Ο εθνικισμός ως μια πολιτική θρησκεία


 Ο εθνικισμός ως μια πολιτική θρησκεία

Του Ρούντολφ Ρόκερ *

Επιμέλεια δημοσίευσης : Γιώργος Μεριζιώτης

George-Grosz-Cain-or-Hitler-in-Hell
George Grosz The Bitter truth (Η πικρή αλήθεια)

Το απόσπασμα αυτό προέρχεται από το τετράτομο έργο του Ρούντολφ Ρόκερ “Εθνικισμός και Πολιτισμός” σε μετάφραση του Γιάννη Καρύτσα από τις εκδόσεις Αρδην .

Είναι σημαντικό να κατανοήσουμε την εποχή που γράφτηκε ότι βρίσκονταν σε άνοδο στην Ευρώπη και σε πολλές χώρες του υπόλοιπου κόσμου το εθνικιστικό – φασιστικό κίνημα, η συγγραφή του έργου άρχισε  την εποχή του Α’ Παγκόσμιου Πολέμου και τελείωσε το 1933, λίγο πριν την άνοδο του Χίτλερ στην κρατική εξουσία….(δείτε περισσότερα  στις σημειώσεις).

(Κεφάλαιο 15) ** Ο εθνικισμός ως μια πολιτική θρησκεία

Το κεφάλαιο αυτό πραγματεύεται τα εξής ζητήματα:

Ο φασισμός ως εσχάτη απόρροια της εθνικιστικής ιδεολογίας, ο αγώνας του φασισμού εναντίον του κόσμου των φιλελεύθερων ιδεών, ο Μουσολίνι ως εχθρός του κράτους, η πολιτική μεταβολή του Μουσολίνι, Τζιοβάνι Τζεντίλε: ο φιλόσοφος του φασισμού,ο εθνικισμός ως κρατική βούληση, η φασιστική ιδέα του κράτους και ο μοντέρνος μονοπωλιακός καπιταλισμός, η σύγχρονη οικονομική βαρβαρότητα, το κράτος ως καταστροφέας της κοινότητας, η ελευθεριά ως κοινωνική ενότητα, η εκγύμναση του μοντέρνου μαζανθρώπου σε καθοδηγούμενο κοπάδι, η μάχη εναντίον της προσωπικότητας, το ολοκληρωτικό κράτος, ο εθνικισμός ως μια εξ αποκαλύψεως πολιτική θρησκεία, η καταβύθιση του πολιτισμού, παρακμή ή πρόοδος.

Ο μοντέρνος εθνικισμός, που έχει προσλάβει την πληρέστατη έκφρασή του στον ιταλικό φασισμό και στο γερμανικό εθνικοσοσιαλισμό, αποτελεί το θανάσι­μο εχθρό κάθε φιλελεύθερης σκέψης. Η ολοσχερής εξά­λειψη κάθε ελευθεριακής σκέψης αποτελεί, σύμφωνα με τους υποστηρικτές του, το προκαταρκτικό βήμα για την «αφύπνιση του έθνους». Δε χρειάζεται να μας εκ­πλήσσει, αν και είναι αρκετά παράξενο, το γεγονός ότι στη Γερμανία ο φιλελευθερισμός και ο μαρξισμός ρί­χνονται στο ίδιο τσουβάλι, αφ’ ης στιγμής γνωρίζουμε με πόση βία οι κήρυκες του Τρίτου Ράιχ αντιμετωπί­ζουν τα γεγονότα, τις ιδέες και τα πρόσωπα. Δεν ανησυ­χεί καθόλου τους χιτλερικούς αντιπάλους του μαρξι­σμού το γεγονός ότι ο μαρξισμός, όπως και η δημοκρα­τία και ο εθνικισμός, συγκροτεί τις θεμελιώδεις ιδέες του, εκκινώντας από μία συλλογική έννοια, δηλαδή αυ­τήν της κοινοτικής τάξης, και ότι, ακριβώς γι’ αυτόν το λόγο, δεν μπορεί να έχει καμία σχέση με το φιλελευθερισμό.

Το γεγονός ότι ο μοντέρνος εθνικισμός, με την άκρως φανατική προσήλωσή του στο κράτος, θεωρεί ε­ντελώς άχρηστες τις φιλελεύθερες ιδέες είναι ευκόλως κατανοήσιμο. Λιγότερο σαφής είναι ο ισχυρισμός τον ηγετών του ότι το μοντέρνο κράτος είναι πλήρως μολυσμένο από τις φιλελεύθερες ιδέες και γι’ αυτό έχει απολέσει την προηγούμενη πολιτική σπουδαιότητά του. Εί­ναι γεγονός ότι η πολιτική εξέλιξη των τελευταίοι 150 χρόνων δεν επιτελέσθηκε κατά μήκος της γραμμής που ανέμενε ο φιλελευθερισμός. Η ιδέα της όσο το δυνατόν μεγαλύτερης μείωσης των λειτουργιών του κράτους και του περιορισμού στο ελάχιστο της σφαίρας δράσεώς του δεν έχει υλοποιηθεί. Οι δραστηριότητες του κρά­τους όχι μόνο δεν περιορίσθηκαν, αλλ’ αντιθέτως επεκτάθηκαν τρομερά και πολλαπλασιάσθηκαν μάλιστα, τα αποκαλούμενα «φιλελεύθερα κόμματα», που βαθμιαία βυθίσθηκαν όλο και βαθύτερα μέσα στο ρεύμα της δημοκρατίας, συνέβαλαν σημαντικά σ’ αυτήν την ε­ξέλιξη. Στην πραγματικότητα, το κράτος δεν έχει φιλε­λευθεροποιηθεί, αλλά απλώς έχει δημοκρατικοποιηθεί. Η διείσδυσή του στην προσωπική ζωή των ανθρώπων δεν έχει ελαττωθεί, αλλά αναπτύσσεται σταθερά.

Υπήρξε μία περίοδος κατά την οποία μπορούσαμε να σκεπτόμαστε ότι η «κυριαρχία του έθνους» ήταν εντελώς διαφορετική από την κυριαρχία της κληρονομι­κής μοναρχίας και ότι, κατά συνέπεια, θα συνέβαλε στην εξασθένιση της εξουσίας του κράτους. Καθώς η δημοκρατία αγωνιζόταν ακόμα για την εδραίωσή της, αυτή η σκέψη μπορούσε να έχει μία κάποια βασιμότητα. Αλλά αυτή η περίοδος έχει πια προ πολλού παρέλθει τίποτε δεν έχει σταθεροποιήσει την εσωτερική και εξωτερική ασφάλεια του κράτους όσο η θρησκευτική πίστη στην κυριαρχία του έθνους, που πλέον είναι επι­κυρωμένη και νομιμοποιημένη από το καθολικό δι­καίωμα ψήφου. Είναι αδιαμφισβήτητο ότι και αυτό το δικαίωμα είναι μία θρησκευτική ιδέα πολιτικής (ρύ­σεως. Ακόμα και ο Κλεμανσώ το εξέφρασε πολύ σοφά, όταν, εσωτερικά έρημος και πικραμένος, έφθασε στο τέλος της καριέρας του: «Η λαϊκή ψήφος είναι ένα παιχνίδι που το βαριόμαστε γρήγορα. Αλλά δε χρειάζεται να το φωνάζουμε μεγαλοφώνως, διότι ο λαός πρέπει να έχει μία θρησκεία. Είναι λυπηρό. … Λυπηρό αλλά αληθές”.1

Ο φιλελευθερισμός υπήρξε η κραυγή της ανθρώπι­νης προσωπικότητας εναντίον των ισοπεδωτικών ενερ­γειών της απόλυτης κυριαρχίας και αργότερα εναντίον του άκρατου συγκεντρωτισμού και της τυφλής πίστης στο κράτος του Γιακωβινισμού και των ποικίλων δημο­κρατικών βλαστών του. Με αυτήν τη σημασία, κατα­νοούσαν επίσης τον φιλελευθερισμό ο Μιλ, ο Μπακλ και ο Σπένσερ. Ακόμα και ο Μουσολίνι, ο οποίος τώρα είναι ο πιο σκληρός εχθρός του φιλελευθερισμού, υπήρ­ξε, όχι και πολύ καιρό πριν, ένας από τους φλογερότερους υπερασπιστές των φιλελεύθερων ιδεών. Ήταν αυ­τός που έγραψε:

«Το κράτος, με την τερατώδη, φοβερή μηχανή του, μας προκαλεί ένα αίσθημα ασφυξίας. Το άτομο μπορούσε να υποφέρει το κράτος, για όσο διάστημα αυτό περιοριζόταν στις στρατιωτικές και αστυνομικές λειτουργίες του- ό­μως, σήμερα, το κράτος είναι τα πάντα: τραπεζίτης, το­κογλύφος, ιδιοκτήτης σπιτιών, πλοιοκτήτης, προμηθευ­τής, ασφαλιστής, ταχυδρομικός, σιδηροδρομικός, επιχει­ρηματίας, δάσκαλος, καθηγητής, έμπορος καπνού και άλλα πολλά ακόμα που έχουν επιπροστεθεί στις πρότερες κρατικές λειτουργίες του αστυνομικού, του δικαστή, του δεσμοφύλακα και του φοροεισπράκτορα.

Το κράτος, αυ­τός ο Μολώχ με την τρομερή όψη, παίρνει τα πάντα, κά­νει τα πάντα, γνωρίζει τα πάντα και αφανίζει τα πάντα. Κάθε λειτουργία του κράτους αποτελεί μία συμφορά. Η τέχνη του κράτους είναι μια συμφορά. Το ίδιο και η κρα­τική ιδιοκτησία της ναυτιλίας καθώς και η κρατική παρο­χή των αναγκαίων προ το ζην και η λιτανεία θα μπορούσε να επεκταθεί στο άπειρο… Εάν οι άνθρωποι είχαν έ­στω και μία αμυδρή ιδέα της αβύσσου προς την οποία σπρώχνονται, θα αυξανόταν ο αριθμός των αυτοκτονιών, διότι τείνουμε να φθάσουμε στην πλήρη καταστροφή της ανθρώπινης προσωπικότητας.

Το κράτος είναι μία τρομερή μηχανή που καταβροχθίζει ζωντανούς ανθρώπους και μετά τους ξερνάει σαν άψυχα μηδενικά. Η ανθρώπινη ζωή δεν έχει πλέον καθόλου μυστικά, καθόλου εσωτερικότητα, είτε στο υλικό είτε στο πνευματικό επίπεδο. Κάθε γωνία της είναι διαπερατή, κάθε κίνησή της μετρήσιμη. Ο καθένας είναι κλεισμένος στο κελί του και αριθμημένος, όπως ακριβώς σε μία φυλακή”.2

Ο Μουσολίνι έγραψε τα παραπάνω λίγα χρόνια πριν την “Πορεία προς τη Ρώμη». Συνεπώς, η νέα αποκάλυψη εμφανίστηκε πολύ αιφνίδιος στον Μουσολίνι, όπως σε πολλούς άλλους. Στην πραγματικότητα, η αποκαλούμενη «φασιστική ιδέα του κράτους» εμφανίστηκε μόνον αφού «Ο Ντούτσε» είχε κατακτήσει την εξουσία. Μέχρι τότε, το φασιστικό κίνημα ακτινοβολούσε με όλα τα χρώματα του ουράνιου τόξου, όπως ακριβούς συνέβαινε, όχι και πολύ καιρό πριν, με τον εθνικοσοσιαλισμό στη Γερμανία. Στην πραγματικότητα, ο ιταλικός  φασισμός δεν είχε καθόλου ένα σαφή χαρακτήρα. Η ιδεολογία του του ήταν ένα παρδαλό μείγμα πνευματικών στοιχείων, αντλημένων από πηγές κάθε λογής. Αυτό που προσέδωσε δύναμη ήταν η κτηνωδία των μεθόδων του. Ακριβώς επειδή δεν είχε δικές του απόψεις, η ριψοκίνδυνη βία του δεν μπορούσε να λαμβάνει υπ’ όψιν της, τις απόψεις των άλλων.

Ότι έλειπε ακόμα στο κράτος για να μετατραπεί σε μία τέλεια φυλακή, η φα­σιστική δικτατορία του το έχει προμηθεύσει εν αφθο­νία. Η φιλελεύθερη φωνή του Μουσολίνι σίγησε αμέ­σους, μόλις ο δικτάτορας κατάφερε να κρατήσει σφιχτά μέσα στα χέρια του την κρατική εξουσία της Ιταλίας. Αναλογιζόμενοι αυτήν την αστραπιαία μεταβολή των απόψεων του Μουσολίνι για τη σημασία του κράτους, θυμόμαστε ακουσίους τα λόγια του νεαρού Μαρξ:

«Κα­νένας άνθρωπος δεν αγωνίζεται εναντίον της ελευθε­ρίας- το πολύ να αγωνίζεται εναντίον της ελευθερίας των άλλων. Συνεπώς, έχουν πάντοτε υπάρξει όλα τα είδη ελευθερίας· ορισμένες φορές ως ιδιαίτερο προνόμιο και ορισμένες άλλες ως γενικό δικαίωμα».

Ο Μουσολίνι, στην πραγματικότητα, σφυρηλάτησε μία ελευθερία ως προνόμιο του εαυτού του και το κατά­φερε, υπό την προϋπόθεση ότι αντιμετώπισε με την πιο κτηνώδη καταπίεση την ελευθερία όλων των άλλων· διότι η ελευθερία που προσπαθεί να αντικαταστήσει την υπευθυνότητα του ανθρώπου απέναντι στους συ­νανθρώπους του με τις παράλογες διαταγές της εξου­σίας είναι καθαρή αυθαιρεσία και άρνηση κάθε δικαιο­σύνης και ανθρωπιάς. Αλλά ακόμα και ο δεσποτισμός χρειάζεται την αυτονομιμοποίηση μπροστά στο λαό, τον οποίο βιάζει. Προς αντιμετώπιση αυτής της ανά­γκης, γεννήθηκε η φασιστική ιδέα του κράτους.

Ο Τζιοβάνι Τζεντίλε, ο φιλόσοφος του κράτους της φασιστικής Ιταλίας, συμμετέχοντας στο «Διεθνές Συνέ­δριο για τον Χέγκελ», το 1931 στο Βερολίνο, ανέπτυξε την άποψή του για τη φύση του κράτους, η οποία απο­κορυφωνόταν στην ιδέα του αποκαλούμενου «ολοκληρωτικού κράτους». Ο Τζεντίλε χαιρέτησε τον Χέγκελ  τον πρώτο και αληθινό δημιουργό της ιδέας του κράτους και αντιπαρέβαλε τη θεωρία του για το κράτος με τη θεωρία του κράτους ως θεμελιωμένου στα φυσικά δικαιώματα και την αμοιβαία συμφωνία. Υποστήριξε ότι, στο πλαίσιο της δεύτερης θεωρίας, το κράτος είναι απλώς ένας περιορισμός της φυσικής και άμεσης ελευθερίας του ατόμου, προκειμένου να καθίσταται δυνατή η κοινωνική ζωή, είναι απλώς ένα μέσο για τη βελτίωση του ανθρώπου, που δεν μπορεί να διατηρείται συνεχώς στη φυσική κατάστασή του. Κατά συνέπεια, το κράτος είναι κάτι το αρνητικό, είναι μία αρετή γεννημέ­νη από την ανάγκη.

Ο Χέγκελ ανέτρεψε αυτό το αιωνόβιο δόγμα. Υπήρξε ο πρώτος που συνέλαβε το κράτος ως την ύψιστη μορφή του αντικειμενικού πνεύματος. Υπήρξε ο πρώτος που κατανόησε ότι μόνον εντός του κράτους μπορεί αληθινά να πραγματοποιηθεί η ηθική αυτοσυνείδηση. Ωστόσο, ο Τζεντίλε δεν αρκέστηκε απλή υποστήριξη της θεωρίας του Χέγκελ για το κράτος και προσπάθησε να την τελειοποιήσει, ασκώντας κριτική στον Χέγκελ, επειδή αυτός, μολονότι συνέλαβε το κράτος ως την ύψιστη μορφή του αντικειμενικού πνεύματος, τοποθέτησε πάνω από το αντικειμενικό πνεύμα τη σφαίρα του απόλυτου πνεύματος, με αποτέλεσμα η τέχνη, η θρησκεία και η φιλοσοφία, που σύμφωνα με τον Χέγκελ ανήκουν στη δεύτερη πνευματική σφαίρα, να βρίσκονται σε σύγκρουση με το κράτος.

Ό Τζεντίλε υποστήριξε ότι η μοντέρνα θεωρία για το κράτος οφείλει να εξαλείψει αυτές τις συγκρούσεις, ούτως ώστε και οι αξίες της τέχνης, της θρησκείας και της φιλοσοφίας να τεθούν υπό την ιδιοκτησία του κράτους. Μόνον τότε θα μπορούσε να θεωρηθεί το κράτος ως η ύψιστη μορφή του ανθρώπινου πνεύματος, όντας θεμελιωμένο όχι πάνω στο ιδιαίτερο και το διαχωρισμένο, αλλά πάνω στην κοινή και αιώνια βούληση, και έτσι θα μπορούσε επίσης να θεωρηθεί ως η ύψιστη μορφή του γενικού.3

Είναι σαφής ο σκοπός του φιλοσόφου του φασιστι­κού κράτους. Αφού για τον Χέγκελ το κράτος ήταν «ο επί της γης Θεός», ο Τζεντίλε προσπάθησε να το ανυ­ψώσει στη θέση του αιώνιου και μοναδικού Θεού, που δε θα ανέχεται καθόλου άλλους θεούς από πάνω του, ή ακόμα και δίπλα του, και που θα κυριαρχεί απολύτως σε όλα τα πεδία της ανθρώπινης σκέψης και δραστηριό­τητας. Αυτή είναι η τελευταία λέξη ενός ρεύματος της πολιτικής σκέψης που, με την ακραία αφαίρεσή της, χά­νει από το οπτικό πεδίο της καθετί το ανθρώπινο και που ενδιαφέρεται για το άτομο μόνο στο βαθμό που αυ­τό χρησιμεύει ως ένα θύμα για τον ακόρεστο Μολώχ.

Ο μοντέρνος εθνικισμός είναι απλώς η «βούληση για το κράτος πάση θυσία» και η πλήρης απορρόφηση του ανθρώπου μέσα στους υπέρτατους στόχους της εξουσίας. Και είναι πολύ σημαντικό το γεγονός ότι αυτός ο μο­ντέρνος εθνικισμός δεν εκπηγάζει από την αγάπη για τη δική μας χώρα ή για το δικό μας λαό· αντιθέτους, έχει τις ρίζες του στα φιλόδοξα σχέδια μιας μειοψηφίας, διψασμένης για δικτατορία και αποφασισμένης να επιβάλει στο λαό μία συγκεκριμένη μορφή κράτους, ακόμα και αν αυτή μπορεί να αντιτίθεται πλήρως στη βούληση της πλειοψηφίας. Η τυφλή πίστη στη μαγική εξουσία μιας εθνικής δικτατορίας πρέπει να αντικαταστήσει την αγάπη του ανθρώπου για τη γενέτειρά του και την εξοικείωσή του με τον πολιτισμό της εποχής του, η αγάπη του ανθρώπου προς το συνάνθρωπό του πρέπει να συνθλίβει από «το μεγαλείο του κράτους», στο οποίο τα άτομα οφείλουν να χρησιμεύουν σαν ζωοτροφή.

Εδώ εντοπίζεται η διαφορά μεταξύ του εθνικισμού μιας παρελθούσας εποχής, ο οποίος είχε ως εκφραστές του ανθρώπους όπως ο Ματσίνι και ο Γαριβάλδης, και τις αντεπαναστατικές τάσεις του μοντέρνου φασισμού, ο οποίος σήμερα σηκώνει όλο και πιο απειλητικά το κεφάλι του. Στο περίφημο μανιφέστο του της 6ης Ιουνίου του 1862, ο Ματσίνι αντιτάχθηκε στην κυβέρνηση του Βίκτωρος Εμμανουήλ, κατηγορώντας την για προδοσία και για αντεπαναστατικές ενέργειες εναντίον της ενότητας της Ιταλίας, δημιουργώντας έτσι μία σαφή διάκριση μεταξύ του έθνους και της ιταλικής ενότητας. Το σύνθημά του «Θεός και Λαός!»-οτιδήποτε και αν σκεπτόμαστε γι’ αυτό- σκόπευε να πληροφορήσει τον κόσμο ότι οι ιδέες του πήγαζαν από το λαό και υποστηρίζονταν από αυτόν.

Αναμφιβόλως, το δόγμα Ματσίνι περιείχε το σπέρμα μιας νέας μορφής ανθρώπινης δουλείας, ωστόσο ενεργούσε με καλή πίστη να μπορούσε να προβλέψει την ιστορική εξέλιξη ενεργειών του για μία εθνική δημοκρατία. Η μεγάλη τιμιότητα με την οποία ήταν αφοσιωμένος σε αυτές τις ενέργειες φαίνεται σαφέστατα από τη διαφορά του με τον Καβούρ, ο οποίος συνέλαβε πλήρως την πολιτι­κή σημασία του κινήματος για την εθνική ενοποίηση και γι’ αυτό αντιτίθετο εκ πεποιθήσεως στον «πολιτικό ρομαντισμό» του Ματσίνι, λέγοντας ότι λησμόνησε το κράτος μπροστά στην σταθερή κατάφαση της ελευθε­ρίας.

Είναι σίγουρο ότι οι πατριώτες εκείνης της εποχής θεωρούσαν ως εντελώς διαφορετικά πράγματα το κρά­τος και τους εθνικούς στόχους του λαού. Αναμφιβόλους, αυτή η στάση εκπήγαζε από μία εσφαλμένη ερμηνεία των ιστορικών γεγονότων, αλλά είναι ακριβούς αυτό το εσφαλμένο συμπέρασμα που ανθρώπινα μας φέρνει πο­λύ κοντά σ’ αυτούς τους ανθρώπους της «Νέας Ευρώ­πης», διότι κανείς δεν μπορεί να αμφισβητήσει την αγνή αγάπη τους για το λαό. Ο μοντέρνος εθνικισμός στερεί­ται παντελώς μιας τέτοιας αγάπης και, μολονότι οι εκ­πρόσωποί του βάζουν συχνότατα στο στόμα τους αυτήν τη λέξη, εύκολα αντιλαμβανόμαστε τον κάλπικο ήχο της και κατανοούμε ότι δεν εμπεριέχει κανένα γνήσιο συναίσθημα. Ο εθνικισμός της εποχής μας εμπιστεύεται πολύ μόνον το κράτος και στιγματίζει ως προδότες της χώρας του όλους εκείνους που αντιστέκονται στους πο­λιτικούς στόχους της εθνικής δικτατορίας ή απλά αρνούνται να εγκρίνουν τα σχέδια του.

Η επίδραση των φιλελεύθερων ιδεών του προηγού­μενου αιώνα κατάφερε τουλάχιστον να πείσει ακόμα και τα συντηρητικά στοιχεία της κοινωνίας ότι το κρά­τος υπήρχε για την εξυπηρέτηση των πολιτών. Ο φασι­σμός. αντιστρέφοντας τα πράγματα, αναγγέλλει, με κτηνώδη ειλικρίνεια, ότι το άτομο υπάρχει για την εξυπηρέτηση του κράτους. Όπως χαρακτηριστικά το εξέφρασε ο Μουσολίνι: «Όλα για το κράτος, τίποτε έξω από το κράτος, τίποτε εναντίον του κράτους!». Αυτή είναι τελευταία λέξη μιας εθνικιστικής μεταφυσικής, που στα φασιστικά κινήματα του παρόντος έχει προσλάβει μια τρομερά συγκεκριμένη μορφή. Ενώ αυτός υπήρξε πάντοτε ο κρυμμένος στόχος όλων των εθνικιστικών θεωριών, τώρα εκφράζεται ανοιχτά μέσα στα φασιστι­κά κινήματα. Αυτή η σαφής έκφραση αποτελεί και τη μοναδική αξία των σύγχρονων εθνικιστών, που στην Ιταλία και ακόμα περισσότερο στη Γερμανία λατρεύο­νται υπερβολικά και υποστηρίζονται ανοιχτά από τα αφεντικά του καπιταλιστικού οικονομικού συστήματος, επειδή ακριβώς είναι απίστευτα δουλοπρεπείς απέναντι στο νέο μονοπωλιακό καπιταλισμό και έχουν με όλη τη δύναμή τους προωθήσει τα σχέδιά του για ένα καινούρ­γιο σύστημα βιομηχανικής σκλαβιάς.

Εννοείται ότι μαζί με τις αρχές του πολιτικού φιλελευθερισμού, ακυρώνονται και οι ιδέες του οικονομι­κού φιλελευθερισμού. Όπως ο πολιτικός φασισμός των ημερών μας προσπαθεί να κηρύξει στους ανθρώπους έ­να καινούργιο ευαγγέλιο, σύμφωνα με το οποίο ο άν­θρωπος αξίζει να ζει μόνο στο βαθμό που χρησιμεύει σαν πρώτη ύλη για το κράτος, έτσι ακριβώς και ο μοντέρνος βιομηχανικός φασισμός προσπαθεί να αποδείξει στον κόσμο ότι η βιομηχανία δεν υπάρχει για τον άνθρωπο αλλά ο άνθρωπος υπάρχει για τη βιομηχανία και μόνο στο βαθμό που είναι χρήσιμος σ’ αυτήν. Εάν ο φασισμός έχει προσλάβει στη Γερμανία τις πιο φρι­κιαστικές και απάνθρωπες μορφές, αυτό οφείλεται κα­τά μέγα μέρος στους Γερμανούς θεωρητικούς της οικο­νομίας και στα αφεντικά της γερμανικής βιομηχανίας, οι οποίοι έχουν, ούτως ειπείν, δείξει στο φασισμό το δρόμο. Γερμανοί μεγαλοβιομήχανοι παγκόσμιας φή­μης, όπως ο Ούγκο Στίνες, ο Φριτς Τίσεν, ο Έρνστ Φον Μπόρζιγκ και πολλοί άλλοι, έχουν αποδείξει, με την κτηνώδη ειλικρίνεια των απόψεών τους, σε ποιες αβύσ­σους ψυχρής περιφρόνησης της ανθρωπότητας μπορεί να βυθισθεί το ανθρώπινο πνεύμα, όταν έχει εγκαταλεί­ψει κάθε κοινωνικό αίσθημα και αντιμετωπίζει τους ζω­ντανούς ανθρώπους σαν να είναι άψυχα μηδενικά.

Με­ταξύ των Γερμανών λογίων πάντοτε υπήρχαν εκείνα τα «αμερόληπτα μυαλά» που ήταν έτοιμα να προσδώσουν μια «επιστημονική βάση» στις πιο τερατώδεις και απάν­θρωπες θεωρίες. Έτσι, ο καθηγητής Καρλ Σρέμπερ του Ινστιτούτου Τεχνολογίας του Άαχεν έφθασε να δηλώσει ότι «για το σημερινό εργαζόμενο είναι απολύτως επαρκές το βιοτικό επίπεδο του προϊστορικού Νεάντερταλ και ότι δεν μπορεί να σκεφθεί τη δυνατότητα μιας περαιτέρω βελτίωσής του». Παρόμοιες ιδέες προωθήθηκαν από τον καθηγητή Έρνστ Χόρνεφερ του Πανεπιστημίου του Γκήσεν, ο ο­ποίος στις συνεδριάσεις των Γερμανών βιομηχάνων παίζει συχνά πρωταγωνιστικό ρόλο. Σε μία από αυτές τις συνεδριάσεις διακήρυξε:

«Ο κίνδυνος ενός κοινωνικού κινήματος μπορεί να αποφευχθεί μόνο με τη διαίρεση των μαζών. Κάθε σημείο του τραπεζιού της ζωής είναι πιασμένο και κατά συνέπεια η βιομηχανία δεν μπορεί εξασφαλίσει στους εργαζομένους της τίποτε περισσότερο από μία γυμνή ύπαρξη. Αυτός είναι ένας άθραυστος φυσικός νόμος. Ως εκ τούτου, κάθε κοινωνική πολιτική ειναι μια ανείπωτη ηλιθιότητα”.

Ο Χερ Χόρνεφερ έχει καταστήσει σαφέστατες αυτές τις φιλάνθρωπες αρχές του σε ένα έργο με τον τίτλο “Ο Σοσιαλισμός και ο Αγώνας για την Επιβίωση της Γερμανικής Βιομηχανίας”, όπου καταλήγει στα ακόλουθα συμπεράσματα:

Πιστεύω ότι στο σύνολό της η οικονομική κατάστασης του εργαζομένου δεν μπορεί, βασικά και ουσιαστικά, να αλλάξει. Οι εργαζόμενοι θα πρέπει, μια για πάντα, να είναι ικανοποιημένοι με εκείνη την οικονομική κατάστασης που τους εξασφαλίζει ένα μισθό αρκετό για τις πιο αναγκαίες, τις πιο επείγουσες, τις πιο απαραίτητες απαιτήσεις της ζωής, στην πραγματικότητα δηλαδή με ένα μισθό μόλις αρκετό για να διατηρούνται στη ζωή. Μία θεμελιώδης αλλαγή της οικονομικής κατάστασης των εργαζομένων και μία ανιούσα κοινωνική κινητικότητα προς μία ουσιωδώς διαφορετική κατάσταση οικονομικής ευημερίας δεν μπορεί να υπάρξουν, πρόκειται μόνο για μία επιθυμία που ποτέ δεν είναι δυνατόν να πραγματοποιηθεί».

Στην ένσταση ότι, υπό αυτές τις περιστάσεις, θα μπορούσε εύκολα ο μισθός να μην επαρκεί ούτε και για τις ποιο στοιχειώδεις απαιτήσεις της ζωής, ο σοφός καθηγητής της απαντά, με ήρεμη ψυχή, ότι, σε μια τέτοια πε­ρίπτωση, η ελεημοσύνη οφείλει να βοηθήσει, και εάν αυτή δεν είναι αρκετή τότε το κράτος ως εκφραστής του ηθικού πνεύματος του λαού θα πρέπει να καλύψει το κενό. Ο δόκτωρ Γκίζε της Ανώτερης Τεχνικής Σχο­λής της Στουτγάρδης, που είναι ένας από τους πιο λυσ­σώδεις υπερασπιστές του βιομηχανικού εξορθολογισμού σύμφωνα με τις «επιστημονικές μεθόδους», αντι­μετώπισε τη σύγχρονη ραγδαία εξαφάνιση της χαράς της εργασίας από όλα σχεδόν τα επαγγέλματα με αυτά τα στεγνά λόγια:

«Οι διευθυντές της βιομηχανίας πρέπει να θεωρούν έναν απλό βιολογικό νόμο το γεγονός ότι σήμερα, παντού μέσα στα πλαίσια του αγώνα για ανταγωνισμό, η παρα­γωγική ικανότητα του ανθρώπου πρέπει να οδηγηθεί στη μέγιστη δυνατή απόδοσή της. Η βαφή των μαλλιών είναι ένα έθιμο στην Αμερική, αλλά εμείς δεν το εκλαμβάνου­με ως μία φυσική εξέλιξη η συμπόνοια και η υπομονή θα ήταν, στην πραγματικότητα, η χειρότερη διαδικασία για έναν τεχνικό χειρισμό των ανθρώπων».

Η φράση «τεχνικός χειρισμός των ανθρώπων» είναι ιδιαιτέρως αποκαλυπτική δείχνει, με φρικτή σαφήνεια, σε ποιους δρόμους μάς έχει οδηγήσει ο καπιταλιστικός βιομηχανισμός. Ακούγοντας μία «φωνή της καρδιάς» σαν κι αυτή που παραθέσαμε, κατανοούμε τη βαθιά ση­μασία των απόψεων του Μπακούνιν σχετικά με την πι­θανότητα μιας κυβέρνησης επιστημόνων. Οι συνέπειες μιας τέτοιας εμπειρίας θα ήταν πράγματι αδιανόητες.

Το γεγονός ότι ένα σύστημα πνευματικής εκγύμνα­σης τόσο ανόητο και τόσο κτηνώδες μπορεί σήμερα να το αναγορεύεται με υπερηφάνεια σε επιστημονική αυτοαναγορεύεται με υπερηφάνεια σε επιστημονική γνώση αποτελεί μία απόδειξη του αντικοινωνικού πνεύ­ματος της εποχής μας, που, με την τρομερή εκμετάλ­λευση των μαζών και την τυφλή πίστη στο κράτος, έχει εξαφανίσει κάθε φυσική σχέση του ανθρώπου προς το συνάνθρωπό του και έχει αποκόψει βιαίως το άτομο α­πό το περιβάλλον, μέσα στο οποίο ήταν βαθύτατα ριζω­μένο. Αποτελεί μία εύσχημη απάτη, βασισμένη, στην καλύτερη περίπτωση πάνω σε μία χονδροειδή πλάνη, ο ισχυρισμός του φασισμού ότι ο φιλελευθερισμός και η ενσωματωμένη σε αυτόν ανάγκη του ανθρώπου για ε­λευθερία εξατομίκευσαν την κοινωνία και διέλυσαν τα συστατικά στοιχεία της, ενώ το κράτος, ούτως ειπείν, περιέβαλε τις ανθρώπινες ομάδες με ένα προστατευτικό κέλυφος και ως εκ τούτου εμπόδισε την κοινότητα να α­ποσυντεθεί.

Δεν είναι ο πόθος για ελευθερία που έχει εξατομικεύσει την κοινωνία και έχει αφυπνίσει τα αντικοινωνι­κά ένστικτα του ανθρώπου, αλλά οι μεγάλες οικονομι­κές ανισότητες και κυρίως το κράτος που γέννησε το μονοπώλιο, του οποίου η πυώδης, καρκινική ανάπτυ­ξη, έχει καταστρέψει το λεπτό και πορώδες πλέγμα των κοινωνικών σχέσεων. Εάν η ορμή της κοινωνικότητας δεν ήταν μία φυσική ανάγκη του ανθρώπου, που την παρέλαβε ως κληρονομιά από τους μακρινούς προγό­νους του στα πρώτα βήματα της ανθρωπότητας και που την έχει αναπτύξει και επεκτείνει αδιαλείπτως μέχρι σήμερα, τότε ακόμα και το κράτος δε θα ήταν ικανό να ομαδοποιήσει τους ανθρώπους.

Διότι κανείς δεν μπορεί να δημιουργήσει κοινωνικές ομάδες και κοινωνία, συν­δέοντας διά της βίας ανταγωνιστικά στοιχεία. Είναι α­λήθεια ότι κάποιος μπορεί να εξαναγκάσει τους ανθρώ­πους να εκτελέσουν κάποιο έργο, αυτοστιγμής κατέ­χει την αναγκαία δύναμη, αλλά ποτέ δε θα μπορέσει να τους πείσει να το εκτελέσουν με αγάπη και από εσωτε­ρικό πόθο. Κανένα κράτος δεν μπορεί να το πετύχει αυ­τό, όσο μεγάλη και αν είναι η δύναμή του, διότι χρειά­ζεται να υπάρχει κυρίως το αίσθημα της κοινωνικής ε­νότητας και της έμφυτης σχέσης του κάθε ανθρώπου με τους συνανθρώπους του.

Ο καταναγκασμός δεν ενώνει, αλλά διαχωρίζει τους ανθρώπους, διότι του λείπει η εσωτερική παρόρμηση που υπάρχει σε κάθε κοινωνική ένωση, δηλαδή του λεί­πει η κατανόηση των γεγονότων και η συμπάθεια του ανθρώπου που αφουγκράζεται τα αισθήματα του συ­νανθρώπου του, επειδή νοιώθει συγγενής μαζί του. Η εξαναγκαστική υποταγή των ανθρώπων δεν μπορεί να τους φέρει πιο κοντά, αντιθέτως τους αποξενώνει μετα­ξύ τους και τους δημιουργεί την παρόρμηση του εγωι­σμού και του διαχωρισμού. Οι κοινωνικοί δεσμοί έχουν διάρκεια και πραγματώνουν πλήρως τους στόχους τους, μόνον όταν βασίζονται στην καλή θέληση και εκπηγάζουν από τις ίδιες τις ανάγκες των ανθρώπων. Μόνον υ­πό αυτές τις συνθήκες, είναι δυνατή μια ανθρώπινη σχέση, όπου η κοινωνική ενότητα και η ελευθερία του ατόμου είναι τόσο στενά συνυφασμένες, που δεν μπο­ρεί πλέον να συλλαμβάνονται ως ξεχωριστές οντότητες.

Όπως μέσα στα πλαίσια κάθε εξ αποκαλύψεως θρη­σκείας το άτομο πρέπει να κερδίσει για τον εαυτό του το υποσχόμενο ουράνιο βασίλειο και δεν πολυνοιάζεται για τη σωτηρία των άλλων, όντας υπερβολικά απασχο­λημένο με τη δική του σωτηρία, έτσι ακριβώς και μέσα στα πλαίσια του κράτους ο άνθρωπος προσπαθεί να βρει τρόπους και μέσα να προσαρμοστεί, χωρίς να σπάει το κεφάλι του για το εάν οι άλλοι άνθρωποι θα μπορέσουν ή όχι να προσαρμοστούν. Είναι το κράτος που εκ πεποιθήσεως υπονομεύει το κοινωνικό αίσθημα του ανθρώπου, αναλαμβάνοντας το ρόλο του ρυθμιστή όλων των υποθέσεων και προσπαθώντας να περικλείσει τα πάντα μέσα στην ίδια φόρμουλα, που για τους υποστηρικτές του αποτελεί το μέτρο όλων των πραγμάτων. Όσο ευκολότερα το κράτος μπορεί να ορίζει τις προσω­πικές ανάγκες των πολιτών και να εισχωρεί όλο και πιο βαθιά και πιο ανηλεώς στην ατομική ζωή τους, παρα­βιάζοντας τα ατομικά δικαιώματά τους, τόσο περισσό­τερο καταπνίγει μέσα τους το αίσθημα της κοινωνικής ενότητας, διαλύει την κοινωνία σε διαχωρισμένα μέρη, που εν συνεχεία τα ενσωματώνει ως άψυχα εξαρτήματα στα γρανάζια της πολιτικής μηχανής.

Η σύγχρονη τεχνολογία ενδιαφέρεται να δημιουργή­σει το μηχανοποιημένο άνθρωπο» και ήδη έχει πετύχει κάποια πολύ σημαντικά αποτελέσματα σ’ αυτό το πε­δίο. Έχουμε ήδη αυτόματα με ανθρώπινη μορφή που μετακινούνται από το ένα μέρος στο άλλο με τα σιδερέ­νια μέλη τους και επιτελούν κάποιες υπηρεσίες, όπως ε­πί παραδείγματι, δίνουν τα ρέστα χωρίς λάθος, καθώς και άλλα πράγματα αυτού του είδους. Υπάρχει σ’ αυτήν την εφεύρεση κάτι το μυστηριώδες που δημιουργεί την ψευδαίσθηση της υπολογισμένης ανθρώπινης δράσης, μολονότι στην πραγματικότητα πρόκειται για έναν κρυμμένο μηχανισμό που χωρίς αντίσταση υπακούει στη βούληση αυτού που τον θέτει σε κίνηση. Αλλά τό­τε θα αντιλαμβανόμασταν ότι ο μηχανοποιημένος άν­θρωπος είναι κάτι περισσότερο από μία εκκεντρική ι­δέα της σύγχρονης τεχνολογίας. Εάν, μέσα στα πλαίσια του ευρωπαϊκό-αμερικάνικου πολιτισμού, οι άνθρωποι δεν επιστρέψουν, μέσα σε ένα εύλογο χρονικό διάστη­μα, στις καλύτερες παραδόσεις τους, τότε υπάρχει ο πραγματικός κίνδυνος να οδηγηθούμε με γιγαντιαία βή­ματα στην εποχή του μηχανοποιημένου ανθρώπου.

Ο σημερινός «μαζάνθρωπος», αυτός ο περιφερόμε­νος και ο ξεριζωμένος της τεχνολογίας στην εποχή του καπιταλισμού – που εξαρτάται σχεδόν απολύτως από ε­ξωτερικές επιδράσεις και στροβιλίζεται πάνω-κάτω α­νάλογα με την κατάσταση της στιγμής, αφού η ψυχή του έχει ατροφήσει και έχει απολέσει εκείνη την εσωτε­ρική ισορροπία που μπορεί να τον συντηρεί μέσα σε μία αληθινή κοινότητα-,  έχει ήδη πλησιάσει επικίνδυ­να το σημείο μετατροπής του σε μηχανοποιημένο άν­θρωπο. Η γιγαντιαία καπιταλιστική βιομηχανία, με τον καταμερισμό της εργασίας, που έχει τώρα πετύχει το πιο μεγάλο θρίαμβο με το σύστημα Τέιλορ και τον αποκαλούμενο εξορθολογισμό της βιομηχανίας, το ζοφε­ρό σύστημα των στρατώνων που εκγυμνάζει στην πει­θαρχία τους πολίτες και η συναφής εκγύμναση που επι­τελείται υπό το όνομα της εκπαίδευσης στα σύγχρονα σχολεία, όλα αυτά είναι φαινόμενα των οποίων η σημα­σία δεν πρέπει να υποτιμάται, από την στιγμή που θέλουμε να συλλάβουμε τις εσωτερικές σχέσεις των υπαρχουσών συνθηκών.

Αλλά ο μοντέρνος εθνικισμός, με την ξεκάθαρη εχθρότητα απέναντι στην ελευθερία και την παράλογη και εντελώς ακραία μιλιταριστική στάση του, αποτελεί απλώς τη γέφυρα προς έναν ολικό και ά­ψυχο αυτοματισμό, που θα οδηγήσει πράγματι στην ή­δη αναγγελθείσα «Παρακμή της Δύσης», εάν εγκαίρως δεν του φράξουμε το δρόμο. Επί του παρόντος, ωστό­σο, δεν πιστεύουμε σε ένα τόσο σκοτεινό μέλλον- αντιθέτως, είμαστε σταθερά πεπεισμένοι ότι ακόμα και σή­μερα η ανθρωπότητα φέρει εντός της ένα πλήθος λανθανουσών δυνάμεων και δημιουργικών παρορμήσεων που θα την καταστήσουν ικανή να υπερβεί την κατα­στροφική κρίση που αυτήν τη στιγμή απειλεί κάθε αν­θρώπινο πολιτισμό.

Σήμερα, είμαστε περικυκλωμένοι από όλες τις πλευ­ρές από ένα σκοτεινό χάος, μέσα στο οποίο έχουν ωρι­μάσει πλήρως όλοι οι σπόροι της κοινωνικής παρακμής. Εν τούτοις, υπάρχουν μέσα στην τρελή δίνη των γεγο­νότων πολυάριθμα ξεκινήματα μιας νέας τάξης, τα ο­ποία εξελίσσονται έξω από τα κόμματα και από την ε­πίσημη πολιτική ζωή και κατευθύνονται, με χαρά και αισιοδοξία, προς το μέλλον. Η προώθηση αυτών των καινούργιων ξεκινημάτων, η τροφοδότηση και η ενδυνάμωση τους, ούτως ώστε να μη φθαρούν πρόωρα, α­ποτελεί σήμερα το ευγενέστερο καθήκον του αγωνιζόμενου ανθρώπου, κάθε ανθρώπου που, μολονότι είναι πεπεισμένος για την αστάθεια των υπαρχουσών συνθη­κών, αρνείται να συναινέσει με την ήρεμη υποταγή στο πεπρωμένο της πορείας των πραγμάτων και παραμένει πάντοτε άγρυπνος για να προωθήσει οτιδήποτε υπόσχε­ται μια καινούργια αναγέννηση του πνευματικού και κοινωνικού πολιτισμού.

Αλλά αυτή η αναγέννηση μπο­ρεί να συμβεί μόνον υπό τη σημαία της ελευθερίας και της κοινωνικής ενότητας, διότι μόνον από αυτές μπορεί να αναπτυχθεί η πιο βαθιά και πιο γνήσια λαχτάρα για κοινωνική δικαιοσύνη, που βρίσκει την έκφρασή της στην κοινωνική συνεργασία των ανθρώπων και που λειαίνει το έδαφος για μια καινούργια κοινωνία. Οι ηγέ­τες της φασιστικής και της εθνικιστικής αντίδρασης το γνωρίζουν πολύ καλά αυτό και γι’ αυτό μισούν την ε­λευθερία σαν ένα αμάρτημα απέναντι στο άγιο πνεύμα του έθνους, το οποίο στην πραγματικότητα δεν είναι παρά το δικό τους διεφθαρμένο πνεύμα. Έτσι, ο Μουσολίνι διακήρυξε:

«Οι άνθρωποι έχουν κουραστεί από την ελευθερία. Έ­χουν κάνει όργια μαζί της. Η ελευθερία δεν είναι πλέον σήμερα η αγνή και άτεγκτη παρθένα, για την οποία αγωνίσθηκαν και πέθαναν οι γενιές του πρώτου ημίσεος του 19ου αιώνα. Για την τολμηρή, αεικίνητη, ατρόμητη νεο­λαία, που εμφανίζεται τώρα στην αυγή της μοντέρνας ι­στορίας, υπάρχουν άλλες αξίες που ασκούν μια μεγαλύ­τερη μαγεία: Τάξη, Ιεραρχία, Πειθαρχία. Πρέπει να κα­τανοήσουμε άπαξ διά παντός ότι ο φασισμός δε γνωρίζει καθόλου είδωλα, καθόλου λατρείες, καθόλου φετίχ.

Ο φασισμός έχει ήδη βαδίσει και θα ξαναβαδίσει, εάν κριθεί αναγκαίο, πάνω στο κατά το μάλλον ή ήττον αποσυντεθειμένο σώμα της θεάς της ελευθερίας …Τα γεγονότα μιλούν δυνατότερα από κάθε βιβλίο η εμπειρία σημαίνει περισσότερα από κάθε δόγμα. Οι μεγάλες εμπειρίες της μεταπολεμικής περιόδου, που τώρα φανερώνονται μπρο­στά στα μάτια μας, μάς αποκαλύπτουν την παρακμή του φιλελευθερισμού. Στη Ρωσία και την Ιταλία έχει αποδειχθεί ότι κάποιος μπορεί να κυβερνά χωρίς, πάνω από και εναντίον σύνολης της φιλελεύθερης ιδεολογίας. Ο κομ­μουνισμός και ο φασισμός τοποθετούνται πέραν του φι­λελευθερισμού».4

Αυτά τα λόγια είναι εξ ολοκλήρου σαφή, μολονότι μπορούμε να απορρίψουμε τα συμπεράσματα στα ο­ποία καταλήγει ο Μουσολίνι. Το ότι «κάποιος μπορεί να κυβερνά εναντίον σύνολης της φιλελεύθερης ιδεολογίας» ήταν πασίγνωστο πολύ καιρό πριν από αυτόν. Κάθε κυ­ριαρχία που βασίζεται στη βία έχει υιοθετήσει αυτήν την αρχή. Η Ιερή Συμμαχία ιδρύθηκε με μόνο στόχο να εξαλείψει από την Ευρώπη τις φιλελεύθερες ιδέες του 1789 -χρονιά κατά την οποία εμφανίσθηκε η πρώτη «Διακήρυξη των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και του Πολίτη»- και ο Μέτερνιχ χρησιμοποίησε όλα τα μέσα για να πραγματώσει αυτόν το σιωπηρό πόθο των δεσπο­τών. Αλλά, μακροπρόθεσμα, οι αντιουμανιστικές προσπάθειες του είχαν τόσο μικρή επιτυχία όσο και εκείνες του Ναπολέοντα, ο οποίος είχε για την ελευθερία απο­λύτως ίδιες απόψεις με αυτές του Μουσολίνι και είχε προσπαθήσει σαν μανιακός να υποτάξει κάθε ανθρώπινο συναίσθημα και κάθε σφυγμό της κοινωνικής ζωής στο ρυθμό της γιγαντιαίας πολιτικής μηχανής του.

Ακόμα και ο αλαζονικός ισχυρισμός του φασισμού ότι »δε γνωρίζει καθόλου είδωλα, καθόλου λατρείες, καθόλου φετίχ» στερείται κάθε σημασίας, διότι ο φασι­σμός έχει απλώς γκρεμίσει τα είδωλα και έχει αναποδο­γυρίσει τις βάσεις τους για να τοποθετήσει στη θέση τους έναν γιγαντιαίο Μολώχ που αρπάζει την ψυχή του ανθρώπου και λυγίζει το πνεύμα του κάτω από έναν καινούργιο ζυγό που έχει ως αρχή του το ότι «το κράτος είναι το παν και ο άνθρωπος τίποτε!». Ο σκοπός της ζωής του πολίτη θα εκπληρωθεί μόνον εάν αυτός απορροφηθεί από το κράτος, δηλαδή «εάν καταβροχθιστεί α­πό την κρατική μηχανή και κατόπιν ξερασθεί σαν ένα άψυχο μηδενικό». Αυτό είναι όλο και όλο το έργο του αποκαλούμενου «ολοκληρωτικού κράτους», που έχει δημιουργηθεί στην Ιταλία και τη Γερμανία.

Για την επί­τευξη αυτού του σκοπού, το πνεύμα έχει καταπατηθεί, κάθε ανθρώπινο συναίσθημα έχει αλυσοδεθεί και οι καινούργιοι σπόροι από τους οποίους έπρεπε να ανα­πτυχθεί το μέλλον έχουν συνθλίβει με αναίσχυντη κτηνωδία. Δεν είναι μόνον τα εργατικά κινήματα όλων των τάσεων που έγιναν θύματα της φασιστικής δικτατορίας· καθένας που τόλμησε να αντισταθεί απέναντι στα τιπο­τένια όργανά του ή ακόμα και να υιοθετήσει μία ουδέ­τερη στάση απέναντι στους καινούργιους κυρίαρχους όφειλε να μάθει εξ ιδίας πείρας πώς ο φασισμός «βαδί­ζει πάνω στο σώμα της ελευθερίας».

Η τέχνη, το θέατρο, η επιστήμη, η λογοτεχνία και η φιλοσοφία περιήλθαν υπό την αισχρή κηδεμονία ενός καθεστώτος που οι αμαθείς ηγέτες του δε δίστασαν να διαπράξουν κάθε έγκλημα προκειμένου να πάρουν την εξουσία και να την διατηρήσουν. Ο αριθμός των θυμά­των που δολοφονήθηκαν από τους αναίσθητους παλιάν­θρωπους εκείνες τις αιματηρές ημέρες που ο φασισμός πήρε την εξουσία στην Ιταλία (και αργότερα στην Ιτα­λία και τη Γερμανία) ανέρχεται σε χιλιάδες.

Πολλές άλ­λες χιλιάδες αθώων ανθρώπων εκδιώχθηκαν από τα σπίτια τους και οδηγήθηκαν στην εξορία, μεταξύ των ο­ποίων και ένας μεγάλος αριθμός διαπρεπών λογίων και καλλιτεχνών παγκόσμιας φήμης, που σε κάθε άλλο έ­θνος θα θεωρούνταν τιμή για τη χώρα. Βαρβαρικές ορ­δές επέδραμαν στα σπίτια φιλήσυχων πολιτών, λεηλά­τησαν τις βιβλιοθήκες τους και δημοσίως έριξαν στην πυρά εκατοντάδες χιλιάδες από τα καλύτερα βιβλία. Χι­λιάδες άλλοι αρπάχθηκαν από τις οικογένειές τους και πετάχθηκαν σε στρατόπεδα συγκεντρώσεως, όπου κα­θημερινά τσαλαπατιόταν η ανθρώπινη αξιοπρέπειά τους, και πολλοί απ’ αυτούς βασανίσθηκαν μέχρι θανά­του από άνανδρους δημίους ή οδηγήθηκαν στην αυτο­κτονία.

Στη Γερμανία, αυτή η τρέλα προσέλαβε ιδιαζόντως άγριες μορφές εξαιτίας του τεχνηέντως δημιουργημένου ρατσιστικού φανατισμού, που κατευθύνεται κυρίως εναντίον του εβραϊκού λαού. Ξαφνικά, αφυπνίσθηκε και ξαναζωντάνεψε η βαρβαρότητα των περασμένων αιώνων. Ένας φοβερός κατακλυσμός χυδαίων εμπρη­στικών φυλλαδίων, που απευθύνονται στα χαμηλότερα ένστικτα των ανθρώπων, σάρωσε τη Γερμανία και γέμι­σε με λάσπη όλους τους αγωγούς μέσα από τους οποί­ους διαμορφώνεται η κοινή γνώμη.5

Περιοχές της ζωής που και ο πιο άγριος δεσποτισμός είχε μέχρι σήμερα αφήσει ανέγγιχτες, όπως επί παραδείγματι οι σχέσεις των δύο φύλων, τίθενται τώρα στη Γερμανία υπό την εποπτεία του κράτους. Έχουν διορι­στεί ειδικοί υπάλληλοι της φυλής» για να προστα­τεύουν το λαό από τη «φυλετική ατίμωση», να στιγμα­τίζουν ως εγκλήματα τους γάμους μεταξύ των Εβραίων ή των έγχρωμων και των αποκαλούμενων «Άριων» και να επιβάλλουν ποινές. Έτσι, η σεξουαλική ηθική έχει, τελικά, με επιτυχία φθάσει στο επίπεδο της εκτροφής ζωοειδών. Αυτά είναι τα ευλογημένα αποτελέσματα του ολοκληρωτικού κράτους του Χίτλερ.

Ο φασισμός χαιρετίστηκε ως η αρχή της αντιφιλελεύθερης εποχής στην ευρωπαϊκή ιστορία που εκπήγασε από τις ίδιες τις μάζες και ως εκ τούτου παρουσιά­στηκε ως απόδειξη του ότι «η εποχή του ατόμου» πα­ρήλθε. Στην πραγματικότητα όμως, πίσω απ’ αυτό το κίνημα βρισκόταν απλώς ο αγώνας για πολιτική εξου­σία μιας μικρής μειοψηφίας, η οποία ήταν αρκετά έξυ­πνη να χρησιμοποιήσει μια εξαιρετική κατάσταση προς όφελος των δικών της στόχων. Και σ’ αυτήν την περί­πτωση, τα λόγια του νεαρού στρατηγού Βοναπάρτη α­ποδεικνύονται αληθινά:

«Δώσε στο λαό ένα παιχνίδι· αυτός θα περνά τον και­ρό του παίζοντας, και εμείς θα τον οδηγούμε όπου θέλου­με, υπό τον όρο ότι ευφυώς του αποκρύβουμε τον τελικό στόχο”.

Και για την ευφυή απόκρυψη αυτού του τελικού στόχου δεν υπάρχει καλύτερο μέσο από τη θρησκευτι­κή προσέγγιση της μάζας και από τον εμποτισμό της με την πίστη ότι αποτελεί ένα ιδιαιτέρως επιλεγμένο όργα­νο μιας ανώτερης δύναμης και ότι εξυπηρετεί έναν ιερό σκοπό που δίνει πράγματι περιεχόμενο και χρώμα στη ζωή της. Αυτή η συνάρθρωση του φασιστικού κινήμα­τος με το θρησκευτικό συναίσθημα των μαζών αποτελεί την πραγματική δύναμή του. Διότι ο φασισμός είναι α­πλώς ένα θρησκευτικό μαζικό κίνημα με πολιτική μορ­φή και οι ηγέτες του δεν παραμελούν κανένα μέσο, προκειμένου να διατηρήσει και στο μέλλον τον ίδιο χα­ρακτήρα.

Ο καθηγητής Βερν της Ιατρικής Σχολής της Σορβόνης, που εκπροσώπησε τη Γαλλία στο «Διεθνές Συνέ­δριο για την Πρόοδο της Επιστήμης», που διεξήχθη στην Μπολώνια το 1927, περιέγραψε στη γαλλική εφη­μερίδα Ημερήσια την παράξενη εντύπωση που του δημιούργησε η Ιταλία:

«Στην Μπολώνια είχαμε την εντύπωση ότι βρισκόμα­στε στην πόλη της έκστασης. Οι τοίχοι ήταν εξ ολοκλή­ρου καλυμμένοι από αφίσες, που προσέδιδαν στην πόλη ένα μυστικιστικό χαρακτήρα: «Ο θεός τον έχει στείλει σε μας- αλίμονο σε όποιον τον προσβάλει!». Το πορτρέτο του Ντούτσε έπρεπε να είναι αναρτημένο σε όλες τις βιτρίνες των καταστημάτων. Το σύμβολο του φασισμού, έ­να λαμπερό έμβλημα, ανυψώθηκε σε όλα τα μνημεία, α­κόμα και στον περίφημο πύργο της Μπολώνιας».

Σ’ αυτά τα λόγια του Γάλλου καθηγητή αντικατοπτρίζεται το πνεύμα ενός κινήματος που βρίσκει το ι­σχυρότερο στήριγμά του στις πρωτόγονες ανάγκες αφοσιώσεως των μαζών και που μπορεί, ακριβώς επειδή ικανοποιεί αρκετά την πίστη τους στα θαύματα, να επηρεάζει, σε σημαντικό βαθμό, μεγάλα τμήματα του πλη­θυσμού, που νοιώθουν απογοητευμένα από όλα τα άλ­λα κινήματα. Τώρα, παρατηρούμε το ίδιο φαινόμενο στη Γερμα­νία, όπου ο εθνικισμός, εντός ενός εκπληκτικότατα βραχέος χρονικού διαστήματος, αναπτύχθηκε σε ένα γιγαντιαίο κίνημα και διαπότισε εκατομμύρια ανθρώπων με μια τυφλή έκσταση, σε βαθμό που να προσδοκούν, με υπέρμετρο ζήλο, τον ερχομό του Τρίτου Ράιχ και να αναμένουν από έναν άνθρωπο, που λίγα χρόνια πριν ή­ταν εντελώς άγνωστος και δεν είχε δώσει έστω και την παραμικρή απόδειξη οποιασδήποτε δημιουργικής ικα­νότητας, να θέσει τέλος σε όλες τις δυστυχίες τους.

Όπως ο φασισμός, έτσι και ο εθνικοσοσιαλισμός δεν απο­τελεί, σε τελική ανάλυση, παρά ένα εργαλείο για την κατάκτηση της πολιτικής εξουσίας από μια μικρή κάστα, η οποία, προκειμένου να ανακτήσει τη μετά τον πρώτο παγκόσμιο πόλεμο απολεσθείσα θέση της, θεω­ρεί κατάλληλο κάθε μέσο που τής δίνει την ελπίδα «να αποκρύβει ευφυώς τον τελικό στόχο», όπως επιθυμούσε να το διατυπώνει ο παμπόνηρος Ναπολέοντας. Ωστόσο, το εθνικοσοσιαλιστικό κίνημα αυτό καθε- αυτό έχει όλα τα χαρακτηριστικά μιας μαζικής θρη­σκευτικής πλάνης, καλλιεργημένης ενσυνειδήτως από τους υποκινητές του για να τρομάξει τους αντιπάλους του και να τους οδηγήσει στην εγκατάλειψη του αγώνα, ακόμα και μια συντηρητική εφημερίδα όπως η “Καθημερινή Ανασκόπηση”, λίγο πριν την άνοδο του Χίτλερ στην εξουσία, χαρακτήριζε τη θρησκευτική ιδεοληψία του εθνικοσοσιαλιστικού κινήματος ως εξής:

Ο Χίτλερ ξεπερνά κατά πολύ ακόμα και τον Πάπα το βαθμό του σεβασμού που απολαμβάνει. Αρκεί να διαβάσει κανείς το εθνικό όργανό του “Εθνικός Παρατηρητής”. Κάθε μέρα που περνάει, όλο και περισσότερες δεκάδες χιλιάδες ανθρώπων τον λατρεύουν. Αθώα παι­δάκια σκορπούν λουλούδια στο κεφάλι του. Οι ουρανοί στέλνουν σαν δώρο «την καταιγίδα του Χίτλερ». Το αεροπλάνο του αψηφά τα απειλητικά στοιχεία. Κάθε φύλο της εφημερίδας του δείχνει τον Φύρερ σε καινούρ­ιες πόζες. Ευτυχισμένος όποιος τον έχει κοιτάξει κατά­ματα! Σήμερα στη Γερμανία, στο όνομά του ευχόμαστε καλή τύχη ο ένας στο άλλον, λέγοντας «Χάι Χίτλερ!».

Στα νεογέννητα δίνουν το όνομά του. Μπροστά στην ει­κόνα του αναζητούν την ευτυχία οι ερωτευμένες ψυχές. Στην εφημερίδα του διαβάζουμε για «τον Εντιμότατο Αρχηγό Μας», με κεφαλαία γράμματα κάθε λέξη που αναφέρεται στον Χίτλερ. Όλα αυτά θα ήταν αδύνατο να συμβούν εάν ο Χίτλερ δεν ενθάρρυνε αυτήν την αποθέ­ωση … Με πόση θρησκευτική ζέση οι μάζες πιστεύουν στην αποστολή του και στο μελλοντικό χιτλερικό Ράιχ φαίνεται από αυτήν την παραλλαγή του Πάτερ Ημών που κυκλοφόρησε ανάμεσα στις ομάδες κοριτσιών του χιτλερικού κινήματος:

«Αδόλφε Χίτλερ, εσύ είσαι ο Μεγάλος Ηγέτης μας. Το όνομά σου προκαλεί τρόμο στους εχθρούς σου. Το Τρίτο Ράιχ έρχεται. Μόνον η βούλησή σου θα γίνει νόμος επί της γης. Άφησέ μας να ακούμε καθημερινά τη φωνή σου και δώσε μας εντολές μέσω των ηγετών σου, και εμείς υποσχόμαστε να υπακούουμε με τίμημα ακόμα και τη ζωή μας. Αυτός είναι ο όρκος μας απέναντι σου! Χάι Χί­τλερ!»».

Θα μπορούσε κάποιος με ηρεμία να παραβλέψει αυ­τήν την τυφλή θρησκευτική ζέση, που με την παιδική α­δυναμία της φαίνεται σχεδόν ακίνδυνη. Ωστόσο, αυτό το φαινομενικώς ακίνδυνο εξαφανίζεται αμέσως όταν ο φανατισμός των ζηλωτών χρησιμοποιείται από τους ι­σχυρούς και τους εξουσιολάγνους ως όργανο για την ε­ξυπηρέτηση των μυστικών σχεδίων τους. Διότι αυτή η παραπλανημένη πίστη των ανώριμων, τροφοδοτούμενη από τις κρυμμένες πηγές του θρησκευτικού συναισθή­ματος, εξελίσσεται σε μια άγρια φρενίτιδα και σ’ ένα ό­πλο ακαταμάχητης δύναμης, που προετοιμάζει το έδα­φος για την επιτέλεση κάθε κακού.

Δεν μπορούμε να υ­ποστηρίξουμε ότι η μεγάλη υλική ανάγκη των ημερών μας αποτελεί το μοναδικό υπεύθυνο γι’ αυτήν τη μαζι­κή πλάνη, η οποία αφαιρεί από τους αδύναμους ανθρώ­πους, εξαιτίας της μακροχρόνιας μιζέριας, τη λογική ικανότητα και τους κάνει να εμπιστεύονται τον οποιον­δήποτε τρέφει την πείνα τους με σαγηνευτικές υποσχέ­σεις. Η πολεμική φρενίτιδα του 1914, που έριξε ολό­κληρο τον κόσμο μέσα σε μια τρελή δίνη και έκανε τους ανθρώπους απρόσιτους σε κάθε έκκληση της λογικής, εξαπολύθηκε σε μια εποχή που ο λαός ήταν σε πολύ καλύτερη υλική κατάσταση και δεν υφίστατο την καθημερινή απειλή της οικονομικής ανασφάλειας.

Αποδεικνύεται λοιπόν, ότι το συγκεκριμένο φαινόμενο δεν μπορεί να εξηγηθεί απλώς με οικονομικούς λόγους και ότι στο υποσυνείδητο του ανθρώπου υπάρχουν λανθάνουσες δυνάμεις που δεν μπορεί να κατανοηθούν λογικά: είναι όλες αυτές οι δυνάμεις που σχηματίζουν τη θρησκευτική παρόρμηση, η οποία παραμένει ακόμα ζωντανή μέσα στους σημερινούς ανθρώπους, μολονότι οι μορφές της πίστης έχουν αλλάξει. Η κραυγή των Σταυροφόρων «Ο Θεός το θέλει!» μετά δυσκολίας θα ξαναηχούσε στη σημερινή Ευρώπη, αλλά υπάρχουν εκατομμύρια ανθρώπων που είναι έτοιμοι για όλα εάν το έθνος το θέλει! Το θρησκευτικό συναίσθημα έχει προσλάβει πολιτικές μορφές και ο σύγχρονος πολιτικός άνθρωπος αντιμετωπίζει το φυσικό άνθρωπο τόσο ανταγωνιστικά όσο και ο άνθρωπος των παρελθόντων αιώνων, που ή­ταν πιασμένος στη λαβίδα του εκκλησιαστικού δογμα­τισμού.

Η μαζική πλάνη των πιστών αυτή καθεαυτήν θα ήταν μάλλον ασήμαντη, διότι πάντοτε αναζητά μέσα στις πηγές του υπερφυσικού και ελάχιστα ρέπει προς πρα­κτικές έγνοιες. Αλλά οι σκοποί εκείνων στους οποίους αυτή η πλάνη χρησιμεύει ως όργανο για την επίτευξη τωv στόχων τους είναι πολύ σημαντικοί, μολονότι μέσα στη δίνη των μαζικών γεγονότων τα μυστικά κίνητρά τους δεν είναι εν γένει αντιληπτά. Και εδώ βρίσκεται ο κίνδυνος. Ο απόλυτος δεσπότης του παρελθόντος μπο­ρούσε να ισχυρίζεται ότι αντλεί την εξουσία του από τη χάρη του Θεού, αλλά οι συνέπειες των πράξεών του πά­ντοτε αντανακλώνταν στο πρόσωπό του, διότι, μπροστά στον κόσμο, το όνομά του έπρεπε να σκεπάζει τα πά­ντα, δίκαια και άδικα, αφ’ ης στιγμής η βούλησή του ή­ταν ο υπέρτατος νόμος. Αλλά κάτω από το σκέπασμο του έθνους τα πάντα πρέπει να κρύβονται. Η εθνική ση­μαία σκεπάζει κάθε αδικία, κάθε απανθρωπιά, κάθε ψέ­μα, κάθε ύβρη, κάθε έγκλημα. Η συλλογική ευθύνη του έθνους σκοτώνει το ατομικό αίσθημα δικαίου και οδη­γεί τον άνθρωπο στο σημείο να παραβλέπει κάθε αδικία που διαπράττεται, η οποία μάλιστα μπορεί να τού φαίνεται και ως μία αξιέπαινη πράξη, αφ’ ης στιγμής από σκοπεί στο συμφέρον του έθνους.

Όπως πολύ σωστά έχει πει ο Ινδός ποιητής και φιλόσοφος Ταγκόρ:

«Η ιδέα του έθνους είναι ένα από τα πιο ισχυρά αναισθητικά που έχει ποτέ επινοήσει ο άνθρωπος. Με τη δράση αυτού του αναισθητικού ένας ολόκληρος λαός μπορεί να οδηγηθεί συστηματικά στον πιο δηλητηριώδη εγωισμό, χωρίς να έχει καμία συνείδηση της ηθικής διαστροφής του· μάλιστα, αισθάνεται πολύ χολωμένος όταν κάποιος τού την αποκαλύπτει».6

Ο Ταγκόρ ονόμασε το έθνος «οργανωμένο εγωισμό’ Είναι μια καλά επιλεγμένη ονομασία, αλλά δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι πάντοτε έχουμε να κάνουμε με τον οργανωμένο εγωισμό προνομιούχων μειοψηφιών, οι οποίες κρύβονται πίσω από τη μάσκα του έθνους και πίσω από την ευπιστία των μαζών. Μιλάμε για εθνικά συμφέροντα, για εθνικό κεφάλαιο, για σφαίρα εθνικών ενδιαφερόντων, για εθνική τιμή και για εθνικό πνεύμα, αλλά ξεχνάμε ότι πίσω απ’ όλα αυτά κρύβονται απλώς τα εγωιστικά συμφέροντα των εξουσιολάγνων πολιτι­κών και των κερδολάγνων επιχειρηματιών, για τους ο­ποίους το έθνος αποτελεί ένα βολικό κάλυμμα, που κρύβει από τα μάτια του κόσμου την προσωπική απλη­στία τους και τα σχέδιά τους για πολιτική εξουσία.

Η απρόσμενη ανάπτυξη του βιομηχανικού καπιταλι­σμού έχει επαυξήσει τη δυνατότητα της εθνικής μαζι­κής υποβολής σ’ ένα βαθμό αδιανόητο στο παρελθόν. Στις σύγχρονες μεγάλες πόλεις και τα κέντρα της βιο­μηχανικής δραστηριότητας, ζουν εκατομμύρια άνθρω­ποι, στοιβαγμένοι ο ένας πάνω στον άλλον, που, υπό την παρότρυνση του ραδιοφώνου, του κινηματογράφου, των κομμάτων και εκατοντάδων άλλων μέσων, εκ­γυμνάζονται πνευματικά και ψυχικά να υιοθετούν μια συγκεκριμένη και προδιαγεγραμμένη στάση, και έτσι χάνουν την ανεξαρτησία της προσωπικής ζωής τους. Μέσα στη διαδικασία της γιγαντιαίας καπιταλιστικής βιομηχανίας, η εργασία έχει γίνει άψυχη και έχει απολέσει το χαρακτήρα της δημιουργικής χαράς. Εκπίπτοντας σε έναν ανιαρό αυτοσκοπό, έχει υποβιβάσει τον άνθρωπο σε αιώνιο δούλο και του έχει ληστέψει ότι το πολυτιμότερο έχει: την εσωτερική χαρά του ολοκληρω­μένου έργου και τη δημιουργική παρόρμηση της προ­οπικότητας. Το άτομο αισθάνεται ότι είναι απλώς ένα ασήμαντο στοιχείο ενός γιγαντιαίου μηχανισμού, μπροστά στην πληκτική μονοτονία του οποίου εξαφανίζεται προσωπική παρέμβαση.

Ενώ ο άνθρωπος υπέταξε τις δυνάμεις της φύσης, λησμόνησε να προσδώσει στις ενέργειές του ένα ηθικό περιεχόμενο και να καταστήσει τις διανοητικές κατα­κτήσεις του εξυπηρετικές της κοινότητας. Έγινε ο ίδιος σκλάβος του εργαλείου που δημιούργησε. Είναι αυτό το αμετακίνητο, πελώριο φορτίο της μηχανής που μας λυγίζει και κάνει τη ζωή μας κόλαση. Δεν είμαστε πλέον άνθρωποι και έχουμε μετατραπεί σε επαγγελματίες, σε επιχειρηματίες, σε κομματικοποιημένους.

Προκειμένου να διατηρήσουμε την «εθνική ιδιαιτερότητα» μας, έχουμε υποχρεωθεί να φορέσουμε το ζουρλομαν­δύα του έθνους· ρίξαμε στα σκυλιά την ανθρωπιά μας η σχέση μας με τα άλλα έθνη έχει μετατραπεί σε υπο­ψία και μίσος. Θυσιάζουμε κάθε χρόνο τεράστια ποσά του εισοδήματος μας για την άμυνα του έθνους, ενώ ο λαός βυθίζεται σε όλο και βαθύτερη μιζέρια. Κάθε χώ­ρα έχει μετατραπεί σε οχυρωμένο στρατόπεδο, απ ό­που παρακολουθεί με εσωτερικό φόβο και με ολέθρια καχυποψία κάθε κίνηση της γειτονικής χώρας, πανέτοι­μη πάντα να συμμετέχει σε συνωμοσίες εναντίον της ή να πλουτίζει εις βάρος της. Ως εκ τούτου, το έθνος πρέ­πει να εμπιστεύεται τις υποθέσεις του σε ανθρώπους με ελαστική συνείδηση, διότι μόνον άνθρωποι τέτοιου εί­δους μπορεί να λειτουργούν στις αιώνιες ομάδες της ε­σωτερικής και εξωτερικής πολιτικής. Ο Σαιν Σιμόν το είχε κατανοήσει με σαφήνεια όταν είπε.

«Κάθε λαός που ετοιμάζεται για κατάκτηση είναι υπο­χρεωμένος να απελευθερώσει τα πιο κακά πάθη του και να δώσει τις σημαντικότερες θέσεις σε ανθρώπους με βίαιο χαρακτήρα και σε όσους αποδεικνύονται οι πιο πανούργοι».

Δίπλα σε όλα αυτά, υπάρχει και ο διαρκής τρόμος του πολέμου, του οποίου οι φριχτές συνέπειες γίνονται κάθε μέρα όλο και πιο αδιανόητες, όλο και πιο φοβερές. Ούτε οι αμοιβαίες συνθήκες και συμφωνίες με τα άλλα έθνη μας προσφέρουν κάποια παρηγοριά, διότι όλες υπογράφονται βάσει ξεκάθαρων και υστερόβουλων κινήτρων εξουσίας. Οι εθνικές πολιτικές βασίζονται στον πιο επικίνδυνο εγωισμό και, συνεπώς, ποτέ δεν μπορεί να οδηγήσουν στην εξασθένιση των εθνικών ανταγωνισμών, για να μην αναφερθούμε στην επιθυμητή ολικής αφάνισή τους.

Από την άλλη πλευρά, έχουμε αυξήσει και αναπτύξει την τεχνική ικανότητά μας σ’ ένα βαθμό σχεδόν φανταστικό και ωστόσο ο άνθρωπος δεν έχει γίνει πλουσιότερος· αντιθέτως, έχει γίνει φτωχότερος. Η βιομηχανία μας βρίσκεται σε μια κατάσταση διαρκούς ανασφάλειας. Και ενώ αγαθά, αξίας δισεκατομμυρίων, καταστρέφονται εγκληματικά, προκειμένου να διατηρηθούν σταθερές οι τιμές, σε κάθε χώρα εκατομμύρια άνθρωποι ζουν μέσα στην πιο φριχτή φτώχεια ή πεθαίνουν εξαθλιωμένοι μέσα σ’ έναν κόσμο της αφθονίας και της αποκαλούμενης «υπερπαραγωγής».

Η μηχανή, που έπρεπε να κάνει την εργασία ευκολότερη για τον άνθρωπο την έκανε δυσκολότερη και έχει μετατρέψει βαθμιαία τον ίδιο τον εφευρέτη της σε μηχανή που πρέπει προσαρμόζεται σε κάθε κίνηση των ατσάλινων γραναζιών και μοχλών. Και ακριβώς όπως υπολογίζουν, με τη μεγίστη δυνατή ακρίβεια, την ικανότητα των θαυμά­σιων μηχανών, κατά τον ίδιο τρόπο υπολογίζουν, με κα­θορισμένες επιστημονικές μεθόδους, τη μυϊκή και νευ­ρική δύναμη των ζωντανών παραγωγών και δεν κατα­λαβαίνουν ότι καταστρέφουν την ψυχή τους και βεβηλώνουν ολοσχερώς την ανθρωπιά τους.

Έχουμε περιέλ­θει, σε μεγάλο βαθμό, υπό την κυριαρχία των μηχανι­κών και έχουμε θυσιάσει την ανθρωπιά μας στο θανα­τηφόρο ρυθμό της μηχανής, χωρίς οι περισσότεροι από εμάς να έχουμε συνειδητοποιήσει την τερατωδία αυτής της διαδικασίας. Γι’ αυτό και συχνά αντιμετωπίζουμε αυτή τη διαδικασία με αδιαφορία και ψυχρότητα, λες και έχουμε να κάνουμε με άψυχα πράγματα και όχι με τη μοίρα μας ως ανθρώπων. Προκειμένου να διατηρείται αυτή η κατάσταση, θέ­τουμε στην υπηρεσία του μαζικού φόνου όλα τα επιστη­μονικά και τεχνολογικά επιτεύγματα· εκπαιδεύουμε τους νέους μας για να γίνονται ένστολοι δολοφόνοι, πα­ραδίνουμε το λαό στην άψυχη τυραννία της γραφειο­κρατίας, θέτουμε τους ανθρώπους, από τη κούνια μέχρι τον τάφο τους, υπό αστυνομική επιτήρηση, χτίζουμε παντού φυλακές και αναμορφωτήρια και γεμίζουμε τη χώρα με ολόκληρους στρατούς πληροφοριοδοτών και χαφιέδων.

Μία τέτοια «τάξη», από τη δηλητηριώδη μή­τρα της οποίας γεννιούνται – όπως από τα δηλητηριώδη μικρόβια των καταστρεπτικών λοιμών- αιωνίους η κτη­νώδης βία, η αδικία, το ψεύδος, το έγκλημα και η ηθι­κή σαπίλα, δε θα έπρεπε βαθμιαία να πείσει ακόμα και τα πιο συντηρητικά μυαλά ότι είναι μια τάξη που την πληρώνουμε πολύ ακριβά;

Η ανάπτυξη της τεχνολογίας επιζημία της ανθρώπινης προσωπικότητας και ιδιαιτέρως η μοιρολατρική διάθεση με την οποία η μεγάλη πλειοψηφία ενδίδει σ’αυτή την κατάσταση εξηγούν το λόγο για τον οποίο ο πόθος για ελευθερία είναι ελάχιστα ζωντανός ανάμεσα στους σημερινούς ανθρώπους και σε πολλούς από αυτούς έχει υποκατασταθεί πλήρως από την επιθυμία για οικονομική ασφάλεια. Αυτό το φαινόμενο δεν είναι και τόσο παράξενο, από τη στιγμή που η όλη εξέλιξη έχει φτάσει σε ένα στάδιο όπου σχεδόν όλοι οι άνθρωποι εί­τε κυρίαρχοι είτε κυριαρχούμενοι· ορισμένες φορές ο ίδιος άνθρωπος είναι και τα δύο. Ως εκ τούτου, η στάση της υποταγής έχει τα μέγιστα ενδυναμωθεί, διό­τι ένας αληθινά ελεύθερος άνθρωπος δε θέλει να παίζει το ρόλο ούτε του κυρίαρχου ούτε του κυριαρχούμενου.

Αντιθέτως, ενδιαφέρεται πρωτίστως να πραγματώνει τις εσωτερικές αξίες του και τις προσωπικές δυνατότητες του κατά τρόπον που να τον καθιστά ικανό να χρησιμοποιεί την κρίση του σε όλα τα ζητήματα και να είναι ανεξάρτητος κατά τη δράση του. Η παρατεταμένη κηδεμόνευση της δράσης και της σκέψης μας μάς έχει κάνει αδύναμους και ανεύθυνους· και από εδώ εκπηγάζει η επανειλημμένη απαίτηση για έναν «ισχυρό άνδρα» που θα θέσει τέλος στις δυστυχίες μας. Αυτή η απαίτηση για ένα δικτάτορα δεν είναι σημάδι δυνάμεως αλλά απόδειξη εσωτερικής ανασφάλειας και αδυναμίας, έστω και αν προσπαθούν όσοι προβάλλουν αυτή την α­παίτηση να παρουσιάζουν τους εαυτούς τους ως πολύ αποφασισμένους. Ο άνθρωπος επιθυμεί πάρα πολύ ό,τι πάρα πολύ του λείπει. Όταν αισθανόμαστε αδύναμοι, α­ναζητούμε τη σωτηρία στη δύναμη ενός άλλου· όταν εί­μαστε φοβισμένοι και δεν τολμάμε να κουνήσουμε τα χέρια μας για να σφυρηλατήσουμε τη μοίρα μας, τότε την εμπιστευόμαστε στα χέρια ενός άλλου. Πόσο δί­καιο είχε ο Ζόιμε όταν είπε: «Το έθνος που μπορεί να σωθεί μόνον από έναν άνδρα και που θέλει να σωθεί κατ’ αυτόν τον τρόπο αξίζει ένα καλό μαστίγωμα!».

Ο σωστός δρόμος μπορεί να βρίσκεται μόνον προς την κατεύθυνση της ελευθερίας, διότι κάθε δικτατορία θεμελιώνεται πάνω σε μια ακραία στάση υποταγής που ποτέ δεν μπορεί να προωθήσει την υπόθεση της απε­λευθέρωσης. Ακόμα και όταν η δικτατορία θεωρείται ως ένα μεταβατικό και αναγκαίο στάδιο για την πραγ­ματοποίηση του τελικού στόχου, η πρακτική δραστη­ριότητα των ηγετών της, ακόμα και στην περίπτωση που πράγματι έχουν την πιο ειλικρινή πρόθεση για την εξυπηρέτηση της υπόθεσης του λαού, τους υποχρεώνει να απομακρύνονται όλο και περισσότερο από τον αρχι­κό στόχο. Κι αυτό όχι μόνον επειδή κάθε προσωρινή κυβέρνηση, όπως πολύ σωστά είπε ο Προυντόν, προ­σπαθεί να καταστεί μόνιμη, αλλά, πρωτίστως, επειδή κάθε εξουσία είναι εγγενώς μη δημιουργική και έτσι ο­δηγεί τον κάτοχό της σε εσφαλμένες και αρνητικές ε­νέργειες.

Εκείνοι που πιστεύουν ότι η εξουσία μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως μέσο για την πραγματοποίηση ε­νός σκοπού, πρέπει να καταλάβουν ότι σύντομα το ίδιο το μέσο μεταμορφώνεται σε σκοπό, μπροστά στον οποίον όλα τα άλλα εξαφανίζονται. Είναι ακριβώς το γεγονός ότι η εξουσία είναι άγονη και δεν μπορεί η ίδια γεννήσει τίποτε το δημιουργικό που την υποχρεώνει να προσπαθεί να θέσει στην υπηρεσία της τις δημιουργικές δυνάμεις της κοινωνίας. Υποχρεώνεται να προσποιείται προκειμένου να κρύψει την αδυναμία της και έτσι οι κάτοχοί της παρασύρονται σε ψεύτικες υποσχέσεις και σε συνειδητή παραπλάνηση. Πασχίζοντας να καταστήσει τη δημιουργική δύναμη της κοινότητας εξυπηρετική των δικών της σκοπών, διαλύει τις πιο βαθιές ρίζες αυτής της δημιουργικής δύναμης και αποξηραίνει τις πήγες κάθε δημιουργικής δραστηριότητας, γιατί αυτή η τελευταία, ενώ αποδέχεται πάντα κάθε αναζωογονητικό ερέθισμα, δεν μπορεί ποτέ να ανεχθεί τον εξαναγκασμό.

Ένας λαός δεν μπορεί ποτέ να απελευθερωθεί, υποτασσόμενος σε μια καινούργια και ισχυρότερη εξουσία και περιστρεφόμενος έτσι πάλι γύρω από τον ίδιο φαύλο κύκλο της βλακείας. Κάθε μορφή υποταγής οδηγεί αναπόφευκτα σε ένα καινούργιο σύστημα σκλαβιάς· η δικτατορία μάλιστα οδηγεί στη σκλαβιά περισσότερο από κάθε άλλη μορφή κυβερνήσεως, διότι καταπνίγει βιαίως κάθε αντίθετη προς τη δραστηριότητα των ηγετών της άποψη και έτσι φράζει εκ των προτέρων το δρόμο προς μια καλύτερη κατανόηση των καταστάσεων.

Ωστόσο, κάθε κατάσταση υποταγής έχει τις ρίζες στη θρησκευτική συνείδηση του ανθρώπου και ακρωτηριάζει τις δημιουργικές δυνάμεις του, οι οποίες μπορεί να αναπτύσσονται σωστά μόνο μέσα στην ελευ­θερία. Ολόκληρη η ιστορία της ανθρωπότητας υπήρξε μέχρι σήμερα ένας αδιάλειπτος αγώνας μεταξύ των πο­λιτιστικών, δημιουργικών δυνάμεων της κοινωνίας και των εξουσιαστικών στόχων των ιδιαίτερων καστών, των οποίων οι ηγέτες επέβαλλαν πάντοτε ή προσπαθού­σαν να επιβάλλουν συγκεκριμένους περιορισμούς σε κάθε πολιτιστική προσπάθεια. Ο πολιτισμός δίνει στον άνθρωπο συνείδηση της ανθρωπιάς του και της δη­μιουργικής δύναμής του. Αντιθέτως, η εξουσία ανα­πτύσσει μέσα του το αίσθημα της υποταγής και της δουλικής δέσμευσης.

Είναι απαραίτητο να απαλλαγεί ο άνθρωπος από την κατάρα της εξουσίας και από τον κανιβαλισμό της εκ­μετάλλευσης, προκειμένου να απελευθερώσει πλήρως μέσα του εκείνες τις δημιουργικές δυνάμεις που μπορεί να προσφέρουν συνεχώς καινούργιο νόημα στη ζωή του. Η εξουσία υποβιβάζει τον άνθρωπο σε ένα νεκρό στοιχείο μιας μηχανής που τίθεται σε κίνηση από μια α­νώτερη βούληση. Αντιθέτως, ο πολιτισμός καθιστά τον άνθρωπο αφέντη και δημιουργό της μοίρας του και τού εμβαθύνει εκείνο το αίσθημα της κοινότητας με τους άλλους από το οποίο γεννιέται καθετί μεγάλο. Η απε­λευθέρωση του ανθρώπου από την οργανωμένη δύναμη του κράτους και από τα ασφυκτικά δεσμά του έθνους α­ποτελεί την αρχή για μια νέα ανθρωπότητα, που στην ε­λευθερία αισθάνεται να μεγαλώνουν τα φτερά της και στην κοινότητα εφευρίσκει την αληθινή δύναμή της. Η παλιά και ευγενική σοφία του Λάο Τσε διατηρεί την αλήθειά της ακόμα και για το μέλλον:

Το να κυβερνάς σύμφωνα με το Δρόμο σημαίνει να

κυβερνάς χωρίς βία:

Ένα δίκαιο και σωστό δούναι και λαβείν βασιλεύει μέ­σα στην κοινότητα.

Όπου υπάρχει πόλεμος, μεγαλώνουν τα αγκάθια,

και η χρονιά φεύγει χωρίς σοδειά.

Ο καλός άνθρωπος Είναι και δεν καταφεύγει στη βία,

Είναι και δεν προτιμά τα μεγαλεία,

Είναι και δεν προτιμά την έπαρση ή τη δόξα,

Είναι και δεν επιβεβαιώνει τον ε­αυτό του με πράξεις,

Είναι και δε θεμελιώνει τον εαυτό του πάνω στην αυστηρότητα,

Είναι και δε χολοσκάει για εξου­σία.

Το Ζενίθ σημαίνει κατάπτωση,

Καθετί έξω από το Δρόμο είναι εναντίον του Δρόμου.

Σημειώσεις:

*) Ένα μικρο βιογραφικό για τον Ρούντολφ Ρόκερ εδώ: Ρούντολφ Ρόκερ

**) Σχετικά με το τετράτομο έργο του Ρούντολφ Ρόκερ “Εθνικισμός και Πολιτισμός”

Από την εποχή του Α’ Παγκόσμιου Πολέμου, ο Ρόκερ άρχισε να συλλέγει το υλικό για τη συγγραφή του έρ­γου του “Εθνικισμός και Πολιτισμός”. Το 1933 είχε γράψει και το τελευταίο κεφάλαιο και λίγο πριν την άνοδο του Χίτλερ στην κρατική εξουσία ήταν έτοιμο ολόκληρο το έργο για εκτύπωση. Φεύγοντας εξαναγκαστικά και βιαστικά από τη Γερμανία, για να γλυτώσει την επικείμενη σύλληψή του, δεν κατάφερε να περισώσει -όπως έγραψε ο ίδιος το 1936 στον πρόλογό του για την Αγγλική έκδοση του “Εθνικισμός και Πολιτισμός”- παρά μόνον τα χειρόγραφα αυτού του έργου. Έτσι, το έργο κατέληξε να μην πρωτοκυκλοφορήσει, όπως ήταν στους σχεδιασμούς του Ρόκερ, στη Γερμανία.

Το έργο κυκλοφόρησε το 1937 στις Ηνωμένες Πολι­τείες σε μετάφραση του Ray E. Chase από επιτροπή που συστήθηκε για την έκδοση του έργου του Ρόκερ (“Rocker Publications Committee”) και επανεκδόθηκε το 1978 από τον Michael Ε. Coughlin. Συνήθως, αυτή η έκδοση του 1937 αναφέρεται ως η πρώτη έκδοση του έργου του Ρόκερ. Όμως, το έργο μεταφράσθηκε και δημοσιεύθηκε για πρώτη φορά στα Ισπανικά, χωρίς να φέρει τον τίτλο “Εθνικισμός και Πολιτισμός”, από τον εκδοτικό οίκο “Γη και Ελευθερία” του ισχυρού τότε αναρχοσυνδικαλιστικού κινήματος της Βαρκελώνης.

Συγκεκριμένα εκδόθηκε, σε μετάφραση του Ντιέγκο Αμπάνι ντε Σαντιγιάν, σε τρεις τόμους με τρεις διαφορετικούς τίτλους: 1ος τόμος: Όι Ρίζες της Εξουσίας” (1935), 2ος τόμος: “Πολιτική Θεολογία” (1936) και 3ος τόμος: “Οικονομία χωρίς Καπιταλισμό και Κοινωνία χωρίς Κράτος (1937). Μάλιστα, το 1942, υπήρξε επανέκδοση των τριών αυ­τών τόμων στο Μπουένος Άιρες.

Το 1939, εκδόθηκε στην Ολλανδία σε μετάφραση του Jeanne de Jong. To 1949, εκδόθηκε στο Μπουένος Άιρες η μετάφραση του έργου στην Εβραϊκή διάλεκτο “γίντις και το ίδιο έτος εκδόθηκε τελικά στη Γερμανία (Αμβούργο)-στη χώρα για την οποία αρχικά προοριζόταν- με τον τίτλο “Η Κρίση της Δύσης”, τίτλος που χρησιμοποιήθηκε από τον Γερμανό εκδότη εν αγνοία του Ρόκερ. Την ίδια χρονιά, εκδόθηκε και στη Σουηδία (Στοκχόλμη) σε μετάφραση του CarlElof Svenning.

Στο διάστημα 1960-1968 εκ­δόθηκε και στην Ιταλία (Νάπολη-Κατάνια) σε δύο τό­μους σε μετάφραση του Virgilio Gozzoli και επανεκδόθηκε το 1977 από τις εκδόσεις “Anarchismo” Συνολικά, όπως έχει γράψει ο Ιταλός φίλος και σύντροφος του Ρόκερ Βαλέριο Ίσκα, το “Εθνικισμός και Πολιτισμός” έχει εκδοθεί σε 16 γλώσσες με πιο πολυδιαβασμένη τη μετάφρασή του στα Ισπανικά που έχει φθάσει στη 12″ έκδοση, πουλώντας 120.000 αντίτυπα.

Η απήχηση και το ενδιαφέρον για το “Εθνικισμός και Πολιτισμός” υπερέβησαν τα όρια του αναρχισμού και αγκάλιασαν ένα μεγάλο και σημαντικό τμήμα των σκεπτόμενων ανθρώπων της εποχής του. Ο μεγάλος φυσι­κός Αλμπερτ Αϊνστάιν το χαρακτήρισε ως ένα έργο “εξαι­ρετικά διδακτικό”. Ο φιλελεύθερος και ανθρωπιστής Άγγλος φιλόσοφος Μπέρτραντ Ράσσελ το θεώρησε ως “μία λαμπρή κριτική της κρατολατρείας, της κυρίαρχης και πιο Βλαβερής προκατάληψης των καιρών μας”. Ο Τόμας Μαν το χαρακτήρισε ως “ένα βιβλίο Βαθύτατα πνευματικό”.

Σημειώσεις του συγγραφέα:

1) Ζαν Μαρτέ Ο Κλεμανσώ Μιλάει, Βερολίνο 1930, σελ. 151.

2) Ο Ιταλικός Λαός, 6η Απριλίου 1920.

3) Σύμφωνα με το ρεπορτάζ για το Συνέδριο της ε­φημερίδας “Ντόιτσε Αλγκεμάινε Τσάιτουνγκ” (21η Οκτωβρίου 1931)

4) «Εξαναγκασμός και συναίνεση», στο φασιστικό περιοδικό “Ιεραρχία” (Απρίλιος του 1922).

5) Ιδού ένα μικρό δείγμα αυτών των απόψεων ανά­μεσα στις χιλιάδες που κυκλοφορούν:

«… Υπάρχουν δύο είδη αντισημιτισμού, ο ανώτερος και ο κατώτερος. Ο πρώτος είναι πνευματικός, ανθρώπινος, κατευναστικός, και συνίσταται στο να κατασκευάζει νό­μους που περιορίζουν τη σφαίρα επιρροής των Εβραίων. Αυτοί οι νόμοι καθιστούν δυνατή τη συνύπαρξη των Ε­βραίων και των μη Εβραίων. Αυτά τα μέτρα μπορεί να συγκριθούν με τη σανίδα που δένεται στα κέρατα των βοδιών, έτσι που να μην μπορούν να τραυματίσουν τα άλλα βόδια. Το άλλο είδος του αντισημιτισμού συνίσταται στο ότι οι μη Εβραίοι που έχουν φτάσει στα όρια του πόνου, της φτώχειας και της υπομονής απλά σκοτώνουν τους Ε­βραίους.

Αυτός ο αντι-σημισμός μπορεί να είναι τρομα­κτικός, αλλά οι συνέπειές του είναι ευλογημένες. Λύνει με απλούστατο τρόπο τον κόμπο του εβραϊκού ζητήματος, καταστρέφοντας οτιδήποτε το εβραϊκό. Εκπηγάζει πά­ντοτε από τα κάτω, από τη μάζα του λαού, αλλά δίνεται από τα πάνω, από τον ίδιο το θεό και οι επενέργειές του διακρίνονται από την τρομερή ισχύ μιας φυσικής δύνα­μης, της οποίας το μυστικό δεν έχουμε ακόμη μπορέσει να κατανοήσουμε…». (Μαριάνε Ομπούχοφ “Η Διεθνής Πανούκλα”, Βερολίνο, σελ. 22).

6) Ραμπιντρανάθ Ταγκόρ “Εθνικισμός”, Νέα Υόρκη, 1917, σελ. 57.

Εργογραφία του Ρούντολφ Ρόκερ στα ελληνικά:

Στην Ελληνική γλώσσα έχει δημοσιευθεί ένα ελαχιστότατο τμήμα του πλούσιου έργου του Ρόκερ. Μέχρι στιγμής, απ’ ό,τι γνωρίζουμε, έχουν κυκλοφορήσει τα εξής κείμενα του Ρόκερ:

Αναρχισμός και Αναρχοσυνδικαλισμός”, σε μετάφρα­ση Νίκου Β. Αλεξίου στις εκδόσεις “Ελεύθερος Τύπος” (1η έκδοση 1975, 2η έκδοση 1990).

Ο Μαρξ και ο Αναρχισμός”, σε μετάφραση Κ. 7. στις εκδόσεις ΩΡΑ ΝΙΧΙΛ” (1994).

Και το Κράτος Δημιούργησε το Έθνος”, σε μετάφρα­ση Γιάννη Καρύτσα (απόσπασμα από το “Εθνικισμός και Πο­λιτισμός”, μεταφρασμένο από το ιταλικό περιοδικό Volontà , στο 10° τεύχος του περιοδικού “Ελευθεριακή Κίνηση” του 1995).

Ή Τραγωδία της Ισπανίας” σε μετάφραση “ομάδας μεταφραστών” που περιλαμβάνεται μαζύ με άλλα κείμενα στο Βιβλίο των εκδόσεων “Ελεύθερος Τύπος” με τίτλο “Ο Ισπανικός «Εμφύλιος» Πόλεμος. – Ανατομία της ισπανικής επανάστασης”. (1996).

-‘Εκτός Νόμου” (Αναρχικό περιοδικό Θεσσαλονίκης, τεύ­χος 15°, Φεβρουάριος 1992), όπου περιέχεται το κφάλαιο 5 του Εθνικισμός και Πολιτισμός”, με τον τίτλο “η άνοδος του Εθνικού Κράτους”.

Επίσης δείτε και εδώ:

http://www.politeianet.gr/sygrafeas/rocker-rudolf-38316

Για τον Έλληνα αναγνώστη που μπορεί και θέλει να προσφύγει στην Αγγλική και την Ιταλική Βιβλιογραφία παραθέτουμε ορισμένα κείμενα που βοηθούν στην καλύτερη κατανόηση των συνθηκών μέσα στις οποίες έζησε, έδρασε και έγραψε το “Έθνικισμός και Πολιτισμός” ο Ρόκερ καθώς και στην καλύτερη κατανόηση του όλου έργου του:

Ρούντολφ Ρόκερ: Preface to the English Edition(“Πρό­λογος στην Αγγλική Έκδοση”), γραμμένος από τον Ρόκερ το Σεπτέμβριο του 1936 για την έκδοση του “Εθνικισμός και Πολιτισμός” του 1937 και δημοσιευμένος και στην έκδοση του 1978 του Michael Ε. Coughlin.

-”Introduzione di Alfredo Bonanno” (Εισαγωγή του Αλ- φρέντο Μπονάννο”), δημοσιευμένη στη δεύτερη Ιταλική έκ­δοση του έργου Εθνικισμός και Πολιτισμός” από τις εκδόσεις “Anarchismo” το 1977.

-Πήτερ Μάρσαλ A History of Anarchish(“Μία Ιστορία του Αναρχισμού” εκδόσεις “Fontana Press” 1993), όπου στις σελίδες 417-421 υπάρχει μία γενική αναφορά στη δράση και τις ιδέες του Ρόκερ.

-Φούριο Μπιατζίνι “il «rabbino» anarchico” (“Ο αναρχι­κός «ραββίνος»”): κείμενο δημοσιευμένο στο 187° τεύχος (Δεκέμβριος 1991-Ιανουάριος 1992) του Ιταλικού περιοδικού “rivista anarchista”

-Βαλέριο Ίσκα “Ricordo di Rudolf Rocher”: αναμνηστικό κείμενο του Ιταλού αναρχικού και φίλου του Ρόκερ Βαλέριο Ίσκα, δημοσιευμένο στο 4° Δελτίο του “Αρχείου Πινέλλι”.

-Μιρέλλα Λόλλι “Stato e Potere nell’Anarchismo”(“Κρά­τος και Εξουσία στον Αναρχισμό” που περιλαμβάνεται στη σειρά Ή σύγχρονη πολιτική σκέψη” των Ιταλικών εκδόσεων “Franco Angeli” 1986). To 9° Κεφάλαιο αυτού του βιβλίου αναλύει και τονίζει τη σημαντικότητα του “Εθνικισμός και Πολιτισμός” για τη σύγχρονη πολιτική σκέψη. Γιάννης Καρύτσας