Θεωρίες του ολοκληρωτισμού


 Θεωρίες του ολοκληρωτισμού

 

Του  SIGRID MEUSCHEL

 

1984_1956
George Orwell, 1984

Οι θεωρίες του ολοκληρωτισμού δημιουργήθηκαν από τη φρίκη που προκάλεσε ένα ιστορικό φαινόμενο το οποίο ως εμπειρία ήταν κάτι το ριζικά νέο και το μοναδικό. Η πρωτοτυπία και η μοναδικότητα του φαινομένου συνελήφθησαν, αρχικά, υπό τους όρους του «ολοκληρωτικού κράτους», και κατόπιν — μετά την εμπειρία του Ολοκαυ­τώματος και του Γκουλάγκ — υπό τους όρους της ακραίας βίας και μιας δυναμικής της εξολόθρευσης. Επειδή το σο­βιετικό σύστημα συνέχισε να υπάρχει και μετά το τέλος του ναζιστικού αντίποδά του, ήταν ελάχιστες οι θεωρητι­κές προσεγγίσεις που επικέντρωναν πάνω στο κριτήριο της εξολόθρευσης· αντιθέτως, ήταν η ολική εξουσία και ο ολικός έλεγχος που κατέστησαν τα κεντρικά κριτήρια.

Γι’ αυτό, διαχωρίζω, στη συνέχεια του κειμένου, τις επιστη­μονικές προσεγγίσεις του φαινομένου του ολοκληρωτι­σμού σε δύο τύπους: τον ολοκληρωτισμό ως εξολόθρευση και τον ολοκληρωτισμό ως ολικό έλεγχο. Κατόπιν, ασχο­λούμαι με κάποιες συμπληρωματικές προσεγγίσεις που αφορούν τη γραφειοκρατία και το χάρισμα.

Ο ΟΛΟΚΛΗΡΩΤΙΣΜΟΣ ΩΣ ΕΞΟΛΟΘΡΕΥΣΗ

Μπορούμε να πούμε, γενικεύοντας, ότι ιστορικά η πρω­τοφανής βία του Ολοκαυτώματος και του Γκουλάγκ κα­τέστη το επίκεντρο της προσοχής. Αυτή η βία, κατά κανό­να, αποδόθηκε όχι απλώς στην τρομοκρατία αλλά και στην ιδεολογία. Το ιδεολογικό πρόταγμα ενός «φωτεινού μέλλοντος» αποσκοπούσε στην ολική ανάπλαση του αν­θρώπου και της κοινωνίας και νομιμοποιούσε την τρομο­κρατία. Κλασικοί της θεωρίας του ολοκληρωτισμού, ό­πως η Χάνα Άρεντ και ο Σίγκμουντ Νιούμαν, είδαν τη βίαιη δυναμική της «διαρκούς επανάστασης» ως κάτι το σαφώς καινούργιο, μία θέση που υποστηρίζεται ακόμα σήμερα. Έτσι, για τον Lodde, ο «ομαδικός τάφος» είναι «μία κατάλληλη μετωνυμία για τον ολοκληρωτισμό»(Lodde).

Και είναι η φυλετικό-ιδεολογική ή η ιστορικό-φιλοσοφική νομιμοποίηση «των σκοπών, οι οποίοι προσδιορίζονται ως σκοποί της ανθρωπότητας», που κα­θιστούν «την πολιτική υπό τη σύγχρονη έννοιά της επιρ­ρεπή στην τρομοκρατία» (Lodde). Η τρομοκρατία είναι σύγχρονη, από τη στιγμή που «μπορεί να γίνει κατανοητή μόνο μέσα στο πλαίσιο του σύγχρονου πολιτισμού ως η πολιτική συνέπεια της προσπάθειας να αποφευχθούν οι αποπροσανατολισμοί που επιφέρει η νεοτερικότητα στις βεβαιότητες μιας ιδεολογίας της ιστορίας, η οποία τοπο­θετεί κάποιον στη θέση του τελικού νικητή» (Lodde). Δεν είναι ο εργαλειακός λόγος, αλλά αντιθέτως η «απόλυτη κυριαρχία της ιδεολογικά επεξεργασμένης σημασίας της ορθολογικότητας εν συντομία, η πολιτική πίστη στη σωτηρία» που θεωρείται από τον Lodde ως μία αναγκαία αλλά όχι επαρκής συνθήκη της ολοκληρωτικής εξολο­θρευτικής πολιτικής».

Το φαινόμενο της ακραίας βίας πρέπει να εξεταστεί σε σχέση με τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο. Για τον Φυρέ, και όχι μόνο γι’ αυτόν, αυτός ο πόλεμος υπήρξε η «διαχωριστική γραμμή» που σηματοδότησε την έναρξη «της επο­χής των ευρωπαϊκών καταστροφών» (Φυρέ, Χομπσμπάουμ). Φυσικά, δεν είναι δυνατό να σύρουμε μία ευθεία γραμμή ανάμεσα στην ετοιμότητα για βία, που αποδεσμεύθηκε από τον Πόλεμο, και «στην προσπάθεια για α­περιόριστη εξουσία πάνω σε απο- ανθρωποποιημένα ό­ντα» (Φυρέ). Παρόλα αυτά, ο Πόλεμος εμπεριείχε το «ε­πακόλουθο του διαρκούς πολέμου» ως πηγής της απεριό­ριστης επαναστατικής δυναμικής μπροστά στη γενικευμένη απαξίωση της ζωής, η πολιτική μπορούσε να παρου­σιάζεται ως συνέχιση του πολέμου (Νιούμαν).

Το υπόβα­θρο του Πολέμου εξηγεί σε μεγάλο βαθμό την τεράστια γοητεία που ασκήθηκε από τις μεσσιανικές ιδεολογίες πάνω στους διανοούμενους. Όπως μας θυμίζει ο Welicki στην ανασκόπησή του στην Αιχμάλωτη Σκέψη του Μίλος, τμήματα της αριστερής διανόησης ήταν έτοιμα, με δεδο­μένη την υπόσχεση του «φωτεινού μέλλοντος» που θα ερ­χόταν μετά την άσκηση κάθε βίας, να κλείνουν τα μάτια μπροστά στην πολιτική της τρομοκρατίας —ή ακόμα και να γίνονται απολογητές της — , η οποία υπονόμευσε, στο όνομα της κινητοποίησης των μαζών, της επαναστατικής ενότητας και της «αληθινής» γνώσης, κάθε ελευθερία και κάθε αυθορμητισμό, και κατέληξε στις «συνεχείς εκκα­θαρίσεις».

Αυτή η σύντομη επισκόπηση αρκεί για να δείξει ότι υ­πάρχουν σήμερα, όπως και στο παρελθόν, εύλογα επιχει­ρήματα υπέρ της σχέσης του εξολοθρευτικού ολοκληρω­τισμού με την ιδεολογία και την τρομοκρατία. Παρά ταύτα, αυτό πρέπει να αποδειχθεί και από την ιστορική έ­ρευνα, δηλαδή πρέπει να κατορθώσουμε να συλλάβουμε στην ολότητά τους τις διαφορές που εκδηλώθηκαν από τον εθνικοσοσιαλισμό και το σταλινισμό στην ιδεολογία τους και στη δυναμική τους καθώς και στη δημιουργία του Ολοκαυτώματος και του Γκουλάγκ. Ενώ φαίνεται ό­τι υπάρχει ομοφωνία ως προς το ότι η βία ήταν εγγενής στον Εθνικοσοσιαλισμό από το ξεκίνημά του, η πορεία προς το σταλινισμό αποτελεί ιστοριογραφικά αντικείμε­νο έντονης λογομαχίας. Καθώς η γένεση του σταλινισμού δεν έχει αποσαφηνιστεί, το κεντρικό κριτήριο —η εξολόθρευση — απλώς κατονομάζεται, χωρίς να αναλύεται επαρκώς. Έτσι, είμαστε αντιμέτωποι με το πρόβλημα ότι η άποψη που βλέπει τον ολοκληρωτισμό ως εξολόθρευση να παρουσιάζεται μεν πειστική κανονιστικά, αλλά να μην είναι επαρκώς θεμελιωμένη επιστημονικά.

Ο ΟΛΟΚΛΗΡΩΤΙΣΜΟΣ ΩΣ ΟΛΙΚΟΣ ΕΛΕΓΧΟΣ

Αυτή η δεύτερη άποψη, που δεν τοποθετεί στο επίκεντρο την εξολόθρευση, εμφανίζει μία αναμφίβολη συγγένεια με ερμηνείες που αναπτύχθηκαν πριν τα μαζικά εγκλή­ματα του Ναζισμού και του Σταλινισμού. Από τότε και έ­πειτα, ωστόσο, χρειάζεται να προσδιοριστούν οι ουσια­στικές δομές που είναι κοινές σε όλες τις μορφές ολοκλη­ρωτισμού. Επιπροσθέτως, απαιτείται ένα εξελικτικό μο­ντέλο που θα περιλαμβάνει όλες τις φάσεις, από την αρ­χική μέχρι την «ώριμη» ολική κυριαρχία.

Πρώτα-πρώτα, ας δούμε το ζήτημα των ουσιαστικών δο­μών. Όπως ο Μαξ Βέμπερ και άλλοι, ο Αrnason ξεκινά από μία κεντρική αντίθεση της νεοτερικότητας που εκπηγάζει από την ένταση μεταξύ της λογικής του αυτο­προσδιορισμού και της λογικής της παγκόσμιας κυριαρ­χίας. Αυτή η «πολωτική βασική δομή», που εκφράζεται στις δυτικές κοινωνίες μέσα από την αντίθεση καπιταλι­σμού και δημοκρατίας, συλλαμβάνεται από τον Αrnason ως «εν μέρει μεσευμένη και ως εν μέρει επικαλυμμένη α­πό μία δυναμική θρυμματισμού». Μπροστά στο θρυμματισμό και στη διαφοροποίηση των αυτόνομων σφαιρών δραστηριότητας, η ενοποίηση καθίσταται επιτακτική.

Ο ολοκληρωτισμός πρέπει να κατανοηθεί ως μία απάντηση σ’ αυτά τα μοντέρνα δομικά προβλήματα, στο βαθμό που καταργεί τις θεσμικές μορφές του καπιταλισμού και της δημοκρατίας, όπως αυτές ενσωματώθηκαν στη δυτική α­νάπτυξη μέσω του εθνικού κράτους, και εκμηδενίζει τη δυναμική τους, προκειμένου να τις ξεπεράσει. Τα συστημικά χαρακτηριστικά των ολοκληρωτικών εξουσιαστικών δομών, ωστόσο, δημιουργούν με τη σειρά τους «ιδιάζουσες δυσαρμονίες και δυσλειτουργίες» το αποτέλεσμα εί­ναι «μία κοινωνία υπερ-ενοποιημένη και ταυτοχρόνως θρυμματισμένη με έναν καινούργιο τρόπο». Αυτή η άπο­ψη του ολοκληρωτισμού ως ολικού ελέγχου συλλαμβάνει «τα φαινόμενα που κυριάρχησαν σε παλιότερες μελέτες πάνω σ’ αυτό το θέμα (όπως το φαινόμενο της εξολό­θρευσης) ως ειδικές περιπτώσεις ή κορυφώσεις μέσα στο πλαίσιο ενός πιο ευρύτερου ιστορικού σχηματισμού» (Αrnason).

Οι θεωρητικές προσεγγίσεις που κατατάσσω στην άποψη για τον ολοκληρωτισμό ως ολικό έλεγχο περιστρέφονται όλες γύρω από τις δομές που κατέγραψε ο Αrnason. Η α­κόλουθη επιλογή επικεντρώνει κυρίως πάνω στο σοβιετι­κό σύστημα και πραγματεύεται, πρώτον, την κατασκευή της (κατευθυνόμενης) συναίνεσης, δεύτερον, τη συγκέ­ντρωση της εξουσίας και την απο-διαφοροποίηση, καί τρίτον, την απο-αυτονομοποίηση της κοινωνίας.

1. Ο ολικός έλεγχος ως (κατευθυνόμενη) συναίνεση. Ο Friedrich προσδιόρισε το σταλινικό καθεστώς, εν όψει των εξελίξεων μετά το 1953, ως μία «μάλλον ακραία πα­ρέκκλιση» από ένα «τυπικό μοντέλο μιας ολοκληρωτικής δικτατορίας». Αυτό σημαίνει μία εντυπωσιακή αναθεώ­ρηση της προηγούμενης τοποθέτησής του. Η καινούργια τοποθέτηση, από τη μιά, συσχετίζει τον τόπο της τρομο­κρατίας με τη μορφή της. Η τρομοκρατία δεν εξαφανί­στηκε στη Σοβιετική Ένωση, μετά το θάνατο του Στάλιν η «ώριμη» και «μοντέρνα» μορφή της εμφανίζεται κυρίως στην προηγμένη τεχνολογία των συστημάτων παρακο­λούθησης της μυστικής αστυνομίας και στις εκλεπτυσμέ­νες μεθόδους ψυχικής χειραγώγησης. Μαζύ με τις πανί­σχυρες μορφές προπαγάνδας και το μονοπώλιο της κομ­ματικής εξουσίας στα μέσα μαζικής επικοινωνίας, δη­μιουργεί μία συναίνεση προς το καθεστώς της πλειοψηφίας του πληθυσμού, με αποτέλεσμα οι αντίπαλοι του κα­θεστώτος να υπόκεινται πρωτίστως στην ψυχολογική τρο­μοκρατία. Η κεντρική θέση του Friedrich είναι: «Τρομο­κρατία και συναίνεση γίνονται σιαμαίοι αδελφοί». Από την άλλη, αυτή η καινούργια τοποθέτησή του σχετικοποιεί τη σημασία μιας ιδεολογίας που στοχεύει στην ολι­κή ανάπλαση της κοινωνίας και του ατόμου και που η υ­λοποίησή της έχει ανάγκη την ανοικτή τρομοκρατία. Αυ­τή η ιδεολογία, για το Friedrich, κατέστη δευτερεύουσα, στο βαθμό που εδραιώθηκε η συναίνεση.

Αυτή η άποψη παραιτείται, με έναν άγαρμπο τρόπο, από τα προβλήματα που είναι εγγενή στο σχήμα του ολοκλη­ρωτικού ελέγχου. Μεταξύ της εξολόθρευσης και της (κατευθυνόμενης) συναίνεσης υπάρχει μία τόσο ποιοτική διαφορά που καθιστά εύλογο το ερώτημα εάν μπορεί και οι δύο να ενταχθούν στην ίδια μορφή κυριαρχίας. Το ίδιο ισχύει για τη διαφορά μεταξύ του ιδεολογικού προσανατολισμού προς ένα «φωτεινό μέλλον» και της εξαναγκα­στικής προσαρμογής σε ένα δικτατορικό παρόν. Από τη στιγμή που ο Friedrich συνδέει τη θέση του για την «α­κραία παρέκκλιση» με την προϋπόθεση ενός κύκλου ολο­κληρωτικής βίας, αποδέχεται την πιθανότητα μετάβασης έξω από τον ολοκληρωτισμό· ως εκ τούτου, είναι ανα­γκαίο να προσδιοριστεί αυτή η διαδικασία απο-ολοκληρωτισμού.

Θα επανέλθω παρακάτω σ’ αυτά τα προβλήματα. Αυτό που έχει μεγαλύτερη σημασία, κατά τη γνώ­μη μου, είναι το ότι μία θεωρία του ολοκληρωτικού ελέγ­χου δυσκολεύει τη διάκριση από τις κριτικές σαν του Μαρκούζε, που αναφέρονται στην κατευθυνόμενη συ­ναίνεση των αστικο-καπιταλιστικών συστημάτων. Είναι τότε νοητή μία ιδέα της ολικής κυριαρχίας που δεν έχει καθόλου ανάγκη το δικτατορικό καταναγκασμό και τις καταδιώξεις της μυστικής αστυνομίας —για να μη μιλή­σουμε για την ανάγκη της εξολοθρευτικής τρομοκρατίας και της ιδεολογίας που τη νομιμοποιεί — , αλλά που οδηγεί. στην ενσωμάτωση μόνο με τη χειραγώγηση (κάτι που : φυσικά δεν είναι στις προθέσεις του Friedrich). Αυτή η ιδέα θα ήταν θεωρητικά κενή περιεχομένου, καθώς η ιδιετερότητα της δικτατορίας θα εξαφανιζόταν μέσα στο . .οσοφικό θεώρημα της ζωής μέσα στην αναυθεντικότητα.

2. Συγκέντρωση της εξουσίας και απο-διαφοροποίηση. Οι τερισσότερες θεωρητικές προσεγγίσεις ξεκινούν, τουλάχιστον υπόρρητα, με την υπόθεση ότι η ολική κυριαρχία συμβαδίζει με την απο-διαφοροποίηση των υπο-συστημάτων. Ο Kielmanegg προσδιορίζει την ολική κυριαρχία ως μία «μορφή ακραίου συγκεντρωτισμού των κοινωνικών  λειτουργιών μέσα στα πολιτικά συστήματα, εις βάρος των άλλων κοινωνικών συστημάτων». Πιο συ­γκεκριμένα, χαρακτηρίζεται από τη μονοπώληση της ε­ξουσίας λήψεως των αποφάσεων, από το απεριόριστό πεδίο εφαρμογής των αποφάσεων και από την εξίσου α­περιόριστη σφοδρότητα των κυρώσεων. Επομένως, οι καθορισμένες μορφές κυρώσεων είναι λιγότερο σημαντι­κές από την απροσδιοριστία των ενδεχόμενων βρώσε­ων, που περιλαμβάνει κατ’ αρχήν την πιθανότητα αλλά ό­χι την αναγκαιότητα της τρομοκρατίας. Και η έμφαση δί­νεται στην ολική εξουσία του ελέγχου πάνω σε όλους τους κοινωνικούς χώρους δράσης, και όχι απλά στη μορ­φή και στη σφοδρότητα των κυρώσεων. Από αυτό συνάγεται μία περαιτέρω υπόθεση, δηλαδή ότι η αυθόρμητη κοινωνική μεταβολή και η πολλαπλότητα των κοινωνικων συγκρούσεων δε χαρακτηρίζουν τις από πολίτικης απόψεως ολοκληρωτικά θεσμισμένες κοινωνίες. Παρά ταύτα, η αξίωση του συστήματος για μονοπωλιακό σχεδιασμό και διεύθυνση δεν μπορεί να επιτευχθεί· το σύστημα καταβάλλει μεγάλες προσπάθειες, χωρίς όμως να μπορεί να πραγματώσει πλήρως το στόχο του, και έτσι οι συ­γκρούσεις είναι αναπόφευκτες.

Γι’ αυτό ακριβώς, η ιδεο­λογία έχει την ειδική λειτουργία να επιτρέπει στην ηγε­σία «να καθορίζει αυταρχικά τις κοινωνικά εφαρμόσιμες αξίες και νόρμες» και «να επιβάλλει στην κοινωνία δε­σμευτικά σχήματα ερμηνείας της πραγματικότητας»· από αυτά τα δύο «εξαρτάται αποφασιστικά η ικανότητα της η­γεσίας να διευθύνει». Αυτό, με τη σειρά του, προϋποθέτει το μονοπωλιακό έλεγχο των μέσων επικοινωνίας· ετσι, «το ένα μονοπώλιο συνεπάγεται το άλλο» (Κielmansegg). Μου φαίνεται ότι η κατευθυνόμενη συναίνεση του Friedrich λαμβάνει στον Κielmansegg τη μορφή ενός ιδε­ολογικού ερμηνευτικού σχήματος, το οποίο ενσωματώνει κυρίαρχους και κυριαρχούμενους, καθέναν με το δικό  του τρόπο, χωρίς κατ’ ανάγκην να στοχεύει στο φωτεινό μέλλον ή να χρειάζεται τη βία της τρομοκρατίας. Αυτό σημαίνει, ωστόσο, ότι το ερμηνευτικό μονοπώλιο μπορεί —τόσο από «πάνω» όσο και από «κάτω»— να γίνει εύ­θραυστο, έτσι που να αποτύχουν οι μονοπωλιακές αξιώ­σεις· η διάβρωση του ενός μονοπωλίου μπορεί να οδηγή­σει στη διάβρωση και ενός άλλου και ο ολικός έλεγχος πάνω στη μορφή και στην ένταση των κυρώσεων μπορεί τελικά να χάσει την ουσία του. Με άλλα λόγια, τίθεται το ερώτημα εάν σε πολιτικά θεσμισμένες κοινωνίες υπάρ­χουν πολιτικά κίνητρα για μία πορεία μεταβολής και τι αυτό σημαίνει για τις ολοκληρωτικές δομές; Πότε ένα ο­λοκληρωτικό σύστημα παύει να είναι πια ολοκληρωτικό;

3. Συγκέντρωση της εξουσίας και απο-αυτονομοποίηση. Το επίκεντρο μετατοπίζεται τώρα προς την κανονιστικότητα της πολιτικής. Από αυτήν την οπτική γωνία, μπορεί κάποιος να προωθήσει τη θέση της συνέχισης του ολο­κληρωτισμού και μετά το θάνατο του Στάλιν, όπως και τη θέση ενός οριστικού τέλους του. Ο Κλώντ Λεφόρ βλέπει τη συνέχισή του μέσα στη θεμελιώδη άρνηση της κοινω­νικής αυτονομίας. Η «ιστορική λειτουργία του σταλινι­σμού» συνίσταται στη διάλυση της βασικής αντίφασης με­ταξύ των δικτατορικών μέσων, που ήταν κυρίαρχα από την Οκτωβριανή Επανάσταση και μετά, και του σοσιαλι­στικού στόχου μιας αυτόνομης κοινωνίας, μία διάλυση που επιτεύχθηκε μέσω του ριζικού διαχωρισμού εξου­σίας και κοινωνίας. Η τρομοκρατία είχε μία λειτουργία να επιτελέσει: την εξαναγκαστική ενσωμάτωση όλων των ετερογενών τάξεων και στρωμάτων μέσα στην «ενότητα» ενός καινούργιου σχηματισμού. Η καινούργια μορφή κοινωνίας δημιούργησε ένα μοναδικό κόσμο, στον οποίο το πολιτικό δεν υπήρχε πλέον ως μία διακριτή κοινωνική σφαίρα. Το αποτέλεσμα ήταν μια «τερατώδης αυτονομία του πολίτικου», με δεδομένη την «πλήρη διείσδυσή» του στην κοινωνία, και μία ανάλογη συγκέντρωση της εξου­σίας.

Το οριστικό τέλος του ολοκληρωτισμού, ωστόσο, προήρθε, σύμφωνα με τον Λεφόρ, μέσα από την κατάρρευση της ιδεολογικής βεβαιότητας, που ήταν η ακούσια έκβα­ση του 20ού Συνεδρίου του Κόμματος. Η κριτική των «λα­θών» του Στάλιν, αν και περιορισμένη, κατέστρεψε το μύ­θο της ενότητας και αποκάλυψε τη δυνατότητα της συζή­τησης και της πολιτικής δράσης. Από το σημείο αυτό και έπειτα, ήταν κατ’ αρχήν δυνατό να τεθούν ερωτήματα: «πού αρχίζει και πού τελειώνει το λάθος», «πού αρχίζει και πού τελειώνει η πολιτική»; «Εάν η προσωπικότητα του Στάλιν δεν είναι πλέον ιερή, τότε ολόκληρη η παρελθούσα και η μελλοντική ηγεσία, το καθεστώς εν όλω, χάνουν το θεϊκό δικαίωμά τους στην ιστορική αλήθεια. Το σύστη­μα γίνεται, όπως και κάθε άλλο σύστημα, αντικείμενο α­νάλυσης και κριτικής. Από τη στιγμή που τελειώνει ορι­στικά το μονοπώλιο της αλήθειας, προσβάλλεται ο γρα­φειοκρατικός μηχανισμός και τα ίδια τα θεμέλια του ολο­κληρωτισμού. Το 20ό Συνέδριο του Κόμματος άλλαξε τη δομή της εξουσίας, στο μέτρο που διατύπωσε ένα «γρα­φειοκρατικό hadeas corpus» και που απέσυρε εκείνες τις μεθόδους καταπίεσης των εκμεταλλευόμενων που είχαν χάσει τη δραστικότητά τους ως αποτέλεσμα της εκβιομη­χάνισης.

Ακόμα και εάν συμμεριστούμε την άποψη του Λεφόρ ότι αυτές οι μεταρρυθμίσεις δεν επηρέασαν την «ουσία» του καθεστώτος, δεδομένου ότι στόχευαν να αποκαταστή­σουν την ενότητα και να αναμορφώσουν τον ολοκληρωτι­σμό, χωρίς να εξαλείψουν τη θεμελιώδη υποταγή της κοι­νωνίας, ακόμα και τότε μπορεί κάποιος να αντιτείνει ότι η κρίση του συστήματος από την απο-σταλινοποίηση και μετά συνέχισε να υπάρχει. Η κρίση συνίστατο στη διά­βρωση της ιδεολογικής βεβαιότητας, στην ολοφάνερη α­ντίσταση των καταπιεσμένων, και ήταν εμφανής, με την προσαρμογή της πολιτικής στις νόρμες και στις απαιτή­σεις της σύγχρονης κοινωνίας, στον αναθεωρητισμό και στις μεταρρυθμιστκές προσπάθειες που έλαβαν χώρα.

ΠΡΑΓΜΑΤΕΙΑ ΠΑΝΩ ΣΤΗΝ ΤΡΟΜΟΚΡΑΤΙΑ

ΚΑΙ ΣΤΙΣ ΦΑΣΕΙΣ ΤΗΣ ΟΛΟΚΛΗΡΩΤΙΚΗΣ ΑΝΑΠΤΥΞΗΣ

Όλες οι απόψεις που συμπεριέλαβα υπό τη έννοια του ο­λοκληρωτισμού ως ολικού ελέγχου διαπραγματεύονται, ρητά ή υπόρρητα, τις φάσεις της ολοκληρωτικής ανάπτυ­ξης. Δεδομένου ότι συγγραφείς όπως ο Λεφόρ και ο Αrmason παραδέχονται ότι η τρομοκρατία και η ακραία ιδεολογικοποίηση διαδραμάτισαν ένα σημαντικό ρόλο κατά τη διάρκεια της εδραίωσης του καθεστώτος, η θέση του Friedrich περί παρεκκλίσεως αποτελεί τον αντίθετο πόλο. Αλλά και ο Linz, επίσης, θεωρεί ότι η τρομοκρατία δεν είναι ούτε επαρκές ούτε αναγκαίο κριτήριο, έστω και αν είναι περισσότερο πιθανή στις ολοκληρωτικές παρά στις αυταρχικές δικτατορίες. Ο Linz θεμελιώνει την από­φασή του να μη θεωρεί την τρομοκρατία ως κεντρικό χα­ρακτηριστικό του ολοκληρωτισμού, επισημαίνοντας ότι υπάρχει τρομοκρατία χωρίς ολοκληρωτισμό και ολοκλη­ρωτισμός χωρίς τρομοκρατία.

Οι περαιτέρω σκέψεις του δείχνουν πόσο δύσκολη είναι η κατασκευή ενός εξελικτικού μοντέλου. Αφενός μεν, αυ­τός προτείνει ένα σχήμα διαδοχικών περιόδων, που αρχί­ζει με την περίοδο της κατάληψης της εξουσίας, μία εντατική ιδεολογική φάση, η οποία ακολουθείται από την πε­ρίοδο της σταθεροποίησης, μία φάση που χαρακτηρίζε­ται από μία έντονα εργαλειακή σχέση με την ιδεολογία, μέχρι που η θεσμοθέτηση και ο εξορθολογισμός εξασφα­λίζουν μία μεγαλύτερη υπολογισιμότητα και συνέχεια. Η «τελική φάση της διευθυνόμενης κοινωνίας επιτρέπει έ­να περιορισμένο βαθμό πλουραλισμού μεταξύ αυτών που λαμβάνουν τις αποφάσεις» και τελικά αφήνει ανοικτή την πιθανότητα μιας μετάβασης προς τη μη ολοκληρωτική κυ­ριαρχία.

Αφετέρου δε, ο Linz προσδιορίζει κάποιες ι­διαίτερες όψεις της ολοκληρωτικής τρομοκρατίας, που είναι μοναδικές εν συγκρίσει προς την τρομοκρατία των αυταρχικών καθεστώτων. Διακρίνεται από το πρωτοφα­νές εύρος της, τη συστηματικότητα, τον ιδεολογικό καθο­ρισμό των εχθρών και από την απουσία όχι μόνο μιας «κατάστασης εκτάκτου ανάγκης» αλλά και κάθε τυπικά νόμιμης βάσης. Συμφωνώντας με την Άρεντ, ο Linz θεω­ρεί ότι η τρομοκρατία δεν περιορίζεται στη φάση της κα­τάληψης της εξουσίας, αλλά αναπτύσσεται κατα τη φαση της σταθεροποίησης. Ενώ κατευθύνεται μεθοδευμένα ε­ναντίον των πολιτικών αντιπάλων, κατά τη φάση της κα­τάληψης της εξουσίας, γίνεται συστηματική και ιδεολογι­κή, κατά τη φάση της σταθεροποίησης του καθεστώτος, στοχεύοντας στην ενότητα, στην κονιορτοποίηση και στην κινητοποίηση της κοινωνίας. Η πιο επικίνδυνη στιγ­μή στην ανάπτυξη του ολοκληρωτισμού είναι η μετάβαση στη μη τρομοκρατική φάση- ακριβώς σ’ αυτό το σημείο είναι πιθανή η διάσταση απόψεων.

Μου φαίνεται ότι αυτό καταλήγει στις ακόλουθες ασυμ­φωνίες: τα δύο μοντέλα των φάσεων είναι ασύμβατα, α­πό τη στιγμή που στο ένα η τρομοκρατία διαδραματίζει έ­ναν ουσιώδη ρόλο, κατά την κατάληψη της εξουσίας και κατά τη σταθεροποίησή της, αλλά κανέναν απολύτως ρό­λο στο άλλο. Αυτό είναι πολύ σοβαρό, με την έννοια ότι προσδιορίζονται με μεγάλη ακρίβεια τα ιδιαίτερα γνωρί­σματα της ολοκληρωτικής τρομοκρατίας. Αυτός είναι ί­σως ένας από τους λόγους για τους οποίους ο Linz διαφο­ροποιεί τον ολοκληρωτισμό από το μετα-ολοκληρωτισμό. Επιπλέον, από τη στιγμή που το Ολοκαύτωμα δεν μπορεί να κατανοηθεί ούτε ως η υλοποίηση ούτε ως η σταθερο­ποίηση της τρομοκρατίας, δεν ταιριάζει σε κανένα μοντέ­λο ούτε το ένα ούτε το άλλο μπορεί να το ενσωματώσει.

Αυτοί είναι επαρκείς λόγοι για μένα  ώστε να εμμένω στον τύπο του ολοκληρωτισμού ως εξολόθρευσης και να εντάσσω στον τύπο του ολοκληρωτισμού ως ολικού ελέγ­χου μόνο τα μετα-σταλινικά συστήματα. Παραμένει τότε υπό συζήτηση το εάν θα μπορούσε να ονομάζονται μετα- ολοκληρωτικά, από τη στιγμή που αυτά τα συστήματα εμ­φανίζονται μετά το 20ό Κομματικό Συνέδριο, με το τέλος της ιδεολογικής βεβαιότητας και της διαρκούς επανάστα­σης, και με την έναρξη της ρεαλιστικής πολιτικής. Οι βα­σικοί όροι διαφωνία και αντίσταση, αναθεωρητισμός και μεταρρύθμιση, διεύθυνση της κοινωνίας και διόρθωση των σφαλμάτων της πολιτικής καθοδήγησης έχουν ήδη α­ναφερθεί. Το «φωτεινό μέλλον» στην αρχή φοράει το μανδύα της επιστημονικο-τεχνολογικής επανάστασης, μέχρι που κι αυτό το όραμα καταρρέει και καταλήγει στην αποτελμάτωση του «υπαρκτού σοσιαλισμού».

Ο «ΓΡΑΦΕΙΟΚΡΑΤΙΚΟΣ ΛΕΒΙΑΘΑΝ”

Οι κοινωνικές επιστήμες αντιμετώπισαν αυτές τις αλλα­γές με αναλύσεις της γραφειοκρατίας, του πλουραλισμού και των συγκρούσεων συμφερόντων. Η συζήτηση για τη γραφειοκρατία, στην οποία θα επικεντρώσω, μπορεί, α­φενός μεν, να ενισχύσει τη θέση της συνέχισης του ολο­κληρωτισμού, με αναφορά στην ενότητα και στην παντο­δυναμία των γραφειοκρατικών μηχανισμών αφετέρου δε, οι αναλύσεις της οργάνωσης της κοινωνίας έχουν ως στόχο τους είτε να περιγράψουν τις ομοιότητες με τις έ­ντονα γραφειοκρατικοποιημένες δυτικές κοινωνίες είτε να δείξουν ότι η ασυνέχεια και ο απο-ολοκληρωτισμός είναι αποτελέσματα του ρεαλισμού της σοβιετικής πολι­τικής. Ερμηνείες που εκλαμβάνουν τις σοβιετικού τύπου κοινωνίες ως «οργανωτικές κοινωνίες» ή ακριβέστερα ως «μονο-οργανωτικές κοινωνίες» εμπεριέχουν προοπτικές συνέχειας και ρήξης. Αυτές οι κοινωνίες είναι διαφορε­τικές από τις παραδοσιακές κοινωνίες ή τις κοινωνίες της αγοράς, δεδομένου ότι οι ατομικές δράσεις συντονίζο­νται τυπικά μέσω της διαταγής και της ιεραρχίας μάλλον παρά μέσω της παράδοσης ή του συμβολαίου.

Η μονο- οργανωτική κοινωνία στηρίζεται στην πρωτοκαθεδρία του πολιτικο-ιδεολογικού προσανατολισμού προς το μέλ­λον, και ως εκ τούτου οι γραφειοκρατίες ακολουθούν την ουσιαστική μάλλον παρά την τυπική ορθολογικότητα: «η επίτευξη του σκοπού» και όχι «η εφαρμογή του κανόνα» καταλαμβάνει την πρώτη θέση (Jan Pakulski). Τα θεσμι­κά θεμέλια της εξουσίας που δημιουργήθηκε από το Στάλιν επέτρεψαν ένα μετασχηματισμό της κοινωνίας που διαιώνισε την εξουσία της «κυρίαρχης γραφειοκρατίας» (Ηirszowicz). Ως εκ τούτου, υπάρχει συνέχεια χωρίς τρο­μοκρατία. Ταυτοχρόνως, ο Ηirszowicz επισημαίνει μία α­ντίφαση που ήταν εμμενής στο σοβιετικό «Λεβιάθαν» από την αρχή: την αντίφαση μεταξύ της εξουσίας που στηρι­ζόταν στη γραφειοκρατία, και της δυνάμει εξουσίας της γραφειοκρατίας. Αυτή η αντίφαση λύθηκε στο σταλινι­σμό, με την τρομοκρατία υπέρ της κομματικής ηγεσίας. Για τη μετέπειτα περίοδο, ωστόσο, ο Ηirszowicz δηλώνει: «η σημερινή κατάσταση στις κομμουνιστικές χώρες βρί­σκεται σε αγεφύρωτη διαφορά με τον κλασικό ολοκλη­ρωτισμό».

Η μετα-σταλινική κατάσταση περιείχε πολλές αντιφά­σεις, που προκάλεσαν συγκρούσεις μέσα στους γραφειο­κρατικούς μηχανισμούς. Μολονότι η γραφειοκρατία κυ­ριαρχούσε πάνω στην κοινωνία, ήταν ταυτοχρόνους και φορέας κοινωνικής αλλαγής. Οι απαιτήσεις της συντηρη­τικής εξουσίας και αυτές της ανασχηματισμένης κοινω­νίας δεν ήταν εύκολα συμβατές. Επιπλέον, τα ίδια τα βα­σικά στελέχη της γραφειοκρατίας αποτελούσαν και τμή­μα της κοινωνίας και εξαρτώνταν από τη συνεργασία της· για το λόγο αυτό, δεν υπήρχε μόνο «διείσδυση του κρά­τους στην κοινωνία, αλλά και διείσδυση της κοινωνίας στο κράτος» (Ηirszowicz). Αυτό ίσχυσε ιδιαιτέρως για τη διαφοροποίηση της οικονομικής, της κοινωνικής και της πολιτικής ζωής, που δημιουργήθηκε, κατά τη δεκαετία του 1960, από την επικέντρωση στην επιστημονικό-τεχνο-λογική επανάσταση. Τα βασικά στελέχη της γραφειοκρα­τίας έπρεπε τώρα να γίνουν ειδικοί και ιδεολόγοι. Με την επαναδιαφοροποίηση, επανεμφανίστηκαν η θεσμική κατάτμηση και οι ανταγωνισμοί, οδηγώντας σε δια- οργανωτικές και σε εσω-οργανωτικές αποκλίσεις· οι δυσλει­τουργίες του σχεδιασμού αύξησαν τις άτυπες διασυνδέ­σεις. Για όλους αυτούς τους λόγους, ο Ηirszowicz εκλαμ­βάνει σωστά τις εκδηλωνόμενες κρίσεις ως φορείς κοι­νωνικής αλλαγής, τόσο κατά τη διάρκεια της φάσης της ασυνέχειας μετά το θάνατο του Στάλιν όσο και κατά τη φάση της αποτελμάτωσης του υπαρκτού σοσιαλισμού.

Η φάση της αποτελμάτωσης έχει εδιαφέρον εδώ, διότι ριζο- σπαστικοποίησε την τάση για άτυπη δραστηριότητα. Οι άτυπες σχέσεις αντιστάθμιζαν τη δυσλειτουργικότητα του υποτιθέμενου ορθολογικού συτήματος, αλλά ενίσχυσαν τόσο την εξατομίκευση όσο και την ιδιωτικοποίηση των δημόσιων υποθέσεων. Αν οι παραβιάσεις των επίση­μων κανόνων και των νόμιμων νορμών του κομματικού κράτους στόχευαν αρχικά στην εκπλήρωση των πραγμα­τικών επιδιώξεων του σχεδιασμού, ο προσανατολισμός στο προσωπικό όφελος υπονόμευε όλο και περισσότερο το νόμο και την ηθική και συνεπώς τη νομιμοποίηση του κομματικού κράτους, δηλαδή το ότι εξυπηρετούσε το γε­νικό συμφέρον. Ενώ οι κανόνες ήταν πάντοτε πληθωρι­κοί και τελικά μη δεσμευτικοί, και ενώ πλευρές της νομι­μότητας είχαν με τον καιρό εδραιωθεί στα κατώτερα επί­πεδα της ιεραρχίας, έστω και εάν οι πολιτικοί στόχοι εί­χαν πάντοτε την προτεραιότητα έναντι του νόμου, η πα­ραβίαση των κανόνων κατευθυνόταν όλο και περισσότε­ρο προς την «ιδιωτικοποίηση» των στόχων μάλλον παρά προς την εκπλήρωσή τους.

ΠΡΑΓΜΑΤΕΙΑ ΠΑΝΩ ΣΤΟ ΧΑΡΙΣΜΑ ΚΑΙ ΤΟ ΧΑΟΣ

Οι παρατηρήσεις που ακολουθούν έχουν ένα διπλό στόχο. Πρώτον, να συμβάλουν στην πληρέστερη κατανόηση του εξολοθρευτικού ολοκληρωτισμού. Από τη στιγμή που η θεωρία του ολοκληρωτισμού δείχνει με ένα μη επαρκώς θεμελιωμένο τρόπο τις ομοιότητες μεταξύ του Ναζι­σμού και του Σταλινισμού, η ανάλυση των διαφορών τους μένει να επιχειρηθεί. Δεύτερον, οι παρατηρήσεις μου στοχεύουν να ενισχύσουν την υπόθεση ότι έχει ελάχιστη σημασία να εντάξουμε το Σταλινισμό και το μετα-σταλινισμό μέσα στην ίδια θεωρία του ολοκληρωτισμού. Αναφορικά με το Ναζισμό και το Σταλινισμό: οι χαρι­σματικές προσεγγίσεις είναι υποχρεωμένες να τονίζουν έντονα τη σημασία της ιδεολογίας. Όπως υπογραμμίζουν πολλοί συγγραφείς, αμφότερες οι δικτατορίες αντιτάχθη­καν στον τυπικό εξορθολογισμό του κόσμου. Ηθελαν να επιτύχουν την αποτελεσματικότητα της συστηματοποιη­μένης οργανωμένης δράσης μέσω ενός ακραίου αξιακού προσανατολισμού (Jowitt). Ενώ ο εθνικοσοσιαλισμός στηρίχθηκε από την αρχή στο προσωπικό χάρισμα του «Φύρερ», η Σοβιετική Ένωση δημιούργησε έναν εντελώς διαφορετικό τύπο, το «χάρισμα του λόγου», συνδεδεμένο όχι με ένα πρόσωπο αλλά με ιδέες και θεσμούς (Arneson, Breuer).

Ο σοβιετικός κομμουνισμός πρόβαλ­λε το δίκαιο της εξουσίας του κόμματος, ένα θεσμό που αντλούσε τη χαρισματική δύναμή του από την επαναστα­τική θεωρία – ο σοσιαλισμός ως επιστήμη- και από την ιδέα της πρωτοπορίας. Η συναισθηματική κοινότητα, που χαρακτηρίζει τον «καθαρό» τύπο, αντικαθίσταται εδώ α­πό ένα υπερ-ορθολογικό κατασκεύασμα (Breuer). Ως α­ποτέλεσμα της πάλης εναντίον του Ναζισμού, δημιουργή- θηκε ένα καλά οργανωμένο κόμμα, που έθεσε τον εαυτό του πάνω από όλες τις γραφειοκρατίες και δημιούργησε μία μονο-οργανωτική δομή (Rigdy), προσανατολισμένη σε άμεσους στόχους (Ρakulski). Εν αντιθέσει προς τις χα­οτικές δομές του Ναζισμού —οι διαταγές του Φύρερ αναμενόταν από αναρίθμητους μικρούς ηγέτες, η δημιουρ­γία ειδικών μονάδων που απέρρεαν από το προσωπικό χάρισμα και που ήταν εμμενείς στο σύστημα — , στη Σο­βιετική Ένωση οι χαοτικές δομές ήταν ένα φαινόμενο σε παρακμή.

Αναφορικά με το Σταλινισμό και το μετα-Σταλινισμό: η «οργάνωση ως ήρωας» —μία κομματική ιδέα απούσα στον Εθνικοσοσιαλισμό- που ένωσε τα αντίθετα: άνω­θεν επιβεβλημένη, απρόσωπη (επιστημονική και οργα­νωτική) εξουσία από τη μία μεριά προσωπικός (συλλογι­κός και ατομικός) ηρωισμός από την άλλη (Jowitt). Η έ­νωση των αντιθέσεων ανάμεσα στα χαρισματικά-ηρωϊκά και στα μοντέρνα-απρόσωπα στοιχεία μέσα στην ευσυ­νείδητη υπακοή και στην ατομική υπευθυνότητα ήταν ο στόχος και το νόημα του «αγωνιστικού καθήκοντος». Η οργανωτική αρτιότητα του Κόμματος εξαρτώνταν από την ικανότητά του να συνδυάζει μία χαρισματική «σωστή γραμμή» και ένα αντίστοιχο «αγωνιστικό ήθος». Αυτός α­κριβώς ο συνδυασμός απέτυχε, μόλις ο έλεγχος πάνω στην κοινωνία είχε επιτευχθεί και οι επιπρόσθετοι στό­χοι και στρατηγικές δεν μπορούσαν πλέον να χρησιμο­ποιούν νομιμοποιημένη βία. Από αυτή την άποψη, το Κόμμα δεν μπορούσε παρά να προσπαθεί να διατηρεί την αποκλειστικότητά του, λαμβάνοντας υπ’ όψιν του τα κοινωνικά συμφέροντα.

Από την άποψη του χαρίσματος, η Σοβιετική Ένωση εί­χε να αντιμετωπίσει δύο ενδεχόμενα: είτε την τρέχουσα καθημερινότητα με όρους τυποποίησης, δηλαδή την επι- στημονικο-τεχνολογική επανάσταση, είτε την εναλλακτι­κή λύση της νεο – παραδοσιοκρατίας, που περιγράφηκε α­πό τον Jowitt ως εξής: οι επεκτεινόμενες μεικτές μορφές της δημόσιας και της «ιδιωτικής» ιδιοκτησίας (παραοικο­νομία, άτυπα δίκτυα, προνόμια, κ.λ.π.) διέφθειραν τα η­γετικά στελέχη αυτά άρχισαν να αναπτύσσουν ιδιωτικά συμφέροντα. Αυτό σήμαινε τη νίκη των προσωπικών και πραγματικών συστατικών στοιχείων του χαρίσματος πά­νω στα μοντέρνα και αφηρημένα ο δρόμος προς τη νεο- παραδοσιοκρατία άνοιξε, καθώς τα συντηρητικά κίνητρα πήραν τη θέση των επαναστατικών οραμάτων. Αυτό συ­νέβη όχι μόνο επειδή οι πραγματικοί στόχοι είχαν χάσει την αξιοπιστία τους, αλλά κυρίως επειδή το καθεστώς απέτυχε να δημιουργήσει «μία κουλτούρα απρόσωπης δράσης». Η αντισυβατική-ορθολογική συμπεριφορά είχε καταστραφεί, χωρίς να δημιουργηθεί ένα λειτουργικό ι­σοδύναμο.

Οι αναλύσεις του Jowitt αναφέρονται κυρίως στη Σοβιε­τική Ένωση, αλλά μπορούν επίσης να εφαρμοστούν και σε άλλες κοινωνίες σοβιετικού τύπου. Στην πρώην Ανατολική Γερμανία (GDR), για παράδειγμα, η πολιτική της επιστημονικο-τεχνικής επανάστασης επιδιώχθηκε σθε­ναρά, κατά τη δεκαετία του 1960. Μολονότι η διαφθορά ήταν λιγότερο διαδεδομένη εν συγκρίσει με τη Σοβιετική Ένωση, μπορούμε μετά βεβαιότητος να μιλήσουμε για πελατειακές σχέσεις. Επιπροσθέτως, η θέση της νεο- παραδοσιοκρατίας βρίσκει εφαρμογή στην προβολή από το Κόμμα του «έθνους της Λαϊκής Δημοκρατίας της Γερμα­νίας» και στη συμβολική σημασία των κοινωνικών πολιτι­κών.

ΠΡΟΣΩΡΙΝΑ ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ

Αναφορικά με τις θεωρίες τόσο του ολοκληρωτισμού όσο και του χαρίσματος, έχουν να αντιμετωπίσουν, κατά τη γνώμη μου, λιγότερες δυσκολίες, κατά τη μετα-σταλινική φάση παρά κατά τη σταλινική. Έτσι, ο Lewin επιδιώκει να δείξει ότι, κατά τη σταλινική φάση, «η γραφειοκρατία συγκροτήθηκε πολιτικά», αλλά ήδη από τότε δεν χαρα­κτηριζόταν ως σύνολο ούτε από ενότητα ούτε από συνο­χή· αντιθέτως χαρακτηριζόταν από μία κατάτμηση μετα­ξύ των «επενδυμένων συμφερόντων» και από μία διαρκή «εσωτερική διαμάχη». Η ανάπτυξη της σοβιετικής γρα­φειοκρατίας πραγματοποιήθηκε παράλληλα με τις πολι­τικές εκστρατείες που στόχευαν στην κινητοποίηση της κοινωνίας και των μηχανισμών. Η αποτελεσματικοτητα των μηχανισμών έπασχε από την έλλειψη ειδίκευσης και κανονικότητας, από το χαμηλό εκπαιδευτικό επίπεδο, α­πό τις συχνές αλλαγές του προσωπικού κ.λπ. Αυτό οδήγη­σε στη σύσταση πολυάριθμων σωμάτων ελέγχου, εκτός α­πό τις εκστρατείες και τις παράλληλες δομές του κόμμα­τός, καθώς και στο σχηματισμό ειδικών μονάδων για την εκτέλεση επειγουσών αποστολών. Αυτές λειτουργούσαν εκτός των πλαισίων των κανονικών μηχανισμών, προκειμένου να αντισταθμίζουν τη βραδύτητα και την ανεπάρκειά τους. Συνεπώς, μπορούμε να μιλάμε για «χαοτικές καταστάσεις» όχι μόνο στον Εθνικοσοσιαλισμο αλλα και στο Σταλινισμό, αφού οι κατώτεροι ηγέτες («οι μικροί Στάλιν») ήταν και εδώ εν δράσει, Αυτό σημαίνει ότι η ά­ποψη περί του χαρίσματος του λόγου καθώς και η άποψη περί της ολοκληρωτικής ενότητας χρειάζεται να σχετικοποιηθούν.

Τι μπορούμε να συμπεράνουμε από όλα αυτά; Οπως δη­λώνει ο Αrnason, χρειαζόμαστε μία ανάλυση από συστη- μική και ιστορική οπτική γωνία· η κατασκευή μοντέλων είναι απαραίτητη, αλλά εμπεριέχει τον κίνδυνο -που εί­ναι παρεμφερής με την αυτοπαρουσίαση των ολοκληρω­τικών δικτατοριών- να εξαλείψουμε την ασυνεκτικοτη- τα για χάρη της εικόνας ενός μη-αντιφατικού όλου. Επι­πλέον, η ιστορία της δημιουργίας και της πτώσης του Στα­λινισμού και του μετα-Σταλινιμσού «δεν μπορεί να εξηγη­θεί ως μία εσωτερική διαδικασία του συστήματος κε­ντρικό είναι μάλλον το ζήτημα του κατά πόσο το ιστορι­κό πλαίσιο … συντέλεσε στην εξουδετέρωση ή στην ενδυ­νάμωση των συγκρούσεων που ξεπερνούσαν το σύστημα. Μια τέτοια οπτική γωνία αναγνωρίζει την αλληλεπίδρα­ση δομής και ενδεχομενικότητας, και μπορεί επίσης να βοηθήσει στον περιορισμό του τόσο πολύ συζητημένου θέματος της προβλεψιμότητας στο κατάλληλο επίπεδο» (Αrnason).

Σημείωση

* Το κείμενο του Sigrid Meuschel (καθηγητή των Πολιτικών Επιστη­μών στο Πανεπιστήμιο της Λειψίας) μεταφράστηκε από το περιοδι­κό «Thesis Eleven» (η. 61, Μάιος του 2000). Η μετάφραση έγινε από τη Ρένα Τζάνη και η επιμέλεια της μετάφρασης από το Γιάννη Καρύτσα.

Πηγή: Ελευθεριακή Κίνηση, τεύχος 15

Advertisement