξύ τους δεσμό ομοσπονδιακού τύπου και όρισαν ειδικούς επιτρόπους με σκοπό να έρθουν σε συμφωνία με άλλα διαμερίσματα για μια κοινή δράση έξω από το κανονικό δημοτικό συμβούλιο. Συγχρόνως οι ιδέες ριζοσπαστικοποιούνται, εμφανίζονται λαϊκές ενώσεις πιο προωθημένες από τη λέσχη των ιακωβίνων, γίνονται υπομνήματα υπέρ της καθολικής ψηφοφορίας,9 υπέρ του αγροτικού νόμου (μοίρασμα της γης) και εκδηλώνονται ανοιχτά ρεπουμπλικανικές ιδέες. Ένα μέρος της πατριωτικής αστικής τάξης, με αμυντικούς στόχους, δημιουργεί το Κόμμα της Κοινωνικής Συντήρησης (Lameth, Barnave, Duport), που το 1790 διακηρύσσει: «Η επανάστάση έχει γίνει, είναι επικίνδυνο να πιστέψουμε ότι δεν έχει τερματιστεί».
Οι Αβράκωτοι
Η χρονιά του 1792 σημαδεύτηκε από τον πόλεμο και την οικονομική κρίση. Ακολούθησαν εξεγέρσεις εξ’ αιτίας της πείνας και μεγάλωσε ο αναβρασμός στους δρόμους και τα πνεύματα. Τα τάγματα των μαρσεγιέζων μπαίνουν στην πρωτεύουσα στα τέλη Ιουλίου και αρχίζουν να κυκλοφορούν υπομνήματα που ζητούν την καθαίρεση του βασιλιά και μια νέα συμβατική εκλεγμένη με καθολική ψηφοφορία. 47 παρισινά διαμερίσματα στα 48 εκφράζονται υπέρ της καθαίρεσης του βασιλιά. Οι αβράκωτοι προετοιμάζουν την άλλη μεγάλη εξέγερση του Παρισιού. Εκείνη της 10ης Αυγούστου.
Τα μεσάνυχτα της 9ης, «οι καμπάνες χτυπούν και τα τύμπανα παίζουν τη γενική». Τα μέλη των διαμερισμάτων του Faubourg Saint Antoine και του Faubourg Saint Marcel βαδίζουν στον Κεραμεικό μαζί με τους στρατιώτες από τη Βρετάνη και τη Μασσαλία. Στις 6 το πρωΐ, στο Hotel de Ville σχηματίζεται η Comune (κοινότητα) της εξέγερσης, που αποτελείται από 3 επιτρόπους από κάθε διαμέρισμα. Πριν τα ανάκτορα του Κεραμεικού, που τα υπερασπίζουν οι Ελβετοί φρουροί, πέσουν στα χέρια του λαού, ο βασιλιάς καταφεύγει μ’ όλη του τη οικογένεια στη συνέλευση. Η εξέγερση σημαδεύει πρακτικά το τέλος της μοναρχίας. Μετρήθηκαν χίλιοι νεκροί και τραυματίες, από τους οποίους 400 ανάμεσα στους αβράκωτους.10
Η μεσοαστική τάξη και η μεγαλοαστική τάξη δεν συμμετείχαν στις συγκρούσεις της 10ης Αυγούστου. Στα μάτια τους αυτοί που επιτέθηκαν στον Κεραμεικό ανήκαν στο σκυλολόι, ήταν ένας στρατός ληστών «σχεδόν όλοι όχλος της κατώτατης υποστάθμης ή που εξασκούσαν κατώτερα επαγγέλματα», θα πει o Taine. Η comune έχει συνείδηση της συνέχειας της επανάστασης και χρονολογεί τα έγγραφα με τη φόρμουλα «έτος IV της Ελευθερίας και έτος I της Ισότητας». Οι αβράκωτοι έγιναν αυτόνομη δύναμη και πολιτικά ενεργή. Το κοινωνικό ζήτημα εισέρχεται στη δημιουργία του πολιτικού όρου φέρνοντας στις πλάτες του την ισότητα.
Στην πρώτη της συνεδρίαση, στις 21 Σεπτέμβρη, η συμβατική αναγγέλλει την κατάργηση της μοναρχίας. Τέσσερις μήνες αργότερα ο Λουδοβίκος ΙΣΤ ανεβαίνει στην γκιλοτίνα. Οι κεντρικές πολιτικές παραστάσεις στο συλλογικό φαντασιακό του Ancien Regime, διατηρούσαν ενωμένο το δίδυμο βασιλιάς έθνος. Ο βασιλιάς ενσάρκωνε τη μεταφορά του πολιτικού σώματος του έθνους και έπαιρνε τη νομιμοποίησή του από το θεό: το πρόσωπο του ήταν ιερό. Το 1789 η επανάσταση τέμνει σε βάθος αυτό το πολιτικό σώμα αντιστρέφοντας το νόημα αυτής της νομιμότητας και μεταφέροντας «την αρχή κάθε κυριαρχίας» στο έθνος, δηλαδή στο δήμο που αναγνωρίζεται κάτω από τη μορφή του έθνους. Συν- τελείται μια μεταφορά νομιμότητας, όμως ένα μεγάλο μέρος της ιερότητας συνεχίζει να υπάρχει στο βασιλικό θεσμό και στο πρόσωπο του βασιλιά. Ο αποκεφαλισμός του βασιλιά είναι μια σημαντική συμβολική πράξη που ελευθερώνει τον κοινωνικο-πολιτικό χώρο τον κυοφορούμενο από το συντριπτικό βάρος της υπερβατικότητας και σπρώχνει την κοινωνία προς τη συνείδηση της αυτοθέσμισης της.
Το χάσμα θα κλείσει εκ νέου από τη ιακωβινική αστική τάξη, αλλά προηγουμένως, εκείνους τους σύντομους μήνες του 1793 και τους δύο πρώτους του 1794, τα κατώτερα στρώματα θα εισβάλλουν στη σκηνή του κοινωνικού για να σχεδιάσουν εναλλακτικές θεσμικές μορφές που θα μπορούσαν να καταργήσουν τη ριζική διαφοροποίηση της πολιτικής εξουσίας. Η επαναστατική και πατριωτική αστική τάξη είναι κυρίαρχη της εθνικής αντιπροσώπευσης, ελέγχει τη Συμβατική. Απέναντι σ’ αυτήν η λαϊκή κυριαρχία, που υποστηρίζεται από το κίνημα των διαμερισμάτων, επισείει το φόβητρο μιας νέας εξέγερσης: την ισότητα των αγαθών, την άμεση δημοκρατία.
Λίγες μέρες μετά την 10η Αυγούστου, o Gerogers–Jacques Danton «επισημαίνει το μακρινό κοινωνικό κακό» που αντιπροσωπεύει o επαναστατικός αναβρασμός και σύμφωνα με τον Jules Michelet, ήδη διαισθανόταν το πνεύμα του Francois-Noèl Babeuf που δεν είχε ακόμα εμφανισθεί στο προσκήνιο: «Όλες οι σκέψεις μου δεν είχαν κανένα άλλο αντικείμενο εκτός από την πολιτική και την προσωπική ελευθερία, τη διατήρηση των νόμων, τη δημόσια γαλήνη (…) και όχι την αδύνατη ισότητα των αγαθών, αλλά την ισότητα των δικαιωμάτων και της ευτυχίας».
Οι σύγχρονοί τους τούς ονόμαζαν «brissotins» (οπαδοί του Bris- sot), αλλά μετά τον Alphonse de Lamartine η ιστορία τους έκανε γνωστούς σαν «γιρονδίνους». Υπήρξαν από τις πρώτες στιγμές της Συμβατικής οι ηγέτες μιας πλειοψηφίας, του Έλους, σταθερά προσκολλημένης στις αρχές της επανάστασης αλλά, από τη στιγμή που βρέθηκαν σε θέσεις εξουσίας, θεώρησαν την επανάσταση τελειωμένη. Το ν’ αγγίξεις την ιδιοκτησία, να επιβάλλεις στους πλούσιους πολεμικά δάνεια, να ορίσεις ανώτατες τιμές για τα καταναλωτικά αγαθά, να μεταβιβάσεις τις κοινοτικές εκτάσεις (όλα πράγματα που έγιναν μετά τις 31 Μάη του 1793), σήμαινε να ενεργείς σαν «λιβελλογράφος», σαν «υποστηρικτής της αταξίας», σαν «αναρχικός». Ο Brissot έγραψε σε μια προκήρυξη (24 Οκτώβρη 1792): «Οι αποδιοργανωτές πριν τις 10 Αυγούστου, ήταν πραγματικοί επαναστάτες, γιατί χρειαζόταν να αποδιοργανώσουμε προκειμένου να είμαστε ρεπουμπλικάνοι.
Σήμερα οι αποδιοργανωτές είναι πραγματικοί αντεπαναστάτες, εχθροί του λαού, γιατί σήμερα ο λαός είναι αφέντης… Τι άλλο μπορεί να επιθυμεί; Την εσωτερική γαλήνη, γιατί μόνο αυτή μπορεί να εξασφαλίσει στον ιδιοκτήτη την περιουσία του, στον εργάτη τη δουλειά του, στον φτωχό το καθημερινό του ψωμί, και σ’ όλους την απόλαυση της ελευθερίας». Liberté, liberté, chèrie! Αλλά η ελευθερία για να εκδηλωθεί στην πράξη, στις πράξεις των ανθρώπων, έχει την ανάγκη ενός κοινωνικού χώρου που να βασιλεύει η ισότητα. Αλλά η ισότητα, όπως και στην αρχαία πόλη, συνεχίζει να είναι προβληματική. Η ισότητα στα δικαιώματα, η ισότητα απέναντι στο νόμο, η ισονομία, σύμφωνοι, αλλά όχι η εξίσωση των βαθμίδων και των περιουσιών, όχι η ισότητα στην πράξη.
Ποιος μπορεί να αμφιβάλλει, ας ακούσουμε και πάλι τον Brissot, για τα φριχτά κακά που προκάλεσε «αυτή η αναρχική θεωρία που, δίπλα στην ισότητα στα δικαιώματα, θέλει να εγκαθιδρύσει την καθολική και στην πράξη ισότητα, μάστιγα της κοινωνίας αυτή η τελευταία, όπως η πρώτη είναι στήριγμά της. Θεωρία αναρχική που θέλει να εξισώσει το ταλέντο και την άγνοια, την αρετή και τα ελαττώματα, τους βαθμούς, τους μισθούς, τις υπηρεσίες». Στη Συμβατική η επαναστατική αστική τάξη χωρισμένη σε δύο ομάδες, ορεινούς και γιρονδίνους, εμπλέκεται σ’ έναν θανάσιμο αγώνα. Οι αβράκωτοι (και προπαντός η πιο ριζοσπαστική τάση τους, οι enragées, οι λυσσασμένοι) συντέλεσαν σε αποφασιστικό βαθμό στην πτώση της Γιρόνδης, αλλά αμέσως θα ελεγχθούν και θα συνθλιβούν από την επαναστατική κυβέρνηση.
Η αναταραχή που προκλήθηκε από τη φτώχεια και την έλλειψη ειδών πρώτης ανάγκης, επηρέασε σημαντικά τα παρισινά διαμερίσματα το Φλεβάρη και το Μάρτη του 1793. Η εξέγερση των αβράκωτων ετοιμάζεται επισείοντας και πάλι το φόβητρο της άμεσης δημοκρατίας, που τόσο ανησυχεί τους ριζοσπάστες αστούς. Ο Jean Paul Marat και ο Maximilien Robespierre προσπαθούν στην αρχή να σταματήσουν το κίνημα και αργότερα να το χρησιμοποιήσουν ενάντια στους γιρονδίνους βουλευτές.
Στα τέλη Μάρτη 27 διαμερίσματα, με πρωτοβουλία του enragé Jean Francois Varlet και κάποιων άλλων, αποστέλλουν επιτρόπους σε μια συνάντηση που γίνεται στην Eveche (πρώην επισκοπική έδρα) και που αυτοονομάζεται «Κεντρική συνέλευση δημόσιας σωτηρίας και ανταπόκρισης με όλα τα τμήματα της δημοκρατίας». Ο λαός είχε μάθει ότι σι συνελεύσεις του διαμερίσματος ήταν τα φυσικά όργανα έκφρασής του [13]. Το δικαίωμα των διαμερισμάτων να διατηρούν διαρκείς συνελεύσεις είχε διακηρυχθεί για όλη τη Γαλλία, στις 25 Ιούλη 1792.
Ο Robespierre ήταν σταθερά προσηλωμένος στο αντιπροσωπευτικό σύστημα. «Εάν οι πρωτοβάθμιες συνελεύσεις», λέει, «συγκαλούντο για ν’ αποφασίσουν πάνω σε κρατικά ζητήματα, η Συμβατική θα καταστρεφόταν». Αυτά τα λόγια προκάλεσαν, 50 χρόνια αργότερα, το εξής σχόλιο του Pierre–Joseph Proudhon: «Είναι σαφές. Εάν ο λαός γίνει νομοθέτης, σε τι χρειάζονται οι αντιπρόσωποι; Εάν κυβερνάται από μόνος του, σε τι χρειάζονται οι υπουργοί; [27, σ.119],
Η εκτός νόμου συνέλευση που είχε την έδρα της στην Eveche συνέχιζε τη δράση της και το Μάη πήρε μέτρα που στόχευαν στην προετοιμασία της εξέγερσης: έκλεισε τις πύλες της πρωτεύουσας, έθεσε υπό τη δικαιοδοσία της τον διοικητή της φρουράς του Παρισιού και εξέλεξε μια επιτροπή της εξέγερσης. Τη νύχτα μεταξύ της 30ης και της 31ης ήχησαν και πάλι οι καμπάνες της Notre Dame. Δρώντας στο παρασκήνιο, ο Robespierre και οι πολιτικοί του φίλοι κατόρθωσαν να συγχωνεύσουν την επιτροπή της εξέγερσης με τη νόμιμη comune και έτσι μετέτρεψαν τους enragés σε μειοψηφία. Αυτό που φοβόντουσαν πάνω απ’ όλα οι ιακωβίνοι, ήταν ότι εάν το λαϊκό κίνημα ωθείτο στον αγώνα ενάντια στη Γιρόνδη, οι αβράκωτοι θα έφερναν στο πρώτο πλάνο της πολιτικής σκηνής το κοινωνικό ζήτημα.
Στις 2 Ιούνη εκατό χιλιάδες οπλισμένα άτομα περικύκλωσαν τη Συμβατική και επέβαλαν στους βουλευτές τη σύλληψη 21 γιρονδίνων. Με το που βρέθηκαν στην εξουσία, το πρώτο μέλημα των ιακωβίνων ήταν η μείωση στο ελάχιστο της άμεσης δράσης του λαού. Μόλις είχαν συλληφθεί σι αρχηγοί των γιρονδίνων όταν η Επιτροπή Κοινής Σωτηρίας ζήτησε από την comune να ανανεώσει την Κεντρική Επαναστατική Επιτροπή, ώστε να την αποκαθάρει από τα επικίνδυνα στοιχεία. Σιγά-σιγά οι enragés εξαναγκάσθηκαν στη σιωπή.11
Από το βήμα της Συμβατικής, στις 25 Ιούνη, ο Jacques Roux διάβασε, στο όνομα του διαμερίσματος της Grandvillíers, το υπόμνημα που θα γίνει γνωστό σαν «Μανιφέστο των Λυσσασμένων» και το οποίο θα προκαλέσει τη γενική εχθρότητα των αντιπροσώπων του λαού: «Η ελευθερία δεν είναι παρά ένα φάντασμα όταν μία τάξη μπορεί ατιμωρητί να κάνει μιαν άλλη να πεθάνει από την πείνα. Η ελευθερία δεν είναι παρά ένα φάντασμα εφόσον ο πλούσιος με το μονοπώλιο του έχει δικαίωμα ζωής ή θανάτου πάνω στους συνανθρώπους του». «Το Όρος», μούγκρισε από οργή και ο δαντονικός βουλευτής Jacques–Alexis Thariot, πριν ζητήσει τη σύλληψη του Roux, δήλωσε στο βήμα: «Μόλις ακούσατε να διακηρύσσονται οι τερατώδεις αρχές της αναρχίας».
Το φθινόπωρο του 1793 θα είναι η στιγμή-κλειδί. Οι αβράκωτοι θα κυριαρχήσουν στην οργάνωση των διαμερισμάτων, αλλά η Συμβατική θα εγκαθιδρύσει σύντομα, με όλη της τη σκληρότητα, την επαναστατική κυβέρνηση, της οποίας τα κεντρικά όργανα είχαν αρχίσει να λειτουργούν από τον Μάρτη και τον Απρίλη, με τη δημιουργία του Επαναστατικού Δικαστηρίου και της Επιτροπής Κοινής Σωτηρίας. Το επίθετο επαναστατική δίπλα στο ουσιαστικό κυβέρνηση, σημαίνει ότι η νομική εξουσία, δηλαδή η δημόσια αρχή, δεν αντλεί τη νομιμότητά της από το σύνταγμα και το νόμο, αλλά από τη συμφωνία της με την επανάσταση. Αυτό αποκλήθηκε, με αχρειότητα, από τον Marat «δεσποτισμός της ελευθερίας».
Μπροστά στην πίεση του κόσμου, η επαναστατική κυβέρνηση υιοθετεί τα κύρια αιτήματα του κινήματος των διαμερισμάτων και συγχρόνως στέλνει στη φυλακή τους enragés. «Αφού αυτή (η Συμβατική) υιοθέτησε το πρόγραμμά τους, τους πήρε αυτό που αποτελούσε τη δύναμή τους» [12, σ. 278], Τον Σεπτέμβρη, με πρωτοβουλία του Danton και της Επιτροπής Κοινής Σωτηρίας, αποφασίσθηκε ότι οι συνελεύσεις των διαμερισμάτων δεν θα είναι πια διαρκείς, αλλά θα συγκαλούνται δυο φορές τη βδομάδα, ανάμεσα στις 5.και 10 μ.μ. Οι στρατευμένοι αβράκωτοι, για να παρακάμψουν αυτή τη διάταξη, αποφάσισαν να δημιουργήσουν λαϊκές ενώσεις και συνεπώς να συνέρχονται σε λαϊκές συνελεύσεις.
Όπως παρατηρεί ο Albert Saboul: «Δύο αντιλήψεις ήρθαν αντιμέτωπες. Αυτή των αβράκωτων, την οποία εκφράζει o Varlet: ο λαός μπορεί να συγκεντρώνεται όποτε θέλει, η κυριαρχία του δεν μπορεί να περιορίζεται (…). Αυτή η αντίληψη της απόλυτης λαϊκής κυριαρχίας δεν μπορούσε να γίνει δεκτή ούτε από τη Συμβατική, ούτε από τις Επιτροπές της κυβέρνησης, γιατί έτσι θα κινδύνευε να ακυρωθεί κάθε κυβερνητική ενέργεια’ οπαδοί μιας αστικής και κοινοβουλευτικής αντίληψης, αρνούνταν στο λαό, αφού πρώτα είχαν διακηρύξει τη θεωρητική κυριαρχία του και την εξουσιοδότηση των εξουσιών του, ακόμα και αυτό το δικαίωμα στην επαγρύπνηση, το οποίο οι αβράκωτοι πρόσεχαν τόσο πολύ [27, σ.138]. Στην πραγματικότητα o Varlet πήγαινε πιο μακρυά και υποστήριζε την εξουσιοδότηση με περιορισμένη εντολή. Τις τελευταίες μέρες του Σεπτέμβρη, o Roux και ο Varlet βρίσκονται στη φυλακή, ο Ledere είναι εξαναγκασμένος στη σιωπή και η Claire Lacombe απειλείται με σύλληψη. Από τα βάθη του κελλιού του o Roux γράφει ενάντια στο σύστημα της κυβερνητικής τρομοκρατίας που εγκαθιδρύθηκε και καταγγέλλει «τη Βαστίλλη που αναγεννάται από την τέφρα της».
«Η Τρομοκρατία» του τέλους του 1793 και των αρχών του 1794, παραδέχεται ο Francois Fu ret, υπήρξε η αποκλειστική μέθοδος της ροβεσπεριανής ομάδας. Μέχρι το Φλεβάρη του 1794 η αντίδραση είχε μια μορφή το μάλλον ή ήττον καλυμμένη παρά ανοιχτή, οι λαϊκές οργανώσεις (όσο κι αν έχουν κατασταλεί ή τεθεί υπό έλεγχο) συνεχίζουν να υφίστανται. Από το Μάρτη η καταστολή έγινε ολοφάνερη με την εκτέλεση των Εμπερτιστών.
Αλλά, μας υπενθυμίζει ο Daniel Guerin, η επανάσταση είχε ήδη τερματιστεί «τη νύχτα της 1ης Φρυμαίρ (21ης Νοέμβρη 1793), όταν ο Robespierre από ψηλά, από τα έδρανα των ιακωβίνων κηρύσσει τον πόλεμο ενάντια στους φατριαστές [14, 0.515]. Μετά την 9η Θερμιδώρ, δηλαδή μετά τον αποκεφαλισμό του Robespierre, του Louis de Saint–Just, του Couthon και άλλων δεκαεννέα ροβεσπεριανών, οι τελευταίες κινητοποιήσεις του πλήθους θα εκδηλωθούν στις επαναστατικές μέρες του Ζερμινάλ και του Πραιριάλ του χρόνου III (Απρίλης και Μάης 1795). Με την αποτυχία τους οι δυνάμεις των πραιτωριανών θα αντικαταστήσουν τη δύναμη των διαμερισμάτων.
Οι Λισασμενοι »Προσοχή στην Έκρηξη»
Η εννοιολογική κατάληξη θα φτάσει σε μας μέσω της πένας του Varlet. Εκ νέου φυλακισμένος στη φυλακή της Plessis στις 5 Σεπτέμβρη 1794, θα γράψει την προκήρυξη με τον τίτλο «Carde Γ explosion» (Προσοχή στην έκρηξη), όπου γράψει: «Τι κοινωνικό τερατούργημα, τι αριστούργημα μακιαβελλισμού είναι αυτή η επαναστατική κυβέρνηση! Για κάθε σκεπτόμενο ον, κυβέρνηση και επανάσταση είναι έννοιες ασυμβίβαστες…». Και αυτή θα είναι η διαθήκη του τελευταίου των enragés.
Το ρήγμα στον παραδοσιακό φαντασιακό κορμό και η είσοδος των κατωτέρων στρωμάτων στο πολιτικό χώρο που πέτυχε η επανάσταση, δημιούργησαν δυνατότητες που στο παρελθόν ούτε καν μπορούσαν να τις υποψιαστούν, για την ελευθερία του ανθρώπου, για την αυτονομία του. Οι παραστάσεις, σι δυναμικές και οι εικόνες που εμφανίστηκαν μετά το 1793, στο βαθμό που δεν μπόρεσαν να θεσμισθούν, ή να βρουν τότε μια ολοκληρωμένη θεωρητική έκφραση, συνιστούν εντούτοις τη σκιαγράφηση ενός πληβειακού κοινωνικού χώρου σε αντίθεση με τον αστικό κοινωνικό χώρο που υπήρξε η θεσμική μορφή που γεννήθηκε από τη γαλλική επανάσταση.
Η πολιτικο-κοινωνική δομή του πληβειακού κοινωνικού χώρου θεωρεί, κατά κύριο λόγο, ότι το πολιτικό αποτελεί ένα τρόπο ύπαρξης του κοινωνικού και, δευτερευόντως, ότι η ισότητα εκλαμβάνεται σαν ισότητα στην πράξη, «εξίσωση των βαθμίδων και των περιουσιών», κάτι που προϋποθέτει την «πολιτική διαφάνεια», δηλαδή μια δημόσια σκηνή στην οποία απεικονίζεται το παιχνίδι της πολιτικής. Σαν συμπέρασμα, και με παράδειγμα την αρχαία Ελλάδα, η δημοκρατία είναι άμεση, η ψήφος φανερή, δηλαδή εκφράζεται μπροστά στους άλλους, στους ίσους, με ανάταση χειρός ή δια βοής. Επιπλέον, η εξουσιοδότηση οριοθετείται από την περιορισμένη εντολή. Σ’ αυτά τα πλαίσια η φευγαλέα ελευθερία ίσως μπορεί να διατηρηθεί.
Η αστική τάξη όμως οικειοποιήθηκε την πολιτική εξουσία. Κάλυψε τη νομιμοποίηση του δήμου, στην οποία στηριζόταν, με τη μορφή του εθνικού κράτους, εγγυητή του κοινωνικού και γι’ αυτό διαχωρισμένο από την κοινωνία των πολιτών. Η ετερονομία διατηρήθηκε, αφήνοντας συνδεδεμένα με το φαντασιακό του κράτους τα υπολείμματα της παλιάς μοναρχικής ιερότητας. Για να επιτευχθεί αυτό, η διευθυντική ομάδα της ιακωβίνικης αστικής τάξης συγκέντρωσε την επεκτατική δύναμη του επαναστατικού φαντασιακού στο μειωμένο, πρόσκαιρο και βίαιο χώρο και χρόνο της επαναστατικής κυβέρνησης και της Τρομοκρατίας, σφραγίζοντας με αίμα τη νέα συμφωνία με τη νεοαποκτηθείσα υπερβατικότητα.
Ο αστικός κοινωνικός χώρος είναι λοιπόν ένας χώρος που δημιουργήθηκε πάνω στη σαφή διάκριση, στη ρητή δυαδικότητα του κοινωνικού και του πολιτικού. Έτσι το πολιτικό αίτημα που δημιουργείται, αυτονομείται και διαμορφώνει για τον εαυτό του τη μοναδική σκηνή που συμπεριλαμβάνεται καθ’ ολοκληρίαν στο χώρο απεικόνισης του κράτους, στον οποίο οι κοινωνικές συγκρούσεις μπορούν να εμφανισθούν και να πραγματοποιηθούν μέσα, και μόνο μέσα, στα όρια της νομιμότητας που καθορίσθηκαν από την πολιτική εξουσία.
Σ’ αυτό το χώρο η ισότητα γίνεται αντιληπτή σαν ισότητα δικαιωμάτων, δηλαδή ισότητα απέναντι στο νόμο. Μια ισότητα τελείως θεωρητική και συμβατή, εκ των πραγμάτων, με την ιεραρχία. Η δημοκρατία είναι αντιπροσωπευτική. Ο δήμος δεν συγκροτείται σαν πολιτικό σώμα παρά τη στιγμή της ψηφοφορίας, όταν συγκαλείται περιοδικά από το νόμο. Η αντιπροσώπευση εμπεριέχει μια εν λευκώ εξουσιοδότηση για όσο χρόνο διαρκεί η εντολή. Η ψηφοφορία είναι μυστική, συνεπώς η πολιτική δεν είναι διαφανής. Η πολιτική σκηνή είναι δημόσια μόνο σαν θέαμα και παραμένει κρυφή σε μεγάλο βαθμό σαν υπόθεση μιας ειδικευμένης κοινωνικής ομάδας, στρατολογημένης από την καρδιά της αστικής τάξης.
Η κοινωνικο-ιστορική μορφή που αναδύθηκε από τη γαλλική επανάσταση, ο νέος φαντασιακός κορμός στο οποίο ζούμε, εμπεριέχει σαν έκφραση της πολιτικής θέσμισης του την αντιπροσωπευτική δημοκρατία, την κοινοβουλευτική δημοκρατία. Το κίνημα των αβράκωτων πέτυχε από τη πρώτη στιγμή ένα ρήγμα σ’ αυτόν τον κορμό, κορμό που αποκλείει και στο γνωστικό (ιδεολογικό) επίπεδο κάθε εναλλακτική απεικόνιση του πολιτικού.
Αυτό το ρήγμα διαπερνάει υπόγεια την ιστορία. Θα ξαναγίνει ορατό με την Πρώτη Διεθνή και με την Παρισινή Κομμούνα του 1871. Υπήρξαν οι τεράστιες προσπάθειες του Karl Marx για να το κλείσει, επιβάλλοντας στην ΑΙΤ (Διεθνής Ένωση των Εργαζομένων), με το τίμημα μιας διάσπασης (πρώτα στη συνδιάσκεψη του Αονδίνου το 1871 και ύστερα, στο χειραγωγημένο συνέδριο της Χάγης το 1872), το διαχωρισμό του πολιτικού και του κοινωνικού… τουλάχιστον μέχρι το θρίαμβο της κοινωνικής επανάστασης. Η απόφαση της Χάγης έλεγε ότι «το προλεταριάτο δεν μπορεί να δράσει σαν τάξη αν δεν συγκροτηθεί σε πολιτικό κόμμα» και, επιπλέον, ότι «η κατάκτη- ση της πολιτικής εξουσίας γίνεται λοιπόν το μεγάλο καθήκον του προλεταριάτου».
Αντίθετα, ο αναρχισμός (συχνά υπό διωγμό, λησμονημένος κάθε φορά που είναι δυνατόν να λησμονηθεί, τοποθετημένος στο περιθώριο της ιστορίας) διατήρησε στην ψυχή του εργατικού κινήματος εκείνον τον εύθραστο σπόρο που φυτεύτηκε στον πληβειακό κοινωνικό χώρο. Ένα σπόρο που περιέχει τη βασισμένη στην ισότητα ελευθερία και που θα μπορέσει να ξαναφυτρώσει τη μέρα που η άμεση δημοκρατία απαλλαγμένη από το κριτήριο της πλειοψηφίας, θα συναντήσει μια θεσμική μορφή βασισμένη στην αυτονομία του υποκειμένου της δράσης.
Του Παναγιώτη Ξηρουχάκη

«Ο Χριστός ήταν ο πρώτος αβράκωτος», François Chabot
Η Γαλλική Επανάσταση σαν γεγονός σημάδεψε απόλυτα την ιστορία και διαμόρφωσε εν πολλοίς την πορεία του κόσμου τον 19ο αι. Υπήρξε η κοινωνική επανάσταση που κατάργησε την απόλυτη μοναρχία και το φεουδαρχικό σύστημα .Ενέπνευσε τους λαούς να διεκδικήσουν την ελευθερία τους και έδειξε περίτρανα ότι ακόμα και οι βασιλείς πεθαίνουν.Η επανάσταση αυτή χαρακτηρίστηκε αστική (άδικα κατά τη γνώμη μου), καθώς οργανώθηκε κυρίως από την ανερχόμενη αστική τάξη, η οποία εμπνεύστηκε από το Διαφωτισμό και τη Βιομηχανική επανάσταση. Η γαλλική αστική τάξη επιζητούσε όμως μόνο τη συνταγματική μοναρχία. Η μοναρχία καταργήθηκε τελικά ολοκληρωτικά υπό την επίδραση πιο ριζοσπαστών επαναστατών αλλά και του λαού (π.χ. των εργατών «αβράκωτων»).
Μεγάλη επίδραση στο ξέσπασμα της επανάστασης είχε η οικονομική κρίση που είχε γονατίσει τους φτωχούς. Η σπάταλη και πολυτελής ζωή στο βασιλικό ανάκτορο των Βερσαλλιών που κατανάλωνε το 20% του γαλλικού προϋπολογισμού υπήρξε μεγάλη πρόκληση.
Ο Λουδοβίκος βλέποντας το αδιέξοδο και προσπαθώντας να εξομαλύνει την κατάσταση καλεί (για πρώτη φορά από το 1614) σύγκληση των Γενικών Τάξεων (των τριών δηλαδή κυρίαρχων: παπάδων, αριστοκρατών και αστών) της Γαλλίας το 1789. Η σύγκληση των Γενικών Τάξεων συνοδεύτηκε από παραχωρήσεις του βασιλιά προς την τρίτη τάξη, των αστών. Οι εκπρόσωποι της Τρίτης Τάξης (που βρίσκονταν σε κόντρα με τις άλλες δύο) επικράτησαν και ανακήρυξαν τη συνέλευση των τάξεων Εθνική Συντακτική Συνέλευση. ‘Έναρξη της γαλλικής επανάστασης αποτελεί μερικές εβδομάδες αργότερα η εισβολή του εξεγερμένου πλήθους στη φυλακή της Βαστίλης, στις 14 Ιούλη του 1789. Η Εθνική Συντακτική Συνέλευση ψήφισε στις 26 Αυγούστου 1789 τη Διακήρυξη των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και του Πολίτη.

Ένα χρόνο αργότερα, τον Ιούλη του 1790, όλοι πανηγύριζαν την επέτειο με μια μεγάλη γιορτή “συναδέλφωσης”. Όχι μόνο οι αριστοκράτες και οι μεσαίες τάξεις αλλά ο ίδιος ο βασιλιάς Λουδοβίκος ΙΣΤ’ συμμετείχε στη γιορτή. Με το πέρασμα του χρόνου όμως η συνταγματική μοναρχία δεν είναι πλέον ανεκτή από το λαό. Ο βασιλιάς Λουδοβίκος ΙΣΤ΄ και η γυναίκα του βασίλισσα Μαρία Αντουανέτα αποκεφαλίστηκαν στην γκιλοτίνα το 1793…
1793. Η ΠΡΩΤΗ ΓΑΛΛΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΚΑΙ Η ΠΕΡΙΟΔΟΣ ΤΗΣ ΤΡΟΜΟΚΡΑΤΙΑΣ. ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΟΙ ΑΒΡΑΚΩΤΟΙ
Στη συνέχεια θα παρουσιαστούν τα γεγονότα και οι πρωταγωνιστές των εκρηκτικών χρόνων 93-94.Μια διευκρίνηση είναι απαραίτητη. Θα χρησιμοποιώ συχνά τους όρους αριστερός-ακροαριστερός. Οι όροι αυτοί δεν έχουν ακριβώς τη σημερινή έννοια όπως π.χ. σοσιαλιστής, μαρξιστής κλπ. Η πολιτική αριστερά άλλωστε τότε βρισκόταν στα σπάργανα της. Όμως αποτελεί γεγονός ότι οι πολιτικοί όροι αριστερά και δεξιά επινοήθηκαν κατά τη διάρκεια της Γαλλικής Επανάστασης. Για την ακρίβεια αυτός ο διαχωρισμός ξεκίνησε από τη διάταξη των καθισμάτων στο σύγκληση των τάξεων. Εκείνοι που κάθονταν στα αριστερά αντιτάχθηκαν γενικά τη μοναρχία και υποστήριξαν την επανάσταση και τη δημοκρατία σε αντίθεση με εκείνους που κάθονταν δεξιά. Με πολιτικούς όρους, σήμερα χαρακτηρίζονται ακροαριστεροί της Γαλλικής επανάστασης εκείνοι που είχαν πιο αριστερές πολιτικές απόψεις (με τη σημερινή έννοια της λέξης) από τους αριστερούς της επανάστασης (τους Γιακωβίνους κυρίως αλλά και τους Γιρονδίνους τα πρώτα χρόνια της επανάστασης ) που όπως είπαμε πήραν το όνομα τους από το γεγονός ότι καθόταν αριστερά στη βουλή κατά τη διάρκεια των επαναστατικών χρόνων.
ΓΙΡΟΝΔΙΝΟΙ
Οι Γιρονδίνοι ήταν πολιτική ομάδα, που δημιουργήθηκε πριν από τη Γαλλική Επανάσταση και έδρασε κατά τη διάρκειά της. Στηρίχτηκαν κατεξοχήν από τους επιχειρηματικούς κύκλους του Παρισιού. Αστοί και οι ίδιοι, αποδοκίμαζαν τον ταξικό αγώνα και δεν υποστήριξαν ποτέ ιδέες περί ισότητας των τάξεων. Ο επαναστατημένος λαός και η φτωχολογιά, τους αντιμετωπίζουν με καχυποψία που σύντομα θα μετατραπεί σε μίσος.
Αποτελώντας τη μετριοπαθή πτέρυγα των επαναστατών, πέτυχαν το Μάρτιο του 1792 να προσκληθούν από τον Λουδοβίκο ΙΣΤ΄ να συμμετάσχουν στην κυβέρνηση Ντυμουριέ, παίρνοντας αρκετά υπουργεία. Απογοητεύτηκαν όμως , γιατί δεν κατάφεραν να ελέγξουν ολοκληρωτικά τη νέα κυβέρνηση, όπως επεδίωκαν, και ήρθαν σε ρήξη με το βασιλιά. Θα πληρώσουν με αίμα τη μετριοπαθή τους στάση καθώς θα αντιμετωπίσουν το μίσος των Αβράκωτων και των Γιακωβίνων.
ΑΒΡΑΚΩΤΟΙ (sans–culottes)
Η πλειοψηφία τους προερχόταν από τις κατώτερες τάξεις (εργάτες). Αποτέλεσαν τη βάση του επαναστατικού στρατού. Τα κυριότερα πολιτικά ιδεώδη των sans-culottes ήταν η λαϊκή άμεση δημοκρατία, η κοινωνική και οικονομική ισότητα, η απόρριψη της οικονομίας της ελεύθερης αγοράς, και το μένος ενάντια στους αντεπαναστάτες (παπάδες, βασιλικούς, αστούς τις τρίτης τάξης ). Οι sans-culottes υποστήριξαν τις πιο ριζοσπαστικές φράξιες της Παρισινής Κομμούνας: τους Λυσσασμένους και τους Εμπερτιστές. Υποστήριξαν επίσης τις εκτελέσεις των αντεπαναστατών.
Γεγονός είναι ότι αποτέλεσαν τον κινητήριο μοχλό της επανάστασης. Ο Ροβεσπιέρος φοβόνταν τη δύναμη τους (αν και δε συμφωνούσε με πολλές από τις «ακραίες» απόψεις τους) και έτσι τους σέβονταν. Μοιραία οι Αβράκωτοι επηρέασαν τη δράση του. Διαμορφώθηκε μία συμμαχία μεταξύ Αβράκωτων και Γιακωβίνων που πήγε την επανάσταση σε ακραίες καταστάσεις.
ΛΥΣΣΑΣΜΕΝΟΙ
Με τα σημερινά δεδομένα είχαν απόψεις ακροαριστερές ή και πρωτοαναρχικές με τις οποίες δε συμφωνούσε ο Ροβεσπιέρος. Τα αιτήματα των Λυσσασμένων περιλάμβαναν: Μείωση των τιμών, καταστολή της αντεπαναστατικής δραστηριότητας, κοινωνική και όχι μόνο συνταγματική ισότητα κλπ. Ηγετική φιγούρα υπήρξε ο Jacques Roux. Είχαν την υποστήριξη των sans-culottes. Πολλοί από αυτούς προσχώρησαν στους Εμπερτιστές. Συνεχιστής τους υπήρξε ο Μπαμπέφ (πρόδρομος των αναρχικών). Το όνομα τους χρησιμοποιήθηκε σαν φόρο τιμής από μία ομάδα καταστασιακών στα γεγονότα του Μάη το 1968.

ΣΥΜΜΑΧΙΑ ΑΒΡΑΚΩΤΩΝ ΚΑΙ ΓΙΑΚΩΒΙΝΩΝ
Ο Μαξιμιλιανός Ροβεσπιέρος (“αδιάφθορος”) το 1789 εξελέγη αντιπρόσωπος στη Συνέλευση των Τάξεων στην οποία δεν έτυχε αρχικώς καμίας διάκρισης .Τότε ο Ροβεσπιέρος ήταν ακόμη μετριοπαθής και υπέρ της βασιλείας…
Μετά την άλωση της Βαστίλης, ετέθη επικεφαλής το 1790 των Ιακωβίνων. Η αντιεπαναστατική συσπείρωση των Ευρωπαίων ηγεμόνων προκάλεσε ρήξη στο εσωτερικό μέτωπο της Γαλλίας. Εκδηλώθηκαν φιλοβασιλικές εξεγέρσεις όπως στη Βανδέα. Για την αντιμετώπιση της κρίσης σχηματίστηκε με την συγκατάθεση της Συμβατικής Συνέλευσης η Επιτροπή Κοινής Σωτηρίας, με επικεφαλής αρχικά τον Δαντόν.
Η χρονιά 1793 είναι το σημείο όπου οι Γιακωβίνοι, η ριζοσπαστική πτέρυγα της αστικής τάξης, αναγκάζονται να συνεργαστούν με τους Αβράκωτους (sans-culottes), τον “όχλο” του Παρισιού, βλέποντάς τους ως μοναδική ελπίδα για να κρατηθεί όρθια η επανάσταση. Η είσοδος των φτωχών ανθρώπων στην πολιτική σκηνή έκανε το 1793 την πιο ενδιαφέρουσα και ανοιχτή σε ριζοσπαστισμό περίοδο της επανάστασης.
Στις 2 Ιουνίου 1793 οι Γιρονδίνοι απέτυχαν να αντισταθούν στην έφοδο των “Αβράκωτων”, της λαϊκής μάζας, οι οποίοι ήταν υποκινημένοι από το Ροβεσπιέρο και τους “Ορεινούς” (τους Ιακωβίνους δηλαδή που ονομάστηκαν έτσι από τη θέση που καταλάμβαναν στα ορεινά έδρανα της Συνέλευσης). Οι “Ορεινοί”, εξοργισμένοι από τη δολοφονία του Μαρά (αδιάλλακτου επαναστάτη, ριζοσπάστη αρθρογράφου και γιακωβίνου) από τη Σαρλότ Κορντέ, πιθανότατα όργανο των Γιρονδίνων, έστρεψαν τους “Αβράκωτους” εναντίον των πρώτων. Οι “Αβράκωτοι” κατάφεραν να επικρατήσουν των Γιρονδίνων και να προκαλέσουν τη σύγκληση Επαναστατικού Δικαστηρίου εναντίον τους. Το αποτέλεσμα ήταν η σύλληψη και εκτέλεση 29 Γιρονδίνων.

Έτσι όταν οι Ορεινοί κατέλαβαν την εξουσία το 1793, ο Ροβεσπιέρος έγινε ουσιαστικός αρχηγός της επανάστασης. Ο Ροβεσπιέρος λοιπόν διαδέχτηκε το Δαντόν ως επικεφαλής της Επιτροπής Κοινής Σωτηρίας. Ψήφισε το θάνατο του Λουδοβίκου ΙΣΤ΄ και υπέρ της κατάργησης της Βασιλείας. Στην περίοδο της κυριαρχίας του επικρατούσε απόλυτη Τρομοκρατία, στηριζόμενη στα Επαναστατικά Δικαστήρια και στην περίφημη Επιτροπή Κοινής Σωτηρίας. Για να στερεώσει την εξουσία του προχώρησε σε προγραφές εναντίον των Γιρονδίνων και στη φυσική εξόντωση πολλών συντρόφων του (όπως του Δαντόν). Τα μέτρα για την αντιμετώπιση της κατάστασης στράφηκαν όχι μόνο εναντίον των αριστοκρατών και των μετριοπαθών πολιτικών, αλλά και κατά των μεγαλοαστών. Το ζήτημα ήταν η αντιμετώπιση του εσωτερικού εχθρού και σκοπός η ολοκληρωτική εξόντωση του. Η περίοδος αυτή ονομάστηκε Τρομοκρατία (θανατώθηκαν πάνω από 35.000 άνθρωποι).
Παραλλήλως, καθιέρωσε τη λατρεία του Υπέρτατου Όντος ως θεότητα του Ορθού Λόγου, λατρεία της οποίας ανακηρύχθηκε Μέγας Ποντίφικας.

Η Τρομοκρατία, όπως αποκαλείτε αυτή η περίοδος των τριών μηνών, τελείωσε με το πραξικόπημα της 9ης Θερμιδόρ το οποίο έγινε από τους επαναστάτες που φοβόταν πλέον για τη ζωή τους, καθώς ο Ροβεσπιέρος μάλλον θα προχωρούσε σε νέο ξεκαθάρισμα (όπως είχε κάνει ήδη με τους Γιρονδίνους) . Συνελήφθη λοιπόν μαζί με τον αδελφό του Αυγουστίνο, τον Σαιν Ζυστ, τον Κουτόν και άλλους γιακωβίνους. Την επόμενη ημέρα (28 Ιουλίου), ο Ροβεσπιέρος οδηγήθηκε στη λαιμητόμο χωρίς δίκη. Την εκτέλεση του Ροβεσπιέρου ακολούθησαν εκτελέσεις 120 περίπου Ιακωβίνων και η διάλυση της λέσχης τους.

ΕΜΠΕΡΙΣΤΕΣ ΚΑΙ Η ΣΥΓΚΡΟΥΣΗ ΤΟΥ ΡΟΒΕΣΠΙΕΡΟΥ ΜΕ ΤΗΝ ΑΚΡΟΑΡΙΣΤΕΡΑ
Οι Εμπερτιστές αποτελούσαν την άθεη φράξια της ακροαριστεράς. Πήραν το όνομα τους από το δημοσιογράφο Ζακ Hébert . Αναδείχτηκαν κατά τη διάρκεια της τρομοκρατίας που την υποστήριξαν με πάθος. Ενδεικτικό της δύναμης τους ήταν ότι ο υπουργός πολέμου το 1793 ήταν Εμπερτιστής. Επίσης κάποιοι Εμπερτιστές πρωτοστατούσαν στο πόλεμο ενάντια στους φιλοβασιλικούς στη Βανδέα και κάποιοι από αυτούς κατηγορήθηκαν για σφαγές και ακρότητες.
Το 1793 ο Hebert πρωτοστάτησε με τους αβράκωτους στη διάλυση των Γιρονδίνων. Η δύναμη τους αυξανόταν επικίνδυνα κάνοντας τον Ροβεσπιέρο (ο οποίος στα οικονομικά και θρησκευτικά ζητήματα ήταν πιο μετριοπαθής) να φοβάται τον έξαλλο επαναστατικό ζήλο τους. Επίσης τον ενοχλούσε η αθεΐα τους. Μάλιστα για κάποια περίοδο οι Εμπερτιστές πέτυχαν την αποχριστιανοποίηση της Γαλλίας. Το 1794 προσπάθησαν με πραξικόπημα να ανατρέψουν τους Ιακωβίνους. Απέτυχαν και είκοσι απ’ αυτούς οδηγήθηκαν στην γκιλοτίνα . Η αποχριστιανοποίηση της Γαλλίας δεν ολοκληρώθηκε ποτέ λόγω και των επιλογών του νικητή της σύγκρουσης Ροβεσπιέρου. Κάποιοι Εμπερτιστές θα εκδικηθούν καθώς θα συμμετέχουν στο πραξικόπημα εναντίον του Ροβεσπιέρου και των Ιακωβίνων. Η ταξική σύγκρουση που οι Γάλλοι ριζοσπάστες προωθούσαν δυσαρεστώντας την πλειοψηφία των Γιακωβίνων , θα θαφτεί οριστικά από το Διευθυντήριο (που ασκούσε την εξουσία από το 1794 και μετά), ενώ σταδιακά άνοιγε και ο δρόμος για το Ναπολέοντα και την κατάλυση της Δημοκρατίας.

Χρονολόγιο της Γαλλικής Επανάστασης
*) Σημ. Επιτέλους ο Ελεύθερος Τύπος έκδωσε ένα από τα έργα ζωής του Κροπότκιν το «Η Μεγάλη Γαλλική Επανάσταση»
**) Απόσπασμα από το «Περί της Πόλεως και του Πληβειακού Κοινωνικού Χώρου» του Eduardo Colombo