Η παλαιότερη ιστορικά καταγεγραμμένη πανδημία: Ο Λοιμός της Αθήνας (431 π.Χ.)
Επιμέλεια δημοσίευσης: Γιώργος Μεριζιώτης

Στον τομέα των μολυσματικών ασθενειών, μία πανδημία είναι η χειρότερη δυνατή περίπτωση. Όταν μια επιδημία εξαπλώνεται πέρα από τα σύνορα μιας χώρας, τότε η ασθένεια γίνεται και ονομάζεται επίσημα πανδημία.
Η παλαιότερη ιστορικά καταγεγραμμένη πανδημία συνέβη κατά τη διάρκεια του Πελοποννησιακού Πολέμου κατά το 431 π.Χ. αφού η ασθένεια πέρασε από τη Λιβύη, την Αιθιοπία και την Αίγυπτο, διέσχισε τα αθηναϊκά τείχη, τα οποία πολιορκούσαν οι Σπαρτιάτες. Τουλάχιστον τα δύο τρίτα του πληθυσμού της Αθήνας έχασαν τη ζωή τους. Ο Θουκυδίδης ως αυτόπτης μάρτυρας είναι η κύρια πηγή για τα χαρακτηριστικά του λοιμού.
Τα συμπτώματα περιελάμβαναν πυρετό, δίψα, αιμόπτυση και δερματικές αλλοιώσεις. Η ασθένεια, που ήταν μάλλον τυφοειδής πυρετός, εξασθένησε σημαντικά τους Αθηναίους και ήταν ένας σημαντικός παράγοντας για την ήττα τους από τους Σπαρτιάτες.
Ιστορικό εξάπλωσης του λοιμού
Η Σπάρτη και οι σύμμαχοί της, με την εξαίρεση της Κορίνθου, είχαν την στρατιωτική τους ισχύ κυρίως στην ξηρά και μπορούσαν να συγκεντρώσουν μεγάλους στρατούς οι οποίοι ήταν ιδιαίτερα αξιόμαχοι και άρχισαν να πολιορκούν την Αθήνα. Υπό την αρχηγία του Περικλή, οι Αθηναίοι υποχώρησαν εντός των τειχών της πόλης και βασίστηκαν στην υπεροπλία του Αθηναϊκού στόλου ώστε να λαμβάνουν τις προμήθειες τους.
Ο Θουκυδίδης που ήταν παρών στα γεγονότα, περιγράφει την επιδημία στην Ιστορία του Πελοποννησιακού πολέμου και αναφέρει πως η ασθένεια προέρχονταν από την Αιθιοπία, και πέρασε μέσω της Αιγύπτου και Λιβύης στον ελληνικό κόσμο. Η νόσος ήταν τόσο τρομερή, ώστε κανείς δεν θυμόταν κάτι παρόμοιο κατά το παρελθόν, και οι γιατροί είχαν όχι μόνο ένα πολύ δύσκολο έργο μια και δε γνώριζαν πως να την αντιμετωπίσουν, αλλά συνήθως ήταν και αυτοί που πέθαιναν πρώτοι μια και βρίσκονταν σε συνεχή επαφή με τους ασθενείς.
Εκτιμάται πως ο λοιμός σκότωσε από το 1/4 έως τo 1/3 του πληθυσμού της πόλης ο οποίος ανερχόταν σε 300.000, με τις στρατιωτικές απώλειες να ανέρχονται σε 300 ιππείς και 1.400 οπλίτες. Η θέα του πλήθους των νεκρικών πυρών στην πόλη έκανε τους Σπαρτιάτες να αποχωρήσουν ώστε να αποφύγουν την επιδημία. Πέρα από τον ίδιο τον Περικλή, ένα μεγάλο μέρος της ηγεσίας, των στρατιωτικών δυνάμεων στόλου και ξηράς πέθανε επίσης, και η εξουσία στην πόλη αναλήφθηκε από διάφορους αντικαταστάτες τους οποίους ο Θουκυδίδης χαρακτηρίζει ως ανίκανους και αδύναμους.
Σύμφωνα με τον Θουκυδίδη, η Αθήνα δεν μπόρεσε να επανακάμψει στο επίπεδο της ισχύος που διέθετε πριν, παρά μόνο κατά το 415 π.Χ. όταν και ανέλαβε στην καταστροφική για αυτήν Σικελική Εκστρατεία.
Συμπτώματα του λοιμού
Οι περιγραφές του Θουκυδίδη αναφέρουν πως οι άνθρωποι που ήταν ήδη ασθενείς από κάποια άλλη ασθένεια, κατέληγαν να αποκτήσουν και την ασθένεια του λοιμού, ενώ όσοι ήταν υγιείς, εμφάνιζαν αιφνίδια πονοκέφαλο και ισχυρό πυρετό, μαζί με ερεθίσματα στο σώμα και ερεθισμό των ματιών με μια αίσθηση τσουξίματος. Το εσωτερικό του στόματος, ο φάρυγγας και η γλώσσα γίνονταν αιματώδη και η εκπνοή αφύσικη και δυσώδης.

Μετά από τα παραπάνω αρχικά φαινόμενα, ακολουθούσαν φτερνίσματα και βραχνάδα στη φωνή, και κατόπιν η αρρώστια κατέβαινε από το κεφάλι προς το στήθος προκαλώντας ισχυρό βήχα. Φτάνοντας στο στομάχι, προκαλούσε ναυτία και εμετό χολής, ενώ τα άτομα που είχαν τάση για εμετό αλλά δεν έκαναν είχαν ισχυρούς σπασμούς, όπου σε κάποιους έπαυε μετά από λίγο και σε άλλους εξακολουθούσε για πολλή ώρα. Η θερμοκρασία του σώματος φαινόταν να έπεφτε, χωρίς το χρώμα του να γίνεται ωχρό αλλά κοκκινωπό, και εμφανίζονταν εξανθήματα και φουσκάλες.
Οι ίδιοι οι ασθενείς όμως ένιωθαν να θερμαίνονται τόσο πολύ, όπου δεν μπορούσαν να φορέσουν ούτε καν ελαφριά ενδύματα ή σεντόνια, ανακουφίζονταν όμως ιδιαίτερα όταν έπεφτε κρύο νερό επάνω στο σώμα τους. Οι περισσότεροι πέθαιναν την εβδόμη ή ενάτη ημέρα από την εκδήλωση της ασθένειας, με αυτούς που κατάφερναν να επιζήσουν παραπάνω να εμφανίζουν ισχυρό στομαχόπονο και διάρροια, τόσο που πολλοί πέθαιναν από την εξάντληση.
Ο Θουκυδίδης αναφέρει πως αν κανείς ήθελε να διαφύγει τον θάνατο, έκοβε το μέρος του σώματος όπου υπήρχε εμφανής ένδειξη των συμπτωμάτων, όπως άκρα των χεριών και ποδιών, και μερικοί έβγαζαν ακόμη και τα μάτια τους. Άλλοι πάλι, αμέσως μετά την θεραπεία τους, πάθαιναν γενική αμνησία και δεν αναγνώριζαν ούτε τους εαυτούς τους ούτε τους οικείους τους.
Όσο για τους σκύλους και τα πτωματωφάγα όρνεα, απέφευγαν να πλησιάσουν τα ανθρώπινα πτώματα που παρέμεναν άταφα αλλά όσα από αυτά τελικώς τα έτρωγαν, ψοφούσαν.
Μια άλλη περιγραφή από τον αρχαίο κόσμο είναι αυτή του Ρωμαίου φιλοσόφου Λουκρήτιου τον 1ο αιώνα π.Χ., ο οποίος στο έργο του Περί της φύσεως των πραγμάτων περιγράφοντας τα συμπτώματα του λοιμού ανέφερε πως εμφανίζονταν αίμα ή μαύρες υγρές κενώσεις από τις σωματικές κοιλότητες. Ο Λουκρήτιος είχε μελετήσει το έργο του ιατρού Άκρωνα (δεν σώζεται) ο οποίος πέθανε το 430 π.Χ. ενώ βρίσκονταν στην Αθήνα για να καταπολεμήσει την επιδημία.
Κοινωνικές επιπτώσεις
Οι μαρτυρίες σχετικά με τον λοιμό περιγράφουν ιδιαίτερα δραματικές επιπτώσεις που προκάλεσε η επιδημία. Ο Θουκυδίδης αναφέρει λεπτομερώς την πλήρη εξαφάνιση της κοινωνικής συνοχής και ηθικής κατά τη διάρκεια του λοιμού.
Κατάλυση των ηθών και Ανομία
Αναφέρεται πως οι κάτοικοι σταμάτησαν να ακολουθούν τους νόμους ή ακόμα και να φοβούνται τις επιπτώσεις τους, μια και ένιωθαν πως ζούσαν ήδη υπό συνθήκες θανατικής ποινής. Παρομοίως, πολλοί άνθρωποι άρχισαν να ξοδεύουν τις περιουσίες τους αλόγιστα χωρίς φειδώ, μια και θεωρούσαν πως δεν πρόκειται να ζήσουν για πολύ ακόμα ώστε να χρειάζεται να αποταμιεύσουν ή να επενδύσουν για το μέλλον, ενώ αντίθετα κάποιοι από τους φτωχούς έγιναν ξαφνικά πλούσιοι κληρονομώντας τις περιουσίες των συγγενών τους. Αναφέρεται επίσης πως πολλοί άρχισαν να συμπεριφέρονται ανέντιμα μια και θεώρησαν πως δεν είχαν πλέον κίνητρο να απολαμβάνουν τη φήμη και τα προνόμια του ενάρετου πολίτη αφού ο θάνατος ήταν πλέον κοντά.
Θρησκευτική αβεβαιότητα
Οι συνθήκες αυτές, επέφεραν αμφιβολίες και αβεβαιότητα ως προς τη θρησκεία, μια και οι άνθρωποι ένιωθαν εγκαταλελειμμένοι από τις θεότητες και δεν έβλεπαν κάποιο πρακτικό όφελος ως προς την τέλεση λατρείας τους. Εντός των ναών επικρατούσαν εξαιρετικά άσχημες συνθήκες, μια και πολλοί πρόσφυγες από την ύπαιθρο είχαν αναγκαστεί να βρουν καταφύγιο εκεί, και σύντομα οι ναοί μετατράπηκαν σε κτίσματα γεμάτα με αρρώστους και νεκρούς.
Επίσης θεωρήθηκε από τους Αθηναίους πως ο λοιμός ήταν σημάδι πως οι θεοί ήταν με το μέρος της Σπάρτης. Ένας χρησμός ανέφερε πως ο ίδιος ο Απόλλωνας, ο θεός της αρρώστιας και της ίασης, θα πολεμούσε μαζί με τους Σπαρτιάτες, ενώ ένας προγενέστερος χρησμός προειδοποίησε πως με τον ερχομό του πολέμου με τους Δωριείς (Σπαρτιάτες) θα ερχόταν και ο θάνατος. Ο Θουκυδίδης στο έργο του απέρριψε ως δεισιδαιμονίες τους χρησμούς αυτούς και επικεντρώθηκε στις θεωρίες του Ιπποκράτη για την κατανόηση της επιδημίας.
Δεν άργησαν οι συνωμοσιολογίες
Σύμφωνα με πληροφορίες που συνέλεξε ο Θουκυδίδης, η νόσος ξεκίνησε, όπως φαίνεται, πιθανότατα από την Αιθιοπία κι από εκεί αφού έφτασε στη γειτονική Αίγυπτο και στη Λιβύη, μόλυνε πολλές περιοχές της αυτοκρατορίας του Βασιλέως (την τότε περσική αυτοκρατορία) . Ο ιστορικός τονίζει ότι υπήρξαν και άλλες επιδημίες που εμφανίστηκαν π. χ. στη Λήμνο, αλλά αυτή που έφτασε, άγνωστο πως, στην Αθήνα δεν είχε κανένα προηγούμενο.
Η νόσος έφτασε πρώτα στον Πειραιά κι από εκεί σιγά σιγά στο άστυ των Αθηνών. Μέσα στην ένταση του πολέμου εκφράστηκε αμέσως η πρώτη συνωμοσιολογία της εποχής: ότι δηλ. οι Σπαρτιάτες έριξαν δηλητήρια στα πηγάδια του Πειραιά, στον οποίο δεν υπήρχαν κρήνες. “Eς δὲ τὴν Ἀθηναίων πόλιν ἐξαπιναίως ἐσέπεσε, καὶ τὸ πρῶτον ἐν τῷ Πειραιεῖ ἥψατο τῶν ἀνθρώπων, ὥστε καὶ ἐλέχθη ὑπ’ αὐτῶν ὡς οἱ Πελοποννήσιοι φάρμακα ἐσβεβλήκοιεν ἐς τὰ φρέατα· κρῆναι γὰρ οὔπω ἦσαν αὐτόθι. ὕστερον δὲ καὶ ἐς τὴν ἄνω πόλιν ἀφίκετο”. Παρακάτω, βεβαίως, μας λέει ότι οι Σπαρτιάτες στην αρχή δεν είχαν ιδέα τι συνέβαινε μέσα στα τείχη της Αθήνας. Όταν, όμως πληροφορήθηκαν για τη νόσο, είτε από αυτομολήσαντες είτε γιατί το αντιλήφθηκαν βλέποντας τις φωτιές από τις καύσεις των νεκρών, εγκατέλειψαν την Αττική.
Συνωμοσιολογίες, προφητείες, χρησμοί ήρθαν στην επικαιρότητα και στις καθημερινές συζητήσεις. Ανάμεσα στις προφητείες επίκαιρος έγινε ένας χρησμός που θυμήθηκαν οι γεροντότεροι, ότι “θα έρθει πόλεμος δωρικός και μαζί του λοιμός”. Και καθώς ο χρησμός δόθηκε, ως συνήθως προφορικά, διαφωνίες εκφράζονταν για το αν αναφερόταν σε λοιμό δηλ. αρρώστια ή σε λιμό δηλ. σε πείνα. “Eγένετο μὲν οὖν ἔρις τοῖς ἀνθρώποις μὴ λοιμὸν ὠνομάσθαι ἐν τῷ ἔπει ὑπὸ τῶν παλαιῶν, ἀλλὰ λιμόν, ἐνίκησε δὲ ἐπὶ τοῦ παρόντος εἰκότως λοιμὸν εἰρῆσθαι· οἱ γὰρ ἄνθρωποι πρὸς ἃ ἔπασχον τὴν μνήμην ἐποιοῦντο”.
Επιμέλεια των αρρώστων και νεκρών

Ένας άλλος λόγος της γενικευμένης έλλειψης κοινωνικής συνοχής ήταν η πολύ μεγάλη μεταδοτικότητα της αρρώστιας, μια και αυτοί που φρόντιζαν τους ασθενείς ήταν και οι πιο ευάλωτοι απέναντι στο λοιμό. Έτσι πολλοί άνθρωποι πέθαναν απολύτως μόνοι τους καθώς κανένας δεν τολμούσε να διακινδυνεύσει φροντίζοντάς τους.
Οι νεκροί σχημάτισαν σωρούς από πτώματα επί πτωμάτων, πολλά αφέθηκαν να αποσυντεθούν, θάφτηκαν σε μαζικούς τάφους, καθώς και αποτεφρώθηκαν, με τις πυρές να καίνε ακατάπαυστα με τα νέα πτώματα που προστίθονταν συνεχώς. Άλλοι είχαν προετοιμάσει ιδιωτικές νεκρικές πυρές, έτσι ώστε να είναι έτοιμες για τους συγγενείς και φίλους τους.
Στην περιοχή του αρχαίου νεκροταφείου του Κεραμεικού, έχουν ανακαλυφθεί ένας ομαδικός τάφος και σχεδόν 1000 ατομικοί τάφοι οι οποίοι χρονολογούνται ανάμεσα στο 430 και 426 π.Χ. Ο ομαδικός τάφος ανασκάφτηκε την περίοδο 1994-95 και συνόρευε με ένα χαμηλό τοίχωμα το οποίο φαίνεται πως διαχώριζε το νεκροταφείο από ένα γειτονικό βάλτο. Μέσα στον τάφο υπολογίζεται πως βρίσκονταν 240 άτομα, ανάμεσα στα οποία τουλάχιστον 10 παιδιά. Οι σκελετοί ήταν ατάκτως τοποθετημένοι χωρίς στρώμα χώματος ανάμεσά τους, και θεωρείται πως τοποθετήθηκαν εκεί σε πολύ σύντομο χρονικό διάστημα και σε συνθήκες βιασύνης.
Όσοι είχαν την τύχη να επιζήσουν, ανέπτυξαν ανοσία στον λοιμό και έτσι έγιναν οι πρώτοι που άρχισαν να φροντίζουν αποτελεσματικά όσους είχαν προσβληθεί από την ασθένεια και ζούσαν ακόμα.
Φωτογραφία από το βόρειο τμήμα της ομαδικής ταφής που βρέθηκε στην ανασκαφή στον σταθμό του Κεραμεικού. Οι πρώτες ταφές φάνηκαν σε βάθος 4,30 μ. στο ανατολικό μέρος του ορύγματος, αλλά θα πρέπει να υπήρχαν κι άλλες σε ανώτερα στρώματα που καταστράφηκαν από τις χωματουργικές επεμβάσεις των δύο τελευταίων αιώνων.
Η ανασκαφή αποκάλυψε επάλληλες ταφικές στρώσεις 89 νεκρών, θαμμένων εν αταξία σε στάσεις κατά το πλείστον «εκτάδην», αλλά και σε άλλες που υπαγορεύονταν από το σχήμα και το μέγεθος του λάκκου. Στις κατώτερες στρώσεις υπήρχε κάποια ευρυχωρία ανάμεσα στους νεκρούς, η οποία μειωνόταν προς τις επάνω στρώσεις.
Ανάμεσα στις ελεύθερες ταφές βρέθηκαν και μερικοί εγχυτρισμοί βρεφών. Τα κτερίσματα ήταν διάσπαρτα και ελάχιστα, σχετικά με τον αριθμό των ενταφιασθέντων. Υπάρχουν ενδείξεις ότι η ταφή αυτή είχε ευρύτερα όρια, καθώς και άλλες στρώσεις νεκρών, έτσι ώστε να μπορεί να υποστηριχθεί ομαδική ταφή τουλάχιστον 150 ατόμων.
Ο αριθμός των νεκρών και ο τόσο βιαστικός τρόπος της ταφής τους, που υποδηλώνει πανικό, καθώς και η χρονολόγηση των κτερισμάτων γύρω στο 430 π.Χ., δεν μπορεί παρά να αποδώσει την ομαδική αυτή ταφή στα θύματα του λοιμού που ενέσκηψε στην Αθήνα το 430/29 και το 427/6 π.Χ. Η αφήγηση του Θουκυδίδη (II, 47.3-54) αποδίδει με τον καλύτερο τρόπο την εικόνα ταφής. Το κείμενο και η φωτογραφία αντλήθηκαν από τον κατάλογο της έκθεσης «Η πόλη κάτω από την πόλη» του Μουσείου Κυκλαδικής Τέχνης.

Τρόπος αντιμετώπισης του λοιμού
Μια θεωρία που υποστηρίζεται από αρχαίους συγγραφείς, ήταν ότι ο λοιμός προκλήθηκε από τον μολυσμένο αέρα. Ο Πλούταρχος τον 1ο αιώνα μ.Χ, 500 χρόνια αργότερα ισχυρίστηκε ότι ένας γιατρός ονόματι Άκρων θεράπευσε ορισμένα θύματα στην Αθήνα, με το άναμμα φωτιάς και τον καθαρισμό του μολυσμένου αέρα. Ο Θουκυδίδης ωστόσο ο οποίος γενικά διακατέχονταν από πνεύμα αμφισβήτησης, δεν αναφέρει τέτοιο περιστατικό, γράφοντας ότι οι γιατροί δεν κατόρθωσαν να αντιμετωπίσουν την πανούκλα και «η θνησιμότητα μεταξύ τους ήταν μεγαλύτερη διότι ήσαν περισσότερο εκτεθειμένοι στην επιδημία» (Θουκυδίδης 2.47).
Στo βιβλίο «Γνωριμία με την Αρχαία Ελλάδα» που έγραψε ο Κώστας Παπαδημητρίου αναφέρεται επίσης η φωτιά ως μέθοδος θεραπείας από τον Ιπποκράτη γεγονός που τον καθιέρωσε «Πατέρα της Ιατρικής».
Ο Λοιμός των Αθηνών όπως τον περιέγραψε ο Θουκυδίδης
Στο 2ο ΒΙΒΛΙΟ της Ξυγγραφής του ο Θουκυδίδης περιέγραψε την θανατηφόρα «Παδημία», τον «λοιμό» ή «λοιμική» που έπληξε την αρχαία Αθήνα το 430 πρό Χριστού, δεύτερο έτος προς το τρίτο του 27ετούς Πελοποννησιακού Πολέμου (431-404 π.Χ).
Η συγκλονιστική μαρτυρία του Αθηναίου Ιστορικού για τη θανατηφόρα ασθένεια που έπληξε την πόλη τον 5ο αιώνα π. Χ. καθορίζοντας την έκβαση του Πελοποννησιακού πολέμου στη μετάφραση του Ν. Μ. Σκουτερόπουλου
ΒΙΒΛΙΟ Β, 47 ΜΕΧΡΙ ΚΑΙ 54
{…} Η αρρώστια άρχισε, όπως λέγεται, πρώτα από την Αιθιοπία, στην Άνω Αίγυπτο, κατέβηκε έπειτα στην Αίγυπτο και τη Λιβύη και στο μεγαλύτερο μέρος της χώρας του Βασιλέως. Στην πόλη της Αθήνας εμφανίστηκε ξαφνικά, και οι πρώτοι άνθρωποι που προσβλήθηκαν ήσαν στον Πειραιά, γι’ αυτό και είπαν τότε πως είχαν ρίξει δηλητήρια στα πηγάδια οι Πελοποννήσιοι· βρύσες δεν υπήρχαν ακόμα εκεί. Ύστερα έφθασε και στην άνω πόλη και πέθαιναν πολύ περισσότεροι πια. Καθένας τώρα, γιατρός ή αδαής, μπορεί να λέει ό,τι σκέπτεται σχετικά με αυτό, από τι δηλαδή είναι πιθανό να προήλθε, επίσης να προσδιορίζει τις αιτίες που κατά τη γνώμη του έχουν τη δύναμη να επενεργούν τόσο εις βάθος στη φύση. Εγώ θα εκθέσω την πορεία της νόσου και τα συμπτώματά της που βλέποντάς τα κανείς, εάν ενσκήψει ποτέ πάλι, θα τα ξέρει εκ των προτέρων και θα τα αναγνωρίσει∙ θα τα περιγράψω διότι πέρασα ο ίδιος την αρρώστια και είδα ο ίδιος άλλους που είχαν προσβληθεί από αυτήν.
Τη χρονιά εκείνη συνέβαινε κατά κοινή ομολογία να μην υπάρχουν άλλες αρρώστιες∙ εάν, όμως, υπέφερε κανείς ήδη από κάποιο άλλο νόσημα, όλα κατέληγαν σε αυτή την αρρώστια. Τους άλλους, χωρίς να υπάρχει καμία φανερή αιτία, ξαφνικά, ενώ ως τότε ήσαν καλά, τους έπιανε πονοκέφαλος με υψηλό πυρετό, κοκκίνιζαν τα μάτια τους και έτσουζαν πολύ, επίσης εσωτερικά ο φάρυγγας και η γλώσσα γίνονταν αμέσως κόκκινα σαν αίμα και η αναπνοή τους έβγαζε μια παράξενη δυσοσμία∙ έπειτα ερχόταν φτέρνισμα και βραχνάδα κι ύστερα από λίγο ο πόνος κατέβαινε στο στήθος με δυνατό βήχα∙ κι όταν πήγαινε στην καρδιά, έφερνε ανακάτωμα και ακολουθούσαν εμετοί χολής όλων των ειδών που έχουν περιγράψει οι γιατροί, μεγάλη ταλαιπωρία κι αυτό.
Το φοβερότερο, όμως, απ’ όλα σε τούτο το κακό ήταν η κατάθλιψη, όταν καταλάβαινε κανείς ότι αρρώστησε (γιατί τους έπιανε αμέσως απελπισία, παραδίνονταν και δεν αντιστέκονταν), και το ότι, επειδή κολλούσαν την αρρώστια ο ένας από τον άλλο καθώς περιποιούνταν κάποιον, πέθαιναν αράδα σαν πρόβατα∙ κι αυτό ήταν το πιο ολέθριο.
Οι περισσότεροι είχαν τάση πρός εμετό χωρίς να βγάζουν τίποτα, η οποία προκαλούσε ισχυρό σπασμό που σε άλλους σταματούσε μετά από αυτά τα συμπτώματα, ενώ σε άλλους πολύ αργότερα. Και το σώμα του αρρώστου, όταν το άγγιζε κανείς εξωτερικά, δεν ήταν πολύ ζεστό ούτε ωχρό, αλλά κοκκινωπό, μελανιασμένο, με μικρές φουσκάλες και πληγιασμένα εξανθήματα. Εσωτερικά όμως έκαιγε τόσο πολύ, που οι άρρωστοι δεν ανέχονταν σκεπάσματα, ούτε τα πιο λεπτά ρούχα και σεντόνια ούτε άλλο τίποτα, παρά μόνο να είναι γυμνοί, και με πολύ μεγάλη ανακούφιση θα ρίχνονταν σε κρύο νερό. Και πράγματι, πολλοί από εκείνους που δεν είχαν κανέναν να τους κοιτάξει το έκαναν αυτό και ρίχτηκαν σε στέρνες, από την ακατάπαυστη δίψα που τους βασάνιζε∙ είτε πολύ έπιναν είτε λίγο, ήταν το ίδιο. Επίσης η αδυναμία να βρουν ησυχία, να μπορέσουν να κοιμηθούν, βασανιστική σε όλη τη διάρκεια της αρρώστιας.
Και το σώμα, όσο η αρρώστια ήταν στην οξεία φάση της, δεν καταβαλλόταν, αλλά άντεχε στην ταλαιπωρία περισσότερο απ’ ό,τι θα περίμενε κανείς, έτσι που οι περισσότεροι ή πέθαιναν από τον υψηλό πυρετό την ένατη ή την έβδομη ημέρα, έχοντας ακόμα κάποιες δυνάμεις, ή, εάν γλίτωναν, η αρρώστια κατέβαινε παρακάτω στην κοιλιά προκαλώντας εκεί πολλά πληγιάσματα και συγχρόνως ακατάσχετη διάρροια, εξαιτίας της οποίας πολλοί πέθαιναν ύστερα από εξάντληση πια. Γιατί το κακό περνούσε από όλο το σώμα, αρχίζοντας από το κεφάλι όπου αρχικά εκδηλωνόταν, και το αν είχε κανείς γλιτώσει από τα χειρότερα γινόταν φανερό από την προσβολή των άκρων του αρρώστου∙ γιατί η αρρώστια χτυπούσε στα γεννητικά όργανα και τα δάχτυλα των χεριών και των ποδιών και πολλοί γλίτωναν χάνοντάς τα αυτά, μερικοί μάλιστα και τα μάτια τους. Άλλοι, πάλι, μόλις σηκώνονταν από την αρρώστια, πάθαιναν γενική αμνησία και δεν αναγνώριζαν τον εαυτό τους και τους δικούς τους.
Πραγματικά, η φύση της νόσου δεν ήταν δυνατόν να περιγραφεί με λόγια και η σφοδρότητα της προσβολής ξεπερνούσε τις αντοχές της ανθρώπινης φύσης, και το ακόλουθο σημάδι δείχνει καθαρά πως επρόκειτο για κάτι διαφορετικό και όχι κάτι συνηθισμένο. Τα όρνεα και τα τετράποδα, όσα αγγίζουν ανθρώπινο κρέας, παρόλο ότι πολλοί έμεναν άταφοι, αυτά ή δεν πλησίαζαν ή, εάν έτρωγαν, ψοφούσαν. Απόδειξη η εξαφάνιση τέτοιων πουλιών, που έγινε αισθητή και δεν τα έβλεπε πια κανείς ούτε γύρω από τα πτώματα ούτε αλλού πουθενά∙ εμφανέστερο έκαναν αυτό το αποτέλεσμα οι σκύλοι, επειδή συμβιώνουν με τους ανθρώπους.
Τέτοια ήταν, λοιπόν, σε γενικές γραμμές η μορφή της νόσου, εάν παραλείψει κανείς και πολλά άλλα ασυνήθη συμπτώματα, όπως τύχαινε να παρουσιάζονται με διαφορετικό τρόπο από άρρωστο σε άρρωστο. Άλλη καμιά από τις συνηθισμένες αρρώστιες δεν ταλαιπωρούσε εκείνη τη χρονιά τους Αθηναίους∙ αλλά, κι αν παρουσιαζόταν κάποιο κρούσμα, κατέληγε σε αυτήν. Οι άνθρωποι πέθαιναν, άλλοι από έλλειψη φροντίδας και άλλοι παρά τη μεγάλη περιποίηση που είχαν∙ φάρμακο, για το οποίο θα μπορούσε κανείς να πει ότι δίνοντάς το στον άρρωστο θα τον βοηθούσε, δεν βρέθηκε ούτε ένα∙ το ίδιο γιατρικό, που έκανε καλό στον ένα, τον άλλο τον έβλαπτε. Καμία κράση, ισχυρή ή ασθενική, δεν αποδείχτηκε ικανή να αντισταθεί στην αρρώστια αλλά τους θέριζε όλους, ακόμη και όσους νοσηλεύονταν με ιατρική φροντίδα.
Το φοβερότερο, όμως, απ’ όλα σε τούτο το κακό ήταν η κατάθλιψη, όταν καταλάβαινε κανείς ότι αρρώστησε (γιατί τους έπιανε αμέσως απελπισία, παραδίνονταν και δεν αντιστέκονταν), και το ότι, επειδή κολλούσαν την αρρώστια ο ένας από τον άλλο καθώς περιποιούνταν κάποιον, πέθαιναν αράδα σαν πρόβατα∙ κι αυτό ήταν το πιο ολέθριο. Επειδή φοβούνταν να πλησιάσουν ο ένας τον άλλον, οι άρρωστοι ή χάνονταν αβοήθητοι, και σπίτια πολλά ερημώθηκαν αφού δεν υπήρχε κανένας να τους περιποιηθεί, ή πάλι, εάν πλησίαζαν, πέθαιναν, προπαντός όσοι ήθελαν να φανούν κάπως γενναίοι∙ από φιλότιμο έμπαιναν στα σπίτια άρρωστων φίλων χωρίς να λογαριάζουν τον εαυτό τους, γιατί στο τέλος ακόμη και οι δικοί τους, αποκαμωμένοι από τη συμφορά, παρατούσαν τα μοιρολόγια γι’ αυτούς που πέθαιναν.
Περισσότερο όμως λυπούνταν τον ετοιμοθάνατο και τον πάσχοντα όσοι είχαν περάσει την αρρώστια κι είχαν σωθεί, διότι ήξεραν από δική τους πείρα πώς ένιωθαν και επειδή οι ίδιοι ήσαν πια ασφαλείς∙ πράγματι, δύο φορές τον ίδιο άνθρωπο δεν τον έπιανε η αρρώστια, θανατηφόρα τουλάχιστον. Και οι άλλοι τους μακάριζαν ενώ και οι ίδιοι από τη χαρά τους εκείνης της στιγμής άρχιζαν να τρέφουν κάποιες επιπόλαιες ελπίδες για το μέλλον πως τάχα δεν θα πέθαιναν πια ούτε από άλλη αρρώστια.

Και από άλλες απόψεις ο λοιμός έγινε αφορμή για μεγαλύτερη ανομία στην πόλη. Ευκολότερα δηλαδή αποτολμούσε κανείς πράγματα που πρωτύτερα απέφευγε να κάνει κατά τις ορέξεις του, διότι έβλεπαν τώρα πόσο απότομα ήσαν τα γυρίσματα της τύχης και για τους ευκατάστατους που ξαφνικά πέθαιναν και για τους άλλους που πρωτύτερα δεν είχαν τίποτα δικό τους και τώρα έπαιρναν αμέσως τα πλούτη εκείνων. Αποφάσιζαν έτσι να χαρούν τη ζωή τους και να την απολαύσουν γρήγορα, πιστεύοντας ότι και τα σώματα και τα χρήματα ήσαν εξίσου εφήμερα.
Κανένας δεν είχε διάθεση να επιμένει περισσότερο σε κάτι που το θεωρούσε καλό, αφού δεν ήταν βέβαιος ότι δεν θα πέθαινε προτού να το πραγματοποιήσει∙ κι έτσι η απόλαυση της στιγμής και ό,τι κατά οποιονδήποτε τρόπο συντείνει σε αυτήν θεωρήθηκε καλό και χρήσιμο. Κανένας φόβος των θεών ή νόμος των ανθρώπων δεν τους συγκρατούσε, αφ’ ενός διότι έκριναν ότι είναι το ίδιο είτε σέβεται κανείς τους θεούς είτε όχι, αφού έβλεπαν ότι χάνονταν όλοι αδιακρίτως, και αφ’ ετέρου διότι κανένας δεν έτρεφε την ελπίδα ότι θα ζούσε μέχρι να γίνει η δίκη και να τιμωρηθεί για τις πράξεις του, απεναντίας πολύ μεγαλύτερη τιμωρία θεωρούσαν να πέσει στο κεφάλι τους αυτή που τους είχε κιόλας επιβληθεί και που, προτού να τους χτυπήσει, λογικό ήταν να θέλουν να απολαύσουν κάτι στη ζωή τους.
Έχοντας πέσει σε τέτοια συμφορά οι Αθηναίοι υπέφεραν, αφού και μέσα στην πόλη οι άνθρωποι πέθαιναν και έξω η γη τους ερημωνόταν. Στη δυστυχία αυτή φυσικό ήταν να θυμηθούν και τον ακόλουθο στίχο, που οι γεροντότεροι έλεγαν ότι τραγουδιόταν παλιά:
Πόλεμος θα ‘ρθει δωρικός και λοιμικό μαζί του.
Και διαφωνούσαν βέβαια μερικοί υποστηρίζοντας ότι στον στίχο του παλαιού ποιήματος δεν γινόνταν λόγος για λοιμό αλλά για λιμό, όπως όμως ήταν φυσικό σε τούτη την περίσταση επικράτησε ότι ο στίχος αναφερόταν σε λοιμό∙ γιατί οι άνθρωποι προσάρμοζαν τη μνήμη τους σε αυτά που υπέφεραν. Και νομίζω πως εάν γίνει κάποτε άλλος δωρικός πόλεμος, ύστερα από τούτον, και συμβεί να συμπέσει με λιμό, φυσικά τότε θα ψάλλουν και τον στίχο ανάλογα. Θυμήθηκαν επίσης τον χρησμό, όσοι τον ήξεραν, που είχε δοθεί στους Λακεδαιμονίους, όταν σε ερώτησή τους στον θεό εάν έπρεπε να πολεμήσουν εκείνος απάντησε πως, αν ριχτούν στον πόλεμο με όλη τους τη δύναμη, θα νικήσουν και πως ο ίδιος είπε ότι θα βοηθήσει. Σε σχέση λοιπόν με τον χρησμό θεωρούσαν ότι αυτά που συνέβαιναν τον επαλήθευαν: η επιδημία άρχισε αμέσως μετά την εισβολή των Πελοποννησίων και δεν επεκτάθηκε στην Πελοπόννησο σε βαθμό άξιο λόγου αλλά εξαπλώθηκε προπαντός στην Αθήνα, έπειτα και στα πιο πυκνοκατοικημένα από τα άλλα μέρη. Αυτά λοιπόν σχετικά με την επιδημία. {…}
Θουκυδίδη Ιστορία, μετάφραση Ν. Μ. Σκουτερόπουλος. Εκδόσεις Πόλις
Πηγές: lifo.gr, el.wikipedia.org,eranistis.net
Δείτε το κείμενο στα αρχαία και στα νεοελληνικά εδώ:
www.greek-language.gr , από 61μεχρι 64, επιλογή σελίδας από την μπάρα.
1 Comment