Ο ναζισμός και εμείς


 Ο ναζισμός και εμείς

Του Roberto Esposito 

NAZI8Σχόλιο της σύνταξης

Το μικρο αυτό δοκίμιο του Roberto Esposito πραγματεύεται το “φαινόμενο” του ναζισμού από μια τελείως διαφορετική σκοπιά που ακόμα δεν έχει πολυερευνηθεί, αυτή του βιολογισμού και του υγιεινισμού, δεν αρκεί να εξηγούμε τον ναζισμό μόνο με βάση τον πολιτικό ολοκληρωτισμό, τον ρατσισμό, τον κοινωνικό δαρβινισμό και τον μυστικισμό από τον οποίο εμπνέετε, αλλά υπάρχει και μια άλλη παράμετρος αυτός της υγειονομικής-βιολογικής κυριαρχίας , ο Esposito λεει:

«… ο ναζισμός δεν είναι μια πραγματο­ποιημένη φιλοσοφία -όπως αντιθέτως ο κομμουνισμός-. Αλλά αυτή δεν είναι παρά η μισή αλήθεια, που πρέπει να συμπληρωθεί ως εξής: αυτός είναι προπάντων μια πραγματοποιημένη βιολογία. Αν ο κομ­μουνισμός έχει ως σκοπό την υπέρβαση της ιστορίας, ως υποκείμενο την τάξη και ως λεξικό την οικονομία, ο ναζισμός έχει ως σκοπό την υπέρβαση της ζωής, ως υποκείμενο τη φυλή και ως λεξικό τη βιολο­γία…”

Ο ΝΑΖΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΕΜΕΙΣ

Του Roberto Esposito

1. 1993-2003. Είναι σωστό να επιστρέφουμε στο ζήτημα του ναζι­σμού εβδομήντα χρόνια μετά την άνοδό του στην εξουσία; Πιστεύω ότι η απάντηση σε αυτό το ερώτημα δεν μπορεί παρά να είναι κατα­φατική: όχι μονάχα γιατί κάθε κενό στη μνήμη σχετικά με αυτόν θα συνιστούσε μια αφόρητη προσβολή στα θύματά του, αλλά και γιατί, παρά την αυξανόμενη ποσότητα της σχετικής φιλολογίας, παραμένει στη σκιά κάτι από αυτόν που μας αφορά άμεσα. Περί τίνος πρόκει­ται; Τι μας συνδέει αόρατα με αυτό που ορίζουμε σαν την πιο τραγι­κή πολιτική καταστροφή της εποχής μας -και ίσως-, αναμφιβόλως, κάθε εποχής;

Η αίσθηση μου είναι ότι αυτό το στοιχείο, ταυτοχρόνως ανησυχητικό και διφορούμενο, παραμένει καλυμμένο κάτω από τις πτυχές της έννοιας του ολοκληρωτισμού. Φυσικά όλοι γνωρίζου­με σχετικά με αυτή την τελευταία-κυρίως μέσω της διατύπωσης της Χάνα Άρεντ-πόσο βοήθησε στη γνώση της ριζοσπαστικής στροφής που συνέβη γύρω στη δεκαετία του ’20 του 20ου αιώνα αναφορικά με τις θεσμικές, πολιτικές και ηθικές διευθετήσεις της προηγούμενης εποχής (βλ. S. Forti, Il totalitarismo, Laterza, Ρώμη-Μπάρι 2001).

Όμως ήταν ακριβώς η έννοια του ολοκληρωτισμού που κατέληξε να εκμηδενίσει, ή τουλάχιστον να μειώσει αισθητά, την ιδιαιτερότητα του ναζιστικού συμβάντος σε σχέση με άλλες εμπειρίες που ανήκουν στην ίδια κατηγορία-προπάντων αυτή του σοβιετικού κομμουνι­σμού. Προφανώς κάτι τέτοιο δεν σημαίνει ότι δεν υπάρχει τίποτα που να συνδέει εγκάρσια τα δύο φαινόμενα -η μαζική κοινωνία, η εποικοδομητική βία, ο γενικευμένος τρόμος και κάμποσα ακόμη άλλα πράγματα. Όμως αυτή η συνάφεια, αρκούντως προφανής, δεν αγγίζει το έσχατο υπόστρωμα που κάνει τον ναζισμό κάτι το εντελώς διαφορετικό σε σχέση με κάθε άλλη περιπέτεια του κοντινού ή του μακρινού παρελθόντος.

NAZI2
Γυμνά αγόρια εκτίθενται σε υπέρυθρη ακτινοβολία για να ξανθύνουν τα μαλλιά τους.

Από αυτή την άποψη ακόμη και η σχέση με εκείνη που αποκαλούμε νεωτερικότητα αποκαλύπτει μια βαθιά διαφορά ανάμεσα στους δύο «ολοκληρωτισμούς»: ενώ ο κομμουνιστικός, με όλη την ιδιαιτερότητά του, προέρχεται από τη μήτρα της νεωτερικότητας – από τη λογική της, από τη δυναμική της,- από την κλίση της,- ο ναζιστικός σηματοδοτεί μια δραστική αλλαγή δρόμου. Δεν γεννιέται από τον εξτρεμισμό αλλά από την αποσύνθεση της νεωτερικής μορ­φής. Και αυτό όχι γιατί δεν εμπεριέχει στοιχεία, θραύσματα, κομμά­τια από αυτή, αλλά γιατί τα ανάγει, ή τα μεταφράζει, σε μια εννοιολογική γλώσσα απολύτως καινούργια, απολύτως άκαμπτη σε σχέση με τις πολιτικές, κοινωνικές παραμέτρους του προηγούμενου λεξι­κού.

Αν για τον κομμουνισμό μπορούμε πάντοτε να ισχυριζόμαστε ότι με κάποιον τρόπο «πραγματώνει», ακόμη και με την πλέον επώδυνη και ακραία μορφή της, μια φιλοσοφική παράδοση της νεωτερικότητας, αυτό με κανέναν τρόπο δεν μπορούμε να το πούμε για τον ναζισμό. Είναι γι’ αυτό -πριν από τις άλλες, πιο τυχαίες ασυμβατότητές του που η συνάντηση με τη φιλοσοφία του Χάιντεγκερ απο­καλύπτει πολύ γρήγορα μια τρομερή ασάφεια αμφοτέρων. Αλλά ακριβώς επειδή βρίσκεται καθ’ ολοκληρίαν έξω από τη νεωτερική γλώσσα, επειδή τοποθετείται αποφασιστικά μετά από αυτή, ο ναζι­σμός αγγίζει, με ενοχλητικό τρόπο, μια διάσταση που ανήκει στη δική μας εμπειρία σαν μετανεωτερικών. Αντιθέτως με ότι διακηρύσ­σει η νεοφιλελεύθερη βουλγκάτα, δεν βρισκόμαστε, δεν βρισκόμαστε πλέον, στην αντιστροφή του κομμουνισμού, αλλά σε αυτή του ναζι­σμού. Είναι αυτός το δικό μας ζήτημα, το τέρας που μας ακολουθεί όχι μόνο από το παρελθόν, αλλά και προς το μέλλον.

2. Με ποια έννοια; Είπαμε ότι ο ναζισμός δεν είναι μια πραγματο­ποιημένη φιλοσοφία -όπως αντιθέτως- ο κομμουνισμός. Αλλά αυτή δεν είναι παρά η μισή αλήθεια, που πρέπει να συμπληρωθεί ως εξής: αυτός είναι προπάντων μια πραγματοποιημένη βιολογία. Αν ο κομ­μουνισμός έχει ως σκοπό την υπέρβαση της ιστορίας, ως υποκείμενο την τάξη και ως λεξικό την οικονομία, ο ναζισμός έχει ως σκοπό την υπέρβαση της ζωής, ως υποκείμενο τη φυλή και ως λεξικό τη βιολο­γία. Είναι σαφές ότι και οι κομμουνιστές θέλουν να δρουν στη βάση μιας συγκεκριμένης επιστημονικής θεώρησης, αλλά μόνο οι ναζιστές ταυτίζουν την επιστήμη με εκείνη την πλευρά της βιολογίας που α­φορά τις ανθρώπινες φυλές. Από αυτή την άποψη χρειάζεται να πά­ρουμε απολύτως στα σοβαρά τις δηλώσεις του Ρούντολφ Χες, σύμ­φωνα με τον οποίο «ο εθνικοσοσιαλισμός δεν είναι τίποτ’ άλλο από εφαρμοσμένη βιολογία» (βλ. R.J. Lifton, I media nazisti, Rizzoli, Μιλάνο 1988, σ.51).

Στην πραγματικότητα, η έκφραση χρησιμοποι­ήθηκε για πρώτη φορά από τον γενετιστή Φριτς Λεντς στο πετυχη­μένο εγχειρίδιο της Rassenhygiene, γραμμένο με τον Έρβιν Μπάουρ και τον Εουγκεν Φίσερ, σε ένα πλαίσιο στο οποίο ο Χίτλερ οριζονταν σαν «ο μεγάλος γερμανός γιατρός», ικανός να πραγματοποιή­σω «το τελικό βήμα για την ήττα του ιστορικισμού και την αναγνώ­ριση των καθαρα βιολογικών άξιων» (E. Baur, Ε. Fischer, F. Lenz, Gntndnsse der menschhchen Erblichkeitslehre und Rassenhygiene, Leh­mann, Μόναχο 1931, σ.417-418). Και άλλωστε, ο ίδιος ο Χίτλερ είχε δηλώσει στο Mein Kampf ότι όταν ένας λαός δεν έχει πλέον «τη δύναμη να αγωνιστεί για την υγεία του, παύει να έχει το δικαίωμα ζωής σε αυτόν τον κόσμο του αγώνα» (A. Hitler, La mia battaglia, Bompiani, Μιλάνο1941, σ.35).

Σε ένα άλλο ιατρικό εγχειρίδιο με έντονη επιρροή, ο Ρούντολφ Ραμ είχε δει στον «γιατρό του γερμανι­κού Ράιχ», «έναν στρατιώτη της βιολογίας» στην υπηρεσία της «μεγάλης ιδέας της βιολογικής δομής του εθνικοσοσιαλιστικού κρά­τους» (R. Ramm, Ártliche Rechtsund Standeskunde: Der Ar%t ais Gesundheitsetieher, de Gruyter, Βερολίνο 1943, σ.178). Η ιατρική και η στρατιωτική εξουσία παραπέμπουν η μία στην άλλη -πρόσθετε ο Κουρτ Μπλομ (μετέπειτα δεύτερος στην ιεραρχία μετά τον Λεονάρ ντο Κόντι στη δημόσια υγεία) σε ένα δοκίμιο του ’42 με τον προ­γραμματικό τίτλο Art im Kampf (Ο γιατρός στον αγώνα) —αφού αμ- φότερες εμπλέκονται στην τελική μάχη για τη Ζωή του Ράιχ (Κ. Blome, Artf im Kampf: Erlebnisse und Gedanken, Barth, Λειψία 1942).

Πρέπει νά προσέχουμε ώστε να μην μας διαφύγει το ιδιαίτερο χαρακτηριστικό αυτής της βιολογικής και πιο συγκεκριμένα ιατρικής σημασιολογίας, που χρησιμοποίησαν οι ναζιστές. Ερμηνεύοντας την πολιτική με βιοιατρικούς όρους και, αντιστρόφως, αποδίδοντας στη βιοιατρική μια πολιτική βαρύτητα, σημαίνει ότι τοποθετούμαστε σε ένα πλαίσιο ριζικά διαφορετικό από εκείνο ολόκληρης της νεωτερικής παράδοσης αφού -πρόκειται ακόμη για λόγια του Ραμ: «ο εθνι­κοσοσιαλισμός, σε αντίθεση με οποιαδήποτε άλλη πολιτική φιλοσο­φία ή οποιοδήποτε αλλο κομματικό πρόγραμμα, βρίσκεται σε συμ­φωνία με τη φυσική ιστορία και με τη βιολογία του ανθρώπου» (όπ.π., σ.156). Είναι αλήθεια ότι ανέκαθεν το πολιτικό λεξιλόγιο χρησιμοποιεί και ενσωματώνει βιολογικές μεταφορές ξεκινώντας από εκείνη, με τη μακρά ιστορία, του κράτους-σώματος. Και είναι επίσης αλήθεια, όπως έχει δείξει ο Φουκώ, ότι ξεκινώντας από τον 18° αιώνα, το ζήτημα της ζωής προοδευτικά συναντάται με τη σφαί­ρα της πολιτικής δράσης.

Η ίδια η ιδέα της NationalBiologie ή της biologische Politik έχει τις ρίζες της στη γουλιελμική και βαϊμαρική κουλτούρα (βλ. P. Weindling, Health, Race and German Politics between National Unification 1870-1945, Cambridge University Press, Kai- μπριτζ 1989, σ.220). Αλλά εδώ βρισκόμαστε μπροστά σε ένα φαινό­μενο τώρα πια διαφορετικό όσον αφορά την οντότητα και τη σημα­σία του. Η μεταφορά γίνεται κατά κάποιο τρόπο πραγματικότητα: όχι με την έννοια ότι η πολιτική εξουσία περνά άμεσα στους για­τρούς και τους βιολόγους-αν και σε αρκετές περιπτώσεις συμβαίνει κάτι τέτοιο- αλλά με κάτι που έχει ακόμη μεγαλύτερη σημασία, ότι δηλαδή οι πολιτικοί υιοθετούν ένα ιατρικο-βιολογικό κριτήριο ως το κριτήριο που καθοδηγεί τις ενέργειές τους, με αυτή την έννοια δεν μπορούμε πλέον να μιλάμε για μια απλή εργαλειοποίηση: το ζήτημα δεν είναι ότι η ναζιστική πολιτική περιορίζεται στο να χρησιμοποιεί με νομιμοποιητικό σκοπό τη βιοιατρική έρευνα της εποχής της, αλ­λά ότι προτίθεται να ταυτιστεί άμεσα με αυτή (G. Agamben, Homo sacer. Il potere sovrano e la nuda vita, εκδόσεις Einaudi, Τορίνο 1995, σ.164, στα ελληνικά εκδόσεις Scripta).

Όταν ο Χανς Ράιτερ, μιλώ­ντας επ’ ονόματι του Ράιχ στο κατελημμένο Παρίσι, δήλωνε ότι «ο τρόπος να σκεφτόμαστε με μια βιολογική προοπτική πρέπει σιγά- σιγά να γίνει κτήμα ολόκληρου του λαού», αφού σε αυτόν διακυβεύε­ται η «ουσία» του ίδιου του «σώματος του έθνους» (Η. Reiter, Lz biologie dans la gestión de l’Etat, στο συλλογικό έργο Etat et Santé, Sor- lot, Παρίσι 1942, σ.51), γνώριζε ότι μιλούσε επ’ ονόματι κάποιου πράγματος που δεν ανήκε ποτέ στη νεωτερική εννοιολογική γλώσσα -και ότι, ακριβώς γι’ αυτό-, μας οδηγεί άμεσα στο τέλος της νεωτερικότητας.

3. Μόνο έτσι εξηγείται η στενή διαπλοκή που υπήρχε εκείνα τα τρο­μερά δώδεκα χρόνια ανάμεσα στην πολιτική, το δίκαιο και την ια­τρική, η τελική κατάληξη της οποίας ήταν η γενοκτονία. Σίγουρα, η συμμετοχή της ιατρικής τάξης σε μορφές της θανατοπολιτικής δεν συνέβη μόνο στον ναζισμό. Είναι γνωστός ο ρόλος των ψυχιάτρων στον χαρακτηρισμό σαν ψυχικά ασθενών των διαφωνούντων στη Σο­βιετική Ένωση των γκουλάγκ ή εκείνος των γιαπωνέζων γιατρών που στον Ειρηνικό στείρωναν τους αμερικανούς αιχμαλώτους. Ωστόσο στη Γερμανία πρόκειται για κάτι άλλο. Και για κάτι άλλο. Δεν μιλώ μονάχα για τα πειράματα με τα «ανθρώπινα πειραματόζωα» ή για τις συλλογές κρανίων Εβραίων, που προμήθευαν απευθείας τα στρατό­πεδα στα ινστιτούτα ανθρωπολογίας. Γνωρίζουμε για τα χαριτωμένα δώρα που έστελνε ο Μένγκελε στον καθηγητή του Ότμαρ φον Βέρσουερ, ο οποίος θεωρείται ακόμη ένας από τους θεμελιωτές της σύγχρονης γενετικής.

Για όλα αυτά υπήρξε ήδη η κρίση ενός δικα­στηρίου και ακόμη ενός κώδικα (της Νυρεμβέργης), που δημοσιεύθηκε μετά την ολοκλήρωση της δίκης των γιατρών οι οποίοι κρίθηκαν άμεσα ένοχοι για δολοφονίες (βλ. R. De Franco, In nome di Ippo- crate. Dall’Olocausto medico nazista all’etica della sperimentatone contempo­ranea, Angeli, Μιλάνο 2001). Αλλά το ίδιο το ελάχιστο των ποινών σε σχέση με το μέγεθος του ζητήματος αποδεικνύει ότι το πρόβλη­μα δεν είχε να κάνει τόσο με τη διαπίστωση -ουσιαστικά αναπόφευ­κτη-της ατομικής ευθύνης συγκεκριμένων γιατρών, όσο με εκείνο του συνολικού ρόλου που παίζει η ιατρική στη ναζιστική ιδεολογία και πρακτική. Γιατί ήταν η ιατρική το επάγγελμα που έδωσε πολύ περισσότερο από άλλα μια άνευ όρων συγκατάθεση στο καθεστώς; Και γιατί το καθεστώς έδωσε στους γιατρούς μια εξουσία ζωής ή θανάτου τόσο διευρυμένη; Γιατί μοιάζει να παραδίδεται ακριβώς στον γιατρό το σκήπτρο του κυρίαρχου και, πριν ακόμη από αυτό, η βίβλος του αρχιερέα;

Όταν ο Γκέρχαρντ Βάγκνερ, φύρερ των γερμανών γιατρών πριν τον Λεονάρντο Κόντι, είπε ότι ο γιατρός «θα γίνει και πάλι αυτό που ήταν οι γιατροί στο παρελθόν, θα γίνει και πάλι ο αρχιερέας, θα είναι ο γιατρός-αρχιερέας (βλ. Β. Müller-Hill, Scienza di morte, ETS, Πίζα 1989, σ.107) δεν έκανε τίποτ’ άλλο από το να επιβεβαιώσει ότι σε αυτόν, και μόνο σε αυτόν, εναπόκειτο σε τελική ανάλυση η κρίση για το ποιος θα κρατιέται στη ζωή και ποιος θα οδηγείται στον θάνατο. Ότι αυτός και μόνο αυτός, κατέχει τον ορισμό της ζωής που έχει αξία, σημασία και συνεπώς είναι αυτός που μπορεί να θέσει τα όρια πέρα από τα οποία αυτή μπορεί νομίμως να σβήσει.

Οι γιατροί-τουλάχιστον οι πολλοί που αναγνώριζαν το καθε­στώς-δεν δίστασαν να αποδεχτούν την πρόσκληση και να την ακο­λουθήσουν με επιμελή αποτελεσματικότητα: από το ξεχώρισμα των μωρών και κατόπιν των ενηλίκων προκειμένου να οδηγηθούν στον «σπλαγχνικό θάνατο» του προγράμματος Τ4, μέχρι την επέκτασή του σε αυτό που στη συνέχεια ονομάστηκε «ευθανασία» στους αιχ­μαλώτους πολέμου (κώδικας 14fl3) και τελικά στη μεγάλη Terapia magna auschwitzciense: επιλογή στην αρχή της σκάλας στην είσοδο του στρατοπέδου, έναρξη της αεριοποίησης, διαπίστωση του θανά­του, εξαγωγή των χρυσών δοντιών από τα πτώματα, επιτήρηση της διαδικασίας στο κρεματόριο. Καμία φάση της παραγωγής του θανά­του δεν διέφευγε του ελέγχου τους. Σύμφωνα με μια ακριβή ρύθμιση του Βίκτωρ Μπρακ, επικεφαλή του Γραφείου «Ευθανασίας» της κα­γκελαρίας του Ράιχ, μόνο αυτοί είχαν το δικαίωμα να κάνουν ενέσεις φαινόλης στην καρδιά των «εκφυλισμένων» ή να ανοίγουν τη στρό­φιγγα του αερίου για το τελικό «ντους».

Αν η έσχατη εξουσία βρι­σκόταν στις μπότες των SS, η auctoritas φορούσε τη λευκή μπλούζα του γιατρού. Ακόμη και τα φορτηγά που μετέφεραν το ZyklonB στο Μπίρκεναου είχαν το σημάδι του ερυθρού σταυρού, ενώ η επι­γραφή που ξεχώριζε στην είσοδο του Μάουτχαουζεν ήταν «καθαριό­τητα και υγεία». Στη γη του κανενός αυτής της καινούργιας τεχνοβιοπολιτικής οι γιατροί έγιναν πραγματικά οι μεγάλοι αρχιερείς του Βάαλ που μετά από μια χιλιετία ξαναβρέθηκαν μπροστά στους παλιούς τους ε­χθρούς, τους Εβραίους και μπορούσαν να τους καταβροχθίσουν κατ’ ευχαρίστηση. Καλώς έχει ειπωθεί ότι το Άουσβιτς – Μπιρκενάου υπήρξε το μεγαλύτερο εργαστήριο γενετικής στον κόσμο (E. Klee, Auschwitz Die NS-Medizin und ihre Opfer, Φρανφούρτη επί του Μάιν, Fischer 1997).

4. Όπως είναι γνωστό, το Ράιχ γνώριζε πώς να ανταμείψει τους για­τρούς του. Όχι μόνο με πανεπιστημιακές έδρες και τιμητικές δια­κρίσεις, αλλά και με κάτι πιο συγκεκριμένο. Αν ο Κόντι πέρασε στην άμεση εποπτεία του Χίμλερ, ο χειρούργος Καρλ Μπραντ, ήδη επι­φορτισμένος με την επιχείρηση «Ευθανασία», έγινε ένας από τους πιο ισχυρούς ανθρώπους του καθεστώτος, υποκείμενος, στο περι­βάλλον του -εκείνο, το απεριόριστο, της ζωής ή θανάτου- για τον οποιονδήποτε μονάχα στην υπέρτατη εξουσία του Φύρερ. Για να μη μιλήσουμε για τον Ίρμφριντ Έμπερλ, που «προήχθη», στα τριά­ντα δύο του, σε επικεφαλή της Τρεμπλίνκα. Αυτό σημαίνει ότι όλοι οι γερμανοί γιατροί, ή μονάχα εκείνοι που υιοθέτησαν τον ναζισμό, πούλησαν την ψυχή τους στον διάβολο; Ότι υπήρξαν απλώς οι μακελάρηδες με τη λευκή μπλούζα; Στην πραγματικότητα, αν και θα ή­ταν πιο βολικό να το πιστέψουμε, δεν είχαν έτσι τα πράγματα.

Όχι μόνο η γερμανική ιατρική ήταν από τις αναπτυγμένες, αν όχι η πλέ­ον αναπτυγμένη, του κόσμου σε σημείο που ο ναζιστής υπουργός της κουλτούρας Μπέρνχαρντ Ρουστ ζήτησε από τον Βίλχελμ Χού, πατέρα της αμερικανικής επαγγελματικής καρκινογένεσης, να επιστρέφει προκειμένου να δουλέψει στη «νέα Γερμανία». Αλλά οι ναζιστές εξαπέλυσαν την πιο ρωμαλέα εκστρατεία της εποχής τους εναντίον του καρκίνου μέσω του περιορισμού της χρήσης του ασβε­στίου, του καπνού, των αρωματικών και των χρωστικών ουσιών, ενθαρρύνοντας τη διάδοση της ολοκληρωμένης τροφής και της χορ- τοφαγικής κουζίνας, αλλά και προσέχοντας για τις εν δυνάμει επι­πτώσεις των ακτινών X (τις οποίες στο μεταξύ χρησιμοποιούσαν για τη στείρωση των γυναικών, οι οποίες δεν άξιζαν ούτε καν το κόστος μιας σαλπιγγεκτομής). Στο Νταχάου, ενώ κάπνιζε η καμινάδα, παραγόταν βιολογικό μέλι. Ο ίδιος ο Χίτλερ, άλλωστε, απεχθανόταν τον καπνό, ήταν χορτοφάγος και αγαπούσε τα ζώα, πέραν του ότι ήταν άκρως προσεκτικός σε θέματα υγιεινής (βλ. R.N. Proctor, La Guerra di Hitler al cancro, Cortina, Μιλάνο 2000).

Τι σημαίνουν όλα αυτά; Αυτή η αναμφίβολα εμμονική προσοχή για τη δημόσια υγεία, που μάλιστα έχει όχι ασήμαντες επιπτώσεις στους θανάτους εξαιτίας νεοπλασιών στη Γερμανία εκείνης της επο­χής; Το θέμα που αντιμετωπίζουμε είναι ότι ανάμεσα σε αυτή τη θεραπευτική στάση και το θανατολογικό πλαίσιο στο οποίο εντάσσε­ται όχι μόνο δεν υπάρχει αντίφαση, αλλά βαθιά σύνδεση: ακριβώς επειδή ασχολούνταν εμμονικά με την υγεία του γερμανικού σώμα­τος, οι γιατροί προχωρούσαν, με τη χειρουργική έννοια του όρου, στη θανατηφόρο τομή στη σάρκα του. Μολονότι αυτό κατέληγε τραγικά παράδοξο, κοντολογίς, προκειμένου να επιτελέσουν τη θε­ραπευτική τους αποστολή, σφαγίαζαν εκείνους που θεωρούσαν είτε άνευ σημασίας είτε βλαπτικούς για την ανάπτυξη της δημόσιας υγεί­ας. Από αυτή την άποψη, λαμβάνοντας υπόψη το κόστος, πρέπει να πούμε ότι η γενοκτονία ήταν το αποτέλεσμα όχι της απουσίας, αλλά της παρουσίας μιας ιατρικής ηθικής, διαστρεβλωμένης στο αντίθετό της.

Το να πούμε ότι στη βιοιατρική θεώρηση του ναζισμού υπερπηδήθηκε το όριο ανάμεσα στη θεραπεία και τη δολοφονία θα ήταν λίγο. Πρέπει να μπορέσουμε να κατανοήσουμε το πώς δύο εκδοχές του ίδιου σχεδίου κατέστησαν δυνατή την απαραίτητη συνθήκη ύ­παρξης η μία της άλλης: μόνο δολοφονώντας όσα περισσότερα άτο­μα ήταν δυνατό, μπορούσαν να θεραπευτούν εκείνοι που αντιπροσώ­πευαν την πραγματική Γερμανία. Από αυτή την άποψη φαίνεται μάλλον εύλογο το γεγονός ότι τουλάχιστον κάποιοι από τους ναζιστές γιατρούς πραγματικά πίστευαν ότι σέβονταν την ουσία, αν όχι και τον τύπο, του όρκου του Ιπποκράτη, που λέει ότι δεν πρέπει να βλάπτεται με κανέναν τρόπο ο ασθενής. Μονάχα ταυτίζοντας τον ασθενή, αντί για το ξεχωριστό άτομο, με τον γερμανικό λαό στο σύνολό του: ήταν ακριβώς η θεραπεία αυτού του λαού που ζητούσε τον μαζικό θάνατο όλων εκείνων που απειλούσαν την υγεία με την ίδια τους την ύπαρξη.

Με αυτή την έννοια είμαστε υποχρεωμένοι να υπερασπιστούμε την άποψη, που εκφράσαμε προηγουμένως, ότι δη­λαδή αυτό που θέλει να υπερβεί ο ναζισμός είναι μάλλον η ζωή παρά ο θάνατος. Έστω κι αν μετά, παραδόξως, ο θάνατος θεωρούνταν το μοναδικό γιατρικό που θα συντηρούσε τη ζωή: «Το μήνυμα των ναζιστών —στα θύματα, στους πιθανούς παρατηρητές και κυρίως στους ίδιους— ήταν: όλες οι δολοφονίες μας είναι ιατρικές δολοφονίες, εμ­φορούνται από ιατρικούς λόγους και τις κάνουν γιατροί» (R.J. Lifton, όπ.π., σ. 191). Στο τηλεγράφημα νο 71 που έστειλε ο Χίτλερ από το καταφύγιο του Βερολίνου, με το οποίο ο φύρερ διέταζε την καταστροφή των συνθηκών επιβίωσης του γερμανικού λαού που α­ποδείχτηκε πολύ αδύναμος, ήταν αναπάντεχα ξεκάθαρο το οριακό σημείο της ναζιστικής αντινομίας: η ζωή κάποιων, και τελικά του ενός, εξαρτιόταν μονάχα από τον θάνατο των πάντων.

5. Είναι γνωστό ότι ο Μισέλ Φουκώ ερμήνευσε αυτή τη θανατολογική διαλεκτική με όρους βιοπολιτικής: τη στιγμή κατά την οποία η εξουσία εκλαμβάνει την ίδια τη ζωή σαν αντικείμενο των υπολογι­σμών της και σαν εργαλείο ικανοποίησης των σκοπών της, είναι δυ­νατόν, τουλάχιστον σε συγκεκριμένες συνθήκες, να αποφασίσει να θυσιάσει ένα μέρος προς όφελος ενός άλλου (Μ. Foucault, Bisogna difendere la società, Feltrinelli, Μιλάνο 1998, σ.206-227, στα ελληνικά εκδόσεις Ψυχογιός). Χωρίς καθόλου να υποτιμάται η σημασία μιας τέτοιας άποψης, πιστεύω, όμως, ότι αυτή δεν αρκεί για να εξηγήσει τα πάντα.

Γιατί ο ναζισμός – σε αντίθεση με όλες τις άλλες περασμέ­νες και σημερινές μορφές της εξουσίας- ώθησε μια τέτοια δολοφονι­κή πιθανότητα στην πιο ολοκληρωμένη πραγματοποίησή της; Γιατί αυτός, και μόνο αυτός, αντέστρεψε την αναλογία ανάμεσα στη ζωή και τον θάνατο προς όφελος του δεύτερου, φτάνοντας στο σημείο να προωθεί την ίδια την αυτοκαταστροφή του; Η θέση που θα προσπα­θήσω να υπερασπιστώ σε σχέση με αυτό είναι ότι η κατηγορία της βιοπολιτικής πρέπει να ιδωθεί σε συνδυασμό με εκείνη της ανοσο­ποίησης. Γιατί μονάχα αυτή η τελευταία δείχνει ξεκάθαρα τον θανα­τηφόρο δεσμό που ενώνει σφιχτά την προστασία της ζωής με την εν δυνάμει άρνησή της. Και όχι μόνο αυτό, αλλά βλέπει στη μορφή της αυτοάνοσης αρρώστιας το κατώφλι πέρα από το οποίο ο προστατευ­τικός μηχανισμός στρέφεται εναντίον του ίδιου του σώματος που οφείλει να προστατεύσει, οδηγώντας το στην έκρηξη (βλ. R. Espo­sito, Immunitas, Protesone e negatone della vita, Einaudi, Τορίνο 2002).

Από την άλλη πλευρά, το ότι αυτό είναι το πλέον κατάλληλο ερ­μηνευτικό κλειδί για την κατανόηση της ιδιαιτερότητας του ναζισμού αποδεικνύεται από την ιδιαιτερότητα του κακού από το οποίο υπο­τίθεται πως θα προστατευόταν ο γερμανικός λαός. Δεν πρόκειται για μια οποιαδήποτε αρρώστια, αλλά για μια αρρώστια μολυσματική. Αυτό που ήθελε να αποφύγει με κάθε κόστος ο ναζισμός ήταν η μό­λυνση των ανώτερων όντων από τα κατώτερα. Ο μέχρι θανάτου αγώ­νας που οικοδόμησε και διέδωσε η προπαγάνδα του καθεστώτος είναι αυτός που αντιθέτει τα πρωταρχικά υγιή σώμα και αίμα του γερμανικού έθνους από τα σπέρματα που εισβάλλουν στο εσωτερικό του, με την πρόθεση να απειλήσουν τόσο την ενότητα όσο και την ίδια τη ζωή του. Είναι γνωστό το ρεπερτόριο που υιοθέτησαν οι ιδε­ολόγοι του Ράιχ για να απεικονίσουν τους υποτιθέμενους εχθρούς τους και κυρίως τους Εβραίους: αυτοί είναι, ενίοτε και συγχρόνως, «βάκιλοι», «βακτήρια», «ιοί», «παράσιτα», «μικρόβια». Ο Αντρέι Καμίνσκι θυμάται ότι και οι έγκλειστοι σοβιετικοί ενίοτε περιγράφονταν με τους ίδιους όρους (A.J. Kaminski, I campi di conentramento dal 1896 a oggi, BoUati Borinhieri, Τορίνο 1997, σ.84-85). Και, άλλω­στε, ο παρασιτικός χαρακτηρισμός των Εβραίων ανήκει στην κοσμι­κή ιστορία του γερμανικού αντιουδαϊσμού και όχι μόνο.

Ωστόσο στο ναζιστικό λεξιλόγιο ένας τέτοιος ορισμός αποκτά μια διαφορε­τική αξία. Είναι λες και εκείνη, που μέχρι κάποια στιγμή παρέμενε μια επαχθής μεταφορά, να παίρνει πραγματικά σάρκα και οστά. Αυ­τό είναι το αποτέλεσμα της ολοκληρωτικής βιολογικοποίησης του λεξιλογίου το οποίο έλεγε ότι οι Εβραίοι δεν μοιάζουν με παράσιτα, δεν συμπεριφέρονται σαν βακτήρια, αλλά είναι τέτοια. Και σαν τέτοια πρέπει να αντιμετωπιστούν. Γι’ αυτό ο σωστός ορισμός για τη σφαγή τους-και όχι του ιερού χαρακτήρα «ολοκαύτωμα»- είναι η «εξολόθρευση»: ακριβώς ότι ακολουθείται για τα έντομα, τους αρουραίους ή. τις ψείρες. Με αυτή την έννοια χρειάζεται να αποδοθεί ένα νόημα απολύτως κυριολεκτικό στα λόγια που απηύθυνε ο Χίμλερ στα SS τα οποία έφτασαν στο Χάρκοβο, ότι δηλαδή «ο αντισημιτισμός είναι όπως η απολύμανση. Το να απομακρύνεις τις ψείρες δεν είναι ιδεο­λογικό ζήτημα, είναι ζήτημα καθαριότητας» (βλ. A.J. Kaminski, σ.94). Και άλλωστε ο ίδιος ο Χίτλερ χρησιμοποιούσε μια ακόμη πιο συγκεκριμένη ανοσοβιολογική ορολογία: «Η ανακάλυψη του εβραϊ­κού ιού είναι μια από τις μεγαλύτερες επαναστάσεις· αυτής της επο­χής. Η μάχη την οποία διεξάγουμε καθημερινά είναι ίδια με εκείνη που έδωσαν τον προηγούμενο αιώνα ο Παστέρ και ο Κωχ […] Μό­νο εξαλείφοντας τους Εβραίους θα ξανακατακτήσουμε την υγεία μας» (A. Hitler, Ubres propos sur la guerre et la paix recueillis sur l’ordre de Alartin Bor>nan, Flammarion, Παρίσι 1952, τόμος I, σ.321).

Δεν χρειάζεται να κρύψουμε τη διαφορά ανάμεσα σε μια τέτοια προσέγγιση, ιδιαιτέρως βακτηριολογική, και εκείνη που απλώς είναι ρατσιστική. Ολόκληρη η τελική επίθεση εναντίον των Εβραίων έχει αυτόν τον βιολογικο-ανοσοβιολογικό χαρακτήρα: ακόμη και τα αέ­ρια των στρατοπέδων περνούσαν από τους σωλήνες του ντους προ­κειμένου να πετύχουν την απολύμανση’. Μόνο που το να απολυμάνεις τους Εβραίους αποδείχτηκε αδύνατο από τη στιγμή που ήταν ακριβώς αυτοί οι ίδιοι τα βακτήρια από τα οποία έπρεπε να απελευ­θερωθούν. Η ταύτιση ανθρώπων και παθογόνων σπερμάτων έφτασε στο σημείο ώστε στο γκέτο της Βαρσοβίας κατασκευάστηκε επίτη­δες σε μια ζώνη ήδη μολυσμένη. Με αυτόν τον τρόπο, σύμφωνα με την τροπικότητα της πραγματοποιημένης προφητείας, οι Εβραίοι έπεφταν θύματα της ίδιας της αρρώστιας που δικαιολογούσε την γκετοποίηση: τελικά αυτοί μολύνθηκαν πραγματικά και συνεπώς ήταν φορείς μόλυνσης (βλ. Ch.R. Browning, Verso il genocidio, Il Saggia­tore, Μιλάνο, σ.153).

Ετσι οι γιατροί είχαν δίκιο που τους στείρω­ναν. Φυσικά αυτή η αναπαράσταση ερχόταν σε προφανή αντίθεση με τη θεωρία του Μέντελ για τον γενετικό χαρακτήρα-και συνεπώς τον μη κολλητικό-του φυλετικού καθορισμού. Αλλά ακριβώς γι’ αυτό ο μοναδικός τρόπος να σταματήσει η αναπόφευκτη μόλυνση έμοιαζε να είναι εκείνος της εξόντωσης όλων των πιθανών φορέων. Και όχι μόνο αυτών, αλλά και όλων των Γερμανών που πιθανόν να είχαν μολυνθεί. Όπως επίσης και όλων εκείνων που θα μπορούσαν να μολυνθούν στο μέλλον. Με τον πόλεμο χαμένο και τους Ρώσους κάνα χιλιόμετρο από τα μπούνκερ, μιλάμε απλώς για τους πάντες. Εδώ το ανοσολογικό παράδειγμα της ναζιστικής βιοπολιτικής φτάνει στο απόγειο της αυτογενοκτονικής του λύσσας. Όπως στην πιο καταστροφική αυτοάνοση αρρώστια, η αμυντική δυναμική του ανοσοποιητικού συστήματος αυξάνει σε τέτοιο βαθμό, που τελικά στρέφε­ται εναντίον του ίδιου του εαυτού του. Η μοναδική πιθανή διέξοδος είναι η γενικευμένη καταστροφή.

6. Και εμείς; Τα εξήντα χρόνια που μας χωρίζουν από το τέλος εκεί­νης της τραγικής υπόθεσης συνιστούν έναν φραγμό που μοιάζει δύ­σκολο να τον υπερπηδήσει ο οποιοσδήποτε. Το να πιστεύουμε ότι μπορεί να αναπαραχθεί, τουλάχιστον στον ολοένα και πιο διευρυμένο χώρο αυτού που ακόμη αποκαλούμε Δύση, είναι πράγματι εξαι­ρετικά δύσκολο. Δεν θα ήμασταν οι θεωρητικοί της κατηγορίας της ανοσοποίησης αν πιστεύαμε ότι τα δώδεκα χρόνια της ναζιστικής εμπειρίας δεν παρήγαγαν επαρκή αντισώματα ώστε να μας προστα­τέψουν από την επιστροφή του. Και ωστόσο αυτές οι σκέψεις του κοινού νου απέχουν πολύ από το να κλείσουν τη συζήτηση η οποία, από μιαν άλλη οπτική γωνία, όπως ήδη έχουμε πει, παραμένει ακό­μη η δική μας. Θα έλεγα μάλιστα και κάτι παραπάνω. Όχι μόνο το πρόβλημα – η απαίσια σχισμή – που άνοιξε ο ναζισμός κάθε άλλο παρά έχει οριστικά λυθεί, αλλά, για συγκεκριμένους λόγους, μοιάζει να μας ξαναπλησιάζει τόσο περισσότερο όσο ξεπερνάμε τα όρια της νεωτερικότητας.

Η οριστική κατάρρευση του σοβιετικού κομμουνι­σμού ίσως να σηματοδοτεί το σημείο από το οποίο μπορούμε καλύ­τερα να υπολογίσουμε την επιμονή, όχι σίγουρα του ναζισμού, αλλά του βάθους ή του πυθμένα από τον οποίο αναδύθηκε. Και αυτό δεν συμβαίνει τυχαία: είναι η οριστική εξάντληση της φιλοσοφίας της κομμουνιστικής ιστορίας – με ότι αυτή κουβαλάει – ακόμη στο εσωτε­ρικό της νεωτερικής παράδοσης που ευνοεί την επανεμφάνιση εκεί­νου του ζητήματος της ζωής που βρέθηκε στο επίκεντρο της ναζιστικής σημασιολογίας. Ποτέ όπως σήμερα ο βίος – αν όχι η ζωή – δεν αποκαλύπτεται ως το σταυροδρόμι όλων των διαδρομών, ως η δια­σταύρωση όλων των πρακτικών: πολιτικών, κοινωνικών, οικονομικών, τεχνολογικών, πολιτιστικών. Είναι γι’ αυτό που – λόγω της εξάντλη­σης του εννοιολογικού λεξιλογίου – αν όχι και του αιτήματος του κομμουνισμού – ξανανοίγουν οι λογαριασμοί με τον ναζισμό, πριν ξαναβρεθούμε ξαφνικά απέναντι του. Όποιος είχε την ψευδαίσθηση, στο τέλος του πολέμου, ή αναμφίβολα μετά τον πόλεμο, πως θα μπορούσε να επανεργοποιήσει τις παλιές κατηγορίες των δημοκρατιών που τυπικά βγήκαν νικήτριες από τη σύγκρουση, έκανε μεγάλο λάθος.

Το να πιστεύει κανείς ότι ηπολυπλοκότητα του παγκοσμιοποιημένου κόσμου – με τις οδυνηρές ανισορροπίες των νομισμάτων, της ισχύος, της δημογραφικής ανό­δου – μπορεί να κυβερνηθεί με τα αναποτελεσματικά εργαλεία του διεθνούς δικαίου ή με εκείνα, τα κατακερματισμένα, των παραδοσια­κών κρατικών εξουσιών, είναι σκέτη ουτοπία. Σημαίνει ότι δεν έχει αντιληφθεί πως πλησιάζουμε σε ένα κατώφλι εξίσου δραματικό με εκείνο που υπήρχε στην κορυφογραμμή των δεκαετιών ’30-’40 του 20ου αιώνα. Όπως τότε – αν και με διαφορετικό τρόπο – η συνάντηση, η συναρμογή ανάμεσα στην πολιτική και τη ζωή έχει θέσει έκτος παιχνιδιού τις παραδοσιακές θεωρητικές και θεσμικές μεσολαβήσεις, ξεκινώντας από εκείνη της αντιπροσώπευσης. Μια ματιά στο πανό­ραμα με το οποίο εγκαινιάστηκε ο 21ος αιώνας αρκεί για μια εντυ­πωσιακή αντιπαραβολή: από την έκρηξη της βιολογικής τρομοκρα­τίας – με τις ανθρώπινες βόμβες – στον προληπτικό πόλεμο που προτίθεται να της απαντήσει στο ίδιο έδαφος  από τις εθνοτικές σφαγές, δηλαδή ακόμη βιολογικού τύπου, στις μαζικές μεταναστεύσεις, που επενδύουν όχι μόνο το σώμα των ατόμων.

Αλλά και τον χαρακτήρα του είδους, στην ψυχοφαρμακολογία που αλλάζει τις ζωτικές μας συμπεριφορές’ από την περιβαλλοντική πολιτική στην έκρηξη νέων επιδημιών’ από το ξανάνοιγμα των στρατοπέδων συγκέντρωσης σε διάφορες περιοχές του κόσμου, στο θάμπωμα της δικαιίκής διαφο­ράς μεταξύ κανόνα και εξαίρεσης. Και όλα αυτά ενώ εκρήγνυται με ασυγκράτητο τρόπο ένα νέο και εν δυνάμει καταστροφικό, ανοσο­ποιητικό σύνδρομο. Το ξαναλέμε: τίποτα από όλα αυτά δεν επανα­λαμβάνει όλα όσα συνέβησαν ανάμεσα στο 1933 και το 1945. Αλλά τίποτα δεν είναι απολύτως ξένο ως προς τα ζητήματα – ζωής ή θανά­του – που τίθενται σήμερα. Το να πούμε ότι βρισκόμαστε, σήμερα περισσότερο από ποτέ, στην αντιστροφή του ναζισμού, σημαίνει ότι δεν είναι δυνατόν να τον διαγράψουμε στρέφοντας αλλού το βλέμμα. Αφού για να τον αντιστρέφουμε στ’ αλήθεια -για να τον ξαναρίξουμε στην κόλαση από την οποία βγήκε  πρέπει να ξαναδιασχίσουμε εν­συνείδητα εκείνα τα σκοτάδια, απαντώντας, φυσικά με αντίθετο τρόπο απ’ ότι συνέβη τότε, στα ερωτήματα που αναδύονται απο αυτα.·

Το ανωτέρω κείμενο δημοσιεύτηκε στην ιταλική επιθεώρηση sftMicroMega», τ. 5, 2003.

 0 Ρομπέρτο Εσπόζιτο είναι καθηγητής φιλοσοφίας στο πανεπιστήμιο της Νάπολης. Ανάμεσα στα έργα του περιλαμβάνονται το Commumtas. Origine e destino della comunità (Einaudi 1998), Immunitas. Ptpo- tezione e negazione della vita (Einaudi 2002), Bios. Biopolitica e filosofia (Einaudi 2004).

Πηγή: Απόσπασμα από την μπροσούρα “Ο ΝΑΖΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΤΟ ΕΙΝΑΙ” Εκδ. Ελευθεριακή Κουλτούρα

http://eleftheriakos.gr

 Όλες οι φώτο εδώ:

Τα παιδιά… πειραματόζωα των Ναζί

Δείτε: Οι γιατροί του Τρίτου Ράιχ

Advertisement