Θεωρίες του ολοκληρωτισμού
Του SIGRID MEUSCHEL

Οι θεωρίες του ολοκληρωτισμού δημιουργήθηκαν από τη φρίκη που προκάλεσε ένα ιστορικό φαινόμενο το οποίο ως εμπειρία ήταν κάτι το ριζικά νέο και το μοναδικό. Η πρωτοτυπία και η μοναδικότητα του φαινομένου συνελήφθησαν, αρχικά, υπό τους όρους του «ολοκληρωτικού κράτους», και κατόπιν — μετά την εμπειρία του Ολοκαυτώματος και του Γκουλάγκ — υπό τους όρους της ακραίας βίας και μιας δυναμικής της εξολόθρευσης. Επειδή το σοβιετικό σύστημα συνέχισε να υπάρχει και μετά το τέλος του ναζιστικού αντίποδά του, ήταν ελάχιστες οι θεωρητικές προσεγγίσεις που επικέντρωναν πάνω στο κριτήριο της εξολόθρευσης· αντιθέτως, ήταν η ολική εξουσία και ο ολικός έλεγχος που κατέστησαν τα κεντρικά κριτήρια.
Γι’ αυτό, διαχωρίζω, στη συνέχεια του κειμένου, τις επιστημονικές προσεγγίσεις του φαινομένου του ολοκληρωτισμού σε δύο τύπους: τον ολοκληρωτισμό ως εξολόθρευση και τον ολοκληρωτισμό ως ολικό έλεγχο. Κατόπιν, ασχολούμαι με κάποιες συμπληρωματικές προσεγγίσεις που αφορούν τη γραφειοκρατία και το χάρισμα.
Ο ΟΛΟΚΛΗΡΩΤΙΣΜΟΣ ΩΣ ΕΞΟΛΟΘΡΕΥΣΗ
Μπορούμε να πούμε, γενικεύοντας, ότι ιστορικά η πρωτοφανής βία του Ολοκαυτώματος και του Γκουλάγκ κατέστη το επίκεντρο της προσοχής. Αυτή η βία, κατά κανόνα, αποδόθηκε όχι απλώς στην τρομοκρατία αλλά και στην ιδεολογία. Το ιδεολογικό πρόταγμα ενός «φωτεινού μέλλοντος» αποσκοπούσε στην ολική ανάπλαση του ανθρώπου και της κοινωνίας και νομιμοποιούσε την τρομοκρατία. Κλασικοί της θεωρίας του ολοκληρωτισμού, όπως η Χάνα Άρεντ και ο Σίγκμουντ Νιούμαν, είδαν τη βίαιη δυναμική της «διαρκούς επανάστασης» ως κάτι το σαφώς καινούργιο, μία θέση που υποστηρίζεται ακόμα σήμερα. Έτσι, για τον Lodde, ο «ομαδικός τάφος» είναι «μία κατάλληλη μετωνυμία για τον ολοκληρωτισμό»(Lodde).
Και είναι η φυλετικό-ιδεολογική ή η ιστορικό-φιλοσοφική νομιμοποίηση «των σκοπών, οι οποίοι προσδιορίζονται ως σκοποί της ανθρωπότητας», που καθιστούν «την πολιτική υπό τη σύγχρονη έννοιά της επιρρεπή στην τρομοκρατία» (Lodde). Η τρομοκρατία είναι σύγχρονη, από τη στιγμή που «μπορεί να γίνει κατανοητή μόνο μέσα στο πλαίσιο του σύγχρονου πολιτισμού ως η πολιτική συνέπεια της προσπάθειας να αποφευχθούν οι αποπροσανατολισμοί που επιφέρει η νεοτερικότητα στις βεβαιότητες μιας ιδεολογίας της ιστορίας, η οποία τοποθετεί κάποιον στη θέση του τελικού νικητή» (Lodde). Δεν είναι ο εργαλειακός λόγος, αλλά αντιθέτως η «απόλυτη κυριαρχία της ιδεολογικά επεξεργασμένης σημασίας της ορθολογικότητας εν συντομία, η πολιτική πίστη στη σωτηρία» που θεωρείται από τον Lodde ως μία αναγκαία αλλά όχι επαρκής συνθήκη της ολοκληρωτικής εξολοθρευτικής πολιτικής».
Το φαινόμενο της ακραίας βίας πρέπει να εξεταστεί σε σχέση με τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο. Για τον Φυρέ, και όχι μόνο γι’ αυτόν, αυτός ο πόλεμος υπήρξε η «διαχωριστική γραμμή» που σηματοδότησε την έναρξη «της εποχής των ευρωπαϊκών καταστροφών» (Φυρέ, Χομπσμπάουμ). Φυσικά, δεν είναι δυνατό να σύρουμε μία ευθεία γραμμή ανάμεσα στην ετοιμότητα για βία, που αποδεσμεύθηκε από τον Πόλεμο, και «στην προσπάθεια για απεριόριστη εξουσία πάνω σε απο- ανθρωποποιημένα όντα» (Φυρέ). Παρόλα αυτά, ο Πόλεμος εμπεριείχε το «επακόλουθο του διαρκούς πολέμου» ως πηγής της απεριόριστης επαναστατικής δυναμικής– μπροστά στη γενικευμένη απαξίωση της ζωής, η πολιτική μπορούσε να παρουσιάζεται ως συνέχιση του πολέμου (Νιούμαν).
Το υπόβαθρο του Πολέμου εξηγεί σε μεγάλο βαθμό την τεράστια γοητεία που ασκήθηκε από τις μεσσιανικές ιδεολογίες πάνω στους διανοούμενους. Όπως μας θυμίζει ο Welicki στην ανασκόπησή του στην Αιχμάλωτη Σκέψη του Μίλος, τμήματα της αριστερής διανόησης ήταν έτοιμα, με δεδομένη την υπόσχεση του «φωτεινού μέλλοντος» που θα ερχόταν μετά την άσκηση κάθε βίας, να κλείνουν τα μάτια μπροστά στην πολιτική της τρομοκρατίας —ή ακόμα και να γίνονται απολογητές της — , η οποία υπονόμευσε, στο όνομα της κινητοποίησης των μαζών, της επαναστατικής ενότητας και της «αληθινής» γνώσης, κάθε ελευθερία και κάθε αυθορμητισμό, και κατέληξε στις «συνεχείς εκκαθαρίσεις».
Αυτή η σύντομη επισκόπηση αρκεί για να δείξει ότι υπάρχουν σήμερα, όπως και στο παρελθόν, εύλογα επιχειρήματα υπέρ της σχέσης του εξολοθρευτικού ολοκληρωτισμού με την ιδεολογία και την τρομοκρατία. Παρά ταύτα, αυτό πρέπει να αποδειχθεί και από την ιστορική έρευνα, δηλαδή πρέπει να κατορθώσουμε να συλλάβουμε στην ολότητά τους τις διαφορές που εκδηλώθηκαν από τον εθνικοσοσιαλισμό και το σταλινισμό στην ιδεολογία τους και στη δυναμική τους καθώς και στη δημιουργία του Ολοκαυτώματος και του Γκουλάγκ. Ενώ φαίνεται ότι υπάρχει ομοφωνία ως προς το ότι η βία ήταν εγγενής στον Εθνικοσοσιαλισμό από το ξεκίνημά του, η πορεία προς το σταλινισμό αποτελεί ιστοριογραφικά αντικείμενο έντονης λογομαχίας. Καθώς η γένεση του σταλινισμού δεν έχει αποσαφηνιστεί, το κεντρικό κριτήριο —η εξολόθρευση — απλώς κατονομάζεται, χωρίς να αναλύεται επαρκώς. Έτσι, είμαστε αντιμέτωποι με το πρόβλημα ότι η άποψη που βλέπει τον ολοκληρωτισμό ως εξολόθρευση να παρουσιάζεται μεν πειστική κανονιστικά, αλλά να μην είναι επαρκώς θεμελιωμένη επιστημονικά.
Ο ΟΛΟΚΛΗΡΩΤΙΣΜΟΣ ΩΣ ΟΛΙΚΟΣ ΕΛΕΓΧΟΣ
Αυτή η δεύτερη άποψη, που δεν τοποθετεί στο επίκεντρο την εξολόθρευση, εμφανίζει μία αναμφίβολη συγγένεια με ερμηνείες που αναπτύχθηκαν πριν τα μαζικά εγκλήματα του Ναζισμού και του Σταλινισμού. Από τότε και έπειτα, ωστόσο, χρειάζεται να προσδιοριστούν οι ουσιαστικές δομές που είναι κοινές σε όλες τις μορφές ολοκληρωτισμού. Επιπροσθέτως, απαιτείται ένα εξελικτικό μοντέλο που θα περιλαμβάνει όλες τις φάσεις, από την αρχική μέχρι την «ώριμη» ολική κυριαρχία.
Πρώτα-πρώτα, ας δούμε το ζήτημα των ουσιαστικών δομών. Όπως ο Μαξ Βέμπερ και άλλοι, ο Αrnason ξεκινά από μία κεντρική αντίθεση της νεοτερικότητας που εκπηγάζει από την ένταση μεταξύ της λογικής του αυτοπροσδιορισμού και της λογικής της παγκόσμιας κυριαρχίας. Αυτή η «πολωτική βασική δομή», που εκφράζεται στις δυτικές κοινωνίες μέσα από την αντίθεση καπιταλισμού και δημοκρατίας, συλλαμβάνεται από τον Αrnason ως «εν μέρει μεσευμένη και ως εν μέρει επικαλυμμένη από μία δυναμική θρυμματισμού». Μπροστά στο θρυμματισμό και στη διαφοροποίηση των αυτόνομων σφαιρών δραστηριότητας, η ενοποίηση καθίσταται επιτακτική.
Ο ολοκληρωτισμός πρέπει να κατανοηθεί ως μία απάντηση σ’ αυτά τα μοντέρνα δομικά προβλήματα, στο βαθμό που καταργεί τις θεσμικές μορφές του καπιταλισμού και της δημοκρατίας, όπως αυτές ενσωματώθηκαν στη δυτική ανάπτυξη μέσω του εθνικού κράτους, και εκμηδενίζει τη δυναμική τους, προκειμένου να τις ξεπεράσει. Τα συστημικά χαρακτηριστικά των ολοκληρωτικών εξουσιαστικών δομών, ωστόσο, δημιουργούν με τη σειρά τους «ιδιάζουσες δυσαρμονίες και δυσλειτουργίες»– το αποτέλεσμα είναι «μία κοινωνία υπερ-ενοποιημένη και ταυτοχρόνως θρυμματισμένη με έναν καινούργιο τρόπο». Αυτή η άποψη του ολοκληρωτισμού ως ολικού ελέγχου συλλαμβάνει «τα φαινόμενα που κυριάρχησαν σε παλιότερες μελέτες πάνω σ’ αυτό το θέμα (όπως το φαινόμενο της εξολόθρευσης) ως ειδικές περιπτώσεις ή κορυφώσεις μέσα στο πλαίσιο ενός πιο ευρύτερου ιστορικού σχηματισμού» (Αrnason).
Οι θεωρητικές προσεγγίσεις που κατατάσσω στην άποψη για τον ολοκληρωτισμό ως ολικό έλεγχο περιστρέφονται όλες γύρω από τις δομές που κατέγραψε ο Αrnason. Η ακόλουθη επιλογή επικεντρώνει κυρίως πάνω στο σοβιετικό σύστημα και πραγματεύεται, πρώτον, την κατασκευή της (κατευθυνόμενης) συναίνεσης, δεύτερον, τη συγκέντρωση της εξουσίας και την απο-διαφοροποίηση, καί τρίτον, την απο-αυτονομοποίηση της κοινωνίας.
1. Ο ολικός έλεγχος ως (κατευθυνόμενη) συναίνεση. Ο Friedrich προσδιόρισε το σταλινικό καθεστώς, εν όψει των εξελίξεων μετά το 1953, ως μία «μάλλον ακραία παρέκκλιση» από ένα «τυπικό μοντέλο μιας ολοκληρωτικής δικτατορίας». Αυτό σημαίνει μία εντυπωσιακή αναθεώρηση της προηγούμενης τοποθέτησής του. Η καινούργια τοποθέτηση, από τη μιά, συσχετίζει τον τόπο της τρομοκρατίας με τη μορφή της. Η τρομοκρατία δεν εξαφανίστηκε στη Σοβιετική Ένωση, μετά το θάνατο του Στάλιν η «ώριμη» και «μοντέρνα» μορφή της εμφανίζεται κυρίως στην προηγμένη τεχνολογία των συστημάτων παρακολούθησης της μυστικής αστυνομίας και στις εκλεπτυσμένες μεθόδους ψυχικής χειραγώγησης. Μαζύ με τις πανίσχυρες μορφές προπαγάνδας και το μονοπώλιο της κομματικής εξουσίας στα μέσα μαζικής επικοινωνίας, δημιουργεί μία συναίνεση προς το καθεστώς της πλειοψηφίας του πληθυσμού, με αποτέλεσμα οι αντίπαλοι του καθεστώτος να υπόκεινται πρωτίστως στην ψυχολογική τρομοκρατία. Η κεντρική θέση του Friedrich είναι: «Τρομοκρατία και συναίνεση γίνονται σιαμαίοι αδελφοί». Από την άλλη, αυτή η καινούργια τοποθέτησή του σχετικοποιεί τη σημασία μιας ιδεολογίας που στοχεύει στην ολική ανάπλαση της κοινωνίας και του ατόμου και που η υλοποίησή της έχει ανάγκη την ανοικτή τρομοκρατία. Αυτή η ιδεολογία, για το Friedrich, κατέστη δευτερεύουσα, στο βαθμό που εδραιώθηκε η συναίνεση.
Αυτή η άποψη παραιτείται, με έναν άγαρμπο τρόπο, από τα προβλήματα που είναι εγγενή στο σχήμα του ολοκληρωτικού ελέγχου. Μεταξύ της εξολόθρευσης και της (κατευθυνόμενης) συναίνεσης υπάρχει μία τόσο ποιοτική διαφορά που καθιστά εύλογο το ερώτημα εάν μπορεί και οι δύο να ενταχθούν στην ίδια μορφή κυριαρχίας. Το ίδιο ισχύει για τη διαφορά μεταξύ του ιδεολογικού προσανατολισμού προς ένα «φωτεινό μέλλον» και της εξαναγκαστικής προσαρμογής σε ένα δικτατορικό παρόν. Από τη στιγμή που ο Friedrich συνδέει τη θέση του για την «ακραία παρέκκλιση» με την προϋπόθεση ενός κύκλου ολοκληρωτικής βίας, αποδέχεται την πιθανότητα μετάβασης έξω από τον ολοκληρωτισμό· ως εκ τούτου, είναι αναγκαίο να προσδιοριστεί αυτή η διαδικασία απο-ολοκληρωτισμού.
Θα επανέλθω παρακάτω σ’ αυτά τα προβλήματα. Αυτό που έχει μεγαλύτερη σημασία, κατά τη γνώμη μου, είναι το ότι μία θεωρία του ολοκληρωτικού ελέγχου δυσκολεύει τη διάκριση από τις κριτικές σαν του Μαρκούζε, που αναφέρονται στην κατευθυνόμενη συναίνεση των αστικο-καπιταλιστικών συστημάτων. Είναι τότε νοητή μία ιδέα της ολικής κυριαρχίας που δεν έχει καθόλου ανάγκη το δικτατορικό καταναγκασμό και τις καταδιώξεις της μυστικής αστυνομίας —για να μη μιλήσουμε για την ανάγκη της εξολοθρευτικής τρομοκρατίας και της ιδεολογίας που τη νομιμοποιεί — , αλλά που οδηγεί. στην ενσωμάτωση μόνο με τη χειραγώγηση (κάτι που : φυσικά δεν είναι στις προθέσεις του Friedrich). Αυτή η ιδέα θα ήταν θεωρητικά κενή περιεχομένου, καθώς η ιδιετερότητα της δικτατορίας θα εξαφανιζόταν μέσα στο . .οσοφικό θεώρημα της ζωής μέσα στην αναυθεντικότητα.
2. Συγκέντρωση της εξουσίας και απο-διαφοροποίηση. Οι τερισσότερες θεωρητικές προσεγγίσεις ξεκινούν, τουλάχιστον υπόρρητα, με την υπόθεση ότι η ολική κυριαρχία συμβαδίζει με την απο-διαφοροποίηση των υπο-συστημάτων. Ο Kielmanegg προσδιορίζει την ολική κυριαρχία ως μία «μορφή ακραίου συγκεντρωτισμού των κοινωνικών λειτουργιών μέσα στα πολιτικά συστήματα, εις βάρος των άλλων κοινωνικών συστημάτων». Πιο συγκεκριμένα, χαρακτηρίζεται από τη μονοπώληση της εξουσίας λήψεως των αποφάσεων, από το απεριόριστό πεδίο εφαρμογής των αποφάσεων και από την εξίσου απεριόριστη σφοδρότητα των κυρώσεων. Επομένως, οι καθορισμένες μορφές κυρώσεων είναι λιγότερο σημαντικές από την απροσδιοριστία των ενδεχόμενων βρώσεων, που περιλαμβάνει κατ’ αρχήν την πιθανότητα αλλά όχι την αναγκαιότητα της τρομοκρατίας. Και η έμφαση δίνεται στην ολική εξουσία του ελέγχου πάνω σε όλους τους κοινωνικούς χώρους δράσης, και όχι απλά στη μορφή και στη σφοδρότητα των κυρώσεων. Από αυτό συνάγεται μία περαιτέρω υπόθεση, δηλαδή ότι η αυθόρμητη κοινωνική μεταβολή και η πολλαπλότητα των κοινωνικων συγκρούσεων δε χαρακτηρίζουν τις από πολίτικης απόψεως ολοκληρωτικά θεσμισμένες κοινωνίες. Παρά ταύτα, η αξίωση του συστήματος για μονοπωλιακό σχεδιασμό και διεύθυνση δεν μπορεί να επιτευχθεί· το σύστημα καταβάλλει μεγάλες προσπάθειες, χωρίς όμως να μπορεί να πραγματώσει πλήρως το στόχο του, και έτσι οι συγκρούσεις είναι αναπόφευκτες.
Γι’ αυτό ακριβώς, η ιδεολογία έχει την ειδική λειτουργία να επιτρέπει στην ηγεσία «να καθορίζει αυταρχικά τις κοινωνικά εφαρμόσιμες αξίες και νόρμες» και «να επιβάλλει στην κοινωνία δεσμευτικά σχήματα ερμηνείας της πραγματικότητας»· από αυτά τα δύο «εξαρτάται αποφασιστικά η ικανότητα της ηγεσίας να διευθύνει». Αυτό, με τη σειρά του, προϋποθέτει το μονοπωλιακό έλεγχο των μέσων επικοινωνίας· ετσι, «το ένα μονοπώλιο συνεπάγεται το άλλο» (Κielmansegg). Μου φαίνεται ότι η κατευθυνόμενη συναίνεση του Friedrich λαμβάνει στον Κielmansegg τη μορφή ενός ιδεολογικού ερμηνευτικού σχήματος, το οποίο ενσωματώνει κυρίαρχους και κυριαρχούμενους, καθέναν με το δικό του τρόπο, χωρίς κατ’ ανάγκην να στοχεύει στο φωτεινό μέλλον ή να χρειάζεται τη βία της τρομοκρατίας. Αυτό σημαίνει, ωστόσο, ότι το ερμηνευτικό μονοπώλιο μπορεί —τόσο από «πάνω» όσο και από «κάτω»— να γίνει εύθραυστο, έτσι που να αποτύχουν οι μονοπωλιακές αξιώσεις· η διάβρωση του ενός μονοπωλίου μπορεί να οδηγήσει στη διάβρωση και ενός άλλου και ο ολικός έλεγχος πάνω στη μορφή και στην ένταση των κυρώσεων μπορεί τελικά να χάσει την ουσία του. Με άλλα λόγια, τίθεται το ερώτημα εάν σε πολιτικά θεσμισμένες κοινωνίες υπάρχουν πολιτικά κίνητρα για μία πορεία μεταβολής και τι αυτό σημαίνει για τις ολοκληρωτικές δομές; Πότε ένα ολοκληρωτικό σύστημα παύει να είναι πια ολοκληρωτικό;
3. Συγκέντρωση της εξουσίας και απο-αυτονομοποίηση. Το επίκεντρο μετατοπίζεται τώρα προς την κανονιστικότητα της πολιτικής. Από αυτήν την οπτική γωνία, μπορεί κάποιος να προωθήσει τη θέση της συνέχισης του ολοκληρωτισμού και μετά το θάνατο του Στάλιν, όπως και τη θέση ενός οριστικού τέλους του. Ο Κλώντ Λεφόρ βλέπει τη συνέχισή του μέσα στη θεμελιώδη άρνηση της κοινωνικής αυτονομίας. Η «ιστορική λειτουργία του σταλινισμού» συνίσταται στη διάλυση της βασικής αντίφασης μεταξύ των δικτατορικών μέσων, που ήταν κυρίαρχα από την Οκτωβριανή Επανάσταση και μετά, και του σοσιαλιστικού στόχου μιας αυτόνομης κοινωνίας, μία διάλυση που επιτεύχθηκε μέσω του ριζικού διαχωρισμού εξουσίας και κοινωνίας. Η τρομοκρατία είχε μία λειτουργία να επιτελέσει: την εξαναγκαστική ενσωμάτωση όλων των ετερογενών τάξεων και στρωμάτων μέσα στην «ενότητα» ενός καινούργιου σχηματισμού. Η καινούργια μορφή κοινωνίας δημιούργησε ένα μοναδικό κόσμο, στον οποίο το πολιτικό δεν υπήρχε πλέον ως μία διακριτή κοινωνική σφαίρα. Το αποτέλεσμα ήταν μια «τερατώδης αυτονομία του πολίτικου», με δεδομένη την «πλήρη διείσδυσή» του στην κοινωνία, και μία ανάλογη συγκέντρωση της εξουσίας.
Το οριστικό τέλος του ολοκληρωτισμού, ωστόσο, προήρθε, σύμφωνα με τον Λεφόρ, μέσα από την κατάρρευση της ιδεολογικής βεβαιότητας, που ήταν η ακούσια έκβαση του 20ού Συνεδρίου του Κόμματος. Η κριτική των «λαθών» του Στάλιν, αν και περιορισμένη, κατέστρεψε το μύθο της ενότητας και αποκάλυψε τη δυνατότητα της συζήτησης και της πολιτικής δράσης. Από το σημείο αυτό και έπειτα, ήταν κατ’ αρχήν δυνατό να τεθούν ερωτήματα: «πού αρχίζει και πού τελειώνει το λάθος», «πού αρχίζει και πού τελειώνει η πολιτική»; «Εάν η προσωπικότητα του Στάλιν δεν είναι πλέον ιερή, τότε ολόκληρη η παρελθούσα και η μελλοντική ηγεσία, το καθεστώς εν όλω, χάνουν το θεϊκό δικαίωμά τους στην ιστορική αλήθεια. Το σύστημα γίνεται, όπως και κάθε άλλο σύστημα, αντικείμενο ανάλυσης και κριτικής. Από τη στιγμή που τελειώνει οριστικά το μονοπώλιο της αλήθειας, προσβάλλεται ο γραφειοκρατικός μηχανισμός και τα ίδια τα θεμέλια του ολοκληρωτισμού. Το 20ό Συνέδριο του Κόμματος άλλαξε τη δομή της εξουσίας, στο μέτρο που διατύπωσε ένα «γραφειοκρατικό hadeas corpus» και που απέσυρε εκείνες τις μεθόδους καταπίεσης των εκμεταλλευόμενων που είχαν χάσει τη δραστικότητά τους ως αποτέλεσμα της εκβιομηχάνισης.
Ακόμα και εάν συμμεριστούμε την άποψη του Λεφόρ ότι αυτές οι μεταρρυθμίσεις δεν επηρέασαν την «ουσία» του καθεστώτος, δεδομένου ότι στόχευαν να αποκαταστήσουν την ενότητα και να αναμορφώσουν τον ολοκληρωτισμό, χωρίς να εξαλείψουν τη θεμελιώδη υποταγή της κοινωνίας, ακόμα και τότε μπορεί κάποιος να αντιτείνει ότι η κρίση του συστήματος από την απο-σταλινοποίηση και μετά συνέχισε να υπάρχει. Η κρίση συνίστατο στη διάβρωση της ιδεολογικής βεβαιότητας, στην ολοφάνερη αντίσταση των καταπιεσμένων, και ήταν εμφανής, με την προσαρμογή της πολιτικής στις νόρμες και στις απαιτήσεις της σύγχρονης κοινωνίας, στον αναθεωρητισμό και στις μεταρρυθμιστκές προσπάθειες που έλαβαν χώρα.
ΠΡΑΓΜΑΤΕΙΑ ΠΑΝΩ ΣΤΗΝ ΤΡΟΜΟΚΡΑΤΙΑ
ΚΑΙ ΣΤΙΣ ΦΑΣΕΙΣ ΤΗΣ ΟΛΟΚΛΗΡΩΤΙΚΗΣ ΑΝΑΠΤΥΞΗΣ
Όλες οι απόψεις που συμπεριέλαβα υπό τη έννοια του ολοκληρωτισμού ως ολικού ελέγχου διαπραγματεύονται, ρητά ή υπόρρητα, τις φάσεις της ολοκληρωτικής ανάπτυξης. Δεδομένου ότι συγγραφείς όπως ο Λεφόρ και ο Αrmason παραδέχονται ότι η τρομοκρατία και η ακραία ιδεολογικοποίηση διαδραμάτισαν ένα σημαντικό ρόλο κατά τη διάρκεια της εδραίωσης του καθεστώτος, η θέση του Friedrich περί παρεκκλίσεως αποτελεί τον αντίθετο πόλο. Αλλά και ο Linz, επίσης, θεωρεί ότι η τρομοκρατία δεν είναι ούτε επαρκές ούτε αναγκαίο κριτήριο, έστω και αν είναι περισσότερο πιθανή στις ολοκληρωτικές παρά στις αυταρχικές δικτατορίες. Ο Linz θεμελιώνει την απόφασή του να μη θεωρεί την τρομοκρατία ως κεντρικό χαρακτηριστικό του ολοκληρωτισμού, επισημαίνοντας ότι υπάρχει τρομοκρατία χωρίς ολοκληρωτισμό και ολοκληρωτισμός χωρίς τρομοκρατία.
Οι περαιτέρω σκέψεις του δείχνουν πόσο δύσκολη είναι η κατασκευή ενός εξελικτικού μοντέλου. Αφενός μεν, αυτός προτείνει ένα σχήμα διαδοχικών περιόδων, που αρχίζει με την περίοδο της κατάληψης της εξουσίας, μία εντατική ιδεολογική φάση, η οποία ακολουθείται από την περίοδο της σταθεροποίησης, μία φάση που χαρακτηρίζεται από μία έντονα εργαλειακή σχέση με την ιδεολογία, μέχρι που η θεσμοθέτηση και ο εξορθολογισμός εξασφαλίζουν μία μεγαλύτερη υπολογισιμότητα και συνέχεια. Η «τελική φάση της διευθυνόμενης κοινωνίας επιτρέπει ένα περιορισμένο βαθμό πλουραλισμού μεταξύ αυτών που λαμβάνουν τις αποφάσεις» και τελικά αφήνει ανοικτή την πιθανότητα μιας μετάβασης προς τη μη ολοκληρωτική κυριαρχία.
Αφετέρου δε, ο Linz προσδιορίζει κάποιες ιδιαίτερες όψεις της ολοκληρωτικής τρομοκρατίας, που είναι μοναδικές εν συγκρίσει προς την τρομοκρατία των αυταρχικών καθεστώτων. Διακρίνεται από το πρωτοφανές εύρος της, τη συστηματικότητα, τον ιδεολογικό καθορισμό των εχθρών και από την απουσία όχι μόνο μιας «κατάστασης εκτάκτου ανάγκης» αλλά και κάθε τυπικά νόμιμης βάσης. Συμφωνώντας με την Άρεντ, ο Linz θεωρεί ότι η τρομοκρατία δεν περιορίζεται στη φάση της κατάληψης της εξουσίας, αλλά αναπτύσσεται κατα τη φαση της σταθεροποίησης. Ενώ κατευθύνεται μεθοδευμένα εναντίον των πολιτικών αντιπάλων, κατά τη φάση της κατάληψης της εξουσίας, γίνεται συστηματική και ιδεολογική, κατά τη φάση της σταθεροποίησης του καθεστώτος, στοχεύοντας στην ενότητα, στην κονιορτοποίηση και στην κινητοποίηση της κοινωνίας. Η πιο επικίνδυνη στιγμή στην ανάπτυξη του ολοκληρωτισμού είναι η μετάβαση στη μη τρομοκρατική φάση- ακριβώς σ’ αυτό το σημείο είναι πιθανή η διάσταση απόψεων.
Μου φαίνεται ότι αυτό καταλήγει στις ακόλουθες ασυμφωνίες: τα δύο μοντέλα των φάσεων είναι ασύμβατα, από τη στιγμή που στο ένα η τρομοκρατία διαδραματίζει έναν ουσιώδη ρόλο, κατά την κατάληψη της εξουσίας και κατά τη σταθεροποίησή της, αλλά κανέναν απολύτως ρόλο στο άλλο. Αυτό είναι πολύ σοβαρό, με την έννοια ότι προσδιορίζονται με μεγάλη ακρίβεια τα ιδιαίτερα γνωρίσματα της ολοκληρωτικής τρομοκρατίας. Αυτός είναι ίσως ένας από τους λόγους για τους οποίους ο Linz διαφοροποιεί τον ολοκληρωτισμό από το μετα-ολοκληρωτισμό. Επιπλέον, από τη στιγμή που το Ολοκαύτωμα δεν μπορεί να κατανοηθεί ούτε ως η υλοποίηση ούτε ως η σταθεροποίηση της τρομοκρατίας, δεν ταιριάζει σε κανένα μοντέλο– ούτε το ένα ούτε το άλλο μπορεί να το ενσωματώσει.
Αυτοί είναι επαρκείς λόγοι για μένα ώστε να εμμένω στον τύπο του ολοκληρωτισμού ως εξολόθρευσης και να εντάσσω στον τύπο του ολοκληρωτισμού ως ολικού ελέγχου μόνο τα μετα-σταλινικά συστήματα. Παραμένει τότε υπό συζήτηση το εάν θα μπορούσε να ονομάζονται μετα- ολοκληρωτικά, από τη στιγμή που αυτά τα συστήματα εμφανίζονται μετά το 20ό Κομματικό Συνέδριο, με το τέλος της ιδεολογικής βεβαιότητας και της διαρκούς επανάστασης, και με την έναρξη της ρεαλιστικής πολιτικής. Οι βασικοί όροι διαφωνία και αντίσταση, αναθεωρητισμός και μεταρρύθμιση, διεύθυνση της κοινωνίας και διόρθωση των σφαλμάτων της πολιτικής καθοδήγησης έχουν ήδη αναφερθεί. Το «φωτεινό μέλλον» στην αρχή φοράει το μανδύα της επιστημονικο-τεχνολογικής επανάστασης, μέχρι που κι αυτό το όραμα καταρρέει και καταλήγει στην αποτελμάτωση του «υπαρκτού σοσιαλισμού».
Ο «ΓΡΑΦΕΙΟΚΡΑΤΙΚΟΣ ΛΕΒΙΑΘΑΝ”
Οι κοινωνικές επιστήμες αντιμετώπισαν αυτές τις αλλαγές με αναλύσεις της γραφειοκρατίας, του πλουραλισμού και των συγκρούσεων συμφερόντων. Η συζήτηση για τη γραφειοκρατία, στην οποία θα επικεντρώσω, μπορεί, αφενός μεν, να ενισχύσει τη θέση της συνέχισης του ολοκληρωτισμού, με αναφορά στην ενότητα και στην παντοδυναμία των γραφειοκρατικών μηχανισμών αφετέρου δε, οι αναλύσεις της οργάνωσης της κοινωνίας έχουν ως στόχο τους είτε να περιγράψουν τις ομοιότητες με τις έντονα γραφειοκρατικοποιημένες δυτικές κοινωνίες είτε να δείξουν ότι η ασυνέχεια και ο απο-ολοκληρωτισμός είναι αποτελέσματα του ρεαλισμού της σοβιετικής πολιτικής. Ερμηνείες που εκλαμβάνουν τις σοβιετικού τύπου κοινωνίες ως «οργανωτικές κοινωνίες» ή ακριβέστερα ως «μονο-οργανωτικές κοινωνίες» εμπεριέχουν προοπτικές συνέχειας και ρήξης. Αυτές οι κοινωνίες είναι διαφορετικές από τις παραδοσιακές κοινωνίες ή τις κοινωνίες της αγοράς, δεδομένου ότι οι ατομικές δράσεις συντονίζονται τυπικά μέσω της διαταγής και της ιεραρχίας μάλλον παρά μέσω της παράδοσης ή του συμβολαίου.
Η μονο- οργανωτική κοινωνία στηρίζεται στην πρωτοκαθεδρία του πολιτικο-ιδεολογικού προσανατολισμού προς το μέλλον, και ως εκ τούτου οι γραφειοκρατίες ακολουθούν την ουσιαστική μάλλον παρά την τυπική ορθολογικότητα: «η επίτευξη του σκοπού» και όχι «η εφαρμογή του κανόνα» καταλαμβάνει την πρώτη θέση (Jan Pakulski). Τα θεσμικά θεμέλια της εξουσίας που δημιουργήθηκε από το Στάλιν επέτρεψαν ένα μετασχηματισμό της κοινωνίας που διαιώνισε την εξουσία της «κυρίαρχης γραφειοκρατίας» (Ηirszowicz). Ως εκ τούτου, υπάρχει συνέχεια χωρίς τρομοκρατία. Ταυτοχρόνως, ο Ηirszowicz επισημαίνει μία αντίφαση που ήταν εμμενής στο σοβιετικό «Λεβιάθαν» από την αρχή: την αντίφαση μεταξύ της εξουσίας που στηριζόταν στη γραφειοκρατία, και της δυνάμει εξουσίας της γραφειοκρατίας. Αυτή η αντίφαση λύθηκε στο σταλινισμό, με την τρομοκρατία υπέρ της κομματικής ηγεσίας. Για τη μετέπειτα περίοδο, ωστόσο, ο Ηirszowicz δηλώνει: «η σημερινή κατάσταση στις κομμουνιστικές χώρες βρίσκεται σε αγεφύρωτη διαφορά με τον κλασικό ολοκληρωτισμό».
Η μετα-σταλινική κατάσταση περιείχε πολλές αντιφάσεις, που προκάλεσαν συγκρούσεις μέσα στους γραφειοκρατικούς μηχανισμούς. Μολονότι η γραφειοκρατία κυριαρχούσε πάνω στην κοινωνία, ήταν ταυτοχρόνους και φορέας κοινωνικής αλλαγής. Οι απαιτήσεις της συντηρητικής εξουσίας και αυτές της ανασχηματισμένης κοινωνίας δεν ήταν εύκολα συμβατές. Επιπλέον, τα ίδια τα βασικά στελέχη της γραφειοκρατίας αποτελούσαν και τμήμα της κοινωνίας και εξαρτώνταν από τη συνεργασία της· για το λόγο αυτό, δεν υπήρχε μόνο «διείσδυση του κράτους στην κοινωνία, αλλά και διείσδυση της κοινωνίας στο κράτος» (Ηirszowicz). Αυτό ίσχυσε ιδιαιτέρως για τη διαφοροποίηση της οικονομικής, της κοινωνικής και της πολιτικής ζωής, που δημιουργήθηκε, κατά τη δεκαετία του 1960, από την επικέντρωση στην επιστημονικό-τεχνο-λογική επανάσταση. Τα βασικά στελέχη της γραφειοκρατίας έπρεπε τώρα να γίνουν ειδικοί και ιδεολόγοι. Με την επαναδιαφοροποίηση, επανεμφανίστηκαν η θεσμική κατάτμηση και οι ανταγωνισμοί, οδηγώντας σε δια- οργανωτικές και σε εσω-οργανωτικές αποκλίσεις· οι δυσλειτουργίες του σχεδιασμού αύξησαν τις άτυπες διασυνδέσεις. Για όλους αυτούς τους λόγους, ο Ηirszowicz εκλαμβάνει σωστά τις εκδηλωνόμενες κρίσεις ως φορείς κοινωνικής αλλαγής, τόσο κατά τη διάρκεια της φάσης της ασυνέχειας μετά το θάνατο του Στάλιν όσο και κατά τη φάση της αποτελμάτωσης του υπαρκτού σοσιαλισμού.
Η φάση της αποτελμάτωσης έχει εδιαφέρον εδώ, διότι ριζο- σπαστικοποίησε την τάση για άτυπη δραστηριότητα. Οι άτυπες σχέσεις αντιστάθμιζαν τη δυσλειτουργικότητα του υποτιθέμενου ορθολογικού συτήματος, αλλά ενίσχυσαν τόσο την εξατομίκευση όσο και την ιδιωτικοποίηση των δημόσιων υποθέσεων. Αν οι παραβιάσεις των επίσημων κανόνων και των νόμιμων νορμών του κομματικού κράτους στόχευαν αρχικά στην εκπλήρωση των πραγματικών επιδιώξεων του σχεδιασμού, ο προσανατολισμός στο προσωπικό όφελος υπονόμευε όλο και περισσότερο το νόμο και την ηθική και συνεπώς τη νομιμοποίηση του κομματικού κράτους, δηλαδή το ότι εξυπηρετούσε το γενικό συμφέρον. Ενώ οι κανόνες ήταν πάντοτε πληθωρικοί και τελικά μη δεσμευτικοί, και ενώ πλευρές της νομιμότητας είχαν με τον καιρό εδραιωθεί στα κατώτερα επίπεδα της ιεραρχίας, έστω και εάν οι πολιτικοί στόχοι είχαν πάντοτε την προτεραιότητα έναντι του νόμου, η παραβίαση των κανόνων κατευθυνόταν όλο και περισσότερο προς την «ιδιωτικοποίηση» των στόχων μάλλον παρά προς την εκπλήρωσή τους.
ΠΡΑΓΜΑΤΕΙΑ ΠΑΝΩ ΣΤΟ ΧΑΡΙΣΜΑ ΚΑΙ ΤΟ ΧΑΟΣ
Οι παρατηρήσεις που ακολουθούν έχουν ένα διπλό στόχο. Πρώτον, να συμβάλουν στην πληρέστερη κατανόηση του εξολοθρευτικού ολοκληρωτισμού. Από τη στιγμή που η θεωρία του ολοκληρωτισμού δείχνει με ένα μη επαρκώς θεμελιωμένο τρόπο τις ομοιότητες μεταξύ του Ναζισμού και του Σταλινισμού, η ανάλυση των διαφορών τους μένει να επιχειρηθεί. Δεύτερον, οι παρατηρήσεις μου στοχεύουν να ενισχύσουν την υπόθεση ότι έχει ελάχιστη σημασία να εντάξουμε το Σταλινισμό και το μετα-σταλινισμό μέσα στην ίδια θεωρία του ολοκληρωτισμού. Αναφορικά με το Ναζισμό και το Σταλινισμό: οι χαρισματικές προσεγγίσεις είναι υποχρεωμένες να τονίζουν έντονα τη σημασία της ιδεολογίας. Όπως υπογραμμίζουν πολλοί συγγραφείς, αμφότερες οι δικτατορίες αντιτάχθηκαν στον τυπικό εξορθολογισμό του κόσμου. Ηθελαν να επιτύχουν την αποτελεσματικότητα της συστηματοποιημένης οργανωμένης δράσης μέσω ενός ακραίου αξιακού προσανατολισμού (Jowitt). Ενώ ο εθνικοσοσιαλισμός στηρίχθηκε από την αρχή στο προσωπικό χάρισμα του «Φύρερ», η Σοβιετική Ένωση δημιούργησε έναν εντελώς διαφορετικό τύπο, το «χάρισμα του λόγου», συνδεδεμένο όχι με ένα πρόσωπο αλλά με ιδέες και θεσμούς (Arneson, Breuer).
Ο σοβιετικός κομμουνισμός πρόβαλλε το δίκαιο της εξουσίας του κόμματος, ένα θεσμό που αντλούσε τη χαρισματική δύναμή του από την επαναστατική θεωρία – ο σοσιαλισμός ως επιστήμη- και από την ιδέα της πρωτοπορίας. Η συναισθηματική κοινότητα, που χαρακτηρίζει τον «καθαρό» τύπο, αντικαθίσταται εδώ από ένα υπερ-ορθολογικό κατασκεύασμα (Breuer). Ως αποτέλεσμα της πάλης εναντίον του Ναζισμού, δημιουργή- θηκε ένα καλά οργανωμένο κόμμα, που έθεσε τον εαυτό του πάνω από όλες τις γραφειοκρατίες και δημιούργησε μία μονο-οργανωτική δομή (Rigdy), προσανατολισμένη σε άμεσους στόχους (Ρakulski). Εν αντιθέσει προς τις χαοτικές δομές του Ναζισμού —οι διαταγές του Φύρερ αναμενόταν από αναρίθμητους μικρούς ηγέτες, η δημιουργία ειδικών μονάδων που απέρρεαν από το προσωπικό χάρισμα και που ήταν εμμενείς στο σύστημα — , στη Σοβιετική Ένωση οι χαοτικές δομές ήταν ένα φαινόμενο σε παρακμή.
Αναφορικά με το Σταλινισμό και το μετα-Σταλινισμό: η «οργάνωση ως ήρωας» —μία κομματική ιδέα απούσα στον Εθνικοσοσιαλισμό- που ένωσε τα αντίθετα: άνωθεν επιβεβλημένη, απρόσωπη (επιστημονική και οργανωτική) εξουσία από τη μία μεριά– προσωπικός (συλλογικός και ατομικός) ηρωισμός από την άλλη (Jowitt). Η ένωση των αντιθέσεων ανάμεσα στα χαρισματικά-ηρωϊκά και στα μοντέρνα-απρόσωπα στοιχεία μέσα στην ευσυνείδητη υπακοή και στην ατομική υπευθυνότητα ήταν ο στόχος και το νόημα του «αγωνιστικού καθήκοντος». Η οργανωτική αρτιότητα του Κόμματος εξαρτώνταν από την ικανότητά του να συνδυάζει μία χαρισματική «σωστή γραμμή» και ένα αντίστοιχο «αγωνιστικό ήθος». Αυτός ακριβώς ο συνδυασμός απέτυχε, μόλις ο έλεγχος πάνω στην κοινωνία είχε επιτευχθεί και οι επιπρόσθετοι στόχοι και στρατηγικές δεν μπορούσαν πλέον να χρησιμοποιούν νομιμοποιημένη βία. Από αυτή την άποψη, το Κόμμα δεν μπορούσε παρά να προσπαθεί να διατηρεί την αποκλειστικότητά του, λαμβάνοντας υπ’ όψιν του τα κοινωνικά συμφέροντα.
Από την άποψη του χαρίσματος, η Σοβιετική Ένωση είχε να αντιμετωπίσει δύο ενδεχόμενα: είτε την τρέχουσα καθημερινότητα με όρους τυποποίησης, δηλαδή την επι- στημονικο-τεχνολογική επανάσταση, είτε την εναλλακτική λύση της νεο – παραδοσιοκρατίας, που περιγράφηκε από τον Jowitt ως εξής: οι επεκτεινόμενες μεικτές μορφές της δημόσιας και της «ιδιωτικής» ιδιοκτησίας (παραοικονομία, άτυπα δίκτυα, προνόμια, κ.λ.π.) διέφθειραν τα ηγετικά στελέχη– αυτά άρχισαν να αναπτύσσουν ιδιωτικά συμφέροντα. Αυτό σήμαινε τη νίκη των προσωπικών και πραγματικών συστατικών στοιχείων του χαρίσματος πάνω στα μοντέρνα και αφηρημένα– ο δρόμος προς τη νεο- παραδοσιοκρατία άνοιξε, καθώς τα συντηρητικά κίνητρα πήραν τη θέση των επαναστατικών οραμάτων. Αυτό συνέβη όχι μόνο επειδή οι πραγματικοί στόχοι είχαν χάσει την αξιοπιστία τους, αλλά κυρίως επειδή το καθεστώς απέτυχε να δημιουργήσει «μία κουλτούρα απρόσωπης δράσης». Η αντισυβατική-ορθολογική συμπεριφορά είχε καταστραφεί, χωρίς να δημιουργηθεί ένα λειτουργικό ισοδύναμο.
Οι αναλύσεις του Jowitt αναφέρονται κυρίως στη Σοβιετική Ένωση, αλλά μπορούν επίσης να εφαρμοστούν και σε άλλες κοινωνίες σοβιετικού τύπου. Στην πρώην Ανατολική Γερμανία (GDR), για παράδειγμα, η πολιτική της επιστημονικο-τεχνικής επανάστασης επιδιώχθηκε σθεναρά, κατά τη δεκαετία του 1960. Μολονότι η διαφθορά ήταν λιγότερο διαδεδομένη εν συγκρίσει με τη Σοβιετική Ένωση, μπορούμε μετά βεβαιότητος να μιλήσουμε για πελατειακές σχέσεις. Επιπροσθέτως, η θέση της νεο- παραδοσιοκρατίας βρίσκει εφαρμογή στην προβολή από το Κόμμα του «έθνους της Λαϊκής Δημοκρατίας της Γερμανίας» και στη συμβολική σημασία των κοινωνικών πολιτικών.
ΠΡΟΣΩΡΙΝΑ ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ
Αναφορικά με τις θεωρίες τόσο του ολοκληρωτισμού όσο και του χαρίσματος, έχουν να αντιμετωπίσουν, κατά τη γνώμη μου, λιγότερες δυσκολίες, κατά τη μετα-σταλινική φάση παρά κατά τη σταλινική. Έτσι, ο Lewin επιδιώκει να δείξει ότι, κατά τη σταλινική φάση, «η γραφειοκρατία συγκροτήθηκε πολιτικά», αλλά ήδη από τότε δεν χαρακτηριζόταν ως σύνολο ούτε από ενότητα ούτε από συνοχή· αντιθέτως χαρακτηριζόταν από μία κατάτμηση μεταξύ των «επενδυμένων συμφερόντων» και από μία διαρκή «εσωτερική διαμάχη». Η ανάπτυξη της σοβιετικής γραφειοκρατίας πραγματοποιήθηκε παράλληλα με τις πολιτικές εκστρατείες που στόχευαν στην κινητοποίηση της κοινωνίας και των μηχανισμών. Η αποτελεσματικοτητα των μηχανισμών έπασχε από την έλλειψη ειδίκευσης και κανονικότητας, από το χαμηλό εκπαιδευτικό επίπεδο, από τις συχνές αλλαγές του προσωπικού κ.λπ. Αυτό οδήγησε στη σύσταση πολυάριθμων σωμάτων ελέγχου, εκτός από τις εκστρατείες και τις παράλληλες δομές του κόμματός, καθώς και στο σχηματισμό ειδικών μονάδων για την εκτέλεση επειγουσών αποστολών. Αυτές λειτουργούσαν εκτός των πλαισίων των κανονικών μηχανισμών, προκειμένου να αντισταθμίζουν τη βραδύτητα και την ανεπάρκειά τους. Συνεπώς, μπορούμε να μιλάμε για «χαοτικές καταστάσεις» όχι μόνο στον Εθνικοσοσιαλισμο αλλα και στο Σταλινισμό, αφού οι κατώτεροι ηγέτες («οι μικροί Στάλιν») ήταν και εδώ εν δράσει, Αυτό σημαίνει ότι η άποψη περί του χαρίσματος του λόγου καθώς και η άποψη περί της ολοκληρωτικής ενότητας χρειάζεται να σχετικοποιηθούν.
Τι μπορούμε να συμπεράνουμε από όλα αυτά; Οπως δηλώνει ο Αrnason, χρειαζόμαστε μία ανάλυση από συστη- μική και ιστορική οπτική γωνία· η κατασκευή μοντέλων είναι απαραίτητη, αλλά εμπεριέχει τον κίνδυνο -που είναι παρεμφερής με την αυτοπαρουσίαση των ολοκληρωτικών δικτατοριών- να εξαλείψουμε την ασυνεκτικοτη- τα για χάρη της εικόνας ενός μη-αντιφατικού όλου. Επιπλέον, η ιστορία της δημιουργίας και της πτώσης του Σταλινισμού και του μετα-Σταλινιμσού «δεν μπορεί να εξηγηθεί ως μία εσωτερική διαδικασία του συστήματος κεντρικό είναι μάλλον το ζήτημα του κατά πόσο το ιστορικό πλαίσιο … συντέλεσε στην εξουδετέρωση ή στην ενδυνάμωση των συγκρούσεων που ξεπερνούσαν το σύστημα. Μια τέτοια οπτική γωνία αναγνωρίζει την αλληλεπίδραση δομής και ενδεχομενικότητας, και μπορεί επίσης να βοηθήσει στον περιορισμό του τόσο πολύ συζητημένου θέματος της προβλεψιμότητας στο κατάλληλο επίπεδο» (Αrnason).
Σημείωση
* Το κείμενο του Sigrid Meuschel (καθηγητή των Πολιτικών Επιστημών στο Πανεπιστήμιο της Λειψίας) μεταφράστηκε από το περιοδικό «Thesis Eleven» (η. 61, Μάιος του 2000). Η μετάφραση έγινε από τη Ρένα Τζάνη και η επιμέλεια της μετάφρασης από το Γιάννη Καρύτσα.
Πηγή: Ελευθεριακή Κίνηση, τεύχος 15