H άνοδος της ασημαντότητας


 H άνοδος της ασημαντότητας και  το βαρύ προνόμιο της Δύσης

 

 42d23c4f-c919-4b04-9416-c02fac5b7a9c_3Το βιβλίο του Κορνήλιου Καστοριάδη «Η άνοδος της ασημαντότητας» εκδόθηκε τον Ιούλιο του 1995 και αποτελεί μια συλλογή από κείμενα του, με το στοχασμό του για τη σύγχρονη πραγματικότητα, την κοινωνία και την πολιτική. Κάποια από τα θέματα με τα οποία καταπιάνεται είναι η κρίση των δυτικών κοινωνιών, τα κινήματα της δεκαετίας του εξήντα, η αποσάθρωση της δύσης, η άνοδος της ασημαντότητας, το κενό της εποχής, η δημοκρατία ως διαδικασία και ως καθεστώς.

Ζούμε σε μια εποχή που όλοι μας – ή τουλάχιστον θα έπρεπε όλοι – αναζητούμε απαντήσεις στα αδιέξοδα. Ο Καστοριάδης, αρκετά χρόνια πριν, ανέλυε τα σημερινά μας προβλήματα.  Το συγκεκριμένο βιβλίο περιλαμβάνει απίστευτα προφητικές και επίκαιρες αναλύσεις για όσα βιώνουμε.

(Αποσπάσματα από  το βιβλίο του Κορνήλιου Καστοριάδη)

Εξετάζοντας  τη σημερινή κατάσταση

«Από εκεί και πέρα, αν εξετάσουμε τη σημερινή κατάσταση, κατάσταση αποσύνθεσης και όχι κρίσης, κατάσταση αποσάθρωσης των δυτικών κοινωνιών, διαπιστώνουμε μια αντινομία πρώτου μεγέθους: Το απαιτούμενο είναι κολοσσιαίο, πάει πολύ μακριά –και οι άνθρωποι, τέτοιοι που είναι και τέτοιοι που αναπαράγονται συνεχώς από τις δυτικές κοινωνίες μα και από τις άλλες, βρίσκονται σε κολοσσιαία απόσταση από αυτό. Τι είναι το απαιτούμενο;

Με δεδομένη την οικολογική κρίση, την ακραία ανισότητα της κατανομής των πόρων μεταξύ πλουσίων και φτωχών χωρών, την απόλυτη σχεδόν αδυναμία να συνεχίσει το σύστημα τη σημερινή του πορεία, το απαιτούμενο είναι μια νέα φαντασιακή δημιουργία που η σημασία της δεν μπορεί να συγκριθεί με τίποτα ανάλογο στο παρελθόν, μια δημιουργία που θα έβαζε στο κέντρο της ζωής του ανθρώπου σημασίες άλλες από την αύξηση της παραγωγής και της κατανάλωσης, που θα έθετε στόχους ζωής διαφορετικούς, για τους οποίους οι άνθρωποι θα μπορούσαν να πουν πως αξίζουν τον κόπο. Αυτό θα απαιτούσε φυσικά μια αποδιοργάνωση των κοινωνικών θεσμών, των σχέσεων εργασίας, των οικονομικών, πολιτικών, πολιτιστικών σχέσεων.

Αυτός όμως ο προσανατολισμός απέχει απίστευτα από τα όσα σκέφτονται, και ίσως από τα όσα ποθούν οι άνθρωποι σήμερα. Αυτή είναι η κολοσσιαία δυσκολία που πρέπει ν’αντιμετωπίσουμε. Θα έπρεπε να θέλουμε μια κοινωνία στην οποία οι οικονομικές αξίες θα έχουν πάψει να κατέχουν κεντρική (ή μοναδική) θέση, όπου η οικονομία θα έχει ξαναμπεί στη θέση της, δηλαδή θα έχει γίνει ένα απλό μέσο του ανθρώπινου βίου και όχι ύστατος σκοπός, στην οποία επομένως θα έχουμε παραιτηθεί από την τρελή κούρσα προς μια συνεχώς αυξανόμενη κατανάλωση. Αυτό δεν είναι απλώς αναγκαίο για να αποφύγουμε την τελεσίδικη καταστροφή του γήινου περιβάλλοντος. Είναι αναγκαίο κυρίως για να βγούμε από τη ψυχική και ηθική εξαθλίωση των σύγχρονων ανθρώπων.

Θα έπρεπε λοιπόν από εδώ και πέρα οι άνθρωποι (μιλάω τώρα για τις πλούσιες χώρες) να δεχτούν ένα αξιοπρεπές αλλά λιτό βιοτικό επίπεδο και να παραιτηθούν από την ιδέα ότι ο κεντρικός σκοπός της ζωής τους είναι να αυξάνεται η κατανάλωση τους κατά 2 με 3% το χρόνο. Για να το δεχθούν αυτό, θα έπρεπε κάτι άλλο να δίνει νόημα στη ζωή τους. Ξέρουμε, ξέρω ποιο είναι αυτό το κάτι άλλο – τι ωφελεί όμως, από τη στιγμή που η μεγάλη πλειονότητα του κόσμου δεν το δέχεται και δεν κάνει αυτό που πρέπει ώστε να γίνει πραγματικότητα; Αυτό το άλλο είναι η ανάπτυξη των ανθρώπων, αντί για την ανάπτυξη των σκουπιδοπροιόντων. Κάτι τέτοιο θα απαιτούσε μιαν άλλη οργάνωση της εργασίας, η οποία θα έπρεπε να πάψει να είναι αγγαρεία και να γίνει πεδίο προβολής των ικανοτήτων του ανθρώπου. Άλλο πολιτικό σύστημα, μιαν αληθινή δημοκρατία που θα συνεπαγόταν τη συμμετοχή όλων στη λήψη των αποφάσεων. Μιαν άλλη οργάνωση της παιδείας, ώστε να διαπλάθονται πολίτες ικανοί να ασκούν και να άρχονται, σύμφωνα με τη θαυμάσια έκφραση του Αριστοτέλη- και ούτω καθ’ εξής.

Εννοείται ότι όλα αυτά θέτουν θεμελιώδη προβλήματα: για παράδειγμα, με ποιον τρόπο θα μπορούσε να λειτουργήσει μια αληθινή, μια άμεση δημοκρατία, όχι πια με 30.000 πολίτες, όπως στην Αθήνα της κλασσικής εποχής, μα με 40 εκατομμύρια πολίτες, όπως στη Γαλλία, ή ακόμα και με πολλά δισεκατομμύρια άτομα στην κλίμακα του πλανήτη; Προβλήματα κολοσσιαίας δυσκολίας, που όμως κατά τη γνώμη μου μπορούν να λυθούν –με την προϋπόθεση ότι η πλειονότητα των ανθρώπων και των ικανοτήτων τους θα κινητοποιηθεί για τη δημιουργία λύσεων, αντί να προβληματίζεται για το πότε θα μπορέσει να αποκτήσει τρισδιάστατη τηλεόραση.

Αυτά είναι τα καθήκοντα που έχουμε μπροστά μας – και η τραγωδία της εποχής μας είναι ότι η δυική ανθρωπότητα κάθε άλλο παρά νοιάζεται για αυτά. Πόσον καιρό ακόμα η ανθρωπότητα θα κατατρύχεται από τις ματαιότητες και τις ψευδαισθήσεις που ονομάζουμε εμπορεύματα; Μια καταστροφή οποιουδήποτε είδους – οικολογική, για παράδειγμα – θα προκαλέσει άραγε μια βίαιη αφύπνιση, ή μήπως την εμφάνιση αυταρχικών ή ολοκληρωτικών καθεστώτων; Κανείς δε μπορεί να απαντήσει σε τέτοιου είδους ερωτήματα. Εκείνο που μπορούμε να πούμε, είναι ότι όλοι όσοι έχουν συνείδηση του φοβερά σοβαρού χαρακτήρα των ζητημάτων πρέπει να προσπαθήσουν να μιλήσουν, να ασκήσουν κριτική σε αυτή την ξέφρενη πορεία προς την άβυσσο, να ξυπνήσουν την συνείδηση των συμπολιτών τους.»  (σελ. 128-131)

«(…) η αποσύνθεση γίνεται φανερή κυρίως μέσα από την εξαφάνιση των σημασιών και το σχεδόν απόλυτο ξεθώριασμα των αξιών. Και αυτό απειλεί μακροπρόθεσμα την επιβίωση του ίδιου του συστήματος. Όταν δηλώνεται ανοιχτά, όπως γίνεται τώρα στις δυτικές κοινωνίες, ότι η μοναδική αξία είναι το χρήμα, το κέρδος, ότι το υπέρτατο ιδεώδες του κοινωνικού βίου είναι το «πλουτίστε» (και η δόξα της δήλωσης αυτής ανήκει, σ’ ότι αφορά τη Γαλλία, στους σοσιαλιστές, οι οποίοι την έκαναν με έναν τρόπο που η Δεξιά δεν είχε τολμήσει να την κάνει), μπορεί να διερωτηθεί κανείς αν είναι ποτέ δυνατόν μια κοινωνία να συνεχίσει να λειτουργεί και να αναπαράγεται μονάχα σ’ αυτή τη βάση.

 

Αν τα πράγματα είχαν έτσι, τότε οι δημόσιοι υπάλληλοι θα πρέπει να ζητούν και να δέχονται μπαξίσια για να κάνουν τη δουλειά τους, οι δικαστές να βγάζουν τις δικαστικές αποφάσεις στη δημοπρασία, οι εκπαιδευτικοί να βάζουν καλούς βαθμούς στα παιδιά των οποίων οι γονείς του έδωσαν μια επιταγή κλπ. Πριν από δεκαπέντε σχεδόν χρόνια έγραφα πως ο μόνος φραγμός για τους ανθρώπους σήμερα είναι ο φόβος των ποινικών κυρώσεων. Κατά ποια λογική όμως αυτοί που εισβάλλουν τις κυρώσεις θα είναι οι ίδιοι αδιάφθοροι; Ποιος θα φυλάει τους φύλακες; Η γενικευμένοι διαφθορά που παρατηρούμε στο σύγχρονο πολιτικοοικονικό σύστημα δεν είναι περιφερειακό ή ανεκδοτολογικό φαινόμενο αλλά έχει γίνει δομικό χαρακτηριστικό, ενδογενές στο σύστημα της κοινωνίας στην οποία ζούμε.

Αγγίζουμε έτσι εδώ έναν θεμελιώδη παράγοντα, γνωστό στους μεγάλους πολιτικούς στοχαστές του παρελθόντος και παντελώς άγνωστο στους σημερινούς δήθεν πολιτικούς φιλοσόφους, κακούς κοινωνιολόγους και άθλιους θεωρητικούς: τη στενή συνάφεια ανάμεσα σ’ ένα κοινωνικό καθεστώς και στον ανθρωπολογικό τύπο (ή το φάσμα τέτοιων τύπων) που είναι αναγκαίος για να λειτουργήσει αυτό το καθεστώς. Τους περισσότερους απ’ αυτούς τους ανθρωπολογικούς τύπους ο καπιταλισμός τους κληρονόμησε από τις προγενέστερους ιστορικές περιόδους: τον αδιάφθορο δικαστή, τον βεμπεριανό δημόσιο υπάλληλο, τον αφοσιωμένο στο καθήκον του εκπαιδευτικό, τον εργάτη για τον οποίον η δουλειά του ήταν, παρ’ όλες τις συνθήκες, πηγή περηφάνιας. Τέτοιου είδους πρόσωπα γίνονται αδιανόητα στη σύγχρονη εποχή: αναρωτιέται κανείς για ποιο λόγο θα αναπαράγονταν, ποιος θα τα αναπαρήγε, στο όνομα τίνος πράγματος θα λειτουργούσαν. Ακόμη και ο ανθρωπολογικός τύπος που αποτελεί δημιούργημα του ίδιου του καπιταλισμού, ο σουμπετερικός επιχειρηματίας –που συνδυάζει την τεχνική επινοητικότητα, την ικανότητα να συγκεντρώνει κεφάλαια, να οργανώνει μια επιχείρηση, να διερευνά, να διεισδύει, να δημιουργεί αγορές -, είναι υπό εξαφάνιση. Αντικαθίσταται από διευθυντικές γραφειοκρατίες και από κερδοσκόπους.

Κι εδώ πάλι, όλοι οι παράγοντες συγκλίνουν σε αυτό το αποτέλεσμα. Γιατί να πασχίζει κανείς να παραγάγει και να πουλήσει, τη στιγμή που μια σωστή κίνηση με τα επιτόκια στο Χρηματιστήριο της Νέας Υόρκης ή αλλού μπορεί να αποφέρει μέσα σε μερικά λεπτά 500 εκατομμύρια δολάρια; Τα ποσά που διακυβεύονται στην κερδοσκοπία κάθε εβδομάδα είναι της τάξης του ετήσιου ΑΕΠ των ΗΠΑ. Το αποτέλεσμα είναι η διοχέτευση των πιο «επιχειρηματικών» στοιχείων προς αυτού του τύπου τις δραστηριότητες, οι οποίες είναι εντελώς παρασιτικές, από τη σκοπιά του ίδιου του καπιταλιστικού συστήματος.

Αν αθροίσουμε όλους αυτούς τους παράγοντες και λάβουμε επιπλέον υπόψη την ανεπανόρθωτη καταστροφή του γήινου περιβάλλοντος που επιφέρει αναγκαστικά η καπιταλιστική «μεγέθυνση» (αναγκαίος όρος, η ίδια, της «κοινωνικής ειρήνης»), μπορούμε και οφείλουμε να αναρωτηθούμε για πόσον καιρό ακόμα θα μπορεί να λειτουργεί το σύστημα». (σελ. 123-124)

H άνοδος της ασημαντότητας και  το βαρύ προνόμιο της Δύσης

H απουσία κριτικής σκέψης,Οι διανοούμενοι, Κρίση της κριτικής, H τηλεόραση Το βαρύ προνόμιο της Δύσης,Τις πταίει

Πώς θα ήταν οι κοινωνίες αν βασίζονταν περισσότερο στις αρχές της διανόησης; Αμφισβητώντας και όχι συμπλέοντας. Κριτικάροντας και όχι συμφωνώντας.

Πώς θα ήταν τα Μέσα Ενημέρωσης αν δεν εγκλωβίζονταν στον ξύλινο πολιτικό λόγο, στα δρώμενα του και στο «ψέμα- αίμα- σπέρμα»;

Πώς θα ήταν τα σχολεία αν δίδασκαν σκέψη και όχι παπαγαλία; Αν δεν αξιολογούσαν το «κατά γράμμα» αλλά το «κατά κρίση»;

Πώς θα ήμασταν όλοι αν ήμασταν ελεύθεροι;

H απουσία κριτικής σκέψης

H εργασία των διανοουμένων θα έπρεπε να είναι εργασία κριτικής. Και τέτοια ήταν συχνά στην Ιστορία, όπως, παραδείγματος χάριν, κατά τη στιγμή της γέννησης της φιλοσοφίας στην αρχαία Ελλάδα. Τότε, οι φιλόσοφοι αμφισβητούν τις κατεστημένες συλλογικές παραστάσεις, αμφισβητούν τις ιδέες για τον κόσμο και τους θεούς, αμφισβητούν την ορθή τάξη της πολιτείας. Όμως, αρκετά γρήγορα, η στάση αυτή εκπίπτει, εκφυλίζεται. Οι διανοούμενοι εγκαταλείπουν τον κριτικό ρόλο τους. Τον προδίδουν. Μεταβάλλονται σε εκλογικευτές της πραγματικότητας και σε απολογητές της καθεστηκυίας τάξης.

Το πιο ακραίο παράδειγμα αλλά, χωρίς αμφιβολία, το πιο χαρακτηριστικό (ακόμη και μόνο διότι ενσαρκώνει τη μοίρα και την κατάληξη της κληρονομημένης φιλοσοφίας) είναι ο Hegel. Τελικά, ο Hegel έφθασε να διακηρύσσει πως «ό,τι είναι ορθολογικό είναι πραγματικό και ό,τι είναι πραγματικό είναι ορθολογικό».

Στο δικό μας αιώνα έχουμε δύο κραυγαλέες περιπτώσεις αυτού του φαινομένου: Στη Γερμανία, ο Xάιντεγκερ και η βαθιά του προσχώρηση, πέρα από τα γνωστά συμβάντα και την ανεκδοτολογία, στο «πνεύμα» του ναζισμού. Στη Γαλλία, ο Zαν-Πολ Σαρτρ, ο οποίος δικαιολόγησε τουλάχιστον μετά το 1952 τα σταλινικά καθεστώτα και, όταν, τέλος πάντων, ξέκοψε με τον τρέχοντα κομμουνισμό, άρχισε να υποστηρίζει τον Φιντέλ Kάστρο, τον Mάο Tσε Tουγκ, κ.λπ.

Οι διανοούμενοι

Μέχρι σήμερα η κατάσταση αυτή δεν έχει αλλάξει ως προς την ουσία της, αλλά, απλώς, ως προς την έκφρασή της. Μετά από την κατάρρευση των ολοκληρωτικών καθεστώτων και την κονιορτοποίηση του μαρξισμού-λενινισμού, οι δυτικοί διανοούμενοι στην πλειοψηφία τους περνούν τον καιρό τους εγκωμιάζοντας τα δυτικά καθεστώτα ως καθεστώτα «δημοκρατικά», ίσως όχι ιδανικά (δεν ξέρω ποιο είναι το ακριβές νόημα της έκφρασης αυτής), αλλά πάντως ως τα καλύτερα ανθρωπίνως εφικτά. Μας διαβεβαιώνουν, επίσης, ότι η οποιαδήποτε άσκηση κριτικής προς αυτές τις ψευδο-δημοκρατίες οδηγεί κατευθείαν στα Γκουλάγκ. Έτσι, λοιπόν, συνεχίζεται αυτή η χωρίς τέλος επανάληψη της κριτικής του ολοκληρωτισμού, μια κριτική που έρχεται με καθυστέρηση 30, 40, 50, 60, 70 ετών (πολλοί από τους σημερινούς «αντι-ολοκληρωτικούς» διανοούμενους στις αρχές της δεκαετίας του ’70 ήταν ακόμη μαοϊκοί).

Όμως αυτή η στάση, δηλαδή η χωρίς τέλος επανάληψη της κριτικής του ολοκληρωτισμού, επιτρέπει να αποσιωπώνται τα φλέγοντα προβλήματα του παρόντος, που είναι: η αποσύνθεση των δυτικών κοινωνιών, η απάθεια, ο κυνισμός και η πολιτική διαφθορά, η καταστροφή του περιβάλλοντος, η κατάσταση στις εξαθλιωμένες χώρες κ.λπ. Υπάρχει, επίσης, μία παραλλαγή της ίδιας ουσιαστικά στάσης: αποσύρεται κανείς στον πλαστικό πύργο του και εκεί ασχολείται με την πολύτιμη προσωπική του παραγωγή.

Πρέπει να σταματήσουμε να υπερ-εκτιμούμε και, ταυτοχρόνως, να υπο-τιμούμε το ρόλο των διανοουμένων. Υπήρξαν ασφαλώς διανοητές και συγγραφείς οι οποίοι έχουν ασκήσει τεράστια επιρροή στην Ιστορία – όχι, εξάλλου, πάντα προς το καλύτερο. Ο Πλάτων χωρίς αμφιβολία είναι το πιο εντυπωσιακό παράδειγμα, αφού ακόμη σήμερα όλος ο κόσμος, και χωρίς να το ξέρει, σκέφτεται με όρους πλατωνικούς. Ωστόσο, από τη στιγμή που κάποιος επιχειρεί να εκφραστεί για την κοινωνία, την ιστορία, τον κόσμο, το είναι, τότε, οπωσδήποτε, εισχωρεί στο πεδίο των κοινωνικο-ιστορικών δυνάμεων. Και σ’ αυτό το πεδίο μπορεί να παίξει ένα ρόλο του οποίου η σημασία κυμαίνεται από το απειροελάχιστο μέχρι το αξιοσημείωτο. Το να θεωρήσουμε ότι ο ρόλος αυτός είναι «ρόλος εξουσίας», κατά τη γνώμη μου αποτελεί γλωσσική κατάχρηση.

Κρίση της κριτικής

Ο συγγραφέας και ο διανοητής, με τα ιδιαίτερα μέσα που του δίνουν η κουλτούρα του και οι ικανότητές του, ασκεί επιρροή στην κοινωνία. Όμως αυτή η επιρροή αποτελεί μέρος του ρόλου του ως πολίτη: λέει αυτό που σκέφτεται και αναλαμβάνει την ευθύνη των λόγων του. Κανείς δεν απαλλάσσεται από αυτή την ευθύνη. Ούτε καν εκείνος που σωπαίνει και, ως εκ τούτου, αφήνει να μιλούν οι άλλοι και να καταλαμβάνεται ο κοινωνικο-ιστορικός χώρος ενδεχομένως από ιδέες τερατώδεις. Δεν μπορούμε, λοιπόν, να καταγγέλλουμε την «εξουσία των διανοουμένων» και, ταυτοχρόνως, να θεωρούμε ότι οι Γερμανοί διανοούμενοι που σώπασαν μετά το 1932 είναι συνένοχοι των ναζί.

Μια από τις εκδηλώσεις (μόνο μία) της γενικής και βαθιάς κρίσης της κοινωνίας είναι η κρίση της κριτικής. Γεγονός είναι ότι υπάρχει γενικευμένη ψευδο-συναίνεση. H κριτική και η εργασία των διανοουμένων απορροφώνται από το σύστημα τώρα πολύ περισσότερο από άλλοτε και με τρόπο πολύ πιο έντονο. Όλα τα αλέθουν τα Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης. Τα δίκτυα συνενοχής είναι παντοδύναμα. Σήμερα, τις αποκλίνουσες και ετερόδοξες φωνές δεν τις καταπνίγουν ούτε η λογοκρισία ούτε οι εκδότες. Τις καταπνίγει η γενικευμένη εμπορευματοποίηση.

Ακόμη και σε ό,τι είναι τελείως κοινότοπο και τετριμμένο δίδεται χροιά «επαναστατική». Για τη διαφήμιση ενός βιβλίου χρησιμοποιείται συχνά η εξής φράση: «Ιδού ένα βιβλίο που φέρνει επανάσταση στον τομέα του». Αλλά και για τη διαφήμιση των ζυμαρικών την ίδια φράση χρησιμοποιούν: «τα ζυμαρικά Panzani έφεραν επανάσταση στη μαγειρική». H λέξη «επαναστατικός» (όπως, επίσης, οι λέξεις «δημιουργία» και «φαντασία») έχει καταντήσει διαφημιστικό σλόγκαν (αυτό το φαινόμενο ονομάστηκε πριν από λίγα χρόνια ιδιοποίηση). H περιθωριακότητα παίρνει μία θέση κεντρική και γίνεται αντικείμενο διεκδίκησης. H ανατροπή είναι μία ενδιαφέρουσα γραφικότητα που συμπληρώνει την αρμονία του συστήματος. H σύγχρονη κοινωνία έχει μία τρομερή ικανότητα να πνίγει κάθε αληθινή απόκλιση, είτε αποσιωπώντας την, είτε μετατρέποντάς την σε ένα ακόμη φαινόμενο ανάμεσα στα άλλα· ένα φαινόμενο εμπορευματοποιημένο όπως τα άλλα.

Μπορούμε να γίνουμε ακόμη πιο διεξοδικοί. Οι κριτικοί μόνοι τους προδίδουν το ρόλο τους ως κριτικών. Οι συγγραφείς προδίδουν την υπευθυνότητα και τη σοβαρότητά τους. H συνενοχή του κοινού είναι τεράστια. Το κοινό ασφαλώς μόνον αθώο δεν είναι, αφού αποδέχεται το παιχνίδι και προσαρμόζεται σε ό,τι του δίνουν. Τα πάντα γίνονται εργαλείο του συστήματος, ενός συστήματος ανώνυμου. H κατάσταση αυτή δεν είναι ούτε έργο ενός δικτάτορα, ούτε έργο μιας χούφτας μεγάλων καπιταλιστών, ούτε έργο μιας ομάδας διαμορφωτών της κοινής γνώμης· είναι, απεναντίας, ένα τεράστιο κοινωνικο-ιστορικό ρεύμα, το οποίο έχει πάρει μια τέτοια κατεύθυνση που όλα τα κάνει να γίνονται ασήμαντα.

H τηλεόραση

H τηλεόραση αποτελεί το καλύτερο παράδειγμα: κάτι που βρίσκεται στο κέντρο της επικαιρότητας για ένα εικοσιτετράωρο, γίνεται τελείως ασήμαντο (παύει να υπάρχει) ακριβώς μετά από αυτό το εικοσιτετράωρο, είτε διότι βρέθηκε είτε διότι πρέπει να βρεθεί κάτι άλλο για να πάρει τη θέση του. Λατρεία του εφήμερου, η οποία καταλήγει στην πιο ακραία συρρίκνωση του χρόνου.

Αυτό που στην αμερικανική τηλεόραση ονομάζεται attention span (δηλαδή ο ωφέλιμος χρόνος προσοχής του θεατή) πριν από μερικά χρόνια ήταν 10 λεπτά. Στη συνέχεια, βαθμιαία, έπεσε σε πέντε λεπτά, σε ένα λεπτό και, τώρα, είναι μόλις 10 δευτερόλεπτα. Το τηλεοπτικό σποτ των 10 δευτερολέπτων θεωρείται το πιο αποτελεσματικό. Τόση είναι η διάρκεια που έχουν τα σποτ τα οποία χρησιμοποιούνται στις προεκλογικές προεδρικές καμπάνιες. Είναι απολύτως κατανοητό ότι αυτά τα σποτ δεν περιέχουν τίποτα το ουσιαστικό, αλλά επικεντρώνονται σε δυσφημιστικούς υπαινιγμούς. Προφανώς, αυτό είναι το μόνο πράγμα που ο θεατής είναι ικανός να αφομοιώσει.

Αυτό, όμως, είναι και αληθές και ψευδές. H ανθρωπότητα δεν έχει εκφυλιστεί βιολογικά. Οι άνθρωποι είναι ακόμη ικανοί να παρακολουθήσουν ένα λόγο με επιχειρήματα και με κάποια χρονική διάρκεια. Όμως, είναι, επίσης, αληθές ότι το σύστημα και τα Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης «καλλιεργούν» (δηλαδή, παραμορφώνουν με τρόπο συστηματικό) τους ανθρώπους, ούτως ώστε να μην είναι σε θέση τελικά να ενδιαφερθούν για κάτι το οποίο έχει διάρκεια μεγαλύτερη από κάποια δευτερόλεπτα, το πολύ κάποια λεπτά. Υπάρχει εδώ μια συνομωσία, όχι με την αστυνομική αλλά με την ετυμολογική έννοια του όρου: όλα «συν-ομνύουν», όλα τείνουν προς την ίδια κατεύθυνση, την κατεύθυνση μιας κοινωνίας στην οποία κάθε κριτική χάνει την αποτελεσματικότητά της.

Το βαρύ προνόμιο της Δύσης

Στην ιστορία της Δύσης υπάρχουν αναρίθμητες φρικαλεότητες, τις οποίες η Δύση διέπραξε τόσο εναντίον των άλλων όσο και εναντίον του ίδιου του εαυτού της. Οι φρικαλεότητες όμως δεν αποτελούν προνόμιο της Δύσης. Παντού στον κόσμο υπάρχει συσσώρευση φρίκης, είτε πρόκειται για την Κίνα, την Ινδία, την Αφρική πριν από την αποικιοκρατία, είτε για τους Αζτέκους. H ιστορία της ανθρωπότητας δεν είναι η ιστορία της πάλης των τάξεων. Είναι η ιστορία των φρικαλεοτήτων – αν και όχι μόνον αυτή.

Υπάρχει, οπωσδήποτε, ένα θέμα προς συζήτηση: το θέμα του ολοκληρωτισμού.

Είναι ο ολοκληρωτισμός (όπως το νομίζω) η κατάληξη της τρέλας για κυριαρχία ενός πολιτισμού ο οποίος διέθετε τα μέσα εξόντωσης και χρησιμοποίησε την πλύση εγκεφάλου σε τέτοια κλίμακα που ποτέ άλλοτε δεν γνώρισε η Ιστορία;

Είναι ο ολοκληρωτισμός ένα διεστραμμένο πεπρωμένο, εγγενές στη σύγχρονη εποχή, με όλες τις αμφισημίες που τη χαρακτηρίζουν;

Είναι, μήπως, κάτι άλλο ο ολοκληρωτισμός;

Για τη συζήτησή μας το θέμα αυτό, αν μπορώ να πω, είναι θεωρητικό. Και είναι θεωρητικό στο μέτρο που τις φρικαλεότητες του ολοκληρωτισμού η Δύση τις έστρεψε εναντίον των δικών της (των Εβραίων συμπεριλαμβανομένων).

Είναι θεωρητικό στο μέτρο που η φράση «σκοτώστε τους όλους, ο θεός θα ξεχωρίσει τους δικούς του», δεν είναι φράση του Λένιν, αλλά ενός πολύ θεοσεβούμενου χριστιανού δούκα και ελέχθη όχι τον 20ο αλλά τον 16ο αιώνα.

Είναι θεωρητικό, στο μέτρο που οι ανθρώπινες θυσίες έχουν εφαρμοστεί αφειδώς και σε τακτά χρονικά διαστήματα από τις μη ευρωπαϊκές κουλτούρες κ.λπ. Το Ιράν του Χομεϊνί, σίγουρα, δεν είναι προϊόν του Διαφωτισμού.

Υπάρχει, όμως, κάτι το οποίο αποτελεί την ιδιομορφία, τη μοναδικότητα και το βαρύ προνόμιο της Δύσης: πρόκειται γι’ αυτή την κοινωνικο-ιστορική αλληλουχία που ξεκινά στην αρχαία Ελλάδα και αρχίζει ξανά, από το 11ο αιώνα και μετά, στη δυτική Ευρώπη. Αυτή είναι η μόνη στην οποία βλέπουμε να προβάλει ένα πρόταγμα ελευθερίας, ατομικής και συλλογικής αυτονομίας, κριτικής και αυτοκριτικής.

H πιο εντυπωσιακή επιβεβαίωση αυτού είναι ακριβώς ο λόγος ο οποίος καταγγέλλει τη Δύση. Διότι στη Δύση έχουμε τη δυνατότητα (τουλάχιστον ορισμένοι από εμάς) να καταγγέλλουμε τον ολοκληρωτισμό, την αποικιοκρατία, το δουλεμπόριο των Μαύρων, την εξόντωση των Ινδιάνων στην Αμερική. Όμως, δεν έχω δει τους απογόνους των Αζτέκων, των Ινδών ή των Κινέζων να κάνουν μια ανάλογη αυτοκριτική. Απεναντίας, βλέπω ότι ακόμη και σήμερα οι Ιάπωνες αρνούνται τις θηριωδίες που διέπραξαν κατά το B Παγκόσμιο Πόλεμο.

Τις πταίει

Οι Άραβες καταγγέλλουν συνεχώς ότι για όλα τα κακά που τους ταλαιπωρούν εξαθλίωση, έλλειψη δημοκρατίας, διακοπή της εξέλιξης του πολιτισμού τους κ.λπ. ευθύνεται η αποικιοκρατία την οποία υπέστησαν από τους Ευρωπαίους. Ωστόσο, η αποικιοκρατία σε αρκετές αραβικές χώρες διήρκεσε στη χειρότερη περίπτωση 130 χρόνια (αυτό συνέβη στην Αλγερία, 1830-1962). Όμως οι ίδιοι αυτοί Άραβες, πριν από την αποικιοκρατία των Ευρωπαίων, είχαν υποστεί για 5 αιώνες το ζυγό των Τούρκων. H τουρκική κυριαρχία στην εγγύς και τη Μέση Ανατολή αρχίζει τον 15ο αιώνα και τελειώνει το 1918. Αλλά οι Άραβες και οι Τούρκοι κατακτητές τους, που ήταν ομόθρησκοί μουσουλμάνοι, δεν μιλούν για την κυριαρχία αυτή.

Πάντως, η εξέλιξη της αραβικής κουλτούρας σταμάτησε το 11ο με 12ο αιώνα, δηλαδή οκτώ αιώνες πριν καν να μπορεί να γίνει λόγος για την κατακτητική επέκταση της Δύσης. Εξάλλου και αυτή η ίδια η αραβική κουλτούρα βασίστηκε στις κατακτήσεις, την εξόντωση και τη λίγο έως πολύ βίαια επιβολή της ισλαμικής θρησκείας στους κατακτημένους πληθυσμούς. Στην Αίγυπτο το 550 μ.X. δεν υπήρχαν Άραβες, όπως δεν υπήρχαν Άραβες, τότε, στη Λιβύη, στην Αλγερία, στο Μαρόκο, στο Ιράκ. Οι Άραβες που βρίσκονται τώρα εκεί είναι απόγονοι των κατακτητών που κυρίευσαν αυτές τις χώρες και που επέβαλαν, με ή χωρίς βία, στους τοπικούς πληθυσμούς τη δική τους θρησκεία. Δεν βλέπω όμως να γίνεται καμία κριτική αυτών των γεγονότων μέσα στο χώρο του αραβικού κόσμου.

Κατά τον ίδιο τρόπο μιλάμε, βεβαίως, για το δουλεμπόριο των Μαύρων από τους Ευρωπαίους (16ος αιώνας και εντεύθεν), αλλά δεν μιλάμε ποτέ για το γεγονός ότι το δουλεμπόριο και η συστηματική υποδούλωση των Μαύρων στην Αφρική τα εγκαινίασαν Άραβες έμποροι (11ος-12ος αιώνας και εντεύθεν), με τη συνενοχή-συμμετοχή, όπως πάντα, βασιλιάδων και φυλάρχων. Επίσης, δεν μιλάμε για το γεγονός ότι η δουλεία δεν καταργήθηκε αυθόρμητα σε καμία ισλαμική χώρα και ότι σε κάποιες από αυτές η δουλεία ισχύει ακόμη και σήμερα.

Δεν θέλω να πω με κανέναν τρόπο ότι όλα αυτά απαλείφουν τα εγκλήματα που διέπραξαν οι Δυτικοί. Λέω μόνον ότι η ιδιαιτερότητα του δυτικού πολιτισμού έγκειται ακριβώς στην ικανότητά του για αυτο-αμφισβήτηση και αυτοκριτική.

Στην ιστορία της Δύσης, όπως και σε όλες τις άλλες ιστορίες, υπάρχουν θηριωδίες και φρικαλεότητες. Αλλά, όμως, μόνον η Δύση δημιούργησε την ικανότητα για εσωτερική αμφισβήτηση των ίδιων των θεσμών και των ιδεών της εν ονόματι της λογικής συζήτησης μεταξύ των ανθρώπων, η οποία παραμένει ανοιχτή στο διηνεκές και δεν αναγνωρίζει έσχατο δόγμα.

Υποσημειώσεις

  1. Κ. Καστοριάδης, Η αρχαία Ελληνική Δημοκρατία και η σημασία της για μας σήμερα (Υψιλον, Αθήνα, 1986), σελ.
  2. «Στην πολιτεία των Αθηναίων οι δικαστές δεν αποτελούσαν ένα ειδικό επαγγελματικό σώμα αλλά ήταν κληρωτοί. Από τους 30.000 αθηναίους πολίτες κληρώνονταν κάθε χρόνο 6.000 υποψήφιοι δικαστές, με ένα πολύπλοκο σύστημα που διαρκώς βελτιωνόταν, με σκοπό να εξαλειφθεί κάθε δυνατότητα απάτης, παρέμβασης ή επηρεασμού των 501, 1.001 ή 1.501 οι οποίοι, αναλόγως της περιπτώσεως, απάρτιζαν το συγκεκριμένο δικαστήριο. Μ’ αυτή τη ρύθμιση, ένα τυχαίο δείγμα του ίδιου του λαού που νομοθετούσε ψηφίζοντας ένα νόμο, καλούνταν να τον εφαρμόζει με την ιδιότητα της δικαστικής εξουσίας.» (Κ. Καστοριάδης, ο.π., σελ. 31-2)
  3. «Τι είναι η πόλις; Σύμφωνα με τον Θουκυδίδη άνδρες γαρ πόλις, πόλις είναι οι Αθηναίοι… Για τους αρχαίους Έλληνες δεν υπάρχει Πολιτεία των Αθηνών. Αθήνα είναι γεωγραφική έκφραση. Η πόλη είναι οι Αθηναίοι. Άνδρες γαρ πόλις. Ο Θουκυδίδης δεν μιλάει ποτέ για Αθήνα ή για οποιαδήποτε άλλη πόλη. Όταν πρόκειται για την πόλη λέει οι Αθηναίοι, οι Κορίνθιοι, κλπ. Όταν πρόκειται για τον τόπο λέει Αθήνα, Κόρινθος, κλπ. Η πόλις δεν είναι γεωγραφικός προσδιορισμός». (Κ. Καστοριάδης, ο.π., σελ. 38)
  4. Αριστοτέλης, Πολιτικά: «Πολίτης δ’ απλώς ουδενί των άλλων ορίζεται μάλλον ή τω μετέχειν κρίσεως και αρχής» [«Ο πολίτης δι’ ουδενός άλλου χαρακτηριστικού στοιχείου ορίζεται επί τω βέλτιστον, ή διά του ότι μετέχει της δικαστικής κρίσεως και της αρχής»] (βιβλίο ΙΙΙ, Κεφ. Ι, μτφρ. Π. Λεκατσάς, Ζαχαρόπουλος, Αθήνα, χχ, σελ. 276-7).
  5. «Δεν είναι τυχαίο ότι ο Αριστοτέλης προτάσσει τη συμμετοχή στην κρίση (δηλαδή τη συμμετοχή στη δικαστική εξουσία), από τη συμμετοχή στην αρχή (δηλαδή τη συμμετοχή στην κυβέρνηση), κι αυτό γιατί στην Αθήνα του 4ου αιώνα, η δικαστική εξουσία τείνει να γίνει η πρώτη εξουσία, γιατί έχει τη δυνατότητα να επικυρώνει ή να αναιρεί στην πράξη ακόμα και αποφάσεις της Εκκλησίας του δήμου. Φυσικά, πρόκειται όχι για επαγγελματικά αλλά για λαϊκά δικαστήρια που απαρτίζονταν από τους ίδιους τους πολίτες» (Κ. Καστοριάδης, ο.π., σελ. 16).
  6. Αριστοτέλης, Αθηναίων Πολιτεία (XLI,2, μτφρ. Γ. Κοτζιούλας, Ζαχαρόπουλος, Αθήνα, 1939, σελ. 153).

 

Πηγή: http://www.grivas.info/sigxroni-skepsi/118-2007-12-23

Η άνοδος της ασημαντότητας και άλλα βιβλία του Καστοριάδη σε pdf εδώ: http://www.black-tracker.gr/details.php?id=548

 

 

Advertisement