Επίκαιρη ανάλυση της Πόλας Ρούπα, Μέρος Δεύτερο: Για την επαναστατική προοπτική


 Μέρος Δεύτερο: Για την επαναστατική προοπτική

 

Whoever-Reads-Resize.533
Ένα φωτομοντάζ του ντανταϊστή John Heartfield από το 1930.                         “ Όποιος διαβάζει εφημερίδες αστικές γίνεται τυφλός και κουφός ”

 

Σχόλιο της σύνταξης
Το κείμενο λόγο του ότι είναι μεγάλο το χωρίσαμε σε δυο μέρη, δώσαμε περισσότερη βαρύτητα στο δεύτερο μέρος ως προς το προταγματικό που εμπεριέχει, αυτό δεν αναιρεί την σημασία του πρώτου μέρους που βρίσκετε εδω: ΜΕΡΟΣ ΠΡΩΤΟ: ΕΝΑΣ ΠΟΛΙΤΙΚΟΣ ΑΠΟΛΟΓΙΣΜΟΣ ΤΗΣ ΠΕΡΙΟΔΟΥ ΠΟΥ ΠΕΡΑΣΕ

ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΠΑΝΑΣΤΑΤΙΚΗ ΠΡΟΟΠΤΙΚΗ

της Πόλας Ρούπα *
Αυτό που πέθανε μέσα στο διάστημα που προηγήθηκε και με την συμφωνία του Σύριζα με την ευρωπαϊκή πολιτική ελίτ, είναι ο ρεφορμισμός. Και το λέω αυτό γιατί έγινε σαφές πλέον πως αριστερές βελτιώσεις στο σύστημα δεν περνούν. Και αν είναι να κάνουμε πόλεμο με το σύστημα, ας τον κάνουμε σωστά, διεξοδικά λειτουργικά για την κοινωνική βάση, με καθαρό ταξικό πρόσημο. Όχι επενδύοντας στη μια ή στην άλλη τυχοδιωκτική αριστερή πολιτική, με την αυταπάτη των «ρεαλιστικών βημάτων προς την όξυνση των ταξικών αντιπαραθέσεων στο εσωτερικό του συστήματος». Αν είναι να κάνουμε πόλεμο, ας κάνουμε την Επανάσταση. Και ας αποσαφηνίσουμε στην κοινωνία τις προθέσεις μας.

Μόνο που για κάποιους στον χώρο η Επανάσταση είναι ένα ζήτημα του απώτερου μέλλοντος, μια κοινωνιολογική προσέγγιση, μια φενάκη τόσο για το παρόν όσο και για το μέλλον. Καθώς όπως έχει ειπωθεί από κάποιον δημοσίως «το όραμα της καθολικής ελευθερίας ελάχιστη γείωση έχει με τις ανοιχτές ρωγμές του πραγματικού», όπου οι ανοιχτές ρωγμές φέρονται σαν αποτέλεσμα «των ταξικών μερίδων της μυστικοποιημένης κοινωνικής σχέσεις του κεφαλαίου». Για ποιες ρωγμές ποιανών ταξικών μερίδων αναφέρεται, λαμβάνοντας υπόψιν την ιστορία όπως γράφεται το τελευταίο διάστημα, είναι θέμα προς διερεύνηση. Και αν ρωτηθεί ποιο είναι το αναθεματισμένο σχέδιο αφού η Επανάσταση ελάχιστη γείωση έχει με αυτές τις ρωγμές, αφού ψάχνουμε να βρούμε και τις «ρωγμές» και τις «μερίδες», η απάντηση θα είναι να βολευτούμε προς το παρόν στα πιο «γειωμένα» σχέδια άλλων. Η αντίσταση και ο αγώνας για πολλούς έχουν πάρει την μορφή «μιας πολιτικής του εφικτού», όπως συμβαίνει σε όλες τις κυρίαρχες πολιτικές τάσεις.
Με βάση όμως τα παραπάνω πρακτικά ζητήματα που δεν έθεσα εγώ, αλλά θέτει η ίδια η πραγματικότητα στα όποια σχέδια περί δραχμής, τίθενται κάποια ερωτήματα: Είναι ή δεν είναι εντελώς εξωπραγματικό να πιστεύει κάποιος ότι μπορεί να προχωρήσει σε οποιαδήποτε αλλαγή του οικονομικού στάτους στην χώρα χωρίς να χρειαστεί να κάνει επανάσταση; Και δεν θα είμαστε καθόλου σοβαροί, αν δεχτούμε να ακολουθήσουμε τα όποια «σχέδια Β» των πάσης αριστερής ή κομμουνιστικής προέλευσης «δραχμιστών», να κάνουμε πόλεμο για την δραχμή (επαναλαμβάνω πως κανένας αριστερός σχηματισμός δεν προσβλέπει σε πόλεμο με την οικονομική και πολιτική ελίτ) και να μην κάνουμε Επανάσταση.
Μπροστά στο δίλημμα δραχμή ή Επανάσταση, σίγουρα το πιο ελπιδοφόρο και το πιο ρεαλιστικό πλέον -και αυτό τίθεται με πρακτικούς όρους- είναι η Επανάσταση. Γιατί μόνο αποφασισμένοι επαναστάτες μπορούν να απαντήσουν στα παραπάνω διλήμματα. Μόνο επαναστάτες μπορούν να κάνουν πράξη όλες τις ρήξεις και να τις υπερασπιστούν. Και αυτό όχι για την ανοικοδόμηση κανενός καθεστώτος, αλλά για την κατάργηση του συστήματος σε κάθε του εκδοχή. Είτε αριστερό είτε δεξιό.
Μπροστά σε αυτά τα ζητήματα, όσοι οργανωμένοι πολιτικά προπαγάνδισαν το «όχι», στάθηκαν με εχθρικό τρόπο απέναντι στην αποχή και σε όσους την προωθούσαν, τι απαντάνε; Προφανώς μια κοινή συνισταμένη των «όχι» στον χώρο ήταν η αναγκαιότητα να γίνουν «μικρά βήματα προς την απεξάρτηση κατ’ αρχήν από την ΕΕ και τους δανειστές». Η μη συμφωνία με τους δανειστές και η αλλαγή νομίσματος θα ήταν ένα τέτοιο βήμα, μιας και η όποια επανάσταση μετατίθεται στις ελληνικές καλένδες. Και εξ’ άλλου σύμφωνα με δημόσια τοποθέτηση υπέρ του «όχι», «η επανάσταση όχι μόνο δεν είναι εφικτή, αλλά και επιζήμια, αφού θα προκαλούσε πολλές πιέσεις». Η τελευταία θέση για την αποφυγή πιέσεων από τα κέντρα εξουσίας προς τους προλετάριους, μόνο μέσα στο υπάρχον νεοφιλελεύθερο πλαίσιο και υπό την απόλυτη ηγεμονία των δανειστών και της ΕΕ ικανοποιείται. Σε όποια άλλη περίπτωση, μιλάμε για συγκρούσεις και πολέμους.
Αυτού του είδους τα «όχι» είναι όχι μόνο λάθος, αλλά και αντεπαναστατικά, αφού προϊδεάζουν για την θέση πολλών «συντρόφων» στην περίπτωση της ρήξης με τους δανειστές και στην επιστροφή στην δραχμή. Θέση που δεν έχει άλλη διέξοδο από την υποστήριξη στην κυβέρνηση αν το grexit γινόταν πραγματικότητα. Και αυτή η κατάληξη θα ερχόταν είτε λόγω συνειδητής επιλογής είτε λόγω άγνοιας και σύγχυσης. Και τι θα έκαναν οι συγκεκριμένοι απέναντι στις κοινωνικές εκρήξεις που θα ακολουθούσαν; Στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή που ετοίμαζαν το εγχειρίδιο του grexit -«με πόνο ψυχής» όπως έλεγαν-, δήλωναν πως αν εφαρμοστεί αυτό στην Ελλάδα, θα ακούμε τις ερπύστριες των τανκς στους δρόμους. Γιατί, αν κατάλαβαν καλά οι υποστηρικτές του grexit με κάθε όρο και τρόπο, αυτό που θα επακολουθούσε θα ήταν η πολιτική και οικονομική κατάρρευση του καθεστώτος και η απόπειρα αποφυγής μιας γενικευμένης κοινωνικής έκρηξης με την στρατιωτική βία.
Θα στήριζαν το καθεστώς του Σύριζα να μην καταρρεύσει; Και θα στρέφονταν ενάντια στους εξεγερμένους για αυτό; Θα γίνονταν ουραγοί πραξικοπημάτων και ωμής καταστολής στους δρόμους; Όσοι νομίζουν ότι είμαι υπερβολική με τις επιπτώσεις ενός grexit χωρίς επανάσταση, δεν έχουν αντιληφθεί τι υπερασπίζονται. Γιατί αν έχουμε μια πιθανότητα να ξεκαθαρίσουμε το πολιτικό τοπίο στο εσωτερικό του χώρου, αυτή δεν υπάρχει σε μια αντιπαράθεση που περιορίζεται σε όσα τώρα συμβαίνουν, αλλά στις στρατηγικές του καθενός στην περίπτωση που οι «εταίροι» δεν έδιναν την τελευταία ευκαιρία στον Τσίπρα και πετούσαν την Ελλάδα με τις κλωτσιές εκτός ευρώ και ΕΕ θέτοντας την χώρα σε καραντίνα.
Τα «όχι» που είδαν στον Σύριζα μια προοπτική όξυνσης της ταξικής σύγκρουσης προς όφελος των προλετάριων, στα «όχι» που είδαν ως ευκαιρία την δημιουργία μιας κυβέρνησης που θα έφερνε την «εθνική αξιοπρέπεια και την απεξάρτηση από κηδεμονίες», στα «όχι» που είδαν τον αποχωρισμό από το ευρώ και την ΕΕ ως «βηματάκι» που θα διεκπεραιώσει για λογαριασμό των προλετάριων και ενός ανατρεπτικού κινήματος ο Σύριζα, στα «όχι» που θέλουν να διαδεχτούν τον Σύριζα που χρεοκόπησε πολιτικά, δηλώνω κατηγορηματικά ότι είμαι αντίθετη.
Η μόνη στρατηγική που θα μπορούσε να σταθεί αυτή την περίοδο, θα ήταν η εξής: Θέλουμε την ρήξη δεδομένου ότι αυτή δεν μπορεί να την διαχειριστεί ο Σύριζα και ούτε οποιαδήποτε άλλη κυβερνητική συμμαχία, συνυπολογίζοντας τα προβλήματα που θα του επέφεραν και οι επαναστάτες. Και αυτό γιατί απλά και κυνικά, θα ήταν προς το συμφέρον ενός επαναστατικού κινήματος να βρίσκονται στην εξουσία άνθρωποι ανίκανοι να διαχειριστούν τις ενδοσυστημικές σχέσεις με την προοπτική ότι από λάθος χειρισμούς μπορούν να φτάσουν σε αδιέξοδα και σε ρήξη. Μπορούν ακόμα και από ατύχημα -ακόμα και ένας πόλεμος μπορεί να γίνει λόγω «ατυχήματος»- να επιφέρουν συνθήκες κατάρρευσης του καθεστώτος. Το εγχώριο οικονομικό και πολιτικό καθεστώς θα ήταν σε συνθήκες κατάρρευσης. Ένα πρόσκαιρο πολιτικό κενό θα ανοιγόταν και η πρόκληση για την Επανάσταση θα ήταν μπροστά μας. Άμεσα, γρήγορα και βίαια.
Με την Επανάσταση στο εδώ και τώρα. Χωρίς να αφήνουμε καθόλου χώρο για την ανοικοδόμηση του εγχώριου καπιταλισμού σε νέες «απαλλαγμένες από ξένες κηδεμονίες» βάσεις, έχοντας έτοιμη την ανάλυσή μας ενάντια σε αυτήν την προοπτική η οποία δεν θα βασίζεται μόνο στην ταξική ηθική του ζητήματος, αλλά θα έχει επεξεργαστεί και καταθέσει την ματαιότητα της υλικής εφαρμογής ενός τέτοιου εθνικού σχεδίου. Και αυτό θα ήταν πρώτα απ’ όλα χρέος μας απέναντι σε μια κοινωνική βάση που θα περνούσε στην πιο μεγάλη εξαθλίωση που μπορεί κάποιος να φανταστεί. Γιατί αν δεν καταλάμβαναν οι επαναστάτες αυτό το πολιτικό κενό, θα δημιουργούνταν συνθήκες τέτοιες κοινωνικές και πολιτικές με την «σιδερένια πυγμή» που θα απαιτούσε η ανασυγκρότηση από τις στάχτες του κατεστραμμένου οικονομικού και πολιτικού καθεστώτος, που μόνο ως «βήματα προς την ταξική χειραφέτηση των προλετάριων» δεν θα μπορούσες να χαρακτηρίσεις. Αυτή, μπορώ να πω, πως θα ήταν η ιστορική μας ευκαιρία. Από αυτές που σου προσφέρει η ιστορία πολύ σπάνια.
Προφανώς και δεν υπάρχει ένα ευρύ επαναστατικό κίνημα για να πραγματοποιήσει άμεσα μια Επανάσταση. Και για αυτό φέρει ο χώρος την αποκλειστική ευθύνη. Και κάποιοι μέσα στον χώρο ακόμη μεγαλύτερη, αφού φρόντισαν μέσα από νεοκομμουνιστικά σχήματα να θέσουν τόσο βαθιές διαχωριστικές γραμμές που δεν έχουν προηγούμενο και που συνειδητά και κατά πολιτική επιλογή, τις έφτασαν στο σημείο της ρήξης ενός κομματιού του χώρου με την αναρχία, την οποία ρήξη θεωρούν κάποιοι και ως πολιτική επιτυχία.
Παρόλες τις πολιτικές μας ανεπάρκειες όμως, με τίποτα δεν θα δικαιολογούσε την συμπόρευση, ακόμα και την ανοχή, προς μια καθεστωτική ανασυγκρότηση σε διαφορετικές βάσεις. Αν μη τι άλλο θα είμασταν υποχρεωμένοι και σε αυτή την περίπτωση να επιχειρούμε την παρεμπόδιση της καθεστωτικής παλινόρθωσης. Και κυρίως, λόγω και της ανικανότητας να εδραιωθεί το καθεστώς σε άλλες βάσεις, θα είμασταν υποχρεωμένοι να δράσουμε ακόμα πιο αποφασιστικά για να αναδείξουμε ότι η κοινωνική Επανάσταση είναι περισσότερο από κάθε άλλη φορά αναγκαία.
Είχαμε όλο τον καιρό -ως Επαναστατικός Αγώνας, αλλά και ατομικά με την υπογραφή μας και με την φυσική μας παρουσία σε διαδικασίες προωθούσαμε ακούραστα και θα συνεχίσουμε να το κάνουμε τόσο εγώ όσο και ο σύντροφος Νίκος Μαζιώτης- να δημιουργήσουμε ένα επαναστατικό κίνημα, που θα μπορούσε να παίξει τον ρόλο του επαναστατικού καταλύτη αξιοποιώντας με το μέγιστο δυνατό βαθμό τις πολιτικές εξελίξεις. Που θα έθετε ένα συνεκτικό επαναστατικό σχέδιο στην ίδια την κοινωνική βάση, αναλύοντας, εξηγώντας πως κάθε πιθανή συστημική εκδοχή για το ξεπέρασμα της κρίσης δεν είναι σε καμία περίπτωση προς το συμφέρον των προλετάριων, των φτωχών, των οικονομικά αδύναμων αυτής της κοινωνίας.
Που θα έθετε με όσο το δυνατό μεγαλύτερη σαφήνεια προς συζήτηση στην κοινωνία ένα επαναστατικό σχέδιο κοινωνικού μετασχηματισμού, το σχέδιο της επαναστατικής κοινωνικής και οικονομικής οργάνωσης. Και αντί αυτού κάποιοι, είτε λόγω πολιτικής ανεπάρκειας είτε λόγω διαμορφωμένης συνείδησης, όχι μόνο δεν μπήκαν σε μια τέτοια πολιτική διαδικασία, αλλά έφτασαν σε σημείο να λοιδορούν πλέον και ανοιχτά την αναρχία, που σε πραγματικούς πολιτικούς όρους σημαίνει την ίδια την πολιτική προώθηση μιας οριζόντιας κοινωνικής οργάνωσης, μιας επαναστατικής κοινωνικής οργάνωσης, χωρίς κράτος και αφεντικά, χωρίς ιεραρχία, μιας κοινωνία ισότητας και ελευθερίας.
Και πού βρήκαν αυτοί πολιτικό καταφύγιο λόγω της ανεπάρκειάς τους; Ποιοι είναι οι στόχοι και η στρατηγική τους; Αυτήν την στρατηγική την είδαμε να αποκαλύπτεται με αφορμή το δημοψήφισμα. Και όσον αφορά τους απώτερους στόχους -«μετά από πολλά βήματα» που θα ακολουθούν τους πάσης φύσεως αριστερούς τυχοδιώκτες- αυτοί ποιοι είναι; Η αναζήτηση μιας ευκαιρίας για την επιβολή μιας αριστερής δικτατορίας; Πρώτα απ’ όλα είναι εχθρική προς κάθε επαναστατική προοπτική αυτή η στόχευση, δεύτερον -και ευτυχώς- δεν υπάρχουν ικανοί πολιτικοί σχηματισμοί να την πραγματώσουν και τρίτον και σημαντικότερο θα είναι άλλο ένα αποτυχημένο οικονομικό, πολιτικό και κοινωνικό πείραμα. Και οι λόγοι που θα αποτύχει, αφορούν μια μεγάλη συζήτηση, που απαιτεί κατ’ αρχήν μια πολιτική και οικονομική ανάλυση που θα ξεφεύγει από τις ιδεοληπτικές αγκυλώσεις και τα εργαλεία ανάλυσης προηγούμενων αιώνων και θα μπορεί να «δει» τις πραγματικές σύγχρονες αλλαγές στο σύστημα.
Όλα αυτά τα ζητήματα είναι υποχρεωτικό να ανοίξουν και να συζητηθούν, γιατί πιστεύω πως ήρθε η ώρα μιας σαφούς πολιτικής καταγραφής των πολιτικών στόχων και στρατηγικών του καθένα. Και είναι επιτακτικό αυτό να γίνει άμεσα, γιατί η προοπτική του grexit είναι ακόμα ενεργή και ίσως να ακολουθήσουν μεγάλα κοινωνικά και πολιτικά γεγονότα στα οποία θα οφείλουμε να παρέμβουμε. Και σε αυτά τα γεγονότα πολλοί καλούνται ή να παρέμβουν ως φορείς ενός επαναστατικού προγράμματος ή να παρέμβουν ως ουραγοί αλλότριων πολιτικών σχεδιασμών και στόχων, μπλοκάροντας την ίδια την επαναστατική προοπτική.
Για να φτιάξουμε ένα επαναστατικό κίνημα, το οποίο είναι η ικανή και αναγκαία συνθήκη για την ίδια την Επανάσταση, οφείλουμε να χαράξουμε βαθιές διαχωριστικές γραμμές με κάθε τάση της πολιτικής ελίτ, με κάθε επίδοξο εξουσιαστή -όσο «επαναστατικό» προφίλ και αν επιδεικνύει-, αφού βαθιά μέσα μας όλοι γνωρίζουμε ότι η ίδια η εξουσία είναι πηγή αλλοτρίωσης, ότι όλοι αυτοί οι «αντιμνημονιακοί» αν τους πετάξουν ένα ψωροκόμματο εξουσίας, θα αρχίσουν τις υποχωρήσεις στις θέσεις τους, για να υποταχτούν ολοκληρωτικά όταν η υπερεθνική οικονομική και πολιτική ελίτ χρησιμοποιήσει τα όπλα της εναντίον τους. Και αν τυχόν κάποιοι επιμείνουν, θα τους πετάξει η ίδια η ιστορία στο καλάθι των αχρήστων.  Γιατί, όπως δεν έχω κουραστεί να επαναλαμβάνω, τα σχέδιά τους είναι ανεφάρμοστα, μάταια και αποτελούν αιτία φθοράς της κοινωνίας η οποία έχει ήδη φθαρεί αρκετά από την χρόνια τριβή της με την κρίση και τα μνημόνια. Αντί λοιπόν να στηρίζουμε τον έναν και τον άλλον πολιτικό τυχοδιώκτη, καλό για εμάς, για την κοινωνία και για την Επανάσταση είναι να φτιάξουμε το δικό μας ενωμένο επαναστατικό μέτωπο, κόντρα σε κάθε εξουσία, ακόμα και ακροαριστερή. Να φτιάξουμε το δικό μας επαναστατικό σχέδιο που θα είναι αυτό που θα προωθούμε στην κοινωνία, χωρίς να φοβόμαστε να συγκρουστούμε πολιτικά με κανέναν. Χωρίς την ενοχή του χαμένου, του ηττημένου, που ψάχνει να βρει στέγη σε αλλότρια με την Επανάσταση πολιτικά καταλύματα. Οι επαναστάτες ή θα συγκρουστούν με κάθε μορφή πολιτικής εξουσίας ή θα εξαφανιστούν.
Και όσον αφορά τον απώτερο στόχο της καθεστωτικής ανατροπής, μια «έφοδος στα χειμερινά ανάκτορα» -αν μπορέσει αυτή να γίνει- δεν θα γίνει για να καταληφθεί η εξουσία, αλλά για να την καταστρέψουμε. Και δηλώνω προσωπικά πως αυτή είναι η βαθιά επαναστατική μου πεποίθηση και αυτή θα υπηρετήσω με κάθε κόστος και μέχρι το τέλος.
Η σημασία της απουσίας ενός επαναστατικού κινήματος φάνηκε κυρίως σε δυο ιστορικές στιγμές. Η πρώτη, που ήταν και ευκαιρία τόσο για παρεμβάσεις αποσταθεροποίησης του καθεστώτος όσο και για την θεμελίωση ενός ευρύτερου κοινωνικά επαναστατικού κινήματος, ήταν με την επιβολή του πρώτου μνημονίου. Τότε το σύστημα δεν είχε συνέλθει από την χρηματοπιστωτική κατάρρευση στις ΗΠΑ και την Ευρώπη, δεν είχε αναπτύξει ακόμα τις άμυνές του απέναντι στις επερχόμενες απειλές όπως η κρίση χρέους στο εσωτερικό της ΕΕ και ήταν ιδιαίτερα ευάλωτο σε πολιτικούς και κοινωνικούς κραδασμούς. Σε εκείνη την χρονική στιγμή ένα επαναστατικό κίνημα θα μπορούσε να καθορίσει τις εξελίξεις στην Ελλάδα.
Εκείνη την περίοδο τα διλήμματα και τα ζητήματα για τον χώρο ήταν πιο καθαρά. Απέναντί μας είχαμε ένα ΠΑΣΟΚ που σε σύμπνοια με την ευρωπαϊκή πολιτική ελίτ υπέγραφε το πρώτο μνημόνιο. Υπήρχε ένας αντίπαλος με καθαρά νεοφιλελεύθερα χαρακτηριστικά. Και μεγάλο μέρος της κοινωνικής βάσης αναζητούσε απαντήσεις στα ερωτήματα που έθετε η κρίση και διεξόδους αγώνα ενάντια στις κυρίαρχες πολιτικές. Η αδυναμία αξιοποίησης όλης αυτής της περιόδου με μια κρίση να βαθαίνει και ένα πολύ μεγάλο μέρος της κοινωνίας σε απόγνωση, έφερε τον χώρο στην θέση να παρακολουθεί τις εξελίξεις χωρίς να μπορεί ουσιαστικά να παρέμβει και να τις καθορίσει.
Βέβαια, οφείλουμε να λάβουμε υπόψιν μας ότι η συντριπτική πλειοψηφία του χώρου εκείνη την πρώτη περίοδο δεν είχε καν συλλάβει τις αλλαγές που έφερνε η κρίση και πολύ περισσότερο αυτές που θα επακολουθούσαν. Κάποιοι είναι γνωστό ότι δεν θεωρούσαν την κρίση πραγματική, αλλά πίστευαν ότι είναι προσχηματική. Ότι είναι ένα είδος σχεδίου της κυριαρχίας για να επιτείνουν την νεοφιλελεύθερη επίθεση, αγνοώντας ή μη κατανοώντας ότι αφορούσε μια συνθήκη ποιοτικά διαφορετική.
Όμως, ακόμα και όταν έγινε κατανοητό το γεγονός ότι πρόκειται για μια πραγματική και βαθιά συστημική κρίση, για τους περισσότερους στάθηκε αδύνατο να υπερβούν την πεπατημένη όσον αφορά την πολιτική τους δράση και προτίμησαν να μείνουν σε δραστηριότητες που ασκούσαν και προ κρίσης. Και όσο και αν διευρύνθηκε το φάσμα των συντρόφων που πρότασσαν την κοινωνική Επανάσταση -γι’ αυτό το αποτέλεσμα ο Επαναστατικός Αγώνας πάλεψε πολύ τόσο το διάστημα πριν την κρίση όσο και κατά την διάρκειά της-, έμεινε στην συνθηματολογία. Δηλαδή, δεν γίνεται η απαιτούμενη προσπάθεια να αναλυθεί ο τρόπος, ή η στρατηγική για να φτάσουμε σε αυτήν και δεν κατατίθεται ένας λόγος σχετικά με το είδος της Επανάστασης που θέλουμε και πώς με πρακτικούς όρους μπορεί να επιχειρηθεί ένας επαναστατικός κοινωνικός μετασχηματισμός. Όπως επίσης, δεν αρκούν οι αναρχικές αξιακές αναφορές στην προοπτική δημιουργίας ενός επαναστατικού κινήματος και κανένα καταστατικό αρχών δεν αρκεί για την σύνδεση του επαναστατικού προτάγματος με τα ευρύτερα τμήματα της κοινωνίας που πλήττονται από την πρωτοφανή επίθεση του κράτους και του κεφαλαίου. Απαιτείται από την ίδια την ιστορική αναγκαιότητα για την προώθηση της Επανάστασης η σύνδεση επαναστατικών αρχών και αξιών με τα πρακτικά, τα υλικά προβλήματα που κρατούν την κοινωνική βάση εγκλωβισμένη στα οικονομικά, πολιτικά και κοινωνικά αδιέξοδα του συστήματος.
Ως Επαναστατικός Αγώνας έχουμε κάνει πολλές τοποθετήσεις τόσο ως προς την στρατηγική ενός επαναστατικού κινήματος όσο και ως προς τον τρόπο υλοποίησης μιας οικονομικής και πολιτικής επαναστατικής οργάνωσης της κοινωνίας. Όμως μια ευρύτερη συζήτηση που δεν θα εξαιρεί κανέναν αγωνιστή και αγωνίστρια δεν έχει στην ουσία ξεκινήσει, ενώ οι όποιες προσπάθειες οργάνωσης, περιορίζονται σε φόρμες συντονισμού κάποιων ήδη υπαρχουσών οργανωτικών δομών, χωρίς να γίνεται μια ευρύτερη κινηματική πολιτική επεξεργασία μιας επαναστατικής στρατηγικής για όλους, ομάδες και άτομα. Και στον βαθμό που αυτές οι απόπειρες σύνδεσης πολιτικών σχημάτων περιορίζονται στην διεύρυνση των ήδη υπαρχουσών πολιτικών θέσεων και δραστηριοτήτων, οι οποίες εξάλλου έχει ιστορικά αποδειχτεί -το έχει κάνει αυτό η ίδια η κρίση του συστήματος με τις αυξημένες απαιτήσεις που έχει γεννήσει- ότι είναι ελλιπείς και αναποτελεσματικές όσον αφορά την σημερινή περίοδο, είναι λογικό αντί να συσπειρώνουν ευρύτερα τμήματα του χώρου, να βαθαίνουν τις διασπάσεις και τους κατακερματισμούς, δίνοντάς τους έναν πιο οριστικό και μόνιμο χαρακτήρα. Το πρόβλημά μας εξάλλου δεν θα λυθεί οργανώνοντας το ήδη υπάρχον «κίνημα», αλλά βοηθώντας στην επαναστατική μετεξέλιξή του και οργανώνοντάς το σε βάσεις και με όρους που θα προωθούν ουσιαστικά την επαναστατική προοπτική.
Βασικές αιτίες κατά την άποψή μου που λειτούργησαν ως προσκόμματα στην δημιουργία ενός επαναστατικού κινήματος ήταν και είναι:
-Η απουσία αρχικά μιας συλλογικής ανάλυσης για την κρίση, τις αιτίες και τις προοπτικές της που να έχει τις βάσεις της στην αναρχική αντιεξουσιαστική θεώρηση για το σύστημα και τις λειτουργίες του, μέσω της οποίας θα μπορούσε να στηριχτεί η επιχειρηματολογία για την αναγκαιότητα μιας κοινωνικής Επανάστασης με οριζόντια κοινωνική και οικονομική δομή. Η σημασία της έλλειψης τέτοιων θέσεων και προτάσεων επαναστατικής προοπτικής για την έξοδο από την κρίση, φάνηκε κατά την πρώτη φάση της κρίσης στην Ελλάδα, όπου μεγάλα τμήματα της κοινωνίας ήταν σε εγρήγορση, αναζητούσαν πολιτικές και θεωρητικές διεξόδους για να κατανοήσουν τις αλλαγές που ζούσαν έξω και πέρα από τις καθεστωτικές αναλύσεις και προτάσεις για την έξοδο από την κρίση. Επίσης, κατά την πρώτη εκείνη περίοδο υπήρχε έντονη κοινωνική διαθεσιμότητα για δράση ενάντια στα καθεστωτικά σχέδια αντιμετώπισης της κρίσης χρέους, η οποία εκφραζόταν στην ευρεία κοινωνική συμμετοχή σε κινητοποιήσεις ενάντια στα μνημόνια και τα μέτρα των κυβερνήσεων.
Ένα τέτοιο συλλογικό θεωρητικό εργαλείο θα ήταν αναγκαίο για την δημιουργία πολιτικής βάσης ώστε να αναπτυχθεί ένα διευρυμένο κίνημα αντίστασης στα καθεστωτικά σχέδια, και για την ανάπτυξη ενός επαναστατικού κινήματος.
Στον αντίποδα μιας τέτοιας αναγκαιότητας, αναζητήθηκε από κάποιους η κάλυψη ενός τέτοιου θεωρητικού κενού σε κομμουνιστικές -αριστερές θέσεις και αναλύσεις, χωρίς καν να γίνει μια προσπάθεια προσαρμογής αυτών στην σύγχρονη πραγματικότητα. Ως δικαιολογία αυτής της «στροφής» ενός τμήματος του χώρου που προβλήθηκε από κάποιους και ως «πολιτική ωρίμανση» ήταν η υιοθέτηση της άποψης ότι είναι πρακτικά ανεφάρμοστη μια κοινωνική Επανάσταση που θα προωθήσει την οριζόντια επαναστατική κοινωνική οργάνωση. Την συνέχεια αυτού του σκεπτικού αφού δεν ομολογείται ρητώς, μάλλον πρέπει να την φανταστούμε. Και σε αυτό βοηθάει και η στροφή ενός τμήματος του χώρου στην αναζήτηση πολιτικών συμμαχιών σε οργανώσεις και κόμματα της αριστεράς, για τα οποία φυσικά, δεν υπάρχει καν ζήτημα επανάστασης.
Η θέση που εκφράζαμε πάντα ήταν ότι κάθε ανάλυση για την κρίση εμπεριέχει τις θέσεις για την προοπτική ξεπεράσματός της, αλλά και την στρατηγική που αυτό μπορεί να επιτευχθεί. Και επειδή για εμάς ο μόνος δρόμος για να αφήσει οριστικά πίσω της η κοινωνία αυτήν, αλλά και κάθε συστημική κρίση είναι η κοινωνική Επανάσταση, αυτή η θέση απορρέει από κάθε προσέγγιση και ανάλυση που έχουμε μέχρι τώρα καταθέσει.
-Μια επίσης σημαντική αιτία για την αδυναμία να δημιουργηθεί ένα επαναστατικό κίνημα ήταν και είναι ένας λίγο ή πολύ παγιωμένος πολιτικός ρόλος για αρκετούς που δεν υπερβαίνει το επίπεδο της προ κρίσης δράση. Πριν την κρίση μπορούμε να πούμε ότι ήταν για όλους ικανοποιητική συνθήκη η δράση και οι κοινωνικές παρεμβάσεις με τρόπους γνωστούς και οικείους. Η κρίση έφερε ανατροπές και ρήξεις πολιτικές και κοινωνικές που δεν μπορέσαμε συλλογικά να εκμεταλλευτούμε. Και ένας σημαντικός παράγοντας ήταν ο φόβος. Ο φόβος μπροστά στην καταστολή, αλλά και ο φόβος μπροστά στα αχαρτογράφητα μονοπάτια που πρόσφερε η κρίση και που αρνήθηκαν πολλοί να τα ακολουθήσουν.
Ακολουθώντας την «σιγουριά» της πεπατημένης δράσης, Επανάσταση δεν γίνεται. Τα άλματα που οφείλουμε να κάνουμε είναι όχι μόνο θεωρητικά και οργανωτικά, αλλά και πρακτικά. Με την κρίση, εδώ και πέντε χρόνια στην Ελλάδα χύνεται αίμα, κυριολεκτικά και μεταφορικά. Το αίμα αυτό θα αυξηθεί ακόμα περισσότερο όσο η κρίση αντί να ξεπερνιέται, βαθαίνει περισσότερο. Και πολλοί από τον χώρο δεν δείχνουν καμία διάθεση να πάρουν επιπλέον ρίσκα τον αγώνα. Αντί για αυτό κρίνουν και κατακρίνουν αυτούς που τα παίρνουν, κυρίως όσον αφορά την επιλογή του ένοπλου αγώνα.
Θα μιλήσω χωρίς περιστροφές όσον αφορά αυτό το ζήτημα και σε κάποιους μπορεί να μην αρέσουν αυτά που θα πω. Όμως μεγάλο μέρος της κοινωνίας εν μέσω της κρίσης και της τεράστιας φθοράς -υλικής, ηθικής, αλλά και σε ζωές- που έχει επιφέρει, θα έβρισκε ελπίδα και κουράγιο αν υπήρχε ένα ένοπλο επαναστατικό κίνημα. Και το ζήτημα της στήριξης του ηθικού της κοινωνικής βάσης είναι σημαντική παράμετρος για να μπορεί αυτή να στέκεται και να αγωνίζεται. Εξάλλου η ένοπλη επαναστατική δράση είναι αυτή που προωθεί με πολύ δυναμικό τρόπο το επαναστατικό πρόταγμα, που τα μηνύματά της Επανάστασης μπορούν να φτάσουν πολύ μακριά. Και καθώς αυτά θα ενισχύονται από τις ένοπλες επιτυχίες με τις επιθέσεις εναντίον των δομών του συστήματος που ευθύνονται για την κρίση και τα δεινά της κοινωνίας, εναντίον των εξουσιαστών, αυτών που επιβάλλουν τις πολιτικές κοινωνικής ευθανασίας, η ίδια η επαναστατική προοπτική θα μπορούσε να γίνει πηγή έμπνευσης για πολλούς περισσότερους ανθρώπους. Μόνο που αυτό επιβάλει να υποθηκεύεις την ελευθερία και την ζωή σου καθημερινά και πολλοί δεν είναι διατεθειμένοι να το κάνουν.
Όμως, Επανάσταση αναίμακτη δεν υπήρξε ποτέ ιστορικά και ούτε πρόκειται να υπάρξει, και σίγουρα δεν είναι τίμιο ούτε αρμόζει στην αγωνιστική ηθική να περιμένουμε άλλους να ρισκάρουν για λογαριασμό μας. Μπαίνοντας μπροστά σε έναν αγώνα επίθεσης στο καθεστώς, δημιουργείς και τις σχέσεις εμπιστοσύνης με την κοινωνική βάση, γεγονός που κατά την άποψή μου αποτελεί σημαντική προϋπόθεση για να σε εμπιστευτεί και σε ένα γενικευμένο επαναστατικό εγχείρημα. Και όσον αφορά στο τι σε οπλίζει ώστε να ξεπερνάς τους φόβους και τις αναστολές σου, αυτό δεν είναι τίποτα άλλο από την πίστη στην ίδια την Επανάσταση, η οποία πιστεύεις πως είναι αναγκαίο και επιθυμητό να γίνει, με κάθε κόστος ακόμα και για τον ίδιο σου τον εαυτό.
Η δημιουργία ενός ένοπλου επαναστατικού κινήματος προσανατολισμένο στην κοινή στρατηγική της κοινωνικής Επανάστασης, της κατάργησης του κράτους και του καπιταλισμού και της δημιουργίας οριζόντιων δομών οικονομικής, πολιτικής και κοινωνικής οργάνωσης, θα έπρεπε να υποστηρίζεται από όλους όσοι πρεσβεύουν την Επανάσταση, χωρίς αυτό να σημαίνει μια καθολική συμμετοχή. Εξάλλου, όπως επανειλημμένως έχουμε πει, όλες οι μορφές δράσης, όλα τα πολιτικά εργαλεία είναι επιθυμητά και αναγκαία, στον βαθμό όμως που υπηρετούν την κοινή επαναστατική κατεύθυνση. Όμως συνηθίζεται από κάποιους τιμητές του πολύμορφου αγώνα, να εξαιρούν από αυτόν την ένοπλη επαναστατική δράση, ορμώμενοι περισσότερο από μια ασαφή και ανυπόστατη πολιτική ανασφάλεια ότι ο ένοπλος αγώνας μπορεί να τους υπερκεράσει.
Επίσης, ο Επαναστατικός Αγώνας ποτέ δεν έβαλε ως κεντρικό πολιτικό ζήτημα την ένοπλη δράση, όπως ισχυρίζονται κάποιοι για να δικαιολογήσουν την διαφοροποίησή τους με την επιλογή του ένοπλου αγώνα, η οποία διαφοροποίηση, ή καλύτερα αντίθεση, δεν ομολογείται ειλικρινώς με τους πραγματικούς όρους που υπάρχει. Και πιστεύω πως ο ουσιαστικός λόγος για κάποιους βρίσκεται στην ίδια την επαναστατική προοπτική, η οποία ως καταλυτικό σταθμό για το πέρασμα στην επαναστατική διαδικασία δεν μπορεί παρά να έχει μια διευρυμένη ένοπλη κοινωνική επίθεση εναντίον της κεντρικής εξουσίας για την βίαιη κατάλυση του οικονομικού και πολιτικού καθεστώτος. Οποιαδήποτε άλλη διαδρομή για να φτάσουμε στην Επανάσταση δεν έχει διατυπωθεί δημοσίως. Και αυτό πιστεύω ότι συμβαίνει γιατί απλώς άλλη πρόταση δεν υπάρχει, όπως δεν υπάρχει και σε ολόκληρη την ιστορία των επαναστάσεων.
Ως προς αυτόν τον κεντρικό πολιτικό στόχο, ο ένοπλος αγώνας και η ανάπτυξη ενός ένοπλου επαναστατικού κινήματος, υπερβαίνει τον άμεσο στόχο της διευρυμένης προπαγάνδας της κοινωνικής Επανάστασης και της υπονόμευσης της σαθρής λόγω κρίσης λειτουργίας του συστήματος και προσφέρει κάτι ακόμα περισσότερο. Λειτουργεί πρακτικά ως πολιτική πυξίδα που δείχνει την κεντρική πολιτική εξουσία, πάνω από την οποία πρέπει να περάσουμε για να υλοποιήσουμε ένα επαναστατικό σχέδιο. Γιατί ούτε επανάσταση μπορείς να κάνεις χωρίς να οργανώσεις μια ευρεία κοινωνικά ένοπλη επίθεση ενάντια στο καθεστώς με στόχο την καταστροφή δομών και μηχανισμών του ούτε καν διευρυμένο επαναστατικό κίνημα δεν μπορείς να φτιάξεις αν δεν θέτεις εξ’ αρχής την κεντρική πολιτική και οικονομική εξουσία ως τον κυρίαρχο στόχο, ενάντια στον οποίο οφείλουμε συνεχώς να οργανώνουμε τις επιθέσεις μας, είτε αυτές αφορούν πολιτικές παρεμβάσεις είτε ένοπλες επιθέσεις.
Και να επισημάνω πως μεγάλα τμήματα του πληθυσμού στην χώρα πολύ πριν η κρίση και οι πολιτικές διάσωσης του συστήματος τα ισοπεδώσει, είχαν ήδη συσσωρεύσει πολύ οργή για το πολιτικό και οικονομικό σύστημα -όπως την περίοδο της κυβέρνησης Καραμανλή με τα αμέτρητα σκάνδαλα, όπου εκφράσεις όπως «οι πολιτικοί πρέπει να κρεμαστούν στο σύνταγμα», και την περίοδο επιβολής του πρώτου μνημονίου με τις απόπειρες εισβολής στο κοινοβούλιο-, την οποία οργή μετέφεραν με ιδιαίτερη ανησυχία τα καθεστωτικά φερέφωνα των ΜΜΕ, ενώ πολιτικοί κύκλοι στους ευρωπαϊκούς μηχανισμούς εξέφραζαν την ανησυχία τους για μια πιθανή επανάσταση στην Ελλάδα. Και αυτή η ανησυχία αφορούσε την πιθανότητα σύμφυσης αυτής της διάχυτης κοινωνικής οργής με ένα οργανωμένο επαναστατικό κίνημα, που θα έβαζε τους πολιτικούς και οργανωτικούς όρους για να επιχειρηθεί η ανατροπή του καθεστώτος και η Επανάσταση. Αυτοί οι φόβοι έμειναν απλές σκέψεις για την οικονομική και πολιτική ελίτ, αφού, ευτυχώς για το καθεστώς, καμία απόπειρα ανατροπής δεν επιχειρήθηκε, αφού κανένα επαναστατικό κίνημα δεν υπήρχε για να την προωθήσει.
Η απουσία ενός επαναστατικού κινήματος τα τελευταία χρόνια είναι καθοριστικής σημασίας συνθήκη τόσο για την σημερινή κοινωνική ηττοπάθεια που αποτυπώνεται στις όποιες κινητοποιήσεις γίνονται, όσο και στο γεγονός ότι μεγάλα τμήματα του πληθυσμού στράφηκαν στον Σύριζα ως την έσχατη λύση για μια έστω και μικρή «ανακούφισή τους» από την λαίλαπα των μνημονίων. Και αυτό συνέβη γιατί δεν υπήρξε συγκροτημένη επαναστατική πρόταση ενάντια στο καθεστώς και την κρίση.
-Το ζήτημα της οργάνωσης ενός επαναστατικού κινήματος στην βάση της πολεμικής με την κεντρική οικονομική και πολιτική εξουσία -όποια πολιτικά χαρακτηριστικά κι αν αυτή παίρνει κατά καιρούς και χωρίς να εξαιρείται καμία αριστερή έκφανσή της- είναι προϋπόθεση για την θεμελίωση ενός επαναστατικού κινήματος, για την κατάκτηση της μέγιστης δυνατής ενότητας όσων αγωνίζονται, της δημιουργίας επαναστατικών πολιτικών σχέσεων, της θεμελίωσης σχέσεων αλληλεγγύης, αλλά και για να κατακτήσουμε το επιθυμητό αποτέλεσμα, την σύνδεση του κινήματος με ευρύτερα τμήματα της κοινωνίας και την μέγιστη δυνατή διεύρυνσή του.
Αν κάποιοι δεν αντιλαμβάνονται την αναγκαιότητα αυτή και θεωρούν ικανοποιητική την δράση ενάντια σε επιμέρους μορφές εξουσίας που υπάρχουν διαχυμένες στην βάση της υπάρχουσας κοινωνικής οργάνωσης, μάλλον δεν μιλάνε για τον στόχο της κοινωνικής Επανάστασης, αλλά για κάτι διαφορετικό. Ίσως για τον πολλαπλασιασμό των ήδη υπαρχουσών ομάδων και συλλογικοτήτων, την «κλωνοποίηση του εαυτού μας» με την προοπτική το σύστημα να «πνιγεί» από τις πολλές οριζόντιες αυτοοργανωμένες ομάδες πολιτικής συγγένειας. Κάτι που επίσης, δεν έχει ιστορικό προηγούμενο και ούτε μπορεί να έχει αφού δεν στηρίζεται σε αυτές τις πραγματικές υλικές προϋποθέσεις που απαιτεί ένα επαναστατικό εγχείρημα.
Για εμάς, το μόνο κεντρικό πολιτικό ζήτημα που μπαίνει πάνω από όλα τα υπόλοιπα, είναι η ίδια η κοινωνική Επανάσταση. Και το αμέσως επόμενο κεντρικό ζήτημα είναι η οργάνωση μια ευρείας κοινωνικής και ταξικής ένοπλης αντεπίθεσης στο καθεστώς για την συνολική ανατροπή του. Το πώς θα φτάσουμε στα παραπάνω, αυτό απαιτεί μια ευρύτερη πολιτική συνεργασία που θα βάλει τα θεμέλια ενός πραγματικού επαναστατικού κινήματος. Αν είναι να κατηγορήσουν κάποιοι τον Επαναστατικό Αγώνα για κάτι, ας τον κατηγορήσουν για αυτά. Και ας επιχειρηματολογήσουν πάνω στις δικές τους προτάσεις για το πώς γίνεται μια Επανάσταση.
-Η επόμενη παράμετρος που καθορίζει την ανάπτυξη ενός επαναστατικού κινήματος είναι η κατάθεση προτάσεων για το είδος της Επανάστασης που πρεσβεύουμε. Ένα επαναστατικό πρόγραμμα για την δημιουργία μιας οριζόντιας κοινωνικής, πολιτικής και οικονομικής οργάνωσης, συνιστά την προϋπόθεση για να επικοινωνήσουμε με την κοινωνική βάση ως προς το ζητούμενο του δικού μας αγώνα. Αυτό συνιστά για εμένα κοινωνική γείωση του επαναστατικού προτάγματος και όχι η αποκοπή της Επανάστασης από τα προτάγματά μας, η προβολή διαφόρων ενδιάμεσων στόχων ως τελικό ζητούμενο, η άρνηση της πολιτικής μας ταυτότητας και η σύμφυσή μας με αλλότρια και αντεπαναστατικά πολιτικά μορφώματα της αριστεράς. Αυτό μόνο ως αποδοχή της πολιτικής ήττας της ίδιας της Επανάστασης μπορώ να το δεχτώ. Μόνο που στην ουσία, δεν είναι η Επανάσταση που δοκιμάστηκε και έχασε.
Είναι ο εξοβελισμός της η αιτία της σύγχυσης, η αιτία που οι διαχωρισμοί και οι διασπάσεις βαθαίνουν. Και επειδή πάντα κατά την άποψή μου οι πολιτικές σχέσεις μεταξύ αγωνιστών θεμελιώνονται πάνω στον τελικό στόχο του αγώνα, δηλαδή την Επανάσταση -ξεκαθαρίζοντας βέβαια για το είδος της επανάστασης πρεσβεύουμε-, η δημιουργία ενός επαναστατικού κινήματος μπορεί να χτιστεί σε στέρεες και υγιείς βάσεις αν ξεκινήσει τις συμφωνίες κατ’ αρχήν από τον μακροπολιτικό στόχο, την Επανάσταση, συνεχίσει στο επόμενο που είναι η κατάδειξη της κεντρικής οικονομικής και πολιτικής εξουσίας ως πρωτεύοντας εχθρός και η κατάλυσή της ως καταληκτικός στόχος της συλλογικής πολιτικής κατεύθυνσης. Για να προχωρήσει στην πορεία στην στρατηγική και στο πώς θα καταφέρουμε να πετύχουμε τον στόχο μας και στην συνέχεια στις δράσεις και τις οργανωτικές μορφές, μέσα από τις οποίες θα μπορεί να υλοποιηθεί αυτός ο στόχος. Και σε μια τέτοια προσπάθεια, η οποία μόνο αν είναι εμποτισμένη από την βούληση για την νίκη, από την πίστη στην ίδια την Επανάσταση μπορεί να υλοποιηθεί με επιτυχία, όλοι θα πρέπει να χωράνε.
Με δυο λόγια, δεν είναι η οργανωτική μορφή που θα πάρει ένα κίνημα η αφετηρία για την πραγματοποίησή του, αλλά οι πολιτικές συμφωνίες. Και, φυσικά, κανένας συντονισμός, διεύρυνση, ενδυνάμωση των πολιτικών σχημάτων που ήδη υπάρχουν μπορεί να υποκαταστήσει ένα επαναστατικό κίνημα. Εξάλλου, καμία ομάδα δεν μπορεί να είναι αυτοσκοπός, αλλά μόνο μέσο. Όπως έχουμε πει πολλές φορές και στο παρελθόν, το ίδιο ισχύει και για τον Επαναστατικό Αγώνα, το ίδιο ισχύει για όλους.
Ζητήματα που άπτονται του αξιακού κώδικα των αναρχικών -όπως ο αντισεξισμός, ο αντιρατσισμός κλπ- και θέτουν το ζήτημα της κάθετης διαφοροποίησής μας από κάθε είδους διαχωρισμούς, φυλετικούς, εθνικούς, κοινωνικούς, είναι δεδομένο ότι είναι αδιαχώριστα από την ίδια την φύση ενός επαναστατικού κινήματος, αλλά και την προοπτική της ίδιας της κοινωνικής Επανάστασης. Όμως δεν μπορούν να γίνουν αιχμή για έναν γενικευμένο αγώνα καθεστωτικής ανατροπής. Η πατριαρχία για παράδειγμα, είναι από τις αρχαιότερες μορφές εξουσίας και όσον τουλάχιστον αφορά τον εαυτό μου ήμουν και παραμένω ταγμένος εχθρός της, όπως και του σεξισμού σε όλες του τις εκφάνσεις. Όμως δεν μπορεί αυτή η μορφή εξουσίας, παρά το γεγονός ότι διαπερνάει κάθε διάσταση της υπάρχουσας κοινωνικής οργάνωσης, από ψηλά στην οργανωμένη εξουσία έως χαμηλά στην κοινωνική βάση, να μπει ως στρατηγικός στόχος μιας επαναστατικής προσπάθειας.
Όπως, επίσης, το ζήτημα του αντιρατσισμού, παρά το γεγονός ότι το μεταναστευτικό στις μέρες μας τείνει να γίνει ένα από τα κορυφαία ζητήματα στην Ελλάδα και στην Ευρώπη, στο οποίο οφείλουμε να δώσουμε ιδιαίτερη σημασία, δεν μπορεί να υποκαταστήσει το συλλογικό επαναστατικό πρόταγμα. Και κυρίως το ζήτημα αυτό που αξιοποιείται από την ευρωπαϊκή πολιτική και οικονομική ελίτ για μια ακόμη φορά ως εργαλείο για την αποκατάσταση των κερδών του κεφαλαίου μέσω της μείωσης των μισθών και που στο αμέσως επόμενο διάστημα θα αναδειχτεί με την βοήθεια της ευρωπαϊκής ακροδεξιάς ως κυρίαρχο ζήτημα της ευρωπαϊκής κρίσης, δεν προσεγγίζεται με την απλή συμπαράστασή μας στους μετανάστες και την προπαγάνδιση των αξιών μας.
Σε αυτό το ζήτημα, παρά το γεγονός ότι δεν μπορεί να είναι κεντρικής στρατηγικής κατεύθυνσης για ένα επαναστατικό κίνημα, θέλω να μείνω λίγο παραπάνω, καθώς στην τωρινή περίοδο συνιστά ένα ζήτημα πολύ σοβαρό.
Είναι γνωστό ότι το γερμανικό κράτος ανέστειλε την συνθήκη του Δουβλίνου και άνοιξε τα σύνορά του για να δεχτεί πρόσφυγες από την Συρία κατόπιν αιτήματος Γερμανών επιχειρηματιών που ήθελαν ακόμα πιο φθηνά εργατικά χέρια για την διατήρηση της κερδοφορίας τους. Αυτή η κίνηση εντάσσεται στην προσπάθεια αναζήτησης λύσεων για την επαπειλούμενη κρίση στην γερμανική οικονομία που οφείλεται στην ευρύτερη ευρωπαϊκή κρίση, την αδυναμία απορρόφησης του γερμανικού παραγόμενου προϊόντος και την μείωση των γερμανικών εξαγωγών που έχει αυτό σαν συνέπεια. Η μείωση του κόστους παραγωγής μέσω της μείωσης του εργατικού κόστους είναι η λύση για την διατήρηση των γερμανικών πλεονασμάτων που μειώνονται συνεχώς τα τελευταία χρόνια. Την ίδια πολιτική ακολουθούν και θα ακολουθήσουν και άλλες χώρες -Αγγλία και ΗΠΑ έχουν ήδη ξεκινήσει- προβάλλοντας παράλληλα και ένα «αντιρατσιστικό», «αλληλέγγυο» με τους πρόσφυγες προφίλ.
Ενώ η Ευρώπη όλη μαστίζεται από την ανεργία, ενώ οι συνθήκες διαβίωσης γίνονται παντού όλο και πιο άθλιες -είναι γνωστό ότι τα γερμανικά πλεονάσματα κατάφεραν να διατηρηθούν μέσω ενός μακροχρόνιου παγώματος των μισθών, που στα χρόνια της κρίσης μειώθηκαν-, καμία αριστερή πρόταση δεν υπάρχει που να υπερβαίνει τις καθεστωτικές. Ακόμα και το «διεθνιστικό» ΚΚΕ σε ερώτηση για την απορρόφηση των μεταναστών στην ελληνική παραγωγή, απαντάει πως «έχουμε ήδη πολλούς ανέργους», «να αποσταλούν στις χώρες προορισμού τους», ζητάει από την ΕΕ που «πολεμά» να πάρει μέτρα για το ζήτημα και απουσιάζει οποιαδήποτε ουσιαστική αναφορά για το μεταναστευτικό από τις προγραμματικές του δηλώσεις για την έξοδο από την κρίση, οι οποίες ως γνωστό μένουν στο αντεπαναστατικό, αλλά και μάταιο πρόταγμα της κρατικοποίησης του υπάρχοντος οικονομικού μοντέλου παραγωγής, της συγκεντροποίησης κεφαλαίων σε κάθε οικονομική διαδικασία, δηλαδή, του κρατικού καπιταλισμού.
Σε ένα πρόγραμμα επαναστατικού κοινωνικού μετασχηματισμού, με συγκεκριμένες προτάσεις που οφείλουμε να συγκροτήσουμε και να καταθέσουμε στην κοινωνία, κανένας προλετάριος, κανένας από την κοινωνική βάση δεν περισσεύει, ούτε ντόπιος ούτε μετανάστης, όπως συμβαίνει στα αριστερά και κομμουνιστικά κόμματα, για τα οποία και υπάρχει πρόβλημα πλεονάσματος ανθρώπινου και εργατικού δυναμικού.
Με δυο λόγια όσον αφορά το μεταναστευτικό, για το οποίο επιμένω ότι θα αποτελέσει την αφορμή για την έξαρση του ρατσισμού πανευρωπαϊκά με ό,τι αυτό συνεπάγεται, είμαστε μόνοι μας και πρέπει να το δούμε με σοβαρότητα και ενωμένοι. Η δημιουργία ενός επαναστατικού κινήματος που θα θέτει στο παρόν πρακτικές διεξόδους αντιμετώπισης των προβλημάτων που αντιμετωπίζουν οι μετανάστες, παράλληλα με την ανάπτυξη υποδομών για τους ντόπιους που μαστίζονται από την κρίση -υποδομές στέγασης, ιατροφαρμακευτικής περίθαλψης, σίτισης κλπ- είναι αναγκαία και επιθυμητή συνθήκη, εντάσσοντάς την όμως στο ευρύτερο επαναστατικό σχέδιο για την κοινωνική Επανάσταση. Γιατί το καθημερινό μας πρόταγμα αλληλεγγύης στους μετανάστες συμβαδίζει μόνο με την προοπτική της Επαναστατικής κοινωνικής αλλαγής, με οριζόντιες μορφές οικονομικής οργάνωσης, όπου η συνεισφορά όσο το δυνατό περισσότερων ανθρώπων, ντόπιων και ξένων, θα είναι επιθυμητή και αναγκαία. Και στον βαθμό που η συμμετοχή σε ένα τέτοιο εγχείρημα δεν μπορεί να είναι εκβιαστική, η συμμετοχή όσων από τους μετανάστες επιθυμούν σε μια τέτοια κοινωνική μεταμόρφωση, είναι κάτι το οποίο μπορούμε θεωρητικά και πρακτικά να προωθούμε. Και όσοι επιμένουν και κατά την διάρκεια μιας προσπάθειας οικοδόμησης μιας επαναστατικής κοινωνίας στην αναζήτηση του «καπιταλιστικού θαύματος», ας το αναζητήσουν αλλού.
Σε ένα τέτοιο κρίσιμο ζήτημα, μόνο ένα επαναστατικό κίνημα μπορεί να απαντήσει και να αποτρέψει την σύγχυση και τον αποπροσανατολισμό σε σχέση με την κρίση, τις αιτίες και τους υπευθύνους της, σύγχυση που θα τροφοδοτείται και θα αξιοποιείται από τους φασίστες σε πανευρωπαϊκό επίπεδο. Γιατί η ασφαλέστερη οδός για να αποτρέψουμε την ενδυνάμωση του φασισμού και την διάχυση ρατσιστικών αντιλήψεων και συμπεριφορών στην κοινωνική βάση, είναι ένα επαναστατικό κίνημα που με πολιτικοστρατιωτικούς όρους θα μπορεί να πολεμήσει τόσο την κεντρική πολιτική και οικονομική εξουσία, την μόνη υπεύθυνη για την κρίση, όσο και τους φασίστες, με στόχο την ιδεολογικοπολιτική αποδόμησή τους και τον στρατιωτικό παροπλισμό τους. Και επειδή σύντομα, με το ευνοϊκό έδαφος που τους προσφέρεται από την ολοκληρωτική χρεοκοπία των αριστερών πολιτικών διαχείρισης της κρίσης, με την ραγδαία αύξηση των μεταναστών και την απουσία ενός επαναστατικού κινήματος που θα τους αφαιρεί πολιτικό έδαφος, θα τους περιθωριοποιεί κοινωνικά και πολιτικά και θα έχει την τόλμη να τους τσακίζει στην κυριολεξία και όχι στα λόγια, είναι βέβαιο ότι θα έχουμε σοβαρά προβλήματα με αυτούς, οφείλουμε να κάνουμε άμεσα και τις σχετικές υπερβάσεις σε κάθε επίπεδο. Διατηρώντας όμως το ζήτημα μέσα στα πλαίσια ενός ευρύτερου επαναστατικού σχεδιασμού, προσέχοντας να μην γίνει κύρια αιχμή της δράσης και αφήνοντας στην άκρη αναχρονιστικές συνθηματολογίες που ανήκουν σε άλλες εποχές του μακρινού παρελθόντος, δείχνουν αδυναμία ένταξης των συγκεκριμένων ζητημάτων στις τωρινές συνθήκες, απουσία ανάλυσης για την κρίση και τα επακόλουθά της και μας κάνει να φαντάζουμε γραφικοί.
Τις θέσεις μας για την δημιουργία επαναστατικού κινήματος, για την οριζόντια επαναστατική κοινωνική οργάνωση και για την αναγκαιότητα ανάπτυξης του ένοπλου αγώνα τις έχουμε καταγράψει επανειλημμένα στο παρελθόν. Οφείλω όμως να επανέλθω γιατί, όπως είπα και πιο πάνω, είναι αναγκαία προϋπόθεση για την θεμελίωση ενός επαναστατικού κινήματος και για την σύνδεσή του με την βάση της κοινωνίας η επεξεργασία και η δημόσια κατάθεση προτάσεων για την επαναστατική κοινωνική και οικονομική συγκρότηση.
Για κάποιους αυτό μπορεί να λαμβάνεται ως προσπάθεια επιβολής μιας κοινωνικής φόρμας, πράγμα το οποίο αντίκειται στις προσδοκίες αυτών που πρεσβεύουν την «διαρκή εξέγερση», ή αυτών που πιστεύουν ότι η επαναστατική κοινωνική οργάνωση πρέπει να προκύψει από την ίδια την εξεγερμένη κοινωνία. Γι’ αυτό και αρκεί να προβάλλεται ως επανάσταση η ίδια η εξέγερση, με το επαναστατικό πρόταγμα, αν και όπου υπάρχει αυτό, να περιορίζεται σε συνθήματα αξιών.
Μόνο που η προοπτική της διαρκούς εξέγερσης δεν είναι ικανή να κινητοποιήσει ανθρώπους, όσο και αν αυτοί χτυπιούνται από την κρίση. Και ως γνωστό η εξέγερση είναι στιγμιαία επίθεση σε θεσμούς και σύμβολα του καθεστώτος και δεν εμπεριέχει από μόνη της κανένα πρόταγμα επανάστασης. Οι εξεγερμένοι είναι υποκείμενα που μπορεί το επαναστατικό πρόταγμα να κατατεθεί και σε κάποιους να γίνει δεκτό, όμως δεν μπορεί να είναι δεδομένη καμία προοπτική επαναστατικής συμπόρευσης. Η επαναστατική συνείδηση υπερβαίνει την εξέγερση και η διαμόρφωσή της είναι ζήτημα που αφορά μια πολύπλευρη διαδικασία. Και η διαδικασία αυτή για κάποια τμήματα της κοινωνίας αναπόφευκτα θα γίνει ταυτόχρονα με την ίδια την επαναστατική απόπειρα.
Αν κάποιος θέλει πραγματικά μια κοινωνική Επανάσταση, οφείλει να καταθέσει τις προτάσεις του στην κοινωνία εδώ και τώρα και να ανοίξει ένας ειλικρινής και συντροφικός διάλογος για μια πραγματική επαναστατική προοπτική. Και για να το πετύχουμε αυτό οφείλουμε να θεμελιώνουμε τις θέσεις και τις προτάσεις μας με τα υπαρκτά, πρακτικά και φλέγοντα ερωτήματα και προβλήματα που απασχολούν την κοινωνική πλειοψηφία. Ενώ η εναλλακτική διαχείριση της κρίσης από αριστερά κόμματα έχει φτάσει σε αδιέξοδο, είναι κατ’ αρχήν δική μας δουλειά να αποδομούμε κάθε νέα αριστερή πρόταση που ευελπιστεί να καλύψει το κενό που άφησε πίσω του ο Σύριζα, προκειμένου να διασφαλίσουμε ότι η επαναστατική πρόταση για την διέξοδο από την κρίση και από τις κρίσεις συνολικά του συστήματος, θα είναι η μόνη αξιόπιστη, αλλά και ρεαλιστική. Για να γίνει αυτό οφείλουμε να απαντήσουμε εμείς με επιχειρήματα για την αδιέξοδη πολιτική της αριστερής διαχείρισης του συστήματος όπως αυτή εκφράζεται από κάθε αριστερό κόμμα. Να αναδείξουμε την ματαιότητα να προσμένει η κοινωνία λύσεις μέσω του ρεφορμισμού, να επιχειρηματολογούμε συνεχώς πάνω στα αδιέξοδα που εγγυάται αυτός να φέρει.
Για να το διασφαλίσουμε αυτό οφείλουμε να ξεκινήσουμε από τα ίδια τα ερωτήματα που έχουν μεγάλα τμήματα της κοινωνίας αυτή την περίοδο. Ζητήματα όπως η έξοδος από το ευρώ -η επιστροφή σε εθνικό νόμισμα είναι ένα ζήτημα που απασχολεί όλο και περισσότερους ανθρώπους, παρά τα αδιέξοδα που φάνηκαν να έχει αυτή η πρόταση επί εξουσίας του Σύριζα-, είναι θέμα που οφείλουμε να αποδείξουμε ότι από μόνο του δεν εγγυάται καμία βελτίωση των συνθηκών ζωής και καμία προοπτική διεξόδου από την κρίση. Ή το ζήτημα μονομερούς διαγραφής του ελληνικού χρέους.
Και τα δυο παραπάνω ζητήματα είναι αυτονόητο ότι συνυπάρχουν σε μια επαναστατική πρόταση, και ότι όχι μόνο δεν μπορούν να φέρουν αποτέλεσμα σε μια συνθήκη αριστερής διαχείρισης της κρίσης, αλλά δεν μπορούν καν να επιχειρηθούν, αφού η εφαρμογή αυτών των προτάσεων σημαίνουν αυτόματα την έναρξη ενός αδυσώπητου πολέμου με την υπερεθνική οικονομική και πολιτική ελίτ, στην οποία ανήκει ουσιαστικά σήμερα η χώρα. Και να αποδείξουμε ότι είναι παραμύθια κάθε πρόταση ριζοσπαστικής διακυβέρνησης, αφού αυτή προϋποθέτει την εμπλοκή της κοινωνίας σε μια σύγκρουση δύσκολη και μακρά με το κεφάλαιο και τους υπερεθνικούς οικονομικούς και πολιτικούς μηχανισμούς του συστήματος. Μια σύγκρουση που κανένας αριστερός διεκδικητής της εξουσίας δεν έχει την βούληση να διεξάγει. Και που αν από έλλειψη κατανόησης των συνθηκών και όσων διακυβεύονται από μια αριστερή κυβέρνηση που μπορεί να προκύψει στο μέλλον, επιχειρηθεί η εφαρμογή των παραπάνω, η αντίδραση της υπερεθνικής ελίτ θα είναι τέτοια που θα είναι αδύνατη η επιβίωση της συγκεκριμένης κυβέρνησης. Γιατί πολύ απλά στις σημερινές συνθήκες οποιαδήποτε κίνηση αποχωρισμού από την ΕΕ και αθέτησης πληρωμών στους δανειστές, δεν μπορεί να σταθεί χωρίς να είναι μια κοινωνία υποχρεωμένη να προχωρήσει σε βαθιές ανατροπές και συγκρούσεις με το καθεστώς του καπιταλισμού, με την αντιπροσωπευτική δημοκρατία που τον υπηρετεί, με την οικονομία της αγοράς.
Οφείλουμε λοιπόν όχι μόνο να επιχειρηματολογούμε συνεχώς για τις προτάσεις αυτές, αλλά και να προετοιμάζουμε την κοινωνική βάση με ειλικρίνεια για την προοπτική μιας σύγκρουσης με την υπερεθνική ελίτ, σε μια κατεύθυνση όμως που μπορεί να φέρει την διέξοδο από την κρίση και που είναι η μόνη ρεαλιστική και ελπιδοφόρα. Την ανατροπή του καθεστώτος και την κοινωνική Επανάσταση.
Γιατί τόσο η έξοδος από το ευρώ όσο και η μονομερής διαγραφή του χρέους δεν είναι τίποτα λιγότερο από την έναρξη μιας διαδικασίας αποχώρησης από το οικονομικό και πολιτικό σύστημα, που δεν μπορεί να γίνει με ομαλό τρόπο, όμως είναι αναγκαία συνθήκη για να τελειώνουμε με τα καθεστώτα δουλείας, της υποταγής, της κοινωνικής ευθανασίας.
Μια επαναστατική πρόταση έτσι όπως την είχε καταθέσει ο Επαναστατικός Αγώνας που ξεκινάει από τα άμεσα ζητήματα της εποχής μας και φτάνει ως την οργανωτική πρόταση για μια επαναστατική κοινωνία είναι συνοπτικά:
-Έξοδος από την ΟΝΕ, την ΕΕ και φυσικά το ΝΑΤΟ. Μονομερής στάση πληρωμών για το σύνολο του ελληνικού χρέους.
-Απαλλοτρίωση της ιδιοκτησίας των πλουσίων, των μεγάλων επιχειρήσεων, των πολυεθνικών, όλης της περιουσίας των καπιταλιστών.
-Κατάργηση του τραπεζικού συστήματος, διαγραφή όλων των χρεών προς τις τράπεζες, επιστροφή των μικρών περιουσιών που έχουν κατασχεθεί από τις τράπεζες λόγω χρεών, κοινωνικοποίηση των περιουσιακών στοιχείων των τραπεζών. Κοινωνικοποίηση του πλούτου που κατέχει η Τράπεζα της Ελλάδας.
-Απαλλοτρίωση της κρατικής περιουσίας, των επιχειρήσεων κοινής ωφέλειας. Απαλλοτρίωση της εκκλησιαστικής περιουσίας.
-Κοινωνικοποίηση των μέσων παραγωγής, της βιομηχανίας, των λιμανιών, των μέσων μεταφοράς και επικοινωνιών. Των νοσοκομείων και των εκπαιδευτικών ιδρυμάτων.
-Άμεση κατάργηση του κράτους και της αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας. Αντικατάσταση αυτής από ένα συνομοσπονδιακό όργανο λαϊκών Συνελεύσεων και εργατικών Συμβουλίων, ο συντονισμός των οποίων, η επικοινωνία και η εκτέλεση των αποφάσεων θα γίνεται από αντιπροσώπου αιρετούς και ανακλητούς. Σε εθνικό επίπεδο το όργανο που θα εκτελεί τις αποφάσεις που λαμβάνονται σε τοπικό και περιφερειακό επίπεδο θα είναι μια Συνομοσπονδιακή Λαϊκή Συνέλευση, τα μέλη της οποίας θα προέρχονται από εξουσιοδοτημένους αντιπροσώπους αιρετούς και ανακλητούς από τις τοπικές λαϊκές Συνελεύσεις και τα εργατικά Συμβούλια.
-Κατάργηση της αστυνομίας και του στρατού και αντικατάστασή τους από ένοπλη λαϊκή πολιτοφυλακή μη μισθοφορική.
Οι πυρήνες της οργάνωσης και της λήψης των αποφάσεων μιας επαναστατικής κοινωνίας θα είναι τα εργατικά Συμβούλια, οι λαϊκές Συνελεύσεις στις κοινότητες, στις γειτονιές, στις πόλεις. Αυτές θα έχουν τον πρώτο λόγο στο τι θα παράγεται, από ποιους και για ποιους. Αυτές θα έχουν τον πρώτο λόγο στην οργάνωση της παραγωγής σε τοπικό επίπεδο. Είναι αναγκαία προϋπόθεση για την εξέλιξη της ίδιας της επαναστατικής διαδικασίας να υποστηριχτεί και να ενισχυθεί μια διαδικασία αποκέντρωσης της οικονομικής και κοινωνικής οργάνωσης, δίνοντας ιδιαίτερο βάρος στην ενίσχυση των κοινοτήτων. Η προώθηση και στήριξη των συλλογικών οικονομικών διαδικασιών με οριζόντια οργάνωση, με έμφαση στην Κομμούνα, είναι το μόνο πραγματικά κομμουνιστικό μοντέλο κοινωνικής οργάνωσης. Το οποίο δεν μπορεί να εφαρμοστεί με κανένα είδους εξαναγκασμό και βία από κάποια κεντρική εξουσία -γεγονός που θα πνίξει αυτομάτως την ίδια την Επανάσταση-, αλλά με βάση έναν από τα κάτω σχεδιασμό της παραγωγής που θα ικανοποιεί τις ανάγκες τόσο των τοπικών κοινωνιών όσο και των αναγκών σε περιφερειακό και εθνικό επίπεδο.
Η άμεση κατάργηση του κράτους είναι αναγκαία προϋπόθεση για την θεμελίωση μιας Επανάστασης. Κανένα κεντρικό όργανο οικονομικό ή πολιτικό δεν μπορεί να αντικαταστήσει την οριζόντια οργάνωση λήψης αποφάσεων σε κάθε επίπεδο, χωρίς να υπονομεύσει την ίδια την Επανάσταση. Μια Επανάσταση που θα έχει αφήσει πίσω της την λογική του κέρδους στην παραγωγή, που θα έχει καταργήσει την μεγάλη ιδιοκτησία, που δεν θα έχει καπιταλιστές και εκμεταλλευτές της εργασίας, που δεν θα βασίζει την οικονομική της λειτουργία στην αναπαραγωγή του κεφαλαίου, που θα έχει αποκλείσει την προοπτική του πλουτισμού, των ανισοτήτων, των ταξικών και κοινωνικών διαχωρισμών και που η κάθε της λειτουργία θα αποσκοπεί στην διασφάλιση της ευημερίας όλων ανεξαιρέτως των ανθρώπων με ίσους όρους, στην διασφάλιση της οικονομικής ισότητας και της ελευθερίας, δεν έχει ανάγκη από κανένα κεντρικό όργανο οικονομικής και πολιτικής διαχείρισης. Κάθε μορφή οργανωμένης εξουσίας είναι εχθρική και ανεπιθύμητη.
Κάθε απόπειρα εκμετάλλευσης, κάθε απόπειρα ιδιοποίησης του κοινωνικού πλούτου, κάθε απόπειρα επαναφοράς των ανισοτήτων, θα αποτρέπεται από τις ίδιες τις δομές της επαναστατικής κοινωνίας και όπου εμφανίζεται θα είναι καταδικαστέα και θα εξοβελίζεται. Και στην προοπτική ενός κοινωνικού εγχειρήματος που όλοι μπορούν ισότιμα να συμμετέχουν και που για αυτό τον λόγο θα είναι ένα επίτευγμα συλλογικό, πολλοί θα είναι αυτοί που θα θέλουν να το περιφρουρήσουν από τους εχθρούς του, οι οποίοι θα είναι πολλοί, τόσο στο εσωτερικό όσο και στο εξωτερικό. Γι’ αυτό και οφείλει μια επαναστατημένη κοινωνία να έχει διασφαλίσει τις στρατιωτικές αυτές δομές που θα περιφρουρήσουν αποτελεσματικά ένα τέτοιο εγχείρημα, στην βάση πάντα του εθελοντισμού.
Αναφορικά με την προοπτική να μπουν από τώρα κάποια θεμέλια για μια επαναστατική κοινωνική αλλαγή, αυτή μπορεί να γίνει στον βαθμό που εμπεριέχει την ριζοσπαστική λογική της ρήξης με το υπάρχον οικονομικό και πολιτικό καθεστώς. Με αυτή την οπτική δεν μπορούμε να συμπεριλάβουμε σε μια ανατρεπτική πρόταση εναλλακτικές πρακτικές που εφαρμόζονται από τα κάτω -κάποιες προωθούνται και οργανώνονται από μερίδα μικρομεσαίων επιχειρηματιών όπως π.χ. τα τοπικά νομίσματα- ή το «εμπόριο χωρίς μεσάζοντες», το οποίο ως γνωστόν μεσολαβούν οι τοπικοί άρχοντες αποκομίζοντας και τις ανάλογες μίζες. Επίσης, η κοινωνική βάση σε περιόδους κρίσης βρίσκει από μόνη της δομές αλληλοβοήθειας -τράπεζες χρόνου, ανταλλακτικά παζάρια, διάθεση προϊόντων από παραγωγούς- για να καλύψει με αυτόν τον τρόπο βασικές ανάγκες, όπως έγινε στην Αργεντινή, όπως γίνεται και στην χώρα μας. Αυτές δείχνουν μια, έστω προσωρινή, τάση απεγκλωβισμού τμημάτων των φτωχών από την μέγγενη του συστήματος για λόγους καθαρά επιβίωσης, όμως δεν συνιστούν ανατρεπτικά εγχειρήματα, στον βαθμό που δεν υπερβαίνουν εκ φύσεως την λογική της συνύπαρξης με το καθεστώς και δεν το απειλούν. Παραμένουν απλώς μέθοδοι συνδιαχείρισης της φτώχειας.
Για να συνιστά ένα παραγωγικό εγχείρημα απειλή για το σύστημα, προϋποθέτει να έχει ως αφετηρία την βίαιη απαλλοτρίωση μέσων παραγωγής, την αυτοδιαχείρισή τους από τους εργαζόμενους και την περιφρούριση του εγχειρήματος από κάθε απόπειρα αφομοίωσής του.
Πρακτικές όμως όπως καταλήψεις παραγωγικών δομών για την λειτουργία τους από εργάτες, με την προϋπόθεση ότι αυτές θα είναι αδιαμεσολάβητες και θα διασφαλίζουν με το πολιτικό τους πλαίσιο ότι δεν μπορούν να αφομοιωθούν από καμία κυβέρνηση, μπορούμε να τις προωθούμε, ακόμα και να συμμετέχουμε σε αυτές. Ή καταλήψεις γης και καλλιέργειά τους συλλογικά -πρακτική που μπορούμε να την πραγματοποιούμε μαζί με ντόπιους ανέργους και ακτήμονες- μπορεί να γίνει όχι μόνο πρόταση επιβίωσης, αλλά και μοντέλο επαναστατικής διαχείρισης της γης. Στον βαθμό όμως που η γη είναι αντικείμενο διεκδίκησης και δεν αφορά στην παραχώρησή του από τον ιδιοκτήτη της.
Με δυο λόγια οι πρακτικές που μπορούμε να επιχειρήσουμε κάποια παραγωγικά εγχειρήματα τώρα, για να είναι αυτά πραγματικά επαναστατικά οφείλουν να έχουν στον πυρήνα της λογικής τους την βίαιη σύγκρουση με τον πυρήνα της συστημικής παραγωγικής διαδικασίας και να θέτουν στην πράξη το ζήτημα της σύγκρουσης με το κεφάλαιο και την μεγάλη ιδιοκτησία, της καθολικής απαλλοτρίωσης των μέσων παραγωγής και της γης από τα αφεντικά και το κράτος, ακόμα και αν αυτό προϋποθέτει την βίαιη σύγκρουση με το καθεστώς.
Αν καταφέρναμε να βάλουμε σε εφαρμογή τέτοια εγχειρήματα, τα οποία θα είχαν την ανάγκη της στήριξης πολλών περισσότερων, στήριξης πολύμορφης σε πολλά επίπεδα, θα μπορούσαμε να μιλάμε για μια απόπειρα προώθησης στοιχείων του επαναστατικού μας προγράμματος εδώ και τώρα. Έχοντας όμως ως βάση την λογική ότι είναι μάταιο να προσδοκάμε την δημιουργία «νησίδων ελευθερίας» εντός του συστήματος, αφού τέτοια εγχειρήματα είναι αφομοιώσιμα, είναι εσωστρεφή και δεν προσφέρουν στο επαναστατικό πρόταγμα, το οποίο εκ φύσεων είναι συγκρουσιακό και βίαιο σε κάθε πρακτική έκφρασή του. Και όταν λέω βίαιο, εννοώ την σύγκρουση με τον πυρήνα της ίδιας της καπιταλιστικής και κρατικής λειτουργίας, είτε αφορά την ιδιοκτησία των μέσων παραγωγής είτε τις σχέσεις διαμεσολάβησης και εξουσίας, συνθήκη που οφείλουμε να υπερασπιστούμε με όλα τα μέσα προκειμένου να την προωθήσουμε.
Αυτό όμως, που πιστεύω πως είναι αναγκαία προϋπόθεση για να προωθήσουμε το επαναστατικό πρόταγμα και να βρούμε ουσιαστικά ερείσματα στην κοινωνική βάση, είναι η μεταμόρφωση όλων μας σε μαχητές της ελευθερίας. Σε αγωνιστές που μπορούν με την στάση και την δράση τους να μεταλαμπαδεύσουν στην κοινωνική πλειοψηφία που πλήττεται από την κρίση την πίστη σε έναν αγώνα για την ελευθερία, με όποιο κόστος και αν αυτός έχει. Την πίστη ότι ένας αγώνας για την Επανάσταση όχι μόνο αξίζει να γίνει, αλλά ότι είναι και η μόνη διέξοδος από την δουλεία, η μόνη διαδρομή προς την κατάκτηση της ανθρώπινης αξιοπρέπειας. Ότι για τις αξίες της οικονομικής ισότητας και της ελευθερίας αξίζει κανείς να πολεμάει, με κάθε κόστος και τίμημα. Και ότι για την κοινωνική Επανάσταση είμαστε έτοιμοι να υποθηκεύσουμε τα πάντα. Να υποθηκεύσουμε την ελευθερία και την ίδια μας την ζωή. Γιατί το πρώτο πράγμα που πρέπει νικήσουμε για να προχωρήσουμε μπροστά είναι ο φόβος, τόσο στον εαυτό μας όσο και στην κοινωνία.
Σε αυτό το ζήτημα, αν δεν είμαστε εμείς οι πρωταγωνιστές, δεν θα είναι κανείς. Γιατί Επανάσταση χωρίς τίμημα ούτε επιχειρείται ούτε καν προπαγανδίζεται με αποτελεσματικότητα
ΕΜΠΡΟΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΑ ΕΝΟΣ ΕΠΑΝΑΣΤΑΤΙΚΟΥ ΚΙΝΗΜΑΤΟΣ
ΝΑ ΠΟΛΕΜΗΣΟΥΜΕ ΤΗΝ ΑΝΤΙΠΡΟΣΩΠΕΥΤΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ
ΝΑ ΠΟΛΕΜΗΣΟΥΜΕ ΤΟ ΚΡΑΤΟΣ ΚΑΙ ΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ
ΝΑ ΠΟΛΕΜΗΣΟΥΜΕ ΓΙΑ ΤΗΝ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ
Πόλα Ρούπα
Μέλος του Επαναστατικού Αγώνα
* Αναδημοσίευση από athens.indymedia.org   οπου δημοσιεύτηκε με αυτόν τον τίτλο: “ Επίκαιρη ανάλυση της καταζητούμενης συντρόφισσας Πόλας Ρούπα , μέλους του Επαναστατικού Αγώνα ”