Η αμφισημία στην μαρξιστική σκέψη (Μέρος Δεύτερο)

Ο Λένιν και η ανανέωση της κοινωνίας
του Μάρτιν Μπούμπερ *
Όπως ακριβώς η βασική αρχή της ανανέωσης της κοινωνίας από τα έσω, με μιαν αναζωογόνηση του κυτταρικού ιστού της, δεν βρήκε στη θεωρία του Μαρξ παγιωμένη θέση που να απέρρεε από την ίδια την ιδέα, έτσι δεν είχε θέση γι’ αυτήν στην πιο τεράστια προσπάθεια του καιρού μας να πραγματώσει αυτήν τη θεωρία μέσα από την θαυμαστή αλλά πολύ προβληματική εφαρμογή της συνειδητής ανθρώπινης βούλησης. Και στις δυο περιπτώσεις το αρνητικό αυτό γεγονός μπορεί, όπως είδαμε, να δικαιολογηθεί όσον αφορά στην προεπαναστατική περίοδο λέγοντας ότι υπό την βασιλεία του καπιταλισμού δεν μπορούσε να συντελεστεί κανενός είδους, ούτε καν αποσπασματική κοινωνική αναζωογόνηση- αλλά όσον αφορά στην μετεπαναστατική περίοδο διαπιστώνεται και στις δυο περιπτώσεις ότι θα ήταν «ουτοπικό» να προδιαγράφουμε τις κατάλληλες μορφές της αναζωογόνησης αυτής.
«Η ουτοπία», γράφει ο Ένγκελς το 1872, «ξεπροβάλλει όταν, από τις υπάρχουσες συνθήκες, οι άνθρωποι επιχειρούν να προδιαγράφουν την μορφή με την οποία θα αρθεί η άλφα ή η βήτα αντινομία της υπάρχουσας κοινωνίας». «Στον Μαρξ», λέει ο Λένιν, «δεν θα βρείτε ίχνος ουτοπικότητας με την έννοια της επινόησης της καινούριας κοινωνίας και της φανταστικής της κατασκευής». Αλλά όσο άχρηστες κι αν είναι αυτές οι φανταστικές εικόνες, είναι ζωτικής σημασίας ν’ αφήσουμε την ιδέα στην οποία έχουμε προσκολληθεί να υπαγορεύσει την κατεύθυνση προς την οποία επιδιώκουμε να πάμε. Η σοσιαλιστική ιδέα δείχνει αναγκαστικά, ακόμα και στους Μαρξ και Λένιν, προς την οργανική οικοδόμηση μιας καινούριας κοινωνίας από μικρές κοινωνίες εσωτερικά συνδεδεμένες από κοινή ζωή και κοινή δουλειά, και τις ενώσεις τους. Αλλά ούτε στον Μαρξ ούτε στον Λένιν γεννά η ιδέα αυτή ένα σαφές και συνεκτικό πλαίσιο αναφοράς για τη δράση. Και στις δυο περιπτώσεις το αποκεντρωτικό στοιχείο της αναδιαμόρφωσης εκτοπίζεται από το συγκεντρωτικό στοιχείο της επαναστατικής πολιτικής.
Και στις δυο περιπτώσεις ο λειτουργικός νόμος είναι ότι η αυστηρά συγκεντρωτική δράση είναι απαραίτητη για να επιτύχει η επανάσταση, και προφανώς αυτό έχει μεγάλη δόση αλήθειας- αυτό που λείπει είναι η συνεχής χάραξη οριοθετικών γραμμών ανάμεσα στις απαιτήσεις αυτής της δράσης και —χωρίς να την προδικάζουμε— η ενδεχόμενη δημιουργία μιας αποκεντρωμένης κοινωνίας· ανάμεσα στα όσα απαιτεί η εκτέλεση της ιδέας και στα όσα απαιτεί η ιδέα· ανάμεσα στις αξιώσεις της επαναστατικής πολιτικής και στα δικαιώματα μιας αναδυόμενης σοσιαλιστικής ζωής. Η απόφαση —στη θεωρία και τις κατευθύνσεις του κινήματος για τον Μαρξ, στην πρακτική της επανάστασης και την αναδιάρθρωση του κράτους και της οικονομίας για τον Λένιν— πάντα ευνοεί ουσιαστικά την πολιτική, δηλαδή την συγκεντροποίηση.
Αυτό μπορούμε σε μεγάλο μέρος να το αποδώσουμε στην ίδια την κατάσταση, στις δυσκολίες που είχε ν’ αντιμετωπίσει το σοσιαλιστικό κίνημα και στις πολύ ιδιαίτερες δυσκολίες που αντιμετώπισε το σοβιετικό καθεστώς- αλλά πέρα και πάνω απ’ αυτά εμφανίστηκε μια ορισμένη σύλληψη και μια συνακόλουθη τάση, που μπορούμε να την βρούμε στον Μαρξ και τον Ένγκελς και που μεταφέρθηκε αργότερα στον Λένιν και τον Στάλιν: η σύλληψη ενός απόλυτου κέντρου θεωρίας και δράσης, από το οποίο μπορούν να προέλθουν οι μοναδικές έγκυρες θέσεις και τα μοναδικά έγκυρα διατάγματα- το κέντρο αυτό είναι δυνητικά μια δικτατορία, που παρουσιάζεται ως «δικτατορία του προλεταριάτου» —μ’ άλλα λόγια: η τάση να διαιωνιστεί η συγκεντρωτική επαναστατική πολιτική σε βάρος των αποκεντρωτικών αναγκών μιας γενόμενης σοσιαλιστικής κοινότητας.
Ήταν εύκολο να δεχτεί ο Λένιν αυτήν την τάση εξ αιτίας της συγκεκριμένης κατάστασης, που έδειχνε καθαρά ότι η επανάσταση δεν είχε ακόμα τελειώσει. Η αντίφαση ανάμεσα στην αξίωση του Μαρξ ν’ αντικατασταθεί η πολιτική βασική αρχή από την κοινωνική, αφ’ ενός, και η αναμφισβήτητη επιβίωση της πολιτικής βασικής αρχής, αφ’ ετέρου, συγκαλύπτεται και δικαιολογείται από την υποτιθέμενη μη ολοκλήρωση της επανάστασης- αλλά αυτό βέβαια δεν παίρνει υπ’ όψη το γεγονός ότι για τον Μαρξ ο σοσιαλισμός έπρεπε ν’ αποβάλει το πολιτικό του τομάρι μόλις «αρχίσει η οργανωτική του δραστηριότητα». Εδώ κρύβεται ένα πρόβλημα, που με τη σειρά του το αποκρύπτει η ίδια η υλιστική ερμηνεία της ιστορίας: σύμφωνα με την άποψη αυτήν, η πολιτική είναι απλώς η συγκεκριμενοποίηση και έκφραση της ταξικής πάλης, και με την κατάργηση του ταξικού κράτους θα απομακρυνθεί το έδαφος από κάτω από την πολιτική βασική αρχή.
Ο αγώνας ζωής και θανάτου της μοναδικής έγκυρης θεωρίας και του μοναδικού προγράμματος δράσης εναντίον όλων των άλλων παραλλαγών του σοσιαλισμού δεν μπορεί να θεωρηθεί απολιτικός- οφείλει, συνεπώς, να στιγματίσει όλα τα άλλα είδη σοσιαλισμού ως αρλούμπες, ως υπολείμματα της αστικής ιδεολογίας- γιατί όσο εξακολουθούν να υπάρχουν και άλλα είδη σοσιαλισμού, η επανάσταση δεν μπορεί προφανώς να ολοκληρωθεί και η πολιτική βασική αρχή δεν μπορεί ν’ αντικατασταθεί από την κοινωνική, κι ας έχει ήδη αρχίσει η οργανωτική δραστηριότητα. Η πολιτική εξουσία «με την μη καθαρή έννοια» μπορεί πράγματι να γίνει πολύ πιο συνολική, ανελέητη και «ολοκληρωτική» στις συγκεντρωτικές της αξιώσεις από όσο ήταν ποτέ η πολιτική εξουσία «με την καθαρή έννοια».
Αυτό δεν σημαίνει ότι ο Λένιν ήταν νέτα σκέτα συγκεντρωτιστής: από ορισμένες απόψεις ήταν λιγότερο συγκεντρωτιστής από τον Μαρξ και πλησίαζε περισσότερο στον Ένγκελς- αλλά στη σκέψη και τη βούλησή του επικρατούσε, όπως στους Μαρξ και Ένγκελς, το επαναστατικό-πολιτικό κίνητρο και κατέπνιγε το ζωτικό κοινωνικό κίνητρο που απαιτεί αποκεντρωμένη κοινοτική ζωή, με αποτέλεσμα να γίνεται μόνο σποραδικά αισθητό το αποκεντρωτικό κίνητρο. Το αποτέλεσμα όλων αυτών ήταν ότι δεν υπήρξε στο καινούριο κράτος ούτε ίχνος θεσμού που να στόχευε στην κατάργηση του κρατικού συγκεντρωτισμού και της συσσώρευσης της εξουσίας. Είναι αδιανόητο το πώς θα μπορούσε ποτέ να γίνει σταδιακά η κατάργηση αυτή, αφού δεν υπήρχε τέτοιος θεσμός. Είπε μια φορά ο Λένιν το 1918: «Δεν ξέρουμε τι είδους σοσιαλισμό θα στήσουμε. Πότε άρχισε να μαραίνεται το οποιοδήποτε κράτος;»
Και πράγματι, δεν υπάρχει στην ιστορία κανένα τέτοιο παράδειγμα, στο οποίο θα μπορούσαμε ν’ αναφερθούμε. Για να το επιτύχουμε αυτό για πρώτη φορά στην παγκόσμια ιστορία, θα έπρεπε να ξεκινήσουμε κινητοποιώντας ένα πολύ ζωτικό και ιδεαλιστικό απόθεμα αποκεντρωτικής ενεργητικότητας. Δεν συνέβη τίποτα τέτοιο. Το ότι υπό τις συνθήκες αυτές θα είχαμε μιαν εκούσια παραίτηση της συσσωρευμένης εξουσίας και μιαν εκούσια κατάργηση της συγκεντρωτικότητας, δικαιολογημένα χαρακτηρίστηκε από έναν σοσιαλιστή πίστη στα θαύματα.
Τη θεωρία του «μαρασμού» του κράτους μετά την κοινωνική επανάστασητην επεξεργάστηκε ο Ένγκελς με αφετηρία τα πολύ λίγο διαφωτιστικά χωρία επί του θέματος που είχε αφήσει ο Μαρξ. Το 1874 διακήρυξε ότι το κράτος «θα εξαφανιζόταν ως αποτέλεσμα της μελλοντικής κοινωνικής επανάστασης», επειδή όλες οι δημόσιες λειτουργίες θα μετατρέπονταν απλούστατα από πολιτικές σε διοικητικές. Το 1877 είπε, ακριβέστερα, ότι το προλεταριάτο, μετατρέποντας τα παραγωγικά μέσα σε κρατική ιδιοκτησία, θα καταργούσε το κράτος σαν κράτος και ότι, επιπλέον, αυτή η ίδια η απόκτηση των παραγωγικών μέσων θα ήταν «ευθύς η τελευταία ανεξάρτητη πράξη του ως κράτους», ότι κατόπιν θα «κοιμόταν» ή θα «μαραινόταν από μόνο του». Το 1882 ακολουθεί η εσχατολογική ερμηνεία αυτού του «ευθύς»: αυτό θα ήταν το «άλμα της ανθρωπότητας από το βασίλειο της αναγκαιότητας στο βασίλειο της ελευθερίας»· δεν θα μπορούσε να το διατυπώσει πιο ξεκάθαρα.
Τώρα, ωστόσο, έπεται μια σημαντική υποχώρηση. Μετά τον θάνατο του Μαρξ, δεν ξανακούμε πια αυτό το «ευθύς» από το στόμα του Ένγκελς. Όταν αναγγέλλει το 1884 ότι όλος ο κρατικός μηχανισμός θα μεταφερθεί στο Μουσείο Αρχαιοτήτων, η στιγμή της εξαιρετικής αυτής κίνησης δεν συμπίπτει με την στιγμή της εθνικοποίησης των παραγωγικών μέσων, αλλά μετατίθεται για πολύ αργότερα, και προφανώς οι διαδικασίες θα είναι μακροχρόνιες, γιατί η αρχή που αναλαμβάνει να μεταφέρει τον κρατικό μηχανισμό στο Μουσείο είναι τώρα η «κοινωνία, που θα οργανώσει απ’ την αρχή την παραγωγή στη βάση της ελεύθερης και ίσης ένωσης των παραγωγών» —έργο που απλώς το εγκαινίασε η πράξη της εθνικοποίησης.
Αυτό εναρμονίζεται με τη διατύπωση του Κομμουνιστικού Μανιφέστου για την «πορεία της ανάπτυξης», διατύπωση την οποία ξαναθυμίζει εδώ ο Ένγκελς· μόνο που εκεί η διατύπωση λέει ότι η συγκέντρωση της παραγωγής «στα χέρια των συνεταιρισμένων ατόμων» θα είναι το αποτέλεσμα μιας ανάπτυξης που στην πορεία της η δημόσια εξουσία θα χάσει τον πολιτικό της χαρακτήρα. Το 1891 ο Ένγκελς υποχωρεί ακόμα περισσότερο, μέχρι σημείου που να μην είναι πια αναγκαία ούτε εφικτή περαιτέρω υποχώρηση. Το προλεταριάτο, λέει, νικηφόρο στον αγώνα για την επικράτηση, δεν θα μπορέσει ν’ αποφύγει «να καταργήσει αμέσως τις χειρότερες πτυχές του κράτους, ώσπου μια καινούρια γενιά, μεγαλωμένη σε καινούριες, ελεύθερες κοινωνικές συνθήκες να μπορέσει να παραμερίσει όλα τα συμπαρομαρτούντα του κράτους». Ο Ένγκελς το λέει αυτό στον Πρόλογό του στην νέα έκδοση του βιβλίου του Μαρξ Εμφύλιος πόλεμος στη Γαλλία, στο οποίο ο Μαρξ είχε γράψει, είκοσι χρόνια πρωτύτερα, ότι η εργατική τάξη «θα χρειαστεί να κάνει μακρόχρονους αγώνες, μια ολόκληρη σειρά ιστορικών διαδικασιών που θα μετασχηματίσουν πλήρως τους ανθρώπους και τις συνθήκες». Στον Πρόλογό του ο Ένγκελς μετατοπίζει χρονικά την σύλληψη αυτήν στην μετεπαναστατική περίοδο. Αλλά μ’ αυτό εξασθενεί πολύ η ισχύς εκείνου του «ευθύς».
Όχι μόνο δεν πρόκειται το προλεταριάτο να καταργήσει το κράτος ως κράτος με την εθνικοποίηση των παραγωγικών μέσων, αλλά μάλλον, αρχικά και ώσπου να ανδρωθεί η «νέα γενιά», απλώς θα «ψαλιδίσει» τις χειρότερες πτυχές του κράτους. Κι ωστόσο στο ίδιο αυτό βιβλίο ο Μαρξ είχε πει για το καθεστώς της Παρισινής Κομμούνας ότι, αν είχε θριαμβεύσει η Κομμούνα, θα έδινε πίσω στην κοινωνία όλες τις εξουσίες που είχε ως τότε σφετεριστεί «το παρασιτικό εξάμβλωμα του κράτους»· κατά συνέπεια είχε τονίσει ιδιαίτερα την αλλαγή που είχε επιφέρει με τα έργα της η Κομμούνα – άρα αυτό το «ευθύς». Αλλά τώρα ο Ένγκελς στον Πρόλογό του υποχωρεί πολύ πιο πίσω απ’ αυτό. Βέβαια, αυτό οφείλεται σε μιαν ορισμένη ιστορική πείρα· αλλά το γεγονός ότι ο Ένγκελς αφέθηκε να επηρεαστεί τόσο βαθιά απ’ αυτήν οφείλεται στο ότι ούτε σ’ εκείνον ούτε στον Μαρξ υπήρχε ένα ενιαίο και συνεκτικό ιδεώδες που αποσκοπούσε στην αναδιοργάνωση της κοινωνίας ή στις προετοιμασίες για την κατάργηση του κράτους· δεν υπήρχε ούτε ισχυρή και σταθερή βούληση για δράση υπέρ της αποκέντρωσης. Ο Λένιν κληρονόμησε μια διχασμένη πνευματική κληρονομιά: σοσιαλιστική επαναστατική πολιτική χωρίς σοσιαλιστική ζωτικότητα.
Όπως όλοι γνωρίζουμε, ο Λένιν προσπάθησε να ξεπεράσει την προβληματική θεωρία του Ένγκελς επισημαίνοντας με μεγάλην έμφαση ότι η «κατάργηση» αναφερόταν στο αστικό κράτος, ενώ ο «μαρασμός» στα «απομεινάρια του προλεταριακού κρατικού συστήματος μετά την σοσιαλιστική επανάσταση». Ακόμα, ότι αφού το κράτος ως (κατά τον ορισμό του Ένγκελς) «ιδιαίτερη κατασταλτική δύναμη» ήταν αρχικά αναγκαίο για την καταστολή της αστικής τάξης, ήταν αναγκαίο και ως δικτατορία του προλεταριάτου, ως συγκεντρωτικό όργανο της εξουσίας του. Αναμφισβήτητα ο Λένιν αντιλήφθηκε την πρόθεση του Μαρξ (και του Ένγκελς)· σωστά παραθέτει το χωρίο στο οποίο ο Μαρξ, το 1852, είχε χαρακτηρίσει την δικτατορία αυτήν μεταβατική προς την αταξική κοινωνία. Αλλά για τον Μαρξ του 1871, με τον ενθουσιασμό του για την Κομμούνα, ήταν βέβαιο ότι η αποκέντρωση θα ετοιμαζόταν συγχρόνως μέσα στον συγκεντρωτισμό τον απαραίτητο για την επαναστατική δράση κι όταν ο Ένγκελς ονόμασε την εθνικοποίηση των παραγωγικών μέσων κατάργηση του κράτους «ως κράτους», εννοούσε την σημαντικότατη διαδικασία που θα ολοκληρωνόταν αμέσως μετά την ολοκλήρωση της επαναστατικής πράξης.
Ο Λένιν επαινεί τον Μαρξ επειδή «το 1852 δεν είχε θέσει ακόμα το συγκεκριμένο ερώτημα τι θα έπρεπε να μπει στη θέση του κρατικού μηχανισμού μετά την κατάργησή του». Ο Λένιν λέει παρακάτω ότι μόνον η Παρισινή Κομμούνα δίδαξε του Μαρξ αυτό το πράγμα. Αλλά η Παρισινή Κομμούνα ήταν η υλοποίηση των σκέψεων ορισμένων ανθρώπων που είχαν θέσει πολύ συγκεκριμένα το παραπάνω ερώτημα. Ο Λένιν επαινεί τον Μαρξ και επειδή «έμεινε αυστηρά δεμένος στα γεγονότα της ιστορικής εμπειρίας». Αλλά η ιστορική πείρα της Κομμούνας υπήρξε μόνον επειδή στις καρδιές των παράφορων επαναστατών ζούσε η εικόνα μιας αποκεντρωμένης, «αποκρατικοποιημένης» κοινωνίας, εικόνα την οποία ανέλαβαν να μεταγράψουν σε πραγματικότητα. Οι πνευματικοί πατέρες της Κομμούνας είχαν αυτό ακριβώς το ιδεώδες της αποκέντρωσης που δεν είχαν οι Μαρξ και Ένγκελς, και οι ηγέτες της επανάστασης του 1871 προσπάθησαν, με ανεπαρκείς βέβαια δυνάμεις, ν’ αρχίσουν να πραγματώνουν αυτό τους το ιδεώδες εν μέσω της επανάστασης.
Όσο για το πρόβλημα της δράσης, ο Λένιν ξεκινά με μια καθαρά διαλεκτική διατύπωση: «Όσο υπάρχει κράτος, δεν υπάρχει ελευθερία. Απ’ την στιγμή που θα υπάρχει ελευθερία, δεν θα υπάρχει πια κράτος». Η διαλεκτική αυτή θολώνει το ουσιαστικό έργο, που είναι να ελέγχουμε καθημερινά ποια είναι η μέγιστη ποσότητα ελευθερίας που μπορεί και ενδέχεται να πραγματωθεί σήμερα- να ελέγχουμε πόσο πολύ «κράτος» εξακολουθεί να είναι αναγκαίο σήμερα, και ν’ αντλούμε πάντα τα πολιτικά συμπεράσματα. Κατά πάσα πιθανότητα δεν θα υπάρξει ποτέ —όσο ο άνθρωπος είναι αυτός που είναι— απόλυτη «ελευθερία», και στινά- μα θα υπάρχει «κράτος», δηλαδή καταναγκασμός- το σημαντικό, ωστόσο, είναι το καθημερινό ζήτημα: όχι περισσότερο από το απολύτως απαραίτητο κράτος, όχι λιγότερη από την επιτρεπτή ελευθερία. Και κοινωνικά η ελευθερία σημαίνει προπάντων ελευθερία για κοινότητα, κοινότητα ελεύθερη κι ανεξάρτητη από τον κρατικό καταναγκασμό.
«Είναι φανερό», λέει ο Λένιν, «ότι δεν μπορεί να γίνει λόγος για μια συγκεκριμένη χρονική στιγμή κατά την οποία θ’ αρχίσει ο μαρασμός του κράτους». Όταν ο Ένγκελς διακηρύσσει ότι, με την κατάχτηση των παραγωγικών μέσων, το κράτος θα γίνει πράγματι αντιπροσωπευτικό της κοινωνίας ως συνόλου και συνεπώς θα γίνει περιττό, έπεται ότι από κείνη την συγκεκριμένη στιγμή θα πρέπει ν’ αρχίσει ο μαρασμός. Αν δεν αρχίσει τότε, αποδεικνύεται ότι η τάση για μαρασμό δεν αποτελεί αναπόσπαστο και καθοριστικό μέρος της επαναστατικής δράσης. Αλλά στην περίπτωση αυτήν, δεν μπορούμε ν’ αναμένουμε από την επανάσταση και τα επακόλουθά της τον μαρασμό ή έστω την συρρίκνωση του κράτους. Η ισχύς παραιτείται από τα δικαιώματά της μόνον υπό την πίεση μιας αντίθετης ισχύος.
«Το πιο επιτακτικό και σημαντικό ζήτημα για την πολιτική σήμερα», δηλώνει ο Λένιν τον Σεπτέμβριο του 1917, «είναι ο μετασχηματισμός όλων των πολιτών σε εργάτες και υπαλλήλους ενός μεγάλου συνδικάτου, δηλαδή του κράτους συνολικά». «Ολόκληρη η κοινωνία», συνεχίζει, «θα μετατραπεί σ’ ένα γραφείο κι ένα εργοστάσιο με ίση εργασία και ίση αμοιβή». Αλλά αυτό μας θυμίζει κάτι που είπε ο Ένγκελς για τον τυραννικό χαρακτήρα του αυτόματου μηχανισμού ενός μεγάλου εργοστασίου, που πάνω από την είσοδό του θα έγραφε: Εσείς που μπαίνετε εδώ, αφήστε κάθε ελπίδα. Βέβαια, ο Λένιν θεωρεί αυτήν την εργοστασιακή πειθαρχία μόνον ένα «αναγκαίο στάδιο στο ριζικό ξεκαθάρισμα της κοινωνίας»· φρονεί ότι θα περάσει μόλις «όλοι μάθουν να διαχειρίζονται μόνοι τους την παραγωγή της κοινωνίας», γιατί από κείνη τη στιγμή θ’ αρχίσει να εξαφανίζεται η ανάγκη για οποιαδήποτε κυβέρνηση.
Ποτέ δεν φαίνεται να πέρασε από το μυαλό του Λένιν το ενδεχόμενο να διανέμεται άνισα η ικανότητα για διαχείριση της παραγωγής και να μη γεφυρώνει αυτήν την φυσική διαφορά η ίση εξάσκηση. Αυτό που θ’ αντιμετώπιζε πολύ καλύτερα την ανθρώπινη κατάσταση θα ήταν η αποπολιτικοποίηση όλων των λειτουργιών διαχείρισης όσο το δυνατόν περισσότερο· δηλαδή, να εμποδιστεί να εκφυλιστούν οι λειτουργίες αυτές σε αυξήσεις εξουσίας. Η ουσία δεν είναι ότι θα πρέπει να υπάρχουν μόνο διαχειριστές και όχι υπό διαχείριση άνθρωποι – αυτό είναι ουτοπικότερο από όλες τις ουτοπίες – αλλά ότι η διαχείριση θα πρέπει να παραμείνει διαχείριση και να μη γίνει κυριαρχία, ή ακριβέστερα να μη γίνει κυριαρχία περισσότερο από όσο καθιστούν απαραίτητο οι συνθήκες σε μια συγκεκριμένη στιγμή (πράγμα, βέβαια, που δεν κρίνουν μόνον οι κυβερνώντες).
Η αλήθεια είναι ότι ο Λένιν ήθελε όντως να γίνει «ευθύς αμέσως» μια μεγάλη αλλαγή: αμέσως μετά την κατάκτηση της εξουσίας οι εργάτες έπρεπε «να τσακίσουν τον παλιό γραφειοκρατικό μηχανισμό, νά τον ισοπεδώσουν, να μην αφήσουν πέτρα πάνω στην πέτρα», και να τον αντικαταστήσουν μ’ έναν καινούριο μηχανισμό, που θ’ αποτελείται από τους ίδιους τους εργάτες. Ο Λένιν επαναλαμβάνει κάθε τόσο το «ευθύς αμέσως». Όπως ακριβώς είχε κάνει η Παρισινή Κομούνα, έτσι και τώρα έπρεπε να λη- φθούν «ευθύς αμέσως» τα μέτρα τα απαραίτητα για να εμποδίσουν τον καινούριο μηχανισμό να εκφυλιστεί σε γνήσια γραφειοκρατία, που το κυριότερο ήταν η δυνατότητα να εκλέγουν και να απολύουν κρατικούς λειτουργούς και, με τα λόγια του Μαρξ, να τους «διατηρούν αυστηρά υπόλογους». Ο θεμελιώδης αυτός μετασχηματισμός, σε αντίθεση προς όλους τους άλλους, δεν θ’ αφεθεί στη διαδικασία της «ανάπτυξης»· υποτίθεται πως είναι εγγενής στην επαναστατική δράση ως μια από τις πιο βαρύνουσες και αποφασιστικές πράξεις της. Θα πρέπει να δημιουργηθεί «ευθύς αμέσως» ένας «καινούριος, απείρως ανώτερος και ασυγκρίτως δημοκρατικότερος τύπος κρατικού μηχανισμού».
Συνεπώς, στο σημείο αυτό, ο Λένιν θεωρούσε αναγκαία μιαν άμεση αλλαγή στην κοινωνική δομή. Αντιλήφθηκε ότι αν δεν γινόταν αυτό, παρά τις τρομερές παρεμβάσεις, τους καινούριους θεσμούς, τους καινούριους νόμους και τις καινούριες σχέσεις εξουσίας, όλα τα ουσιώδη στον κόσμο των πολιτών θα έμεναν αναλλοίωτα. Για τούτο και, παρ’ όλο που δεν υποστήριζε καμία γενική αποκεντρωτική τάση, συνηγορούσε με τέτοιαν έμφαση υπέρ αυτής της απαίτησης για άμεση αλλαγή η οποία, όσον αφορά στην Παρισινή Κομούνα, ήταν οργανικό μέρος της αποκεντρωτικής τάξης πραγμάτων της κοινωνίας και η οποία μπορεί να πραγματωθεί μόνο σε μια κοινωνία που οδεύει σταθερά προς την υλοποίηση αυτού του στόχου. Ως μεμονωμένη απαίτηση δεν πραγματώθηκε στη σοβιετική Ρωσία. Ο ίδιος ο Λένιν αναφέρεται πως είπε πικραμένος σε μια μεταγενέστερη φάση: «Έχουμε γίνει μια γραφειοκρατική ουτοπία». Κι ωστόσο έγινε όντως μια αρχή δομικού μετασχηματισμού, όχι με πρωτοβουλία του Λένιν, μολονότι ο Λένιν αναγνώρισε τη σημασία του αν και όχι τις δυνητικές δομικές του ιδιότητες – μια ιδιαζόντως ρωσική αρχή, που συγγένευε με τις προτάσεις της Παρισινής Κομμούνας και είχε πελώριες δυνατότητες: τα σοβιέτ. Η ιστορία του σοβιετικού καθεστώτος μέχρι σήμερα είναι οπωσδήποτε, πέρα απ’ όλα τα άλλα, η ιστορία της καταστροφής των δυνατοτήτων αυτών.
Τα πρώτα σοβιέτ γεννήθηκαν κατά την επανάσταση του 1905, κυρίως ως «μαχητική οργάνωση για την επίτευξη συγκεκριμένων αντικειμενικών σκοπών», όπως είπε τότε ο Λένιν· πρώτα απ’ όλα απεργιακές επιτροπές, κατόπιν αντιπροσωπευτικά σώματα για τον γενικό έλεγχο της επαναστατικής δράσης. Προέκυψαν αυθόρμητα, όπως και οι θεσμοί της Κομούνας, δεν ήταν καρπός ορισμένων βασικών αρχών, αλλά απρογραμμάτιστη απόρροια μιας δεδομένης κατάστασης. Ο Λένιν τόνισε στους αναρχικούς ότι ένα Εργατικό Συμβούλιο δεν ήταν κοινοβούλιο ούτε όργανο αυτοδιοίκησης. Δέκα χρόνια μετά δήλωσε ότι τα Εργατικά Συμβούλια και παρόμοιοι θεσμοί πρέπει να θεωρούνται «όργανα εξέγερσης» που έχουν σταθερή αξία μόνο «σε σχέση με την εξέγερση». Μόνο τον Μάρτιο του 1917, αφού πρώτα, κατά τη διατύπωση του Τρότσκι, «ξαναγεννήθηκε σχεδόν αυτόματα» στη Ρωσία το δίκτυο των σοβιέτ και αφού οι πρώτες αναφορές για την νίκη της επανάστασης είχαν φτάσει στον Λένιν στην Ελβετία, αναγνώρισε ο Λένιν στο σοβιέτ της Αγίας Πετρούπολης «το σπέρμα της εργατικής κυβέρνησης» και στα συμβούλια συνολικά τον καρπό των εμπειριών της Παρισινής Κομμούνας.
Και μ’ αυτό, βέβαια, εξακολουθούσε να εννοεί πρώτα και κύρια «την οργάνωση της επανάστασης», δηλαδή της «δεύτερης πραγματικής επανάστασης» ή της «οργανωμένης απεργιακής δύναμης εναντίον της αντεπανάστασης», όπως ακριβώς ο Μαρξ είδε στους θεσμούς της Κομμούνας κυρίως τα όργανα της επαναστατικής δράσης· μολαταύτα ο Λένιν θεωρούσε ότι τα συμβούλια, που τα χαρακτήριζε ίδιας φύσης με την Κομούνα, συγκροτούσαν «το κράτος που χρειαζόμαστε», δηλαδή το κράτος «το οποίο χρειάζεται το προλεταριάτο» ή που «αποτελεί το θεμέλιο πάνω στο οποίο πρέπει να συνεχίσουμε να κτίζουμε». Αυτό που απαίτησε αμέσως μόλις έφτασε στη Ρωσία ήταν, σε αντίθεση με τη γνώμη που επικρατούσε στο ίδιο το Εργατικό Συμβούλιο, «μια δημοκρατία αντιπροσώπων των εργατών, αγροτών και αγροτικών εργατών σ’ ολόκληρη την χώρα, από πάνω μέχρι κάτω».
Με την έννοια αυτήν το σοβιέτ που υπήρχε τότε ήταν κατά τη γνώμη του «ένα βήμα προς τον σοσιαλισμό», όπως ακριβώς ήταν για τον Μαρξ η Παρισινή Κομμούνα – αλλά φυσικά μόνον ένα πολιτικό, ένα επαναστατικό-πολιτικό βήμα όπως ήταν και για τον Μαρξ· ένας θεσμός, δηλαδή, στον οποίο μπορούσε ν’ αποκρυσταλλωθεί η επαναστατική σκέψη, η «επαναστατική δικτατορία, δηλαδή μια εξουσία που την στηρίζει από τα κάτω η άμεση πρωτοβουλία των μαζών και όχι ο νόμος, τον οποίο επιβάλλει μια συγκεντρωτική κρατική εξουσία»· μ’ άλλα λόγια, «άμεσος σφετερισμός». Η μεταβίβαση της εξουσίας στα σοβιέτ, ακολουθούσε να σημαίνει για τον Λένιν όχι μόνο μη πραγματική αποκέντρωση αλλά ούτε καν το ερέθισμα για τον σχηματισμό μιας πραγματικής αποκέντρωσης, αφού η πολιτική λειτουργία των σοβιέτ δεν αποτελούσε αναπόσπαστο μέρος του σχεδίου μια πλήρη, οργανική τάξη πραγμάτων που θα περιλάμβανε την κοινωνία και την οικονομία της. Ο Λένιν δέχτηκε τα συμβούλια ως πρόγραμμα δράσης, αλλά όχι ως δομική ιδέα.
Χαρακτηριστική είναι η δήλωση που έκανε ο Λένιν την επόμενη μέρα της άφιξής του, σε μια συγκέντρωση των μπολσεβίκων της Πανρωσικής συνδιάσκεψης των σοβιέτ: «Έχουμε όλοι προσκολληθεί στα σοβιέτ, αλλά δεν τα έχουμε καταλάβει καλά». Κατά συνέπεια, τα σοβιέτ είχαν για κείνον ήδη μιαν αντικειμενική ιστορική σημασία, εντελώς ανεξάρτητη από τη σημασία που είχαν τον εαυτό τους και για τα μέλη τους. Για τους μενσεβίκους και τους εσέρους [σοσιαλεπαναστάτες] τα σοβιέτ ήταν ό,τι ήταν για τους πρώτους το 1905 και ό,τι λίγο πολύ πραγματικά ήταν όταν έφτασε ο Λένιν στη Ρωσία: όργανα για τον έλεγχο της κυβέρνησης, εγγύηση της δημοκρατίας. Για τον Λένιν και τους μπολσεβίκους υποστηρικτές του ήταν κάτι πολύ περισσότερο: ήταν η κυβέρνηση, η «μοναδική δυνατή μορφή επαναστατικής κυβέρνησης» ήταν πράγματι το καινούριο αναδυόμενο κράτος, αλλά τίποτε παραπάνω απ’ αυτό. Το ότι η αποκεντρωμένη μορφή αυτού του κράτους εν τω γεννάσθαι δεν ενόχλησε τον Λένιν οφείλεται ‘το γεγονός ότι το μοναδικό πράγμα που εμφανίστηκε ενεργητικά στο κίνημα των σοβιέτ σ’ αυτήν την καθαρά δυναμική φάση της επανάστασης ήταν η ακαταμάχητη θέληση για επανάσταση.
Το πρότυπο της Παρισινής Κομμούνας είχε ζωτική σημασία για τον Λένιν, επειδή ο Μαρξ είχε δώσει με βάση αυτό – και μόνον αυτό – τα ουσιώδη χαρακτηριστικά μιας καινούριας κρατικής τάξης πραγμάτων και επειδή το μυαλό του Λένιν, όπως και όλων των Ρώσων επαναστατών ηγετών, είχε σε βάθος επηρεαστεί από την επαναστατική παράδοση της Γαλλίας, που θεωρήθηκε «κλασική» στον τομέα αυτόν. Η επιρροή της μεγάλης Γαλλικής επανάστασης ο συνηθισμένος παραλληλισμός της δικής τους επανάστασης μ’ αυτήν και η μόνιμη σύγκριση των διάφορων σταδίων τους κτλ., αρκούσαν για ν’ ασκήσουν αρνητική επιρροή, ιδίως όσον αφορά στη ροπή προς τον συγκεντρωτισμό. Αλλά ο Λένιν δεν εφάρμοσε το πρότυπο που παρείχε η Κομμούνα σε μια γενική κατανόηση της ιστορίας.
Το γεγονός ότι (όπως σωστά τονίζει ο Άρθουρ Ρόζενμπεργκ για τον Κροπότκιν και τον Λαντάουερ) όποτε στην ιστορία οι μάζες επιχείρησαν ν’ ανατρέψουν ένα φεουδαλικό ή συγκεντρωτικό μηχανισμό εξουσίας πάντα κατέληγαν σε παρόμοια πειράματα τύπου Κομμούνας, του ήταν είτε άγνωστο είτε αδιάφορο- ακόμα λιγότερο κατάλαβε το γεγονός (μολονότι χαρακτήρισε μια φορά τα σοβιέτ τον κοινωνικό και πολιτικό τους χαρακτήρα» με το κράτος της Παρισινής Κομμούνας) ότι σε όλα αυτά τα πειράματα η αποκέντρωση συνδεόταν, σε διαφορετικό την κάθε φορά βαθμό, με την πολιτική αποκέντρωση. Γι’ αυτόν, το μοναδικό αποφασιστικό μάθημα της ιστορίας ήταν η πεποίθηση ότι μέχρι τώρα η ανθρωπότητα δεν είχε γεννήσει ανώτερο και καλύτερο τύπο διακυβέρνησης από τα σοβιέτ. Συνεπώς τα σοβιέτ έπρεπε “να πάρουν στα χέρια τους τη ζωή συνολικά”
Φυσικά ο Λένιν αντιλήφθηκε ότι τα σοβιέτ ήταν ουσιαστικά αποκεντρωτική οργάνωση. Όλη η Ρωσία”, λέει τον Απρίλιο του 1917, “έχει ήδη σκεπαστεί από ένα δίκτυο τοπικών οργάνων αυτοδιοίκησης”. Τα ειδικώς επαναστατικά μετρά – κατάργηση της αστυνομίας, κατάργηση του μονίμου στρατοί, εξοπλισμός ολόκληρου του πληθυσμού – μπορούσαν να επιβληθούν από τοπικά όργανα αυτοδιοίκησης κι αυτό ακριβώς ήταν η ουσία. Αλλά το οτι τα όργανα αυτά μπορούσαν και όφειλαν να συστήσουν έναν μόνιμο οργανισμό που θα βασίζεται στην τοπική και λειτουργική αποκέντρωση αφού πρώτα εκτελέσουν το καθήκον αυτό, ούτε που το υπαινίσσεται, ούτε που του περνάει από το μυαλό. Το στήσιμο και το δυνάμωμα της αυτοδιοίκησης δεν έχει επιδίωξη άλλην από την πολιτική- επαναστατική: η αυτοδιοίκηση ως πραγματικότητα σημαίνει “προχώρημα της επανάστασης”.
Ομολογουμένως ηχεί στην προκειμένη περίπτωση, έστω παρεμπιπτόντως , και μια κοινωνική νότα: η χωριάτικη κομούνα —που σημαίνει, λέει, «πλήρη αυτοδιοίκηση» και «απουσία οποιοσδήποτε κηδεμονίας από τα πάνω»— θα ταίριαζε θαυμάσια στην αγροτιά (το ότι «τα εννέα δέκατα της αγροτιάς θα το έβλεπαν με καλό μάτι» ήταν, παρεμπιπτόντως, ένα θεμελιώδες λάθος). Αλλά ακολουθεί αμέσως η εξήγηση: «Πρέπει να είμαστε συγκεντρωτικοί– κι ωστόσο θα υπάρξουν στιγμές που θ’ αναλάβει καθήκοντα η επαρχία· πρέπει ν’ αφήσουμε την μέγιστη πρωτοβουλία στις τοπικές κοινότητες… Μόνο το κόμμα μας μπορεί να δώσει τα συνθήματα που θα οδηγήσουν πράγματι μπροστά την επανάσταση».
Σε πρώτη ματιά δεν φαίνεται καθαρά πώς αυτός ο υποχρεωτικός συγκεντρωτισμός συμβιβάζεται με την πλήρη αυτοδιοίκηση που αναφέραμε παραπάνω· αν, όμως, εξετάσουμε καλύτερα τα πράγματα, παρατηρούμε ότι η καθοδηγητική σκοπιά είναι απλούστατα η πολιτική-κοινωνική ή έστω η επαναστατική-στρατηγική: και σ’ αυτή την περίπτωση η αυτοδιοίκηση είναι μόνο μια συνιστώσα του προγράμματος δράσης και όχι το πρακτικό συμπέρασμα που βγαίνει από μια δομική ιδέα. Αυτό περισσότερο από όλα τ’ άλλα μας δίνει να καταλάβουμε γιατί η προγραμματική απαίτηση για απουσία κάθε κηδεμονίας από τα πάνω» (απαίτηση όχι για την μετεπαναστατική εξέλιξη αλλά για τον καιρό της επανάστασης, που θα εξασφαλίσει και θα προχωρήσει την επανάσταση) μετατράπηκε τόσο γοργά στο εκ διαμέτρου αντίθετό της.
Αντί για το σύνθημα «Πρέπει να είμαστε συγκεντρωτικοί, κι ωστόσο θα υπάρξουν στιγμές…», μια γνήσια σοσιαλιστική στάση θα είχε τοποθετήσει τα πράγματα τελείως διαφορετικά: «Πρέπει να είμαστε αποκεντρωτικοί, φεντεραλιστές, υπέρμαχοι της αυτονομίας, κι ωστόσο θα υπάρξουν στιγμές που το βασικό καθήκον μας θα μετατοπιστεί σε μια κεντρική εξουσία, επειδή θα το απαιτήσει η επαναστατική δράση· μόνο που θα πρέπει να προσέξουμε να μην αφήσουμε την παραπάνω απαίτηση να χάσει τον προσωρινό χαρακτήρα της». Για να καταλάβουμε καλύτερα τον ανταγωνισμό ανάμεσα στον συγκεντρωτισμό και τις «στιγμές» που αναφέραμε παραπάνω, πρέπει ν’ αντιληφθούμε ότι στην επαρχία, όπως τόνισε κι ο ίδιος ο Λένιν, «σχηματίζονται κομμούνες με ταχύ ρυθμό, ιδίως στα προλεταριακά κέντρα», άρα η επανάσταση προχωρεί «με την μορφή τοπικών κοινοτήτων».
Στα γεγονότα αυτά ανταποκρίνονταν τα «συνθήματα». Ένα σύνθημα που ανταποκρινόταν σ’ αυτή τήν την κατάσταση, όπως «Τοπικές κοινότητες, πλήρης περιφερειακή αυτονομία, ανεξαρτησία, όχι αστυνομία, όχι κρατικοί αξιωματούχοι, κυριαρχία των ένοπλων εργατών και αγροτών», ένα τέτοιο σύνθημα, που παρέπεμπε μάλλον στην πείρα της Παρισινής Κομμούνας, ήταν και παρέμεινε επαναστατικό-πολιτικό- δηλαδή, δεν μπόρεσε, εξ αιτίας της φύσης του, να στοχεύσει, πέρα από την επανάσταση, σε μιαν αποκεντρωμένη κοινωνική δομή· πάγια βάση εξακολούθησε να είναι ο συγκεντρωτισμός. Δεν γίνεται να μην εντυπωσιαστούμε βαθύτατα όταν διαβάζουμε, στο ίδιο πρόχειρο γραπτό (του Μαΐου 1917), από το οποίο παρέθεσα λίγο παραπάνω, την απαίτηση του Λένιν να θεωρηθούν πρότυπο οι επαρχίες και να σχηματιστούν κομμούνες στα προάστια και τις μητροπολιτικές περιοχές· αλλά για μιαν ακόμη φορά ο μοναδικός λόγος ύπαρξής τους είναι να προχωρήσουν την επανάσταση και να στήσουν μιαν ευρύτερη βάση για «να μεταβιβαστεί όλη η εξουσία του κράτους στα σοβιέτ». («Είμαστε τώρα μειοψηφία, οι μάζες δεν μας πιστεύουν ακόμα», λέει τον ίδιο περίπου καιρό ο Λένιν).
Ο Λένιν είναι αναμφίβολα ένας από τους μεγαλύτερους επαναστάτες στρατηγούς όλων των εποχών αλλά η στρατηγική της επανάστασης έγινε γι’ αυτόν, όπως είχε γίνει για τον Μαρξ η πολιτική της επανάστασης, ο υπέρτατος νόμος όχι μόνο της δράσης αλλά και της σκέψης. Θα μπορούσαμε να πούμε ότι γι’ αυτό ακριβώς πέτυχε· εν πάση περιπτώσει, είναι βέβαιο ότι το γεγονός αυτό – μαζί με μια ροπή προς τον συγκεντρωτισμό που ήταν βαθιά ριζωμένη σ’ αυτόν όπως και στον Μαρξ – ευθύνεται για το ότι η επιτυχία αυτή δεν συνετέλεσε εν τέλει στην επιτυχία του σοσιαλισμού.
Τα παραπάνω λόγια μου, όμως, δεν σημαίνουν ότι κατηγορώ τον Λένιν του 1917 πως δεν είχε την πρόθεση να επιτρέψει την γενόμενη εξουσία των σοβιέτ να συνεχιστεί και μετά την επανάσταση. Αυτό θα ήταν ανόητο· γιατί, μήπως ρητά δεν είπε εκείνον τον καιρό, στην σημαντική του Αναφορά για την πολιτική κατάσταση, για το κράτος που θα προέκυπτε όταν τα σοβιέτ έπαιρναν στα χέρια τους την εξουσία (ένα κράτος «που δεν θα είναι πια κράτος με την γενικώς αποδεκτή σημασία της λέξεως»), κι αν ακόμα η εξουσία αυτή δεν είχε ποτέ διατηρηθεί στον κόσμο για σημαντικό χρονικό διάστημα, «ολόκληρο το εργατικό κίνημα σ’ ολόκληρο τον κόσμο προχωρεί προς αυτήν την κατεύθυνση»;
Αυτό που καταλογίζω στον Λένιν είναι μάλλον η αποτυχία του να καταλάβει ότι ο θεμελιώδης συγκεντρωτισμός είναι ασυμβίβαστος με την ύπαρξη μιας τέτοιας εξουσίας πέρα από την άμεση σφαίρα της επανάστασης. Είναι αξιοπρόσεκτο ότι ο Λένιν λέει στην ίδια Αναφορά ότι το δεύτερο ήταν μια κρατική μορφή «που αντιπροσωπεύει τα πρώτα βήματα προς τον σοσιαλισμό και είναι αναπόφευκτο στις πρώτες φάσεις της σοσιαλιστικής κοινωνίας». Τα λόγια αυτά νομίζω ότι είχαν συλληφθεί για ν’ αποτελέσουν μόνο το σκαλοπάτι προς έναν ανώτερο, «σοσιαλιστικό» συγκεντρωτισμό· και αναμφίβολα στο πεδίο της οικονομίας, που είχε τόσο ζωτική σημασία για την τελική αναδιάρθρωση της κοινωνίας, ο Λένιν είχε για στόχο του τον αυστηρό συγκεντρωτισμό. Στην ίδια Αναφορά τόνισε ότι «η Γαλλική επανάσταση πέρασε από μια περίοδο δημοτικής επανάστασης όταν καταστάλαξε στην τοπική αυτοδιοίκηση» και ότι η Ρωσική επανάσταση περνούσε μια παρόμοια φάση. Είναι δύσκολο να μη σκεφτούμε τον άκρο συγκεντρωτισμό που ακολούθησε αυτήν την περίοδο της Γαλλικής επανάστασης.
Και από άλλη σκοπιά αν δούμε το δόγμα του Λένιν το 1917 μας οδηγεί στο ίδιο αποτέλεσμα. «Η ιδιωτική ιδιοκτησία στο έδαφος και στη γη πρέπει να καταργηθεί», λέει. «Αυτό ακριβώς το καθήκον στέκει τώρα μπροστά μας, επειδή υπέρ αυτού είναι η πλειονότητα του λαού. Για τούτο χρειαζόμαστε τα σοβιέτ. Το μέτρο αυτό μάλλον δεν μπορεί να εφαρμοστεί με τους παλιούς κρατικούς αξιωματούχους». Ιδού η ουσία της απάντησης που δίνει ο Λένιν στο ζήτημα αυτό στην Αναφορά του: «Γιατί θέλουμε να περάσει η εξουσία στα χέρια των σοβιέτ των εργατών και στρατιωτών αντιπροσώπων;» Εδώ τραβά στα άκρα, με αμφίβολη πειστικότητα, τον μαρξιστικό σεβασμό προς τις «περιστάσεις», τις συγκεκριμένες συνθήκες: η ιδιωτική ιδιοκτησία της γης πρέπει να καταργηθεί όχι για να οικοδομηθεί ο σοσιαλισμός, αλλά απλώς επειδή αυτό θέλει η πλειοψηφία του λαού- και τα σοβιέτ είναι απαραίτητα όχι ως κύτταρα της καινούριας κοινωνίας αλλά για να εφαρμόσουν τα μέτρα που απαιτεί η πλειοψηφία. Υποθέτω ότι καλά θα κάναμε να μη πάρουμε πολύ κυριολεκτικά αυτό το επιχείρημα του Λένιν.
Αλλά μόνο τώρα μπαίνει στην αποφασιστική φάση η θεωρία του Λένιν για τα σοβιέτ. Οι μήνες κατά τους οποίους ετοίμαζε, από την Φιλανδία, την «ειδική δράση» των μπολσεβίκων, την «δεύτερη επανάσταση», ήταν συνάμα οι μήνες κατά τους οποίους βάσιζε τη σκέψη του για την λειτουργία των σοβιέτ κυρίως και απο άποψη αρχής στην ιδέα του Μαρξ για την Κομούνα (στο περίφημο έργο του Κράτος και επανάσταση) και κατόπιν την επεκτεινε στην πρακτική, με αναφορά στη δράση που είχε προετοιμάσει (στο σημαντικότερο πολιτικό του δοκίμιο Θα διατηρηθούν οι μπολσεβίκοι την εξουσία; ). Το κυρίως μέρος του πρώτου γράφηκε τον Σεπτέμβριο, τον καιρό της επιχειρηθείσας αντεπαναστα- σης και της καταστολής της —της αντεπανάστασης που ειχε για μοναδικό αποτέλεσμα να φλογίσει το μαχητικό πνεύμα των μαζών και να τις φέρει πιο κοντά στο ριζοσπαστικό κόμμα- το δεύτερο στα μέσα Οκτωβρίου, όταν η πλειοψηφία των σοβιέτ της Αγίας Πετρούπολης και της Μόσχας τάχθηκε υπερ αυτου του κόμματος και, άμεσο αποτέλεσμα αυτού, το κάλεσμα «Ολη η εξουσία στα σοβιέτ!», από επαναστατική-πολιτική απαίτηση, μετατράπηκε σε σύνθημα της επικείμενης επίθεσης.
Ωθούμενος από αυτά τα γεγονότα, ο Λένιν εγκωμίασε όσο ποτέ προηγουμένως στο δοκίμιό του τη σημασία των σοβιέτ για την ανάπτυξη της επανάστασης. Σε σχέση με τη δήλωση που έκανε ο μενσεβίκος ηγέτης Μαρτόφ ότι τα σοβιέτ «είχαν δημιουργηθεί τις πρώτες μέρες της επανάστασης από το άγριο ξέσπασμα της γνήσιας δημιουργικής λαϊκής εξουσίας», ο Λένιν λέει: «Αν η δημιουργική λαϊκή εξουσία των επαναστατικών τάξεων [αυτός ο όρος πηγαίνει πέρα από τα λόγια του Μαρτόφ και τους δίνει μια μπολσεβίκικη χροιά] δεν δημιουργούσε τα σοβιέτ, η προλεταριακή επανάσταση στη Ρωσία θα ήταν χαμένη υπόθεση». Εδώ η σύλληψη των σοβιέτ ως οργάνου που «προχωρούσε την επανάσταση» χτύπησε την πιο ισχυρή ιστορική της νότα. Στο δοκίμιο αυτό ο Λένιν καταγράφει για πρώτη φορα τα διάφορα στοιχεία, που, κατά τη γνώμη του, δίνουν στα σοβιέτ την θεμελιώδη σημασία τους. Χαρακτηριστική της οπτικής του είναι η σειρά με την οποία καταγράφει τα στοιχεία αυτά. /
Πρώτον, ο «καινούριος κρατικός μηχανισμός», αντικαθιστώντας τον μόνιμο στρατό με την Κόκκινη Φρουρά, δίνει στον λαό την ένοπλη εξουσία.
Δεύτερον, εγκαθιδρύει έναν στενότατο και «εύκολα ελεγχόμενο» δεσμό ανάμεσα στους ηγέτες και τις μάζες.
Τρίτον, με την χρήση της αρχής της εκλεξιμότητας και της ανακλησιμότητας, βάζει τέλος στην γραφειοκρατία.
Τέταρτον, με το γεγονός ότι εδραιώνει επαφή με τα διάφορα επαγγέλματα [αργότερα ο Λένιν το διατυπώνει ακριβέστερα: επαγγέλματα και παραγωγικές μονάδες] διευκολύνει ουσιαστικότατες μεταρρυθμίσεις.
Πέμπτον, οργανώνει την Πρωτοπορία, που θα εξυψώσει και θα εκπαιδεύσει τις μάζες.
Έκτον, συνδέοντας στενά Νομοθετικό και Εκτελεστικό, ενώνει τα πλεονεκτήματα του κοινοβουλευτισμού με της μη κοινοβουλευτικής δημοκρατίας.
Δίνει την πρώτη θέση στην επαναστατική πολιτική ισχύος· την δεύτερη, στην οργάνωση των μεταρρυθμίσεων· την τρίτη, στη μορφή του κράτους. Ούτε καν ρωτά τι σημασία έχουν ενδεχομένως τα σοβιέτ για την αναδιάρθρωση της κοινωνικής δομής.
Κατά τη γνώμη του Λένιν, ωστόσο, τα σοβιέτ κατόρθωσαν να φέρουν σε πέρας τα καθήκοντά τους μόνον επειδή οι μπολσεβίκοι είχαν πάρει υπό τον έλεγχό τους τα σοβιέτ και μέσω αυτών τον έλεγχο της κοινωνίας εν γένει, και τους όρισαν καινούριους στόχους δράσης, ενώ προηγουμένως «οι σοσιαλεπαναστάτες [εσέροι] και οι μενσεβίκοι τα είχαν περιορίσει σε χώρους πολυλογίας», «σε θεσμό που σαπίζει όρθιος». «Τα σοβιέτ», συνεχίζει ο Λένιν, «μπορούν πράγματι ν’ αναπτυχθούν, να ξεδιπλώσουν πλήρως τα ταλέντα και τις ικανότητές τους μόνον αφού καταλάβουν την υπέρτατη εξουσία, γιατί αλλιώς δεν έχουν τίποτε να κάνουν, αλλιώς είναι είτε απλώς σπέρματα (και δεν μπορείς να είσαι παντοτινά σπέρμα) είτε αθύρματα». Η παραπάνω φράση είναι αξιοσημείωτη για περισσότερους από έναν λόγους. Η παρομοίωση του σπέρματος μας αναγκάζει ν’ αναρωτηθούμε αν, κατά τη γνώμη του Λένιν, τα σοβιέτ ήταν δυνατόν, με την ανάπτυξη και την συνένωση, να ωριμάσουν και να γίνουν τα κύτταρα ενός ανανεωμένου κοινωνικού οργανισμού- αλλά προφανώς, ο Λένιν έχει άλλη γνώμη.
Και κατόπιν η λέξη «αθύρματα» εμφανίζεται πάλι, έπειτα από λίγες μέρες, σε παράξενα συμφραζόμενα, στις θέσεις του Λένιν για μια συνδιάσκεψη στην Αγία Πετρούπολη, όπου διαβάζουμε: «Η συνολική πείρα των επαναστάσεων του 1905 και του 1917 επιβεβαιώνει ότι τα σοβιέτ των εργατών και στρατιωτών αντιπροσώπων είναι πραγματικά μόνον ως όργανα εξέγερσης, ως όργανα της επαναστατικής δύναμης. Έξω από τα καθήκοντα αυτά, τα σοβιέτ είναι σκέτα αθύρματα». Αυτό δείχνει ξεκάθαρα ποιο είναι το πραγματικά σημαντικό για τον Λένιν. Βέβαια, έπρεπε να τονίσει το ζήτημα της συγκεκριμένης στιγμής- αλλά η αποκλειστικότητα με την οποία το κάνει, το ότι δεν δίνει καμία δυνατότητα στα σοβιέτ να γίνουν τελικά ανεξάρτητες και μόνιμες οντότητες, μιλά μια γλώσσα σαφέστατη.
Επιπλέον,οι φράσεις του 1915 («όργανα εξέγερσης» και «μόνο σε σύνδεση με την εξέγερση») επαναλαμβάνονται σχεδόν αυτολεξεί- ότι κι αν έμαθε και σκέφτηκε ο Λένιν για τα σοβιέτ κατά την διετία κατά την οποία μετατράπηκε στον ιστορικό Λένιν, τα σοβιέτ παρέμειναν γι’ αυτόν απλώς μέσα για την επίτευξη του επαναστατικού σκοπού. Δεν του πέρασε καν απ’ το μυαλό ότι τα σοβιέτ ενδεχομένως υπήρχαν όχι μόνο για χάρη της επανάστασης, ότι -με έννοια βαθύτερη και αυταρχικότερη- η επανάσταση ενδεχομένως υπήρχε για χάρη των σοβιέτ. Από την άποψη αυτήν –όχι του Λένιν προσωπικά, αλλά της νοοτροπίας που παραδειγματικά εκπροσωπούσε- είναι εύκολο να καταλάβουμε γιατί τα σοβιέτ ξεφτίζουν και ως πραγματικότητα και ως ιδέα.
Το ότι το σύνθημα του Λένιν «Όλη η εξουσία στα σοβιέτ!» είχε μόνον επαναστατικό-πολιτικό νόημα, το καταλαβαίνουμε ακόμα πιο καθαρά όταν φτάνουμε στο ακόλουθο χωρίο του δοκιμίου του: «Κι ωστόσο τα 24.000 μέλη του μπολσεβίκικου κόμματος υποτίθεται πως είναι ανίκανα να κυβερνήσουν τη Ρωσία προς όφελος των συμφερόντων του φτωχού και σε βάρος των συμφερόντων του πλούσιου!» Οπότε, το «Όλη η εξουσία στα σοβιέτ!» σημαίνει κατά βάθος «Όλη η εξουσία στο κόμμα μέσω των σοβιέτ!» —και δεν υπάρχει τίποτε που να πηγαίνει πέρα απ’ αυτήν την επαναστατική-πολιτική, κομματική-πολιτική άποψη σε κάτι διαφορετικό, σοσιαλιστικό και δομικό. Λίγο αργότερα, ο Λένιν βεβαιώνει ότι οι μπολσεβίκοι είναι «συγκεντρωτικοί από πεποίθηση, από τη φύση του προγράμματος και όλης της τακτικής του κόμματός τους»· άρα ο συγκεντρωτισμός θεωρείται ρητά ότι είναι ζήτημα αρχής και όχι απλώς τακτικής. Μας λέει ότι το προλεταριακό κράτος οφείλει να είναι συγκεντρωτικό.
Συνεπώς τα σοβιέτ πρέπει να υποτάσσονται σε μιαν «ισχυρή κυβέρνηση»· οπότε, τι απομένει από την αυτόνομη πραγματικότητά τους; Η αλήθεια είναι ότι τους παραχωρείται ένας «ειδικός συγκεντρωτισμός»: κανένας μπολσεβίκος δεν έχει το παραμικρό ν’ αντιτείνει στην «συγκέντρωσή τους κατά κλάδο παραγωγής», στην συγκεντροποίηση τους. Αλλά προφανώς ο Λένιν δεν πίστευε ότι κάτι τέτοιες «συγκεντρώσεις» έχουν σοσιαλιστικό, κοινωνικά διαμορφωτικό χαρακτήρα μόνον όταν δημιουργούνται αυθόρμητα, απόκάτω προς τα επάνω, όταν δεν είναι συγκεντρώσεις αλλά ενώνεις, όταν η διαδικασία δεν είναι συγκεντρωτική αλλά ομοσπονδιακή.
Δέκα μέρες μετά την κατάληψη της εξουσίας, ο Λένιν απευθύνει κάλεσμα Στον λαό : «Από δω και μπρος τα σοβιέτ σας είναι όργανα της κρατικής εξουσίας, με δικαιοδοσία να λαμβάνουν όλες τις αποφάσεις». Τα καθήκοντα που ανατέθηκαν αμέσως μετά στα σοβιέτ αφορούσαν ουσιαστικά σε ζητήματα ελέγχου. Αυτό οφειλόταν κατά κύριο λόγο στην κατάσταση, αλλά το πλαίσιο αναφοράς ήταν πάρα πολύ στενό· έλειπε το θετικό αντίβαρο. Τέτοιες μικροεξουσίες δεν ήταν αρκετές για να δώσουν τη δυνατότητα στα σοβιέτ «να ξεδιπλώσουν πλήρως τα ταλέντα και τις ικανότητες τους». Ακούμε τον Λένιν στο συνέδριο του κόμματος τον Μάρτιο του 1918 να επαναλαμβάνει τις απόψεις του. για το νέου τύπου κράτος «χωρίς γραφειοκρατία, χωρίς αστυνομία, χωρίς μόνιμο στρατό», αλλά προσθέτει: «Στη Ρωσία έγινε μόλις μια αρχή, και μάλιστα κακή αρχή».
Θα ήταν σοβαρό λάθος να νομίσουμε ότι φταίει μόνον η ανεπαρκής εφαρμογή ενός ανεπαρκούς σχεδίου γιατί από το σχέδιο έλειπε η ουσία της ζωής. Λέει, για εξήγηση: «Στα σοβιέτ μας υπάρχουν ακόμα πολλά πράγματα ανεπεξέργαστα, ατελή»· αλλά το πραγματικά τρομερό και ολέθριο για τα σοβιέτ ήταν ότι οι ηγέτες, που δεν ήταν μόνο πολιτικοί μα και πνευματικοί ηγέτες, ποτέ δεν κατεύθυναν τα σοβιέτ προς την ανάπτυξη και την τελειοποίηση. «Οι άνθρωποι που δημιούργησαν την Κομμούνα», συνεχίζει ο Λένιν, «δεν την κατάλαβαν». Αυτό ίσος θυμίζει τα λόγια του όταν επέστρεψε στην Ρωσία: «Προσκολληθήκαμε στα σοβιέτ, αλλά δεν τα καταλάβαμε καλά». Η αλήθεια είναι ότι δεν «κατάλαβε» ούτε τώρα τι πραγματικά ήταν -και δεν ήθελε- να καταλάβει.
Στην ίδια ομιλία του ο Λένιν, απαντώντας στον Μπουχάριν που είχε ζητήσει να περιληφθεί στο πρόγραμμα ένα σκιαγράφημα της σοσιαλιστικής τάξης πραγμάτων, διακήρυξε: «Δεν μπορούμε να σκιαγραφήσουμε τον σοσιαλισμό. Δεν ξέρουμε και δεν μπορούμε να πούμε πώς θα είναι ο σοσιαλισμός όταν πάρει την τελική μορφή του». Βέβαια, αυτή ακριβώς είναι η μαρξιστική γραμμή σκέψης, αλλά δείχνει καθαρά, στο άπλετο φως της ιστορίας, τους περιορισμούς της μαρξιστικής οπτικής στη σχέση της με μιαν αναδυόμενη ή οιονεί αναδυόμενη πραγματικότητα: αποτυχία ν’ αναγνωρίσει δυνατότητες που απαιτούν, αν θέλουν ν’ αναπτυχθούν, το ερέθισμα της ιδέας της κοινωνικής μορφής. Ίσως να μην «ξέρουμε» πώς θα είναι ο σοσιαλισμός, αλλά μπορούμε να ξέρουμε πώς τον θέλουμε να είναι, κι αυτή η γνώση κι αυτή η επιθυμία μας, αυτή η συνειδητή επιθυμία μας, επηρεάζει το τι θα γίνει και αν κάποιος είναι συγκεντρωτιστής, ο συγκεντρωτισμός του επηρεάζει το τι θα γίνει. Υπάρχουν ανέκαθεν στην ιστορία, δίπλα δίπλα, αν και με διαφορετική εκάστοτε δύναμη, οι τάσεις της συγκέντρωσης και της αποκέντρωσης- και έχει μακροπρόθεσμα ζωτική σημασία ποιαν απ’ τις δυο επιλέγει η συνειδητή βούληση, με την εξουσία που έχει τότε αποκτήσει.
Επιπλέον, δεν υπάρχει πράγμα δυσκολότερο, ή σπανιότερο, από το ν’ απελευθερωθεί από τον συγκεντρωτισμό μια θέληση που έχει αποκτήσει εξουσία. Τι φυσικότερο ή λογικότερο για έναν συγκεντρωτιστή, από το να μην αναγνωρίσει τις αποκεντρωτικές δυνατότητες στις μορφές που την χρησιμοποιούν; «Δεν έχουν φτιαχτεί ακόμα τα τούβλα», λέει ο Λένιν, «με τα οποία θα χτίσουμε τον σοσιαλισμό». Εξ αιτίας του συγκεντρωτισμού του δεν θεώρησε τέτοια τούβλα τα σοβιέτ, δεν τα βοήθησε να γίνουν τούβλα, και ούτε κι έγιναν.
Λίγο μετά το συνέδριο του κόμματος ο Λένιν έγραψε στο προσχέδιο των Θέσεων για τα άμεσα καθήκοντα της σοβιετικής εξουσίας σ’ ένα κομμάτι που δεν περιλήφθηκε στο τελικό κείμενο: «Υποστηρίζουμε τον δημοκρατικό συγκεντρωτισμό… Οι αντίπαλοι του συγκεντρωτισμού υποδεικνύουν πάντα την αυτονομία και την ομοσπονδία ως μέσα για να καταπολεμήσουμε τα δεινά του συγκεντρωτισμού. Στην πραγματικότητα, ο δημοκρατικός συγκεντρωτισμός καθόλου δεν παρεμποδίζει την αυτονομία, αλλά μάλλον την προϋποθέτει. Στην πραγματικότητα, ακόμα και η ομοσπονδία- [ο Λένιν έχει εδώ στο μυαλό του μόνο την πολιτική ομοσπονδία] δεν εναντιώνεται καθόλου στον δημοκρατικό συγκεντρωτισμό. Σε μια πραγματικά δημοκρατική τάξη πραγμάτων, κι ακόμα περισσότερο σ’ ένα κράτος χτισμένο με βάση την σοβιετική αρχή, η ομοσπονδία είναι μόνον ένα βήμα προς έναν πραγματικά δημοκρατικό συγκεντρωτισμό».
Είναι φανερό ότι ο Λένιν ούτε που το σκέφτεται να περιορίσει την συγκεντρωτική αρχή με την ομοσπονδιακή αρχή· από την επαναστατική-πολιτική σκοπιά του μόνον ανέχεται μιαν ομοσπονδιακή πραγματικότητα εφ’ όσον αυτή διαλύεται μέσα στον συγκεντρωτισμό. Έτσι, η κατεύθυνση, η όλη γραμμή σκέψης είναι ξεκάθαρα συγκεντρωτική. Ούτε υπάρχει ουσιώδης διαφορά όταν ερχόμαστε στην τοπική αυτονομία, είναι επιτακτικό να την επιτρέψουμε ως έναν ορισμένο βαθμό και να της παραχωρήσουμε περιθώρια δράσης· μόνο που πρέπει να τραβήξουμε μια γραμμή εκεί που αρχίζουν οι πραγματικές αποφάσεις και συνεπώς οι οδηγίες από το κέντρο. Όλοι αυτοί οι λαϊκοί και κοινωνικοί σχηματισμοί έχουν μόνο πολιτική, στρατηγική, τακτική και προσωρινή εγκυρότητα, κανένας τους δεν είχε γνήσιο λόγο ύπαρξης, ανεξάρτητη δομική αξία· κανένας τους δεν χρειάζεται να διατηρηθεί και να βοηθηθεί ως ζωντανό στοιχείο της μελλοντικής κοινότητας.
Έναν μήνα αφ’ ότου ο Λένιν είχε υπαγορεύσει το σχέδιό του, οι «αριστεροί κομμουνιστές» επισήμαναν πόσο επιζήμιο ήταν για τα σπέρματα του σοσιαλισμού το γεγονός ότι η μορφή που έπαιρνε η κρατική διοίκηση ήταν προς την κατεύθυνση της γραφειοκρατικής συγκεντροποίησης, της κατάργησης της ανεξαρτησίας των τοπικών σοβιέτ και, στην πράξη, της αποκήρυξης του τύπου του «κράτους της Κομμούνας» που αυτοκυβερνιόταν από τα κάτω συνεπώς του τύπου για τον οποίο είπε ο Λένιν στην ομιλία του : τι ήταν πραγματικά η σοβιετική εξουσία. Δεν μπορεί να υπάρχει πια αμφιβολία σήμερα για το ποιος είχε δίκιο στην εκτίμηση της κατάστασης και των μελλοντικών τάσεων ο Λένιν ή οι αντίπαλοί του. Αλλά κι ο ίδιος ο Λένιν το κατάλαβε μάλλον καθαρά περί τα τέλη της ζωής του. Οι αναφορές στην Παρισινή Κομούνα αραιώνουν μετά απ’ αυτήν την ομιλία, ώσπου σταματούν εντελώς.
Ένα έτος μετά την Οκτωβριανή επανάσταση, ο Λένιν είχε δηλώσει ότι «ο μηχανισμός της υπαλληλοκρατίας στη Ρωσία είχε εντελώς καταρρεύσει», αλλά στα τέλη του 1920 χαρακτήριζε την σοβιετική δημοκρατία «εργατικό κράτος με γραφειοκρατικά εξαμβλώματα» κι αυτό, είπε, «ήταν η αλήθεια για την μεταβατική κατάσταση». Δεν μπορούσε να διαφύγει από τον Λένιν το γεγονός ότι κατά τα επόμενα χρόνια η αναλογία των εξαμβλωμάτων σε σχέση με τον κορμό από τον οποίο εκβλάσταιναν μεγάλωνε επικίνδυνα, και τα μπουμπούκια της κατάστασης στην οποία υποτίθεται ότι θα οδηγούσε η μεταβατική κατάσταση μεγάλωναν ολοένα λιγότερο.
Στα τέλη του 1922, στην αναφορά Πέντε χρόνια ρωσικής επανάστασης και η προοπτική της παγκόσμιας επανάστασης, την οποία έκανε ο Λένιν στο Τέταρτο Συνέδριο της Κομουνιστικής Διεθνούς, λέει απλά: «Έχουμε παραλάβει τον παλιό κρατικό μηχανισμό». Παρηγορείται με την βεβαιότητα ότι σε λίγα χρόνια θα καταφέρουν οι μπολσεβίκοι ν’ αλλάξουν τον μηχανισμό απ’ την κορφή ως τα νύχια. Η ελπίδα αυτή δεν εκπληρώθηκε και δεν μπορούσε να εκπληρωθεί με τις προϋποθέσεις του Λένιν: σκεφτόταν κυρίως να εκπαιδεύσει και να προσελκύσει καινούριες δυνάμεις, αλλά το πρόβλημα ήταν δομικό και όχι προσώπων μια γραφειοκρατία δεν αλλάζει όταν της αλλάζεις όνομα, και ως και οι αρτιότερα εκπαιδευμένοι απόφοιτοι των σοβιετικών σχολείων και των εργατικών ιδρυμάτων υπέκυπταν στην γραφειοκρατική ατμόσφαιρα.
Η βασική απογοήτευση του Λένιν ήταν η συνεχιζόμενη ύπαρξη της γραφειοκρατίας η οποία, αν όχι στα πρόσωπά της, τότε ασφαλώς στην ανελέητη αποτελεσματικότητά της, αποδείχθηκε για μιαν ακόμα φορά ισχυρότερη από την επαναστατική βασική αρχή. Ο Λένιν δεν φαίνεται ν’ αντιλήφθηκε τα βαθύτερα αίτια του φαινομένου αυτού, πράγμα μάλλον κατανοητό. Η Οκτωβριανή επανάσταση ήταν κοινωνική επανάσταση μόνο με την έννοια ότι άλλαξε ορισμένα πράγματα στην κοινωνική τάξη πραγμάτων και στη διαστρωμάτωση της, στις κοινωνικές μορφές και τους κοινωνικούς θεσμούς. Αλλά μια γνήσια κοινωνική επανάσταση πρέπει, πέρα και πάνω απ’ αυτό, να εδραιώσει τα δικαιώματα της κοινωνίας έναντι του κράτους. Παρ’ όλο που ως προς αυτό ο Λένιν επισήμανε ότι ο μαρασμός του κράτους θα ερχόταν με μιαν ανάπτυξη που η διάρκειά της δεν μπορούσε να υπολογιστεί ούτε ο τρόπος της να προκαθοριστεί, ωστόσο, στην έκταση που η ανάπτυξη αυτή μπορούσε να πραγματοποιηθεί τώρα, αναγνώριζε ότι το καθήκον καθόριζε το άμεσο πρόγραμμα δράσης των ηγετών και ονόμαζε την καινούρια κρατική μορφή που έπρεπε ν’ αρχίσει αμέσως να πραγματοποιείται «κράτος της Κομμούνας».
Αλλά το «κράτος της Κομμούνας» το είχε χαρακτηρίσει πολύ καθαρά ο Μαρξ· είχε θεωρήσει ότι ελευθέρωνε στον μεγαλύτερο δυνατό βαθμό την οικονομική κοινωνία από τα δεσμά της πολιτικής βασικής αρχής. «Από την στιγμή που η τάξη πραγμάτων της Κομμούνας», έγραψε, «θα εισαχθεί στο Παρίσι και στα δευτερεύοντα αστικά κέντρα, η παλιά συγκεντρωτική κυβέρνηση θα πρέπει ν’ αντικατασταθεί και στις επαρχίες από την αυτοδιακυβέρνηση των παραγωγών». Αυτή η μετατόπιση της εξουσίας για την λήψη των αποφάσεων από την πολιτική στην κοινωνική βασική αρχή —που την επεξεργάστηκαν και της έδωσαν την ιδεατή της βάση στη Γαλλία οι κοινωνικοί στοχαστές από τον Σαιν-Σιμόν μέχρι τον Προυντόν- διακηρύχθηκε από τον Λένιν πως ήταν η βασική, γραμμή για την οργανωτική δραστηριότητα των ηγετών, αλλά στην πραγματικότητα δεν ήταν η βασική γραμμή.
Η πολιτική βασική αρχή εδραιώθηκε εκ νέου, με άλλην αμφίεση, πανίσχυρη- και οι κίνδυνοι που απειλούσαν πραγματικά την επανάσταση την δικαιολόγησαν σε μεγάλο βαθμό. Ας μην εξετάσουμε το αν η κατάσταση που επικρατούσε επέτρεπε ή όχι τον ριζικό περιορισμό της πολιτικής βασικής αρχής- αυτό που, ωστόσο, θα ήταν οπωσδήποτε εφικτό ήταν να οριστεί μια βασική γραμμή, σε συμφωνία με την οποία, όσο επέτρεπαν οι μεταβαλλόμενες περιστάσεις, θα μπορούσαν να επεκτείνονται τα όρια ισχύος της κοινωνικής βασικής αρχής. Συνέβη το εκ διαμέτρου αντίθετο. Οι αντιπρόσωποι της πολιτικής βασικής αρχής, δηλαδή κυρίως οι «επαγγελματίες επαναστάτες» που ανέβηκαν στην κορυφή, επαγρυπνούσαν ζηλότυπα για να μην περιοριστεί η σφαίρα δράσης τους. Η αλήθεια είναι ότι στρατολόγησαν στις τάξεις τους και άλλα ικανά πρόσωπα από τον λαό και ότι γέμιζαν τα προκύπτοντα κενά, αλλά όσοι γίονταν δεκτοί στο διευθυντήριο έφεραν στην ψυχή τους την σφραγίδα της πολιτικής βασικής αρχής, έγιναν στοιχεία της κρατικής ουσίας και έπαψαν να είναι στοιχεία της κοινωνικής ουσίας, και όποιος αντιστεκόταν στην αλλαγή αυτήν δεν γινόταν ακουστός στην κορυφή ή σύντομα έπαυε να θέλει να γίνει ακουστός.
Η ισχύς της κοινωνικής βασικής αρχής δεν μπόρεσε και δεν τόλμησε ν’ αυξηθεί. Οι απαρχές μιας «αυτοδιακυβέρνησης των παραγωγών» την οποία δημιούργησε αυθόρμητα η επανάσταση, κυρίως των τοπικών σοβιέτ, παρά την εμφανή ελευθερία έκφρασης και λήψης αποφάσεων, εξασθένησε τόσο πολύ από την διαβρέχουσα τα πάντα κυριαρχία του κόμματος με τους αναρίθμητους ορατούς και αόρατους τρόπους της να αναγκάζει τους ανθρώπους να συμμορφώνονται στο δόγμα και τη θέληση της κετρικής εξουσίας, ώστε πολύ λίγα απέμειναν από το «ξέσπασμα δημιουργικής λαϊκής δύναμης» που τα δημιούργησε. Η «δικτατορία του προλεταριάτου» είναι εκ των πραγμάτων μια δικτατορία του κράτους πάνω στην κοινωνία, που φυσικά την επευφημεί ή την ανέχεται η συντριπτικά μεγάλη μάζα του πληθυσμού για χάρη της πλήρους κοινωνικής επανάστασης που ακόμα ελπίζουν να Την δουν να ολοκληρώνεται μ’ αυτόν τον τρόπο. Ο γραφειοκρα- τισμός που ενόχλησε τον Λένιν, και που τον ενόχλησε επειδή ακριβώς δουλειά του ήταν να τον καταργήσει (αφού το «κράτοςτης Κομούνας» ήταν γι’ αυτόν το απογραφειοκρατικοποιημένο κράτος), είναι απλώς το αναγκαίο παρεπόμενο της κυριαρχίας της πολιτικής βασικής αρχής.
Αξίζει να επισημάνουμε ότι και μέσα στο κόμμα έγιναν επανειλημμένα απόπειρες για να σπάσει αυτή η κυριαρχία. Η πιο ενδιαφέρουσα απ’ αυτές, επειδή προήλθε από τους εργάτες της βιομηχανίας, φρονώ πως είναι η «Εργατική Αντιπολίτευση» τον Μάρτιο του 1921, που πρότεινε να εκλέγονται τα κεντρικά όργανα για την διοίκηση όλης της εθνικής οικονομίας της Δημοκρατίας από τις συνεταιριστικές ενώσεις των παραγωγών. Δεν ήταν, βέβαια, αυτό κυβέρνηση των παραγωγών, αλλά ήταν ένα σημαντικό βήμα προς αυτήν, αν και δεν είχε πραγματικά αποκεντρωτικό χαρακτήρα. Ο Λένιν απέρριψε αυτήν την «αναρχο-συνδικαλιστική παρέκκλιση» με το σκεπτικό ότι ένας μαρξιστής μπορούσε να διανοηθεί μιαν ένωση παραγωγών μόνο σε μιαν αταξική κοινωνία που θα την αποτελούσαν αποκλειστικά εργάτες ως παραγωγοί, αλλά ότι στην τοτινή Ρωσία υπήρχαν, εκτός από τ’ απομεινάρια της καπιταλιστικής εποχής, δυο τάξεις: οι αγρότες και οι εργάτες.
Συνεπώς, για όσον καιρό ο κομμουνισμός εξακολουθούσε να στοχεύει στην τελειοποίηση και δεν είχε μετατρέψει όλους τους αγρότες σε εργάτες, δεν έπρεπε, κατά τη γνώμη του Λένιν, να εξετάζουμε την περίπτωση μιας αυτοκυβερνώμενης οικονομίας. Μ’ άλλα λόγια (αφού η ολοκλήρωση του κομμουνισμού συμπίπτει με τον πλήρη μαρασμό του κράτους): είναι αδιανόητη η θεμελιώδης περιστολή της εξουσίας του κράτους στο εσωτερικό πριν ξεψυχήσει το κράτος. Το παράδοξο αυτό έγινε το λειτουργικό σύνθημα για τους ιθύνοντες του σοβιετικού καθεστώτος. Μόνον απ’ αυτήν την σκοπιά μπορούμε να καταλάβουμε σωστά την αλλαγή στάσης του Λένιν απέναντι στους συνεταιρισμούς.
Δεν έχει, ωστόσο, νόημα να εξετάσουμε με κριτικό πνεύμα τις αντιφάσεις. Ο ίδιος ο Λένιν τόνισε το 1918, όχι χωρίς λόγο, ότι πάντα όταν μια καινούρια τάξη μπαίνει στον ιστορικό στίβο ως ηγέτης της κοινωνίας, έρχεται οπωσδήποτε μια περίοδος πειραματισμού και ταλάντευσης για την επιλογή των καινούριων μεθόδων με τις οποίες θ’ αντιμετωπιστεί η καινούρια αντικειμενική κατάσταση· τρία χρόνια αργότερα μάλιστα, έφτασε να βεβαιώσει ότι τα πράγματα είχαν αποδείξει μόνο, «όπως πάντα στην ιστορία των επαναστάσεων, ότι η κίνηση γίνεται με ζιγκζάγκ». Δεν πρόσεξε ότι, αν και όλα αυτά ενδέχεται ν’ αληθεύουν για τις πολιτικές επαναστάσεις, όταν για πρώτη φορά στην ιστορία σε τόσο μεγάλη κλίμακα προστίθεται το στοιχείο της κοινωνικής αλλαγής, η ανθρωπότητα ως σύνολο (κι αυτό σημαίνει: οι άνθρωποι στους οποίους συμβαίνουν τα γεγονότα, όσο κι εκείνοι που τα παρακολουθούν) λαχταράει, παρ’ όλα τα πειράματα και τις ταλαντεύσεις, να καταλάβει το ένα σημαντικό και σοβαρό πράγμα του μέλλοντος: την κίνηση προς την κοινότητα εν ελευθερία. Στην περίπτωση της Ρωσικής επανάστασης, ό,τι κι αν νόμισαν οι άνθρωποι για τους κακούς οιωνούς που έβλεπαν, τίποτα τέτοιο δεν έγινε ποτέ ορατό, και η αλλαγή της στάσης του Λένιν απέναντι στο συνεταιριστικό κίνημα είναι μια ακόμα απόδειξη του γεγονότος ότι τέτοιο κίνημα δεν υπάρχει.
Κατά την προεπαναστατική περίοδο ο Λένιν θεωρούσε τους συνεταιρισμούς που υπήρχαν στην αστική κοινωνία «άθλια καταπραϋντικά» και προμαχώνες του μικροαστικού πνεύματος. Έναν μήνα πριν από την Οκτωβριανή επανάσταση, αντίκρυ στην τρομερή οικονομική κρίση που σάρωνε τη Ρωσία, προέβαλε ανάμεσα στα «επαναστατικά-δημοκρατικά» μέτρα που έπρεπε να ληφθούν αμέσως, την αναγκαστική ένταξη όλων των πολιτών σε καταναλωτικούς συνεταιρισμούς. Τον επόμενο Ιανουάριο έγραψε στο προσχέδιο ενός διατάγματος: «Όλοι οι πολίτες πρέπει να ανήκουν σ’ έναν τοπικό καταναλωτικό συνεταιρισμό» και «οι υπάρχοντες καταναλωτικοί συνεταιρισμοί θα εθνικοποιηθούν». Σε ορισμένους κομματικούς κύκλους αυτή η απαίτηση έγινε κατανοητή και αποδεκτή ως κίνηση που αποσκοπούσε στην εξάλειψη των συνεταιρισμών, γιατί είδαν, όπως σωστά το διατύπωσε ένας μπολσεβίκος θεωρητικός, στο στοιχείο της εκούσιας συμμετοχής την ουσιώδη σφραγίδα γνησιότητας του συνεταιρισμού.
Ο Λένιν δεν ήθελε να καταλάβουν έτσι τα λόγια του. Βέβαια, ο συνεταιρισμός ως νησίδα στην καπιταλιστική κοινωνία ήταν, κατά κάποιον τρόπο, μόνον «ένα κατάστημα», αλλά ο συνεταιρισμός που, μετά την κατάργηση του ιδιωτικού κεφαλαίου, περιλαμβάνει ολόκληρη την κοινωνία «είναι σοσιαλισμός», και είναι συνεπώς καθήκον των σοβιετικών αρχών να μετατρέψουν όλους ανεξαιρέτως τους πολίτες σε μέλη ενός γενικού κρατικού συνεταιρισμού, «ενός μόνο γιγάντιου συνεταιρισμού». Δεν αντιλαμβάνεται ότι μ’ αυτό η βασική συνεταιριστική αρχή χάνει κάθε ανεξάρτητο περιεχόμενο, πράγματι την ύπαρξή της ως βασική αρχή, και ότι απομένει μόνον ένα αναγκαστικά συγκεντρωτικό-γραφειοκρατικό κράτος με ένα όνομα που έχει χάσει το περιεχόμενό του.
Η πραγματοποίηση του προγράμματος αυτού επιχειρήθηκε κατά τα αμέσως επόμενα χρόνια: όλοι οι συνεταιρισμοί συγχωνεύτηκαν υπο την ηγεσία των καταναλωτικών συνεταιρισμών, που μετατράπηκαν πρακτικά σε κρατικά κέντρα διανομής αγαθών. Όσο για την άμεση εθνικοποίηση, ακόμα και δυο χρόνια αφού είχε διατυπώσει τα Καθήκοντα της σοβιετικής εξουσίας, ο Λένιν εξακολουθούσε να μένει άπρακτος. Κατάγγειλε εκείνους που είχαν την παρρησία ν αξιώσουν ένα μόνο πλέγμα κρατικών οργανώσεων που θ’ αντικαθιστούσαν τους συνεταιρισμούς. «Αυτό θα ήταν σωστό, αλλά είναι ανέφικτο», είπε, και εννοούσε «προς το παρόν ανέφικτο». Συγχρόνως, έμενε από άποψη αρχής γερά προσκολλημένος στην ιδέα του συνεταιρισμού, ο οποίος, διακήρυξε (θυμίζοντας τον Μαρξ, και την δική του στάση στο συνέδριο της Διεθνούς στην Κοπεγχάγη το 1910, όπου είχε τονίσει την ενδεχόμενη κοινωνικοποιητική επιρροή του συνεταιρισμού μετά την απαλλοτρίωση των καπιταλιστών), θα μπορούσε να είναι ένα μέσον για την οικοδόμηση της καινούριας οικονομικής τάξης πραγμάτων. Συνεπώς, είπε, το ζήτημα ήταν να βρεθούν καινούριες συνεταιριστικές μορφές «που θ’ αντιστοιχούν στις οικονομικές και πολιτικές συνθήκες της προλεταριακής δικτατορίας» και «που θα ευνοούν την μετάβαση στον πραγματικό σοσιαλιστικό συγκεντρωτισμό».
Ένας θεσμός που η καθαυτό ουσία του είναι το σπέρμα και ο πυρήνας της σοσιαλιστικής αποκέντρωσης, έπρεπε συνεπώς να γίνει το οικοδομικό στοιχείο ενός καινούριου σφιχτοπλεγμένου κρατικού συγκεντρωτισμού με «σοσιαλιστική» σφραγίδα. Προφανώς ο Λένιν δεν εκκινούσε από θεωρητικές υποθέσεις, αλλά από τις πρακτικές απαιτήσεις της στιγμής οι οποίες, όπως είναι γνωστό, ήταν εξαιρετικά βαριές και απαιτούσαν τις πιο επίπονες προσπάθειες. Όταν ο Λένιν, σε μια δήλωση που θύμιζε τα αξιώματα των «ουτοπικών» και των «αναρχικών» -αλλά που φυσικά είχε διαστρεβλώσει το νόημά τους στο εκ διαμέτρου αντίθετο- απαιτούσε την ένωση των παραγωγικών και καταναλωτικών συνεταιρισμών, το έκανε εξ αιτίας της ανάγκης ν’ αυξηθεί η προσφορά αγαθών: η ορθότητα του μέτρου αυτού αποδείχθηκε από την πείρα των δυο προηγούμενων χρόνων. Έναν χρόνο αργότερα, τον ακούμε ν’ ασκεί άγρια πολεμική στους συνεταιρισμούς, που με την παλιά και ακατάκτητη ακόμα μορφή τους ήταν «ένας προμαχώνας των αντεπαναστατικών απόψεων».
Στο περίφημο κείμενο του για την Φορολογία σε είδος (άνοιξη 1921) επισημαίνει εμφατικά τον κίνδυνο που ελλοχεύει στην συνεργασία των μικροπαγωγών αναπόφευκτα ενισχύει (η συνεργασία αυτή) τον μικροαστικό καπιταλισμό. Και συνεχίζει: «Η ελευθερία και τα δικαιώτα των συνεταιρισμών σημαίνουν, στις παρούσες συνθήκες της Ρωσίας, ελευθερία και δικαιώματα για τον καπιταλισμό. Θα ήταν ηλιθιότητα ή έγκλημα να κάνουμε πως δεν βλέπουμε αυτήν την προφανή αλήθεια». Και παρακάτω: «Υπό την σοβιετική εξουσία ο συνεταιριστικός καπιταλισμός, που είναι διαφορετικός από τον ιδιωτικό καπιταλισμό, δημιουργεί μια παραλλαγή κρατικού καπιταλισμού και, για τούτο, μας είναι τώρα πλεονεκτικός και ωφέλιμος… Πρέπει να επιχειρήσουμε να διοχετεύσουμε την ανάπτυξη του καπιταλισμού μέσα από τα κανάλια του συνεταιριστικού καπιταλισμού». Αυτή η διαφωτιστική προειδοποίηση εξέφραζε μόνον ότι, εκείνα τα χρόνια του εσφαλμένα χαρακτηριζόμενου «πολεμικού κομμουνισμού» (τον Οκτώβριο του 1921 ο ίδιος ο Λένιν μίλησε αναδρομικά για το λάθος που είχαν κάνει οι μπολσεβίκοι «όταν αποφασίσαμε να επιχειρήσουμε την άμεση αλλαγή στην κομμουνιστική παραγωγή και διανομή») ήταν η καθοδηγητική αρχή στην πρακτική.
Αλλά αμέσως μετά την δυσμενή έκβαση της άκρας συγκεντροποίησης και σε σύνδεση με την «Νέα Οικονομική Πολιτική» που μόλις τότε άρχιζε, γινόταν ήδη αισθητή μια τάση οπισθοδρόμησης. Λίγο πριν απ’ αυτήν την προειδοποιητική διακήρυξη του Λένιν, είχε δημοσιευτεί ένα διάταγμα για την επανεγκαθίδρυση των διάφορων συνεταιρισμών -καταναλωτικών, αγροτικών και βιομηχανικών- ως οικονομικών οργανισμών. Δυο μήνες αργότερα ακολούθησε ένα διάταγμα με το οποίο έγινε η αρχή για την πλήρη ακύρωση της προηγούμενης απόφασης για την συγχώνευση όλων των συνεταιρισμών στην Ένωση καταναλωτικών συνεταιρισμών, την «Τσεντροσογυούζ». Περί τα τέλη της ίδιας χρονιάς, ο πρόεδρος της Ένωσης αυτής διακήρυξε σε μιαν ομιλία για τη θέση και τα καθήκοντα των συνεταιρισμών ότι ήταν φυσικό που ο κρατικός συνεταιριστικός μηχανισμός, ο οποίος λειτουργούσε σύμφωνα μ’ ένα παγιωμένο σχέδιο, έγινε «γραφειοκρατικός, ανελαστικός και ακίνητος», και ανέφερε τις φωνές «που μιλούσαν για την ανάγκη ν’ απελευθερωθούν οι συνεταιρισμοί από την υποδούλωση τους στο κράτος», και έφτασε να παραδεχθεί ότι υπήρχαν φορές «που έπρεπε όντως να μιλήσουμε για μια τέτοιαν απελευθέρωση». Και πράγματι, οι άνθρωποι είχαν φτάσει πολλές φορές στο σημείο να συγκρίνουν την καταναγκαστική οργάνωση με την δουλοπαροικία.
Τώρα οι αρχές «πλήρως και ανεπιφύλακτα» αποκήρυσσαν όλες τις παρεμβάσεις των αρχών στις υποθέσεις των γεωργικών συνεταιρισμών και αρκούνταν στις ευρείες δικαιοδοσίες που είχαν στα πλαίσια του κρατικού καπιταλισμού για να «επηρεάζουν και να κατευθύνουν τους συνεταιρισμούς με την οικονομική πίεση», ώσπου εκείνοι «που δεν μπορούσαν ή δεν ήθελαν να προσαρμοστούν, κολοβώθηκαν και διαλύθηκαν». Μολαταύτα, οι αρχές φρόντισαν να τοποθετήσουν αξιόπιστα μέλη του κόμματος στην διοίκηση του κεντρικού οργάνου καθώς και στους κεχωρισμένους συνεταιρισμούς και να «εκκαθαριστούν» οι συνεταιρισμοί από τους μη συνεργάσιμους αντιπροσώπους τους.
Δυο χρόνια μετά την δημοσίευση του κειμένου του Φορολογία σε είδος, ο Λένιν, τον Μάιο του 1923, στο αποκορύφωμα της Νέας Οικονομικής Πολιτικής, έδωσε την θεωρητική θεμελίωση της πολιτικής αυτής στο σημαντικό του δοκίμιο για το συνεταιριστικό σύστημα. Έγραψε: «Όταν προχωρήσαμε στην Νέα Οικονομική Πολιτική, ενεργήσαμε βεβιασμένα από μιαν άποψη, δηλαδή, δεν πήραμε υπ’ όψη μας το συνεταιριστικό σύστημα». Αλλά δεν αρκείται πια να εγκρίνει τώρα τον συνεταιρισμό ως απλό στοιχείο που πρέπει να περιληφθεί στην κρατική οικονομία της μεταβατικής περιόδου. Ξάφνου, ο συνεταιρισμός εκτινάσσεται στο κέντρο της καινούριας κοινωνικής τάξης πραγμάτων.
Ο Λένιν περιγράφει τώρα την συνεταιριστική εκπαίδευση του λαού ως «το μοναδικό καθήκον που μας απέμεινε». Στα μάτια του, η «συνεταιριστικοποίηση» της Ρωσίας απέκτησε μια «κολοσσιαία, γιγάντια, απεριόριστη» σημασία. Λέει: «Δεν πρόκειται ακόμα για την οικοδόμηση της σοσιαλιστικής κοινωνίας, αλλά περιέχει όλα όσα είναι αναγκαία και ικανά για την οικοδόμηση αυτής της κοινωνίας». Ναι, προχωρεί ακόμα περισσότερο: ο συνεταιρισμός έχει γίνει γι’ αυτόν όχι μόνον η προϋπόθεση της οικοδόμησης της καινούριας κοινωνίας, αλλά ο πυρήνας της. Βεβαιώνει: «Μια κοινωνική τάξη πραγμάτων φωτισμένων συνεταιρισμών, με κοινή ιδιοκτησία των παραγωγικών μέσων, που βασίζεται στην ταξική νίκη του προλεταριάτου επί της αστικής τάξης -ιδού τι είναι μια σοσιαλιστική τάξη πραγμάτων της κοινωνίας». Και καταλήγει: «Η απλή ποσοτική ανάπτυξη του συνεταιρισμού είναι για μας εξ ίσου σημαντική με την ποσοτική ανάπτυξη του σοσιαλισμού», ναι, “αν πετύχουμε την πλήρη συνεταιριστικοποίηση της Ρωσίας, θα πατούμε και με τα δυο μας πόδια σε σοσιαλιστικό έδαφος”. Στον σχεδιασμένο κρατικό συνεταιρισμό που περιλαμβάνει τα πάντα βλέπει να εκπληρώνονται τα «όνειρα» των παλιών συνεταιρισμών «που είχαν αρχίσει από τον Ρόμπερτ Όουεν».
Εδώ φτάνει στο απόγειό της η αντίφαση ανάμεσα σε ιδέα και πραγματοποίηση. Αυτό που απασχολούσε εκείνους τους «ουτοπικούς», με αφετηρία τον Ρόμπερτ Όουεν, στις σκέψεις και στα σχέδιά τους για ένωση των ανθρώπων, ήταν ο εθελοντικός συνασπισμός των ανθρώπων σε μικρές ανεξάρτητες ομάδες κοινοτικής ζωής και εργασίας, και ο εθελοντικός συνασπισμός αυτών σε μια κοινότητα κοινοτήτων. Αυτό που ο Λένιν περιγράφει ως εκπλήρωση αυτών των σκέψεων και σχεδίων είναι το εκ διαμέτρου αντίθετο, είναι ένα τεράστιο, πλήρως συγκεντροποιημένο σύμπλεγμα κρατικών παραγωγικών και κρατικών διανεμητικών κέντρων, ένας μηχανισμός θεσμών που λειτουργούν γραφειοκρατικά για την παραγωγή και την κατανάλωση, που ο καθένας είναι ενωμένος με τον άλλον σαν να ήταν γρανάζια: όσο για αυθορμητισμό, ελεύθερη ένωση. δεν υπάρχει πια γι’ αυτά καθόλου χώρος, ούτε καν η δυνατότητα να τα ονειρευόμαστε -με την «εκπλήρωση» του ονείρου, το όνειρο έσβησε. Αυτή τέλος πάντων ήταν η αντίληψη του Λένιν για την ένταξη του συνεταιριστικού συστήματος στο κράτος, και Λεν το αρνήθηκε στο κατά τα άλλα πολύ διεξοδικό δοκίμιο που έγραψε μόλις οχτώ μήνες πριν από τον θάνατό του. Θέλησε να δώσει στο κίνημα, που είχε τότε φτάσει στο ζενίθ του και που συνεπαγόταν έναν περιορισμό του συγκεντρωτισμού σε όλα τα πεδία, μια οριστική θεωρητική βάση- αλλά του αρνήθηκε —αναγκαστικά, αν πάρουμε υπ’ όψη τον τρόπο σκέψης του— τη βάση όλων των βάσεων: το στοιχείο της ελευθερίας.
Ορισμένοι θεώρησαν αυτήν την έκδηλη στροφή του Λένιν προς τους συνεταιρισμούς (που τους είχε καταπολεμήσει στο παρελθόν) προσέγγιση στις θεωρίες των Ρώσων λαϊκιστών [ποπουλιστών], για τους οποίους κάτι τέτοιες μορφές μορφές κοινοτικής ένωσης όπως επιβίωναν ή ανανεώνονταν στους κόλπους του λαού, ήταν ο πυρήνας και το μπουμπούκι της μελλοντικής τάξης πραγμάτων της κοινωνίας. Αλλά η προσέγγιση είναι μόνο φαινομενική. Ακόμα και τώρα ο Λένιν δεν σκεφτόταν ούτε για μια στιγμή τον συνεταιρισμό ως αυθόρμητο, ανεξάρτητο σχηματισμό που αναπτυσσόταν δυναμικά και θέσπιζε τους νόμους του.
Αυτό που τώρα ονειρευόταν, έπειτα από όλες τις σοβαρές προσπάθειες του να συνδέσει τον λαό σ’ ένα ενιαίο σύνολο που θα τον ακολουθούσε απόλυτα αφοσιωμένος, έπειτα από όλες του τις απογοητεύσεις με τα «γραφειοκρατικά εκβλαστήματα», με τα σημάδια της αρρώστιας έντονα πάνω του και κοντά στον θάνατο —ήταν να ενώσει δυο πράγματα που δεν μπορούν να ενωθούν, το κράτος που σκέπαζε με την σκιά του τα πάντα και τον αιματώδη συνεταιρισμό, μ’ άλλα λόγια: τον καταναγκασμό με την ελευθερία. Σε όλες τις περιόδους της ανθρώπινης ιστορίας, ο συνεταιρισμός και τα πρότυπά του κατόρθωσαν πραγματικά ν’ αναπτυχθούν μόνο στα κενά που άφησε η πραγματική εξουσία του κράτους και των προτύπων του. Ένα κράτος χωρίς κενά αποκλείει αναπόφευκτα την ανάπτυξη των συνεταιρισμών. Η τελική ιδέα του Λένιν ήταν να επεκτείνει την εμβέλεια των συνεταιρισμών και να τους ενοποιήσει δομικά, έτσι ώστε να διαφέρουν από το κράτος λειτουργικά αλλά να συμπίπτουν μ’ αυτό υλικά. Πρόκειται για το πρόβλημα του τετραγωνισμού του κύκλου.
Ο Στάλιν εξήγησε την αλλαγή στη στάση του Λένιν απέναντι στους συνεταιρισμούς από το 1921 μέχρι το 1923 λέγοντας ότι ο κρατικός καπιταλισμός δεν είχε αποκτήσει τα επιθυμητά θεμέλια, και ότι οι συνεταιρισμοί με τα δέκα εκατομμύρια μέλη τους είχαν αρχίσει να συνδέονται πολύ στενά με τις νεοαναπτυσσόμενες κοινωνικοποιημένες βιομηχανίες. Αυτό αναμφίβολα μας δείχνει τα πραγματικά κίνητρα του Λένιν, αλλά δεν αρκεί για να εξηγήσει τον απροσδόκητο ενθουσιασμό του με τους συνεταιρισμούς. Μάλλον, είναι φανερό ότι ο Λένιν διέκρινε τότε στην συνεταιριστική βασική αρχή ένα αντίβαρο προς την γραφειοκρατία την οποία θεωρούσε απαράδεκτη. Αλλά οι συνεταιρισμοί μπορούσαν να γίνουν ένα τέτοιο αντίβαρο μόνο με την αρχική ελεύθερη μορφή τους, όχι με την καταναγκαστική μορφή που τους επέβαλε ο Λένιν και που εξαρτιόταν από μιαν αληθινά «γιγάντια» γραφειοκρατία.
Όπως είπαμε, η ιδέα του Λένιν για αναγκαστική εγγραφή μελών στους συνεταιρισμούς δεν εφαρμόστηκε πλήρως. Τελικά, τον Μάιο του 1924 αποκαταστάθηκε η εθελοντική εγγραφή μελών, στην αρχή μόνο για τους πλήρεις πολίτες, δηλαδή για τους πολίτες με δικαίωμα ψήφου, αλλά αργότερα, στις αρχές του 1928, στους αγροτικούς καταναλωτικούς συνεταιρισμούς επεκτάθηκε και στους άλλους, αν και με ορισμένους περιορισμούς στα δικαιώματα τους. Περί τα τέλη του 1923, η διοίκηση του Τσεντροσογυουζ δήλωσε: «Πρέπει να ομολογήσουμε ότι αυτή η στροφή στην εθελοντική συμμετοχή έπρεπε να γίνει νωρίτερα. Θα μπορούσαμε ν‘ αντιμετωπίσουμε αυτήν την κρίση από πιο γερές βάσεις».
Μολαταύτα, ένας έμμεσος καταναγκασμός ασκούνταν με τις επιλεκτικές προσφορές προϊόντων στους συνεταιρισμούς. Το 1925, ο πρόεδρος του κεντρικού συμβουλίου των Συνδικάτων λέει ότι η κυβέρνηση, όταν χορηγούσε επιδόματα και δάνεια, έπαιρνε υπόψη το αν κάποιος ήταν μέλος ή όχι των συνεταιρισμών κατά τρόπο που έφερνε στο μυαλό καταναγκασμό. Και έπειτα από μια δεκαετία, οι συνεταιρισμοί των πόλεων, που είχαν υποφέρει πολλά από τις παρεμβάσεις του κράτους, καταργήθηκαν μεμιάς σε 654 πόλεις. Τα όσα είπαμε αρκούν για να δείξουν πώς το σοβιετικό καθεστώς διαρκώς παλινδρομούσε, στην πράξη, ανάμεσα στον άμεσο ριζικό συγκεντρωτισμό και στην προσωρινή ανοχή σχετικά αποκεντρωμένων τομέων, αλλά ποτέ, ούτε στον παραμικρότερο βαθμό δεν στόχευσε στον σοσιαλισμό όπως τον διατύπωσε ο Μαρξ, δηλαδή, «στην αφαίρεση του πολιτικού φλοιού», την αρχή της συμπεριφοράς του. Θα μπορούσαμε επιπλέον να μιλήσουμε και για την αλλαγή της στάσης του κατά το Πενταετές σχέδιο 1926-1931 στο θέμα της κολεκτιβοποίησης της αγροτιάς. Θ’ αρκεστώ ν’ αναφέρω λίγες χαρακτηριστικές διακηρύξεις κι ενέργειες κατά χρολογική σειρά.
Περί τα τέλη του 1927, ο Μολότοφ επέστησε την προσοχή στην καθυστέρηση της γεωργίας και, για να ξεπεραστεί, ζήτησε από τους χωριάτικους συνεταιρισμούς -που ήταν πολύτιμοι παρά τα ελαττώματά τους- ν’ αναπτυχθούν σε συνδυασμό με το εθνικό σχέδιο εκβιομηχάνισης. Τον Ιούνιο του 1928, ο Στάλιν διακήρυξε την ανάγκη να επεκταθούν οι υπάρχοντες συνεταιρισμοί όσο περισσότερο γινόταν και να δημιουργηθούν καινούριοι. Τον Απρίλιο του 1929, προβλήθηκε στο συνέδριο του κόμματος το σύνθημα να δημιουργηθεί, πάλι μέσα στα πλαίσια του Πενταετής σχεδίου, ένας κοινωνικοποιημένος παραγωγικός τομέας ως αντίβαρο στην ιδιωτική οικονομία. Η διαδικασία της κολεκτιβοποίησης δεν άργησε να πάρει λίγο πολύ έκδηλες μορφές καταναγκασμού και φάνηκε τόσο επιτυχημένη στην αρχή, ώστε ο Στάλιν διακήρυξε στο τέλος της ίδιας χρονιάς: «Αν η κολεκτιβοποίηση προχωρήσει μ αυτόν τον ρυθμό, πολύ σύντομα θα σβήσει η αντίθεση πόλης και χωριού».
Στις αρχές του 1930, η κεντρική επιτροπή του κόμματος έκρινε ότι ο ρυθμός τον οποίο όριζε το Σχέδιο είχε ξεπεραστεί, και εμφατικά τόνισε την ανάγκη για μια συντονισμένη εκστρατεία εναντίον όλων των αποπειρών επιβράδυνσης του ρυθμού. Μέσα σε τρία χρόνια θα είχε επιτευχθεί η πλήρης κολεκτιβοποίηση με τεχνικές πειθούς και «με την βοήθεια ορισμένων μοχλών». Οι εκτελεστικές επιτροπές των διάφορων περιοχών ανταγωνίζονταν ποια θα λάβει πληρέστερα διοικητικά μέτρα· δεν ήταν σπάνιο να χαρακτηρίζεται μια περιοχή «περιοχή πλήρους κολεκτιβοποίησης» και όπου δεν αρκούσε η πειθώ χρησιμοποιούνταν οι απειλές. Σύντομα, όμως, αποδείχθηκε ότι η εντύπωση της συντριπτικής επιτυχίας, μια εντύπωση που ενισχύθηκε από την αξιοπρόσεκτη αύξηση του αριθμού των κολεκτιβοποιημένων αγροκτημάτων, ήταν πλάνη.
Οι αγρότες αντέδρασαν με τον τρόπο τους, από την σφαγή των ζώων τους μέχρι τις εξεγέρσεις, και τα μέτρα που πάρθηκαν για να εξοντώσουν τους κουλάκους πολύ λίγο διόρθωσαν την κατάσταση- οι μικροαγρότες πολύ συχνά ενώνονταν και ο Κόκκινος στρατός, με τους γόνους των αγροτών για στρατιώτες, αντανακλούσε την επικρατούσα δυσαρέσκεια. Τότε ο Στάλιν, στο περίφημο άρθρο του Ζαλισμένοι με την επιτυχία, έκανε την απαραίτητη στροφή εκατόν ογδόντα μοιρών. Η πολιτική της κολεκτιβοποίησης, διακήρυξε, βασιζόταν στη θεωρία του Λένιν για την εθελοντική δράση. «Δεν μπορείς να δημιουργήσεις κολεκτιβιστικές οικονομίες με τη βία. Αυτό θα ήταν ανόητο και αντιδραστικό». Είπε και ότι ο Λένιν είχε διδάξει ότι «θα ήταν η μεγαλύτερη τρέλα να προσπαθήσουμε να εισαγάγουμε με διατάγματα σε μια χώρα την κολεκτιβιστική καλλιέργεια της γης».
Η εθελοντική αρχή είχε τραυματιστεί, ο ρυθμός της δράσης δεν συμβάδισε με τον ρυθμό της ανάπτυξης, υπερπηδήθηκαν σημαντικά ενδιάμεσα στάδια στον δρόμο για την πλήρη χωριάτικη κοινότητα. Συνεπώς, είπε, η κεντρική επιτροπή όριζε να μπει τέλος στην χρήση καταναγκαστικών μεθόδων. Τον Ιούλιο, το συνέδριο του κόμματος ανάγγειλε ότι οι κολεκτιβιστικές οικονομικές μονάδες έπρεπε να βασίζονται μόνο στην εθελοντική συμμετοχή και ότι όλες οι απόπειρες να ασκηθεί βία ή διοικητικός καταναγκασμός ήταν «προσβολή στη γραμμή του κόμματος και κατάχρηση εξουσίας». Το φθινόπωρο, ο επίτροπος της γεωργίας επέκρινε για μιαν ακόμα φορά «τις ωμές και υπερβολικές διοικητικές μεθόδους που χρησιμοποιήθηκαν για να δημιουργηθούν και να αποκτήσουν μέλη οι κολεκτίβες».
Αλλά πριν περάσουν πέντε μήνες, αφού πάρα πολλοί αγρότες επωφελήθηκαν από την ελευθερία που τους δόθηκε και, παρά τα προνόμια που τότε δόθηκαν στα μέλη των κολεκτίβων, εγκατέλειψαν τις κολεκτίβες, ο ίδιος επίτροπος είπε στην αναφορά του στο συνέδριο των σοβιετ για τους μικρούς και μεσαίους αγρότες που δεν συμμετείχαν στο κολεκτιβιστικό κίνημα: «Με ποιον είναι αυτοί, με τους κουλάκους ή με τις κολεκτίβες;… Είναι δυνατόν να μείνεις σήμερα ουδέτερος;» Μ’ άλλα λόγια: όποιος δεν είναι υπέρ της κολεκτιβοποίησης, είναι εναντίον του σοβιετικού καθεστώτος. Το συνέδριο επικύρωσε την άποψη αυτήν. Κατά τα επόμενα χρόνια, λαμβάνονταν διαρκώς κατασταλτικά μέτρα έπειτα και από την κρίση έλλειψης τροφίμων, ώσπου το 1936 το 90% των αγροτών είχαν κολεκτιβοποιηθεί· αλλά μειωνόταν ολοένα το ποσοστό των ολικών συνεταιρισμών.
Η παλιά αγροτική Ρωσία βάσταξε μέχρι το 1929, όπως σωστά εχει πει ο Μαϋνάρ. Από την άποψη της οικονομικής αποδοτικότητας μπορούμε να επικροτήσουμε το γεγονός ότι έσβησε ένα παραδοσιακό σύστημα καλλιέργειας της γης. Αλλά, από την άποψη της κοινωνικής δομής, θα πρέπει να θέσουμε πολύ διαφορετικά το ζήτημα. Από την άποψη αυτήν, δεν υπάρχει δίλημμα· το συγκεκριμένο καθήκον ήταν να μετασχηματιστούν έτσι οι υπάρχουσες δομικές μονάδες, ώστε ν’ ανταποκρίνονται στις καινούριες συνθήκες και απαιτήσεις, και συγχρόνως να διατηρούν τον δομικό τους χαρακτήρα και την δομική τους φύση ως αυτενεργώντα κύτταρα. Το καθήκον αυτό δεν εκπληρώθηκε. Σωστά έχει ειπωθεί ότι η μαρξιστική σκέψη, συνδεδεμένη καθώς είναι με την εξορθολογισμένη και εκβιομηχανισμένη αγροτική παραγωγή, την εκβιομηχάνιση και την εκμηχάνιση της γεωργίας, μπολιάστηκε στην παλιά ρωσική χωριάτικη κοινότητα που είχε συνηθίσει τους χωρικούς να καλλιεργούν συλλογικά τη γη.
Αλλά η σκέψη, που την ενέπνευσε η πολιτική, να μετατραπεί η γεωργία σε κλάδο της βιομηχανίας και οι χωρικοί σε μισθωτούς εργάτες της βιομηχανίας αυτής- η τάση προς μια κρατική οικονομία που περιλαμβάνει και ρυθμίζει τα πάντα· μια τάση που θεωρεί τον αγροτικό συνεταιρισμό μόνο σκαλοπάτι για τον ολικό συνεταιρισμό κι αυτόν, με τη σειρά του, μόνο σκαλοπάτι προς τον τοπικό κλάδο του αγροτικού τμήματος του οικουμενικού κρατικού εργοστασίου -μια τέτοια τάση κατέστρεψε και ήταν μοιραίο να καταστρέψει ολόκληρη την δομική αξία της χωριάτικης κοινότητας. Δεν μπορούμε να μεταχειριζόμαστε ένα άτομο ή έναν κοινωνικό οργανισμό ως μέσον για έναν σκοπό απολύτως, δίχως έτσι να του αποσπούμε την ζωτική του υπόσταση. Όπως είπε ο Στάλιν το 1933, «από τη σκοπιά του λενινισμού, οι κολεκτιβιστικές οικονομικές μονάδες, καθώς και τα σοβιέτ, είναι, ως μορφή οργάνωσης, ένα όπλο και τίποτε άλλο». Η φύση των πραγμάτων δεν επιτρέπει να περιμένουμε από ένα κλαρί, που το κάναμε μπαστούνι, να πετάξει φύλλα.
Για πολύ περισσότερον καιρό απ’ όσο σε όλους τους άλλους λαούς διατηρήθηκε στους Ρώσους η «μεσαιωνική» τάση να σχηματίζουν μικρές ομάδες για να εκτελέσουν από κοινού ένα έργο. Για τον πιο αλλόκοτο κοινωνικό σχηματισμό που προήλθε απ’ αυτήν την τάση, το Αρτέλ, ο Κροπότκιν είχε πει πριν από σαράντα χρόνια ότι αποτελούσε την καθαυτό υπόσταση της ρωσικής αγροτικής ζωής -μια χαλαρή, μεταβαλλόμενη ένωση ψαράδων και κυνηγών, χειρώνακτων εργατών και μικρεμπόρων, αχθοφόρων και απολυθέντων καταδίκων της Σιβηρίας, χωρικών που πήγαιναν στην πόλη για να δουλέψουν υφαντές ή μαραγκοί, και χωρικών που υποστήριζαν την από κοινού καλλιέργεια σιτηρών ή εκτροφή ζώων στα χωριά, με διακρίσεις, ωστόσο, όσον αφορά στην κοινοτική και την ιδιωτική ιδιοκτησία. Εδώ, ένα ασύγκριτης αξίας οικοδομικό στοιχείο ήταν διαθέσιμο για να γίνει η μεγάλη ανασυγκρότηση.
Η Μπολσεβίκικη επανάσταση δεν το χρησιμοποίησε ποτέ. Δεν ήξερε τι να τις κάνει τις ανεξάρτητες μικρές κοινότητες. Από τα διάφορων τύπων «κολχόζ» ευνόησε «προς το παρόν», όπως είπε ο Στάλιν, το αγροτικό Αρτέλ για οικονομικούς λόγους, αλλά φυσικά η επανάσταση το θεώρησε απλό σκαλοπάτι. Ένας από τους καλύτερους οικονομολόγους της Ρωσίας όρισε τον στόχο. Η καλλιέργεια της γης, είπε, μπορεί να θεωρηθεί σοσιαλιστική μόνον όταν όλα τα αγροτικά Αρτέλ αντικατασταθούν από κρατικές κολεκτίβες, όταν γη, παραγωγικά μέσα και ζώα ανήκουν στο κράτος. Τότε οι χωρικοί θα ζουν σε κοινοτικά σπίτια ως μισθωτοί εργάτες του κράτους, σε τεράστιες αγροτικές πόλεις, οι οποίες θα είναι κόμβοι περιφερειών με ολοένα περισσότερον ηλεκτρισμό. Η κατά φαντασίαν εικόνα στην οποία ανήκει η σύλληψη αυτή είναι αληθινά η εικόνα μιας κοινωνίας τελικά και ολοκληρωτικά διαλυμένης και κατεστραμμένης. Κι ακόμα περισσότερο: είναι η εικόνα ενός κράτους που έχει καταβροχθίσει εξ ολοκλήρου την κοινωνία.
Το σοβιετικό καθεστώς γνώρισε μεγάλες επιτυχίες στην τελολογία της οικονομίας και ακόμα μεγαλύτερες στην τεχνολογία του πολέμου. Οι πολίτες του φαίνεται ότι, οι περισσότεροι, το εγκρίνουν για διάφορους λόγους, αρνητικούς και θετικούς, κατά φαντασίαν και πραγματικούς. Στη στάση τους, αναμειγνύονται η αδιόρατη παραίτηση με την πρακτική εμπιστοσύνη. Μπορούμε γενικά να πούμε ότι το άτομο υποτάσσεται στο καθεστώς αυτό, που του χαρίζει τόσο μικρή ελευθερία σκέψης και δράσης, πιθανόν επειδή δεν υπάρχει οπισθοδρόμηση και, όσον αφορά στα τεχνικά επιτεύγματα, υπάρχει τουλάχιστον πρόοδος.** Τα πράγματα φαίνονται πολύ διαφορετικά, τουλάχιστον στον αμερόληπτο παρατηρητή, όταν εξετάζουμε τα όσα πραγματικά επιτεύχθηκαν στο ζήτημα του σοσιαλισμού: πολλές σοσιαλιστικές αιτιάσεις, καμία σοσιαλιστική μορφή.
Όπως ρώτησε ο μεγάλος κοινωνιολόγος Μαξ Βέμπερ το 1918: «Πώς θα είναι αυτή η “ένωση” για την οποία μιλάει το Κομμουνιστικό μανιφέστο; Τι σπέρματα αυτού του είδους οργάνωσης έχει ειδικά ο σοσιαλισμός να προσφέρει, αν ποτέ βρει την ευκαιρία να καταλάβει την εξουσία και να κυβερνήσει όπως θέλει;» Στη χώρα, στην οποία βρήκε ο σοσιαλισμός την ευκαιρία που είπαμε, εξακολουθούσαν να υπάρχουν τέτοια σπέρματα, που δεν τα είχε καμία άλλη χώρα στην εποχή μας· αλλά δεν καρποφόρησαν. Μολαταύτα, εξακολουθούν να υπάρχουν περιθώρια για αλλαγή και μετασχηματισμό —και δεν εννοώ μιαν αλλαγή τακτικής σαν αυτές που πολλές φορές επιχείρησαν ο Λένιν και οι συνεργάτες του, αλλά θεμελιώδη αλλαγή. Η αλλαγή δεν μπορεί ποτέ να πάει προς τα πίσω, μόνο προς τα εμπρός — αλλά προς μια καινούρια κατεύθυνση. Πάρα πολλά εξαρτώνται από το αν αναδεύονται στα βάθη άγνωστες ακόμα δυνάμεις, που άξαφνα θα εμφανιστούν και θα επιφέρουν τούτη την αλλαγή.
Ο Πιέρ Λερού, ο άνθρωπος που φαίνεται πως πρώτος χρησιμοποίησε την λέξη «σοσιαλισμός», ήξερε τι έλεγε όταν είπε στην Εθνοσυνέλευση του 1848 τα ακόλουθα λόγια: «Αν δεν θέλετε καθόλου την ένωση των ανθρώπων, σας βεβαιώνω ότι εκθέτετε τον πολιτισμό στον κίνδυνο να πεθάνει με φοβερό ψυχορράγημα».
Σημειώσεις:
*) Ένα σύντομο βιογραφικό του Μάρτιν Μπούμπερ δείτε το στο Μέρος Πρώτο
**) Το κείμενο αυτό από το βιβλίο του Μάρτιν Μπούμπερ “Μονοπάτια στην Ουτοπία” εκδόθηκε το 1946
1 Comment
Τα σχόλια είναι απενεργοποιημένα.