Ο εθνικισμός ως μια πολιτική θρησκεία
Του Ρούντολφ Ρόκερ *
Επιμέλεια δημοσίευσης : Γιώργος Μεριζιώτης

Το απόσπασμα αυτό προέρχεται από το τετράτομο έργο του Ρούντολφ Ρόκερ “Εθνικισμός και Πολιτισμός” σε μετάφραση του Γιάννη Καρύτσα από τις εκδόσεις Αρδην .
Είναι σημαντικό να κατανοήσουμε την εποχή που γράφτηκε ότι βρίσκονταν σε άνοδο στην Ευρώπη και σε πολλές χώρες του υπόλοιπου κόσμου το εθνικιστικό – φασιστικό κίνημα, η συγγραφή του έργου άρχισε την εποχή του Α’ Παγκόσμιου Πολέμου και τελείωσε το 1933, λίγο πριν την άνοδο του Χίτλερ στην κρατική εξουσία….(δείτε περισσότερα στις σημειώσεις).
(Κεφάλαιο 15) ** Ο εθνικισμός ως μια πολιτική θρησκεία
Το κεφάλαιο αυτό πραγματεύεται τα εξής ζητήματα:
Ο φασισμός ως εσχάτη απόρροια της εθνικιστικής ιδεολογίας, ο αγώνας του φασισμού εναντίον του κόσμου των φιλελεύθερων ιδεών, ο Μουσολίνι ως εχθρός του κράτους, η πολιτική μεταβολή του Μουσολίνι, Τζιοβάνι Τζεντίλε: ο φιλόσοφος του φασισμού,ο εθνικισμός ως κρατική βούληση, η φασιστική ιδέα του κράτους και ο μοντέρνος μονοπωλιακός καπιταλισμός, η σύγχρονη οικονομική βαρβαρότητα, το κράτος ως καταστροφέας της κοινότητας, η ελευθεριά ως κοινωνική ενότητα, η εκγύμναση του μοντέρνου μαζανθρώπου σε καθοδηγούμενο κοπάδι, η μάχη εναντίον της προσωπικότητας, το ολοκληρωτικό κράτος, ο εθνικισμός ως μια εξ αποκαλύψεως πολιτική θρησκεία, η καταβύθιση του πολιτισμού, παρακμή ή πρόοδος.
Ο μοντέρνος εθνικισμός, που έχει προσλάβει την πληρέστατη έκφρασή του στον ιταλικό φασισμό και στο γερμανικό εθνικοσοσιαλισμό, αποτελεί το θανάσιμο εχθρό κάθε φιλελεύθερης σκέψης. Η ολοσχερής εξάλειψη κάθε ελευθεριακής σκέψης αποτελεί, σύμφωνα με τους υποστηρικτές του, το προκαταρκτικό βήμα για την «αφύπνιση του έθνους». Δε χρειάζεται να μας εκπλήσσει, αν και είναι αρκετά παράξενο, το γεγονός ότι στη Γερμανία ο φιλελευθερισμός και ο μαρξισμός ρίχνονται στο ίδιο τσουβάλι, αφ’ ης στιγμής γνωρίζουμε με πόση βία οι κήρυκες του Τρίτου Ράιχ αντιμετωπίζουν τα γεγονότα, τις ιδέες και τα πρόσωπα. Δεν ανησυχεί καθόλου τους χιτλερικούς αντιπάλους του μαρξισμού το γεγονός ότι ο μαρξισμός, όπως και η δημοκρατία και ο εθνικισμός, συγκροτεί τις θεμελιώδεις ιδέες του, εκκινώντας από μία συλλογική έννοια, δηλαδή αυτήν της κοινοτικής τάξης, και ότι, ακριβώς γι’ αυτόν το λόγο, δεν μπορεί να έχει καμία σχέση με το φιλελευθερισμό.
Το γεγονός ότι ο μοντέρνος εθνικισμός, με την άκρως φανατική προσήλωσή του στο κράτος, θεωρεί εντελώς άχρηστες τις φιλελεύθερες ιδέες είναι ευκόλως κατανοήσιμο. Λιγότερο σαφής είναι ο ισχυρισμός τον ηγετών του ότι το μοντέρνο κράτος είναι πλήρως μολυσμένο από τις φιλελεύθερες ιδέες και γι’ αυτό έχει απολέσει την προηγούμενη πολιτική σπουδαιότητά του. Είναι γεγονός ότι η πολιτική εξέλιξη των τελευταίοι 150 χρόνων δεν επιτελέσθηκε κατά μήκος της γραμμής που ανέμενε ο φιλελευθερισμός. Η ιδέα της όσο το δυνατόν μεγαλύτερης μείωσης των λειτουργιών του κράτους και του περιορισμού στο ελάχιστο της σφαίρας δράσεώς του δεν έχει υλοποιηθεί. Οι δραστηριότητες του κράτους όχι μόνο δεν περιορίσθηκαν, αλλ’ αντιθέτως επεκτάθηκαν τρομερά και πολλαπλασιάσθηκαν μάλιστα, τα αποκαλούμενα «φιλελεύθερα κόμματα», που βαθμιαία βυθίσθηκαν όλο και βαθύτερα μέσα στο ρεύμα της δημοκρατίας, συνέβαλαν σημαντικά σ’ αυτήν την εξέλιξη. Στην πραγματικότητα, το κράτος δεν έχει φιλελευθεροποιηθεί, αλλά απλώς έχει δημοκρατικοποιηθεί. Η διείσδυσή του στην προσωπική ζωή των ανθρώπων δεν έχει ελαττωθεί, αλλά αναπτύσσεται σταθερά.
Υπήρξε μία περίοδος κατά την οποία μπορούσαμε να σκεπτόμαστε ότι η «κυριαρχία του έθνους» ήταν εντελώς διαφορετική από την κυριαρχία της κληρονομικής μοναρχίας και ότι, κατά συνέπεια, θα συνέβαλε στην εξασθένιση της εξουσίας του κράτους. Καθώς η δημοκρατία αγωνιζόταν ακόμα για την εδραίωσή της, αυτή η σκέψη μπορούσε να έχει μία κάποια βασιμότητα. Αλλά αυτή η περίοδος έχει πια προ πολλού παρέλθει τίποτε δεν έχει σταθεροποιήσει την εσωτερική και εξωτερική ασφάλεια του κράτους όσο η θρησκευτική πίστη στην κυριαρχία του έθνους, που πλέον είναι επικυρωμένη και νομιμοποιημένη από το καθολικό δικαίωμα ψήφου. Είναι αδιαμφισβήτητο ότι και αυτό το δικαίωμα είναι μία θρησκευτική ιδέα πολιτικής (ρύσεως. Ακόμα και ο Κλεμανσώ το εξέφρασε πολύ σοφά, όταν, εσωτερικά έρημος και πικραμένος, έφθασε στο τέλος της καριέρας του: «Η λαϊκή ψήφος είναι ένα παιχνίδι που το βαριόμαστε γρήγορα. Αλλά δε χρειάζεται να το φωνάζουμε μεγαλοφώνως, διότι ο λαός πρέπει να έχει μία θρησκεία. Είναι λυπηρό. … Λυπηρό αλλά αληθές”.1
Ο φιλελευθερισμός υπήρξε η κραυγή της ανθρώπινης προσωπικότητας εναντίον των ισοπεδωτικών ενεργειών της απόλυτης κυριαρχίας και αργότερα εναντίον του άκρατου συγκεντρωτισμού και της τυφλής πίστης στο κράτος του Γιακωβινισμού και των ποικίλων δημοκρατικών βλαστών του. Με αυτήν τη σημασία, κατανοούσαν επίσης τον φιλελευθερισμό ο Μιλ, ο Μπακλ και ο Σπένσερ. Ακόμα και ο Μουσολίνι, ο οποίος τώρα είναι ο πιο σκληρός εχθρός του φιλελευθερισμού, υπήρξε, όχι και πολύ καιρό πριν, ένας από τους φλογερότερους υπερασπιστές των φιλελεύθερων ιδεών. Ήταν αυτός που έγραψε:
«Το κράτος, με την τερατώδη, φοβερή μηχανή του, μας προκαλεί ένα αίσθημα ασφυξίας. Το άτομο μπορούσε να υποφέρει το κράτος, για όσο διάστημα αυτό περιοριζόταν στις στρατιωτικές και αστυνομικές λειτουργίες του- όμως, σήμερα, το κράτος είναι τα πάντα: τραπεζίτης, τοκογλύφος, ιδιοκτήτης σπιτιών, πλοιοκτήτης, προμηθευτής, ασφαλιστής, ταχυδρομικός, σιδηροδρομικός, επιχειρηματίας, δάσκαλος, καθηγητής, έμπορος καπνού και άλλα πολλά ακόμα που έχουν επιπροστεθεί στις πρότερες κρατικές λειτουργίες του αστυνομικού, του δικαστή, του δεσμοφύλακα και του φοροεισπράκτορα.
Το κράτος, αυτός ο Μολώχ με την τρομερή όψη, παίρνει τα πάντα, κάνει τα πάντα, γνωρίζει τα πάντα και αφανίζει τα πάντα. Κάθε λειτουργία του κράτους αποτελεί μία συμφορά. Η τέχνη του κράτους είναι μια συμφορά. Το ίδιο και η κρατική ιδιοκτησία της ναυτιλίας καθώς και η κρατική παροχή των αναγκαίων προ το ζην και η λιτανεία θα μπορούσε να επεκταθεί στο άπειρο… Εάν οι άνθρωποι είχαν έστω και μία αμυδρή ιδέα της αβύσσου προς την οποία σπρώχνονται, θα αυξανόταν ο αριθμός των αυτοκτονιών, διότι τείνουμε να φθάσουμε στην πλήρη καταστροφή της ανθρώπινης προσωπικότητας.
Το κράτος είναι μία τρομερή μηχανή που καταβροχθίζει ζωντανούς ανθρώπους και μετά τους ξερνάει σαν άψυχα μηδενικά. Η ανθρώπινη ζωή δεν έχει πλέον καθόλου μυστικά, καθόλου εσωτερικότητα, είτε στο υλικό είτε στο πνευματικό επίπεδο. Κάθε γωνία της είναι διαπερατή, κάθε κίνησή της μετρήσιμη. Ο καθένας είναι κλεισμένος στο κελί του και αριθμημένος, όπως ακριβώς σε μία φυλακή”.2
Ο Μουσολίνι έγραψε τα παραπάνω λίγα χρόνια πριν την “Πορεία προς τη Ρώμη». Συνεπώς, η νέα αποκάλυψη εμφανίστηκε πολύ αιφνίδιος στον Μουσολίνι, όπως σε πολλούς άλλους. Στην πραγματικότητα, η αποκαλούμενη «φασιστική ιδέα του κράτους» εμφανίστηκε μόνον αφού «Ο Ντούτσε» είχε κατακτήσει την εξουσία. Μέχρι τότε, το φασιστικό κίνημα ακτινοβολούσε με όλα τα χρώματα του ουράνιου τόξου, όπως ακριβούς συνέβαινε, όχι και πολύ καιρό πριν, με τον εθνικοσοσιαλισμό στη Γερμανία. Στην πραγματικότητα, ο ιταλικός φασισμός δεν είχε καθόλου ένα σαφή χαρακτήρα. Η ιδεολογία του του ήταν ένα παρδαλό μείγμα πνευματικών στοιχείων, αντλημένων από πηγές κάθε λογής. Αυτό που προσέδωσε δύναμη ήταν η κτηνωδία των μεθόδων του. Ακριβώς επειδή δεν είχε δικές του απόψεις, η ριψοκίνδυνη βία του δεν μπορούσε να λαμβάνει υπ’ όψιν της, τις απόψεις των άλλων.
Ότι έλειπε ακόμα στο κράτος για να μετατραπεί σε μία τέλεια φυλακή, η φασιστική δικτατορία του το έχει προμηθεύσει εν αφθονία. Η φιλελεύθερη φωνή του Μουσολίνι σίγησε αμέσους, μόλις ο δικτάτορας κατάφερε να κρατήσει σφιχτά μέσα στα χέρια του την κρατική εξουσία της Ιταλίας. Αναλογιζόμενοι αυτήν την αστραπιαία μεταβολή των απόψεων του Μουσολίνι για τη σημασία του κράτους, θυμόμαστε ακουσίους τα λόγια του νεαρού Μαρξ:
«Κανένας άνθρωπος δεν αγωνίζεται εναντίον της ελευθερίας- το πολύ να αγωνίζεται εναντίον της ελευθερίας των άλλων. Συνεπώς, έχουν πάντοτε υπάρξει όλα τα είδη ελευθερίας· ορισμένες φορές ως ιδιαίτερο προνόμιο και ορισμένες άλλες ως γενικό δικαίωμα».
Ο Μουσολίνι, στην πραγματικότητα, σφυρηλάτησε μία ελευθερία ως προνόμιο του εαυτού του και το κατάφερε, υπό την προϋπόθεση ότι αντιμετώπισε με την πιο κτηνώδη καταπίεση την ελευθερία όλων των άλλων· διότι η ελευθερία που προσπαθεί να αντικαταστήσει την υπευθυνότητα του ανθρώπου απέναντι στους συνανθρώπους του με τις παράλογες διαταγές της εξουσίας είναι καθαρή αυθαιρεσία και άρνηση κάθε δικαιοσύνης και ανθρωπιάς. Αλλά ακόμα και ο δεσποτισμός χρειάζεται την αυτονομιμοποίηση μπροστά στο λαό, τον οποίο βιάζει. Προς αντιμετώπιση αυτής της ανάγκης, γεννήθηκε η φασιστική ιδέα του κράτους.
Ο Τζιοβάνι Τζεντίλε, ο φιλόσοφος του κράτους της φασιστικής Ιταλίας, συμμετέχοντας στο «Διεθνές Συνέδριο για τον Χέγκελ», το 1931 στο Βερολίνο, ανέπτυξε την άποψή του για τη φύση του κράτους, η οποία αποκορυφωνόταν στην ιδέα του αποκαλούμενου «ολοκληρωτικού κράτους». Ο Τζεντίλε χαιρέτησε τον Χέγκελ τον πρώτο και αληθινό δημιουργό της ιδέας του κράτους και αντιπαρέβαλε τη θεωρία του για το κράτος με τη θεωρία του κράτους ως θεμελιωμένου στα φυσικά δικαιώματα και την αμοιβαία συμφωνία. Υποστήριξε ότι, στο πλαίσιο της δεύτερης θεωρίας, το κράτος είναι απλώς ένας περιορισμός της φυσικής και άμεσης ελευθερίας του ατόμου, προκειμένου να καθίσταται δυνατή η κοινωνική ζωή, είναι απλώς ένα μέσο για τη βελτίωση του ανθρώπου, που δεν μπορεί να διατηρείται συνεχώς στη φυσική κατάστασή του. Κατά συνέπεια, το κράτος είναι κάτι το αρνητικό, είναι μία αρετή γεννημένη από την ανάγκη.
Ο Χέγκελ ανέτρεψε αυτό το αιωνόβιο δόγμα. Υπήρξε ο πρώτος που συνέλαβε το κράτος ως την ύψιστη μορφή του αντικειμενικού πνεύματος. Υπήρξε ο πρώτος που κατανόησε ότι μόνον εντός του κράτους μπορεί αληθινά να πραγματοποιηθεί η ηθική αυτοσυνείδηση. Ωστόσο, ο Τζεντίλε δεν αρκέστηκε απλή υποστήριξη της θεωρίας του Χέγκελ για το κράτος και προσπάθησε να την τελειοποιήσει, ασκώντας κριτική στον Χέγκελ, επειδή αυτός, μολονότι συνέλαβε το κράτος ως την ύψιστη μορφή του αντικειμενικού πνεύματος, τοποθέτησε πάνω από το αντικειμενικό πνεύμα τη σφαίρα του απόλυτου πνεύματος, με αποτέλεσμα η τέχνη, η θρησκεία και η φιλοσοφία, που σύμφωνα με τον Χέγκελ ανήκουν στη δεύτερη πνευματική σφαίρα, να βρίσκονται σε σύγκρουση με το κράτος.
Ό Τζεντίλε υποστήριξε ότι η μοντέρνα θεωρία για το κράτος οφείλει να εξαλείψει αυτές τις συγκρούσεις, ούτως ώστε και οι αξίες της τέχνης, της θρησκείας και της φιλοσοφίας να τεθούν υπό την ιδιοκτησία του κράτους. Μόνον τότε θα μπορούσε να θεωρηθεί το κράτος ως η ύψιστη μορφή του ανθρώπινου πνεύματος, όντας θεμελιωμένο όχι πάνω στο ιδιαίτερο και το διαχωρισμένο, αλλά πάνω στην κοινή και αιώνια βούληση, και έτσι θα μπορούσε επίσης να θεωρηθεί ως η ύψιστη μορφή του γενικού.3
Είναι σαφής ο σκοπός του φιλοσόφου του φασιστικού κράτους. Αφού για τον Χέγκελ το κράτος ήταν «ο επί της γης Θεός», ο Τζεντίλε προσπάθησε να το ανυψώσει στη θέση του αιώνιου και μοναδικού Θεού, που δε θα ανέχεται καθόλου άλλους θεούς από πάνω του, ή ακόμα και δίπλα του, και που θα κυριαρχεί απολύτως σε όλα τα πεδία της ανθρώπινης σκέψης και δραστηριότητας. Αυτή είναι η τελευταία λέξη ενός ρεύματος της πολιτικής σκέψης που, με την ακραία αφαίρεσή της, χάνει από το οπτικό πεδίο της καθετί το ανθρώπινο και που ενδιαφέρεται για το άτομο μόνο στο βαθμό που αυτό χρησιμεύει ως ένα θύμα για τον ακόρεστο Μολώχ.
Ο μοντέρνος εθνικισμός είναι απλώς η «βούληση για το κράτος πάση θυσία» και η πλήρης απορρόφηση του ανθρώπου μέσα στους υπέρτατους στόχους της εξουσίας. Και είναι πολύ σημαντικό το γεγονός ότι αυτός ο μοντέρνος εθνικισμός δεν εκπηγάζει από την αγάπη για τη δική μας χώρα ή για το δικό μας λαό· αντιθέτους, έχει τις ρίζες του στα φιλόδοξα σχέδια μιας μειοψηφίας, διψασμένης για δικτατορία και αποφασισμένης να επιβάλει στο λαό μία συγκεκριμένη μορφή κράτους, ακόμα και αν αυτή μπορεί να αντιτίθεται πλήρως στη βούληση της πλειοψηφίας. Η τυφλή πίστη στη μαγική εξουσία μιας εθνικής δικτατορίας πρέπει να αντικαταστήσει την αγάπη του ανθρώπου για τη γενέτειρά του και την εξοικείωσή του με τον πολιτισμό της εποχής του, η αγάπη του ανθρώπου προς το συνάνθρωπό του πρέπει να συνθλίβει από «το μεγαλείο του κράτους», στο οποίο τα άτομα οφείλουν να χρησιμεύουν σαν ζωοτροφή.
Εδώ εντοπίζεται η διαφορά μεταξύ του εθνικισμού μιας παρελθούσας εποχής, ο οποίος είχε ως εκφραστές του ανθρώπους όπως ο Ματσίνι και ο Γαριβάλδης, και τις αντεπαναστατικές τάσεις του μοντέρνου φασισμού, ο οποίος σήμερα σηκώνει όλο και πιο απειλητικά το κεφάλι του. Στο περίφημο μανιφέστο του της 6ης Ιουνίου του 1862, ο Ματσίνι αντιτάχθηκε στην κυβέρνηση του Βίκτωρος Εμμανουήλ, κατηγορώντας την για προδοσία και για αντεπαναστατικές ενέργειες εναντίον της ενότητας της Ιταλίας, δημιουργώντας έτσι μία σαφή διάκριση μεταξύ του έθνους και της ιταλικής ενότητας. Το σύνθημά του «Θεός και Λαός!»-οτιδήποτε και αν σκεπτόμαστε γι’ αυτό- σκόπευε να πληροφορήσει τον κόσμο ότι οι ιδέες του πήγαζαν από το λαό και υποστηρίζονταν από αυτόν.
Αναμφιβόλως, το δόγμα Ματσίνι περιείχε το σπέρμα μιας νέας μορφής ανθρώπινης δουλείας, ωστόσο ενεργούσε με καλή πίστη να μπορούσε να προβλέψει την ιστορική εξέλιξη ενεργειών του για μία εθνική δημοκρατία. Η μεγάλη τιμιότητα με την οποία ήταν αφοσιωμένος σε αυτές τις ενέργειες φαίνεται σαφέστατα από τη διαφορά του με τον Καβούρ, ο οποίος συνέλαβε πλήρως την πολιτική σημασία του κινήματος για την εθνική ενοποίηση και γι’ αυτό αντιτίθετο εκ πεποιθήσεως στον «πολιτικό ρομαντισμό» του Ματσίνι, λέγοντας ότι λησμόνησε το κράτος μπροστά στην σταθερή κατάφαση της ελευθερίας.
Είναι σίγουρο ότι οι πατριώτες εκείνης της εποχής θεωρούσαν ως εντελώς διαφορετικά πράγματα το κράτος και τους εθνικούς στόχους του λαού. Αναμφιβόλους, αυτή η στάση εκπήγαζε από μία εσφαλμένη ερμηνεία των ιστορικών γεγονότων, αλλά είναι ακριβούς αυτό το εσφαλμένο συμπέρασμα που ανθρώπινα μας φέρνει πολύ κοντά σ’ αυτούς τους ανθρώπους της «Νέας Ευρώπης», διότι κανείς δεν μπορεί να αμφισβητήσει την αγνή αγάπη τους για το λαό. Ο μοντέρνος εθνικισμός στερείται παντελώς μιας τέτοιας αγάπης και, μολονότι οι εκπρόσωποί του βάζουν συχνότατα στο στόμα τους αυτήν τη λέξη, εύκολα αντιλαμβανόμαστε τον κάλπικο ήχο της και κατανοούμε ότι δεν εμπεριέχει κανένα γνήσιο συναίσθημα. Ο εθνικισμός της εποχής μας εμπιστεύεται πολύ μόνον το κράτος και στιγματίζει ως προδότες της χώρας του όλους εκείνους που αντιστέκονται στους πολιτικούς στόχους της εθνικής δικτατορίας ή απλά αρνούνται να εγκρίνουν τα σχέδια του.
Η επίδραση των φιλελεύθερων ιδεών του προηγούμενου αιώνα κατάφερε τουλάχιστον να πείσει ακόμα και τα συντηρητικά στοιχεία της κοινωνίας ότι το κράτος υπήρχε για την εξυπηρέτηση των πολιτών. Ο φασισμός. αντιστρέφοντας τα πράγματα, αναγγέλλει, με κτηνώδη ειλικρίνεια, ότι το άτομο υπάρχει για την εξυπηρέτηση του κράτους. Όπως χαρακτηριστικά το εξέφρασε ο Μουσολίνι: «Όλα για το κράτος, τίποτε έξω από το κράτος, τίποτε εναντίον του κράτους!». Αυτή είναι τελευταία λέξη μιας εθνικιστικής μεταφυσικής, που στα φασιστικά κινήματα του παρόντος έχει προσλάβει μια τρομερά συγκεκριμένη μορφή. Ενώ αυτός υπήρξε πάντοτε ο κρυμμένος στόχος όλων των εθνικιστικών θεωριών, τώρα εκφράζεται ανοιχτά μέσα στα φασιστικά κινήματα. Αυτή η σαφής έκφραση αποτελεί και τη μοναδική αξία των σύγχρονων εθνικιστών, που στην Ιταλία και ακόμα περισσότερο στη Γερμανία λατρεύονται υπερβολικά και υποστηρίζονται ανοιχτά από τα αφεντικά του καπιταλιστικού οικονομικού συστήματος, επειδή ακριβώς είναι απίστευτα δουλοπρεπείς απέναντι στο νέο μονοπωλιακό καπιταλισμό και έχουν με όλη τη δύναμή τους προωθήσει τα σχέδιά του για ένα καινούργιο σύστημα βιομηχανικής σκλαβιάς.
Εννοείται ότι μαζί με τις αρχές του πολιτικού φιλελευθερισμού, ακυρώνονται και οι ιδέες του οικονομικού φιλελευθερισμού. Όπως ο πολιτικός φασισμός των ημερών μας προσπαθεί να κηρύξει στους ανθρώπους ένα καινούργιο ευαγγέλιο, σύμφωνα με το οποίο ο άνθρωπος αξίζει να ζει μόνο στο βαθμό που χρησιμεύει σαν πρώτη ύλη για το κράτος, έτσι ακριβώς και ο μοντέρνος βιομηχανικός φασισμός προσπαθεί να αποδείξει στον κόσμο ότι η βιομηχανία δεν υπάρχει για τον άνθρωπο αλλά ο άνθρωπος υπάρχει για τη βιομηχανία και μόνο στο βαθμό που είναι χρήσιμος σ’ αυτήν. Εάν ο φασισμός έχει προσλάβει στη Γερμανία τις πιο φρικιαστικές και απάνθρωπες μορφές, αυτό οφείλεται κατά μέγα μέρος στους Γερμανούς θεωρητικούς της οικονομίας και στα αφεντικά της γερμανικής βιομηχανίας, οι οποίοι έχουν, ούτως ειπείν, δείξει στο φασισμό το δρόμο. Γερμανοί μεγαλοβιομήχανοι παγκόσμιας φήμης, όπως ο Ούγκο Στίνες, ο Φριτς Τίσεν, ο Έρνστ Φον Μπόρζιγκ και πολλοί άλλοι, έχουν αποδείξει, με την κτηνώδη ειλικρίνεια των απόψεών τους, σε ποιες αβύσσους ψυχρής περιφρόνησης της ανθρωπότητας μπορεί να βυθισθεί το ανθρώπινο πνεύμα, όταν έχει εγκαταλείψει κάθε κοινωνικό αίσθημα και αντιμετωπίζει τους ζωντανούς ανθρώπους σαν να είναι άψυχα μηδενικά.
Μεταξύ των Γερμανών λογίων πάντοτε υπήρχαν εκείνα τα «αμερόληπτα μυαλά» που ήταν έτοιμα να προσδώσουν μια «επιστημονική βάση» στις πιο τερατώδεις και απάνθρωπες θεωρίες. Έτσι, ο καθηγητής Καρλ Σρέμπερ του Ινστιτούτου Τεχνολογίας του Άαχεν έφθασε να δηλώσει ότι «για το σημερινό εργαζόμενο είναι απολύτως επαρκές το βιοτικό επίπεδο του προϊστορικού Νεάντερταλ και ότι δεν μπορεί να σκεφθεί τη δυνατότητα μιας περαιτέρω βελτίωσής του». Παρόμοιες ιδέες προωθήθηκαν από τον καθηγητή Έρνστ Χόρνεφερ του Πανεπιστημίου του Γκήσεν, ο οποίος στις συνεδριάσεις των Γερμανών βιομηχάνων παίζει συχνά πρωταγωνιστικό ρόλο. Σε μία από αυτές τις συνεδριάσεις διακήρυξε:
«Ο κίνδυνος ενός κοινωνικού κινήματος μπορεί να αποφευχθεί μόνο με τη διαίρεση των μαζών. Κάθε σημείο του τραπεζιού της ζωής είναι πιασμένο και κατά συνέπεια η βιομηχανία δεν μπορεί εξασφαλίσει στους εργαζομένους της τίποτε περισσότερο από μία γυμνή ύπαρξη. Αυτός είναι ένας άθραυστος φυσικός νόμος. Ως εκ τούτου, κάθε κοινωνική πολιτική ειναι μια ανείπωτη ηλιθιότητα”.
Ο Χερ Χόρνεφερ έχει καταστήσει σαφέστατες αυτές τις φιλάνθρωπες αρχές του σε ένα έργο με τον τίτλο “Ο Σοσιαλισμός και ο Αγώνας για την Επιβίωση της Γερμανικής Βιομηχανίας”, όπου καταλήγει στα ακόλουθα συμπεράσματα:
“Πιστεύω ότι στο σύνολό της η οικονομική κατάστασης του εργαζομένου δεν μπορεί, βασικά και ουσιαστικά, να αλλάξει. Οι εργαζόμενοι θα πρέπει, μια για πάντα, να είναι ικανοποιημένοι με εκείνη την οικονομική κατάστασης που τους εξασφαλίζει ένα μισθό αρκετό για τις πιο αναγκαίες, τις πιο επείγουσες, τις πιο απαραίτητες απαιτήσεις της ζωής, στην πραγματικότητα δηλαδή με ένα μισθό μόλις αρκετό για να διατηρούνται στη ζωή. Μία θεμελιώδης αλλαγή της οικονομικής κατάστασης των εργαζομένων και μία ανιούσα κοινωνική κινητικότητα προς μία ουσιωδώς διαφορετική κατάσταση οικονομικής ευημερίας δεν μπορεί να υπάρξουν, πρόκειται μόνο για μία επιθυμία που ποτέ δεν είναι δυνατόν να πραγματοποιηθεί».
Στην ένσταση ότι, υπό αυτές τις περιστάσεις, θα μπορούσε εύκολα ο μισθός να μην επαρκεί ούτε και για τις ποιο στοιχειώδεις απαιτήσεις της ζωής, ο σοφός καθηγητής της απαντά, με ήρεμη ψυχή, ότι, σε μια τέτοια περίπτωση, η ελεημοσύνη οφείλει να βοηθήσει, και εάν αυτή δεν είναι αρκετή τότε το κράτος ως εκφραστής του ηθικού πνεύματος του λαού θα πρέπει να καλύψει το κενό. Ο δόκτωρ Γκίζε της Ανώτερης Τεχνικής Σχολής της Στουτγάρδης, που είναι ένας από τους πιο λυσσώδεις υπερασπιστές του βιομηχανικού εξορθολογισμού σύμφωνα με τις «επιστημονικές μεθόδους», αντιμετώπισε τη σύγχρονη ραγδαία εξαφάνιση της χαράς της εργασίας από όλα σχεδόν τα επαγγέλματα με αυτά τα στεγνά λόγια:
«Οι διευθυντές της βιομηχανίας πρέπει να θεωρούν έναν απλό βιολογικό νόμο το γεγονός ότι σήμερα, παντού μέσα στα πλαίσια του αγώνα για ανταγωνισμό, η παραγωγική ικανότητα του ανθρώπου πρέπει να οδηγηθεί στη μέγιστη δυνατή απόδοσή της. Η βαφή των μαλλιών είναι ένα έθιμο στην Αμερική, αλλά εμείς δεν το εκλαμβάνουμε ως μία φυσική εξέλιξη η συμπόνοια και η υπομονή θα ήταν, στην πραγματικότητα, η χειρότερη διαδικασία για έναν τεχνικό χειρισμό των ανθρώπων».
Η φράση «τεχνικός χειρισμός των ανθρώπων» είναι ιδιαιτέρως αποκαλυπτική δείχνει, με φρικτή σαφήνεια, σε ποιους δρόμους μάς έχει οδηγήσει ο καπιταλιστικός βιομηχανισμός. Ακούγοντας μία «φωνή της καρδιάς» σαν κι αυτή που παραθέσαμε, κατανοούμε τη βαθιά σημασία των απόψεων του Μπακούνιν σχετικά με την πιθανότητα μιας κυβέρνησης επιστημόνων. Οι συνέπειες μιας τέτοιας εμπειρίας θα ήταν πράγματι αδιανόητες.
Το γεγονός ότι ένα σύστημα πνευματικής εκγύμνασης τόσο ανόητο και τόσο κτηνώδες μπορεί σήμερα να το αναγορεύεται με υπερηφάνεια σε επιστημονική αυτοαναγορεύεται με υπερηφάνεια σε επιστημονική γνώση αποτελεί μία απόδειξη του αντικοινωνικού πνεύματος της εποχής μας, που, με την τρομερή εκμετάλλευση των μαζών και την τυφλή πίστη στο κράτος, έχει εξαφανίσει κάθε φυσική σχέση του ανθρώπου προς το συνάνθρωπό του και έχει αποκόψει βιαίως το άτομο από το περιβάλλον, μέσα στο οποίο ήταν βαθύτατα ριζωμένο. Αποτελεί μία εύσχημη απάτη, βασισμένη, στην καλύτερη περίπτωση πάνω σε μία χονδροειδή πλάνη, ο ισχυρισμός του φασισμού ότι ο φιλελευθερισμός και η ενσωματωμένη σε αυτόν ανάγκη του ανθρώπου για ελευθερία εξατομίκευσαν την κοινωνία και διέλυσαν τα συστατικά στοιχεία της, ενώ το κράτος, ούτως ειπείν, περιέβαλε τις ανθρώπινες ομάδες με ένα προστατευτικό κέλυφος και ως εκ τούτου εμπόδισε την κοινότητα να αποσυντεθεί.
Δεν είναι ο πόθος για ελευθερία που έχει εξατομικεύσει την κοινωνία και έχει αφυπνίσει τα αντικοινωνικά ένστικτα του ανθρώπου, αλλά οι μεγάλες οικονομικές ανισότητες και κυρίως το κράτος που γέννησε το μονοπώλιο, του οποίου η πυώδης, καρκινική ανάπτυξη, έχει καταστρέψει το λεπτό και πορώδες πλέγμα των κοινωνικών σχέσεων. Εάν η ορμή της κοινωνικότητας δεν ήταν μία φυσική ανάγκη του ανθρώπου, που την παρέλαβε ως κληρονομιά από τους μακρινούς προγόνους του στα πρώτα βήματα της ανθρωπότητας και που την έχει αναπτύξει και επεκτείνει αδιαλείπτως μέχρι σήμερα, τότε ακόμα και το κράτος δε θα ήταν ικανό να ομαδοποιήσει τους ανθρώπους.
Διότι κανείς δεν μπορεί να δημιουργήσει κοινωνικές ομάδες και κοινωνία, συνδέοντας διά της βίας ανταγωνιστικά στοιχεία. Είναι αλήθεια ότι κάποιος μπορεί να εξαναγκάσει τους ανθρώπους να εκτελέσουν κάποιο έργο, αυτοστιγμής κατέχει την αναγκαία δύναμη, αλλά ποτέ δε θα μπορέσει να τους πείσει να το εκτελέσουν με αγάπη και από εσωτερικό πόθο. Κανένα κράτος δεν μπορεί να το πετύχει αυτό, όσο μεγάλη και αν είναι η δύναμή του, διότι χρειάζεται να υπάρχει κυρίως το αίσθημα της κοινωνικής ενότητας και της έμφυτης σχέσης του κάθε ανθρώπου με τους συνανθρώπους του.
Ο καταναγκασμός δεν ενώνει, αλλά διαχωρίζει τους ανθρώπους, διότι του λείπει η εσωτερική παρόρμηση που υπάρχει σε κάθε κοινωνική ένωση, δηλαδή του λείπει η κατανόηση των γεγονότων και η συμπάθεια του ανθρώπου που αφουγκράζεται τα αισθήματα του συνανθρώπου του, επειδή νοιώθει συγγενής μαζί του. Η εξαναγκαστική υποταγή των ανθρώπων δεν μπορεί να τους φέρει πιο κοντά, αντιθέτως τους αποξενώνει μεταξύ τους και τους δημιουργεί την παρόρμηση του εγωισμού και του διαχωρισμού. Οι κοινωνικοί δεσμοί έχουν διάρκεια και πραγματώνουν πλήρως τους στόχους τους, μόνον όταν βασίζονται στην καλή θέληση και εκπηγάζουν από τις ίδιες τις ανάγκες των ανθρώπων. Μόνον υπό αυτές τις συνθήκες, είναι δυνατή μια ανθρώπινη σχέση, όπου η κοινωνική ενότητα και η ελευθερία του ατόμου είναι τόσο στενά συνυφασμένες, που δεν μπορεί πλέον να συλλαμβάνονται ως ξεχωριστές οντότητες.
Όπως μέσα στα πλαίσια κάθε εξ αποκαλύψεως θρησκείας το άτομο πρέπει να κερδίσει για τον εαυτό του το υποσχόμενο ουράνιο βασίλειο και δεν πολυνοιάζεται για τη σωτηρία των άλλων, όντας υπερβολικά απασχολημένο με τη δική του σωτηρία, έτσι ακριβώς και μέσα στα πλαίσια του κράτους ο άνθρωπος προσπαθεί να βρει τρόπους και μέσα να προσαρμοστεί, χωρίς να σπάει το κεφάλι του για το εάν οι άλλοι άνθρωποι θα μπορέσουν ή όχι να προσαρμοστούν. Είναι το κράτος που εκ πεποιθήσεως υπονομεύει το κοινωνικό αίσθημα του ανθρώπου, αναλαμβάνοντας το ρόλο του ρυθμιστή όλων των υποθέσεων και προσπαθώντας να περικλείσει τα πάντα μέσα στην ίδια φόρμουλα, που για τους υποστηρικτές του αποτελεί το μέτρο όλων των πραγμάτων. Όσο ευκολότερα το κράτος μπορεί να ορίζει τις προσωπικές ανάγκες των πολιτών και να εισχωρεί όλο και πιο βαθιά και πιο ανηλεώς στην ατομική ζωή τους, παραβιάζοντας τα ατομικά δικαιώματά τους, τόσο περισσότερο καταπνίγει μέσα τους το αίσθημα της κοινωνικής ενότητας, διαλύει την κοινωνία σε διαχωρισμένα μέρη, που εν συνεχεία τα ενσωματώνει ως άψυχα εξαρτήματα στα γρανάζια της πολιτικής μηχανής.
Η σύγχρονη τεχνολογία ενδιαφέρεται να δημιουργήσει το μηχανοποιημένο άνθρωπο» και ήδη έχει πετύχει κάποια πολύ σημαντικά αποτελέσματα σ’ αυτό το πεδίο. Έχουμε ήδη αυτόματα με ανθρώπινη μορφή που μετακινούνται από το ένα μέρος στο άλλο με τα σιδερένια μέλη τους και επιτελούν κάποιες υπηρεσίες, όπως επί παραδείγματι, δίνουν τα ρέστα χωρίς λάθος, καθώς και άλλα πράγματα αυτού του είδους. Υπάρχει σ’ αυτήν την εφεύρεση κάτι το μυστηριώδες που δημιουργεί την ψευδαίσθηση της υπολογισμένης ανθρώπινης δράσης, μολονότι στην πραγματικότητα πρόκειται για έναν κρυμμένο μηχανισμό που χωρίς αντίσταση υπακούει στη βούληση αυτού που τον θέτει σε κίνηση. Αλλά τότε θα αντιλαμβανόμασταν ότι ο μηχανοποιημένος άνθρωπος είναι κάτι περισσότερο από μία εκκεντρική ιδέα της σύγχρονης τεχνολογίας. Εάν, μέσα στα πλαίσια του ευρωπαϊκό-αμερικάνικου πολιτισμού, οι άνθρωποι δεν επιστρέψουν, μέσα σε ένα εύλογο χρονικό διάστημα, στις καλύτερες παραδόσεις τους, τότε υπάρχει ο πραγματικός κίνδυνος να οδηγηθούμε με γιγαντιαία βήματα στην εποχή του μηχανοποιημένου ανθρώπου.
Ο σημερινός «μαζάνθρωπος», αυτός ο περιφερόμενος και ο ξεριζωμένος της τεχνολογίας στην εποχή του καπιταλισμού – που εξαρτάται σχεδόν απολύτως από εξωτερικές επιδράσεις και στροβιλίζεται πάνω-κάτω ανάλογα με την κατάσταση της στιγμής, αφού η ψυχή του έχει ατροφήσει και έχει απολέσει εκείνη την εσωτερική ισορροπία που μπορεί να τον συντηρεί μέσα σε μία αληθινή κοινότητα-, έχει ήδη πλησιάσει επικίνδυνα το σημείο μετατροπής του σε μηχανοποιημένο άνθρωπο. Η γιγαντιαία καπιταλιστική βιομηχανία, με τον καταμερισμό της εργασίας, που έχει τώρα πετύχει το πιο μεγάλο θρίαμβο με το σύστημα Τέιλορ και τον αποκαλούμενο εξορθολογισμό της βιομηχανίας, το ζοφερό σύστημα των στρατώνων που εκγυμνάζει στην πειθαρχία τους πολίτες και η συναφής εκγύμναση που επιτελείται υπό το όνομα της εκπαίδευσης στα σύγχρονα σχολεία, όλα αυτά είναι φαινόμενα των οποίων η σημασία δεν πρέπει να υποτιμάται, από την στιγμή που θέλουμε να συλλάβουμε τις εσωτερικές σχέσεις των υπαρχουσών συνθηκών.
Αλλά ο μοντέρνος εθνικισμός, με την ξεκάθαρη εχθρότητα απέναντι στην ελευθερία και την παράλογη και εντελώς ακραία μιλιταριστική στάση του, αποτελεί απλώς τη γέφυρα προς έναν ολικό και άψυχο αυτοματισμό, που θα οδηγήσει πράγματι στην ήδη αναγγελθείσα «Παρακμή της Δύσης», εάν εγκαίρως δεν του φράξουμε το δρόμο. Επί του παρόντος, ωστόσο, δεν πιστεύουμε σε ένα τόσο σκοτεινό μέλλον- αντιθέτως, είμαστε σταθερά πεπεισμένοι ότι ακόμα και σήμερα η ανθρωπότητα φέρει εντός της ένα πλήθος λανθανουσών δυνάμεων και δημιουργικών παρορμήσεων που θα την καταστήσουν ικανή να υπερβεί την καταστροφική κρίση που αυτήν τη στιγμή απειλεί κάθε ανθρώπινο πολιτισμό.
Σήμερα, είμαστε περικυκλωμένοι από όλες τις πλευρές από ένα σκοτεινό χάος, μέσα στο οποίο έχουν ωριμάσει πλήρως όλοι οι σπόροι της κοινωνικής παρακμής. Εν τούτοις, υπάρχουν μέσα στην τρελή δίνη των γεγονότων πολυάριθμα ξεκινήματα μιας νέας τάξης, τα οποία εξελίσσονται έξω από τα κόμματα και από την επίσημη πολιτική ζωή και κατευθύνονται, με χαρά και αισιοδοξία, προς το μέλλον. Η προώθηση αυτών των καινούργιων ξεκινημάτων, η τροφοδότηση και η ενδυνάμωση τους, ούτως ώστε να μη φθαρούν πρόωρα, αποτελεί σήμερα το ευγενέστερο καθήκον του αγωνιζόμενου ανθρώπου, κάθε ανθρώπου που, μολονότι είναι πεπεισμένος για την αστάθεια των υπαρχουσών συνθηκών, αρνείται να συναινέσει με την ήρεμη υποταγή στο πεπρωμένο της πορείας των πραγμάτων και παραμένει πάντοτε άγρυπνος για να προωθήσει οτιδήποτε υπόσχεται μια καινούργια αναγέννηση του πνευματικού και κοινωνικού πολιτισμού.
Αλλά αυτή η αναγέννηση μπορεί να συμβεί μόνον υπό τη σημαία της ελευθερίας και της κοινωνικής ενότητας, διότι μόνον από αυτές μπορεί να αναπτυχθεί η πιο βαθιά και πιο γνήσια λαχτάρα για κοινωνική δικαιοσύνη, που βρίσκει την έκφρασή της στην κοινωνική συνεργασία των ανθρώπων και που λειαίνει το έδαφος για μια καινούργια κοινωνία. Οι ηγέτες της φασιστικής και της εθνικιστικής αντίδρασης το γνωρίζουν πολύ καλά αυτό και γι’ αυτό μισούν την ελευθερία σαν ένα αμάρτημα απέναντι στο άγιο πνεύμα του έθνους, το οποίο στην πραγματικότητα δεν είναι παρά το δικό τους διεφθαρμένο πνεύμα. Έτσι, ο Μουσολίνι διακήρυξε:
«Οι άνθρωποι έχουν κουραστεί από την ελευθερία. Έχουν κάνει όργια μαζί της. Η ελευθερία δεν είναι πλέον σήμερα η αγνή και άτεγκτη παρθένα, για την οποία αγωνίσθηκαν και πέθαναν οι γενιές του πρώτου ημίσεος του 19ου αιώνα. Για την τολμηρή, αεικίνητη, ατρόμητη νεολαία, που εμφανίζεται τώρα στην αυγή της μοντέρνας ιστορίας, υπάρχουν άλλες αξίες που ασκούν μια μεγαλύτερη μαγεία: Τάξη, Ιεραρχία, Πειθαρχία. Πρέπει να κατανοήσουμε άπαξ διά παντός ότι ο φασισμός δε γνωρίζει καθόλου είδωλα, καθόλου λατρείες, καθόλου φετίχ.
Ο φασισμός έχει ήδη βαδίσει και θα ξαναβαδίσει, εάν κριθεί αναγκαίο, πάνω στο κατά το μάλλον ή ήττον αποσυντεθειμένο σώμα της θεάς της ελευθερίας …Τα γεγονότα μιλούν δυνατότερα από κάθε βιβλίο η εμπειρία σημαίνει περισσότερα από κάθε δόγμα. Οι μεγάλες εμπειρίες της μεταπολεμικής περιόδου, που τώρα φανερώνονται μπροστά στα μάτια μας, μάς αποκαλύπτουν την παρακμή του φιλελευθερισμού. Στη Ρωσία και την Ιταλία έχει αποδειχθεί ότι κάποιος μπορεί να κυβερνά χωρίς, πάνω από και εναντίον σύνολης της φιλελεύθερης ιδεολογίας. Ο κομμουνισμός και ο φασισμός τοποθετούνται πέραν του φιλελευθερισμού».4
Αυτά τα λόγια είναι εξ ολοκλήρου σαφή, μολονότι μπορούμε να απορρίψουμε τα συμπεράσματα στα οποία καταλήγει ο Μουσολίνι. Το ότι «κάποιος μπορεί να κυβερνά εναντίον σύνολης της φιλελεύθερης ιδεολογίας» ήταν πασίγνωστο πολύ καιρό πριν από αυτόν. Κάθε κυριαρχία που βασίζεται στη βία έχει υιοθετήσει αυτήν την αρχή. Η Ιερή Συμμαχία ιδρύθηκε με μόνο στόχο να εξαλείψει από την Ευρώπη τις φιλελεύθερες ιδέες του 1789 -χρονιά κατά την οποία εμφανίσθηκε η πρώτη «Διακήρυξη των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και του Πολίτη»- και ο Μέτερνιχ χρησιμοποίησε όλα τα μέσα για να πραγματώσει αυτόν το σιωπηρό πόθο των δεσποτών. Αλλά, μακροπρόθεσμα, οι αντιουμανιστικές προσπάθειες του είχαν τόσο μικρή επιτυχία όσο και εκείνες του Ναπολέοντα, ο οποίος είχε για την ελευθερία απολύτως ίδιες απόψεις με αυτές του Μουσολίνι και είχε προσπαθήσει σαν μανιακός να υποτάξει κάθε ανθρώπινο συναίσθημα και κάθε σφυγμό της κοινωνικής ζωής στο ρυθμό της γιγαντιαίας πολιτικής μηχανής του.
Ακόμα και ο αλαζονικός ισχυρισμός του φασισμού ότι »δε γνωρίζει καθόλου είδωλα, καθόλου λατρείες, καθόλου φετίχ» στερείται κάθε σημασίας, διότι ο φασισμός έχει απλώς γκρεμίσει τα είδωλα και έχει αναποδογυρίσει τις βάσεις τους για να τοποθετήσει στη θέση τους έναν γιγαντιαίο Μολώχ που αρπάζει την ψυχή του ανθρώπου και λυγίζει το πνεύμα του κάτω από έναν καινούργιο ζυγό που έχει ως αρχή του το ότι «το κράτος είναι το παν και ο άνθρωπος τίποτε!». Ο σκοπός της ζωής του πολίτη θα εκπληρωθεί μόνον εάν αυτός απορροφηθεί από το κράτος, δηλαδή «εάν καταβροχθιστεί από την κρατική μηχανή και κατόπιν ξερασθεί σαν ένα άψυχο μηδενικό». Αυτό είναι όλο και όλο το έργο του αποκαλούμενου «ολοκληρωτικού κράτους», που έχει δημιουργηθεί στην Ιταλία και τη Γερμανία.
Για την επίτευξη αυτού του σκοπού, το πνεύμα έχει καταπατηθεί, κάθε ανθρώπινο συναίσθημα έχει αλυσοδεθεί και οι καινούργιοι σπόροι από τους οποίους έπρεπε να αναπτυχθεί το μέλλον έχουν συνθλίβει με αναίσχυντη κτηνωδία. Δεν είναι μόνον τα εργατικά κινήματα όλων των τάσεων που έγιναν θύματα της φασιστικής δικτατορίας· καθένας που τόλμησε να αντισταθεί απέναντι στα τιποτένια όργανά του ή ακόμα και να υιοθετήσει μία ουδέτερη στάση απέναντι στους καινούργιους κυρίαρχους όφειλε να μάθει εξ ιδίας πείρας πώς ο φασισμός «βαδίζει πάνω στο σώμα της ελευθερίας».
Η τέχνη, το θέατρο, η επιστήμη, η λογοτεχνία και η φιλοσοφία περιήλθαν υπό την αισχρή κηδεμονία ενός καθεστώτος που οι αμαθείς ηγέτες του δε δίστασαν να διαπράξουν κάθε έγκλημα προκειμένου να πάρουν την εξουσία και να την διατηρήσουν. Ο αριθμός των θυμάτων που δολοφονήθηκαν από τους αναίσθητους παλιάνθρωπους εκείνες τις αιματηρές ημέρες που ο φασισμός πήρε την εξουσία στην Ιταλία (και αργότερα στην Ιταλία και τη Γερμανία) ανέρχεται σε χιλιάδες.
Πολλές άλλες χιλιάδες αθώων ανθρώπων εκδιώχθηκαν από τα σπίτια τους και οδηγήθηκαν στην εξορία, μεταξύ των οποίων και ένας μεγάλος αριθμός διαπρεπών λογίων και καλλιτεχνών παγκόσμιας φήμης, που σε κάθε άλλο έθνος θα θεωρούνταν τιμή για τη χώρα. Βαρβαρικές ορδές επέδραμαν στα σπίτια φιλήσυχων πολιτών, λεηλάτησαν τις βιβλιοθήκες τους και δημοσίως έριξαν στην πυρά εκατοντάδες χιλιάδες από τα καλύτερα βιβλία. Χιλιάδες άλλοι αρπάχθηκαν από τις οικογένειές τους και πετάχθηκαν σε στρατόπεδα συγκεντρώσεως, όπου καθημερινά τσαλαπατιόταν η ανθρώπινη αξιοπρέπειά τους, και πολλοί απ’ αυτούς βασανίσθηκαν μέχρι θανάτου από άνανδρους δημίους ή οδηγήθηκαν στην αυτοκτονία.
Στη Γερμανία, αυτή η τρέλα προσέλαβε ιδιαζόντως άγριες μορφές εξαιτίας του τεχνηέντως δημιουργημένου ρατσιστικού φανατισμού, που κατευθύνεται κυρίως εναντίον του εβραϊκού λαού. Ξαφνικά, αφυπνίσθηκε και ξαναζωντάνεψε η βαρβαρότητα των περασμένων αιώνων. Ένας φοβερός κατακλυσμός χυδαίων εμπρηστικών φυλλαδίων, που απευθύνονται στα χαμηλότερα ένστικτα των ανθρώπων, σάρωσε τη Γερμανία και γέμισε με λάσπη όλους τους αγωγούς μέσα από τους οποίους διαμορφώνεται η κοινή γνώμη.5
Περιοχές της ζωής που και ο πιο άγριος δεσποτισμός είχε μέχρι σήμερα αφήσει ανέγγιχτες, όπως επί παραδείγματι οι σχέσεις των δύο φύλων, τίθενται τώρα στη Γερμανία υπό την εποπτεία του κράτους. Έχουν διοριστεί ειδικοί υπάλληλοι της φυλής» για να προστατεύουν το λαό από τη «φυλετική ατίμωση», να στιγματίζουν ως εγκλήματα τους γάμους μεταξύ των Εβραίων ή των έγχρωμων και των αποκαλούμενων «Άριων» και να επιβάλλουν ποινές. Έτσι, η σεξουαλική ηθική έχει, τελικά, με επιτυχία φθάσει στο επίπεδο της εκτροφής ζωοειδών. Αυτά είναι τα ευλογημένα αποτελέσματα του ολοκληρωτικού κράτους του Χίτλερ.
Ο φασισμός χαιρετίστηκε ως η αρχή της αντιφιλελεύθερης εποχής στην ευρωπαϊκή ιστορία που εκπήγασε από τις ίδιες τις μάζες και ως εκ τούτου παρουσιάστηκε ως απόδειξη του ότι «η εποχή του ατόμου» παρήλθε. Στην πραγματικότητα όμως, πίσω απ’ αυτό το κίνημα βρισκόταν απλώς ο αγώνας για πολιτική εξουσία μιας μικρής μειοψηφίας, η οποία ήταν αρκετά έξυπνη να χρησιμοποιήσει μια εξαιρετική κατάσταση προς όφελος των δικών της στόχων. Και σ’ αυτήν την περίπτωση, τα λόγια του νεαρού στρατηγού Βοναπάρτη αποδεικνύονται αληθινά:
«Δώσε στο λαό ένα παιχνίδι· αυτός θα περνά τον καιρό του παίζοντας, και εμείς θα τον οδηγούμε όπου θέλουμε, υπό τον όρο ότι ευφυώς του αποκρύβουμε τον τελικό στόχο”.
Και για την ευφυή απόκρυψη αυτού του τελικού στόχου δεν υπάρχει καλύτερο μέσο από τη θρησκευτική προσέγγιση της μάζας και από τον εμποτισμό της με την πίστη ότι αποτελεί ένα ιδιαιτέρως επιλεγμένο όργανο μιας ανώτερης δύναμης και ότι εξυπηρετεί έναν ιερό σκοπό που δίνει πράγματι περιεχόμενο και χρώμα στη ζωή της. Αυτή η συνάρθρωση του φασιστικού κινήματος με το θρησκευτικό συναίσθημα των μαζών αποτελεί την πραγματική δύναμή του. Διότι ο φασισμός είναι απλώς ένα θρησκευτικό μαζικό κίνημα με πολιτική μορφή και οι ηγέτες του δεν παραμελούν κανένα μέσο, προκειμένου να διατηρήσει και στο μέλλον τον ίδιο χαρακτήρα.
Ο καθηγητής Βερν της Ιατρικής Σχολής της Σορβόνης, που εκπροσώπησε τη Γαλλία στο «Διεθνές Συνέδριο για την Πρόοδο της Επιστήμης», που διεξήχθη στην Μπολώνια το 1927, περιέγραψε στη γαλλική εφημερίδα Ημερήσια την παράξενη εντύπωση που του δημιούργησε η Ιταλία:
«Στην Μπολώνια είχαμε την εντύπωση ότι βρισκόμαστε στην πόλη της έκστασης. Οι τοίχοι ήταν εξ ολοκλήρου καλυμμένοι από αφίσες, που προσέδιδαν στην πόλη ένα μυστικιστικό χαρακτήρα: «Ο θεός τον έχει στείλει σε μας- αλίμονο σε όποιον τον προσβάλει!». Το πορτρέτο του Ντούτσε έπρεπε να είναι αναρτημένο σε όλες τις βιτρίνες των καταστημάτων. Το σύμβολο του φασισμού, ένα λαμπερό έμβλημα, ανυψώθηκε σε όλα τα μνημεία, ακόμα και στον περίφημο πύργο της Μπολώνιας».
Σ’ αυτά τα λόγια του Γάλλου καθηγητή αντικατοπτρίζεται το πνεύμα ενός κινήματος που βρίσκει το ισχυρότερο στήριγμά του στις πρωτόγονες ανάγκες αφοσιώσεως των μαζών και που μπορεί, ακριβώς επειδή ικανοποιεί αρκετά την πίστη τους στα θαύματα, να επηρεάζει, σε σημαντικό βαθμό, μεγάλα τμήματα του πληθυσμού, που νοιώθουν απογοητευμένα από όλα τα άλλα κινήματα. Τώρα, παρατηρούμε το ίδιο φαινόμενο στη Γερμανία, όπου ο εθνικισμός, εντός ενός εκπληκτικότατα βραχέος χρονικού διαστήματος, αναπτύχθηκε σε ένα γιγαντιαίο κίνημα και διαπότισε εκατομμύρια ανθρώπων με μια τυφλή έκσταση, σε βαθμό που να προσδοκούν, με υπέρμετρο ζήλο, τον ερχομό του Τρίτου Ράιχ και να αναμένουν από έναν άνθρωπο, που λίγα χρόνια πριν ήταν εντελώς άγνωστος και δεν είχε δώσει έστω και την παραμικρή απόδειξη οποιασδήποτε δημιουργικής ικανότητας, να θέσει τέλος σε όλες τις δυστυχίες τους.
Όπως ο φασισμός, έτσι και ο εθνικοσοσιαλισμός δεν αποτελεί, σε τελική ανάλυση, παρά ένα εργαλείο για την κατάκτηση της πολιτικής εξουσίας από μια μικρή κάστα, η οποία, προκειμένου να ανακτήσει τη μετά τον πρώτο παγκόσμιο πόλεμο απολεσθείσα θέση της, θεωρεί κατάλληλο κάθε μέσο που τής δίνει την ελπίδα «να αποκρύβει ευφυώς τον τελικό στόχο», όπως επιθυμούσε να το διατυπώνει ο παμπόνηρος Ναπολέοντας. Ωστόσο, το εθνικοσοσιαλιστικό κίνημα αυτό καθε- αυτό έχει όλα τα χαρακτηριστικά μιας μαζικής θρησκευτικής πλάνης, καλλιεργημένης ενσυνειδήτως από τους υποκινητές του για να τρομάξει τους αντιπάλους του και να τους οδηγήσει στην εγκατάλειψη του αγώνα, ακόμα και μια συντηρητική εφημερίδα όπως η “Καθημερινή Ανασκόπηση”, λίγο πριν την άνοδο του Χίτλερ στην εξουσία, χαρακτήριζε τη θρησκευτική ιδεοληψία του εθνικοσοσιαλιστικού κινήματος ως εξής:
“Ο Χίτλερ ξεπερνά κατά πολύ ακόμα και τον Πάπα το βαθμό του σεβασμού που απολαμβάνει. Αρκεί να διαβάσει κανείς το εθνικό όργανό του “Εθνικός Παρατηρητής”. Κάθε μέρα που περνάει, όλο και περισσότερες δεκάδες χιλιάδες ανθρώπων τον λατρεύουν. Αθώα παιδάκια σκορπούν λουλούδια στο κεφάλι του. Οι ουρανοί στέλνουν σαν δώρο «την καταιγίδα του Χίτλερ». Το αεροπλάνο του αψηφά τα απειλητικά στοιχεία. Κάθε φύλο της εφημερίδας του δείχνει τον Φύρερ σε καινούριες πόζες. Ευτυχισμένος όποιος τον έχει κοιτάξει κατάματα! Σήμερα στη Γερμανία, στο όνομά του ευχόμαστε καλή τύχη ο ένας στο άλλον, λέγοντας «Χάι Χίτλερ!».
Στα νεογέννητα δίνουν το όνομά του. Μπροστά στην εικόνα του αναζητούν την ευτυχία οι ερωτευμένες ψυχές. Στην εφημερίδα του διαβάζουμε για «τον Εντιμότατο Αρχηγό Μας», με κεφαλαία γράμματα κάθε λέξη που αναφέρεται στον Χίτλερ. Όλα αυτά θα ήταν αδύνατο να συμβούν εάν ο Χίτλερ δεν ενθάρρυνε αυτήν την αποθέωση … Με πόση θρησκευτική ζέση οι μάζες πιστεύουν στην αποστολή του και στο μελλοντικό χιτλερικό Ράιχ φαίνεται από αυτήν την παραλλαγή του Πάτερ Ημών που κυκλοφόρησε ανάμεσα στις ομάδες κοριτσιών του χιτλερικού κινήματος:
«Αδόλφε Χίτλερ, εσύ είσαι ο Μεγάλος Ηγέτης μας. Το όνομά σου προκαλεί τρόμο στους εχθρούς σου. Το Τρίτο Ράιχ έρχεται. Μόνον η βούλησή σου θα γίνει νόμος επί της γης. Άφησέ μας να ακούμε καθημερινά τη φωνή σου και δώσε μας εντολές μέσω των ηγετών σου, και εμείς υποσχόμαστε να υπακούουμε με τίμημα ακόμα και τη ζωή μας. Αυτός είναι ο όρκος μας απέναντι σου! Χάι Χίτλερ!»».
Θα μπορούσε κάποιος με ηρεμία να παραβλέψει αυτήν την τυφλή θρησκευτική ζέση, που με την παιδική αδυναμία της φαίνεται σχεδόν ακίνδυνη. Ωστόσο, αυτό το φαινομενικώς ακίνδυνο εξαφανίζεται αμέσως όταν ο φανατισμός των ζηλωτών χρησιμοποιείται από τους ισχυρούς και τους εξουσιολάγνους ως όργανο για την εξυπηρέτηση των μυστικών σχεδίων τους. Διότι αυτή η παραπλανημένη πίστη των ανώριμων, τροφοδοτούμενη από τις κρυμμένες πηγές του θρησκευτικού συναισθήματος, εξελίσσεται σε μια άγρια φρενίτιδα και σ’ ένα όπλο ακαταμάχητης δύναμης, που προετοιμάζει το έδαφος για την επιτέλεση κάθε κακού.
Δεν μπορούμε να υποστηρίξουμε ότι η μεγάλη υλική ανάγκη των ημερών μας αποτελεί το μοναδικό υπεύθυνο γι’ αυτήν τη μαζική πλάνη, η οποία αφαιρεί από τους αδύναμους ανθρώπους, εξαιτίας της μακροχρόνιας μιζέριας, τη λογική ικανότητα και τους κάνει να εμπιστεύονται τον οποιονδήποτε τρέφει την πείνα τους με σαγηνευτικές υποσχέσεις. Η πολεμική φρενίτιδα του 1914, που έριξε ολόκληρο τον κόσμο μέσα σε μια τρελή δίνη και έκανε τους ανθρώπους απρόσιτους σε κάθε έκκληση της λογικής, εξαπολύθηκε σε μια εποχή που ο λαός ήταν σε πολύ καλύτερη υλική κατάσταση και δεν υφίστατο την καθημερινή απειλή της οικονομικής ανασφάλειας.
Αποδεικνύεται λοιπόν, ότι το συγκεκριμένο φαινόμενο δεν μπορεί να εξηγηθεί απλώς με οικονομικούς λόγους και ότι στο υποσυνείδητο του ανθρώπου υπάρχουν λανθάνουσες δυνάμεις που δεν μπορεί να κατανοηθούν λογικά: είναι όλες αυτές οι δυνάμεις που σχηματίζουν τη θρησκευτική παρόρμηση, η οποία παραμένει ακόμα ζωντανή μέσα στους σημερινούς ανθρώπους, μολονότι οι μορφές της πίστης έχουν αλλάξει. Η κραυγή των Σταυροφόρων «Ο Θεός το θέλει!» μετά δυσκολίας θα ξαναηχούσε στη σημερινή Ευρώπη, αλλά υπάρχουν εκατομμύρια ανθρώπων που είναι έτοιμοι για όλα εάν το έθνος το θέλει! Το θρησκευτικό συναίσθημα έχει προσλάβει πολιτικές μορφές και ο σύγχρονος πολιτικός άνθρωπος αντιμετωπίζει το φυσικό άνθρωπο τόσο ανταγωνιστικά όσο και ο άνθρωπος των παρελθόντων αιώνων, που ήταν πιασμένος στη λαβίδα του εκκλησιαστικού δογματισμού.
Η μαζική πλάνη των πιστών αυτή καθεαυτήν θα ήταν μάλλον ασήμαντη, διότι πάντοτε αναζητά μέσα στις πηγές του υπερφυσικού και ελάχιστα ρέπει προς πρακτικές έγνοιες. Αλλά οι σκοποί εκείνων στους οποίους αυτή η πλάνη χρησιμεύει ως όργανο για την επίτευξη τωv στόχων τους είναι πολύ σημαντικοί, μολονότι μέσα στη δίνη των μαζικών γεγονότων τα μυστικά κίνητρά τους δεν είναι εν γένει αντιληπτά. Και εδώ βρίσκεται ο κίνδυνος. Ο απόλυτος δεσπότης του παρελθόντος μπορούσε να ισχυρίζεται ότι αντλεί την εξουσία του από τη χάρη του Θεού, αλλά οι συνέπειες των πράξεών του πάντοτε αντανακλώνταν στο πρόσωπό του, διότι, μπροστά στον κόσμο, το όνομά του έπρεπε να σκεπάζει τα πάντα, δίκαια και άδικα, αφ’ ης στιγμής η βούλησή του ήταν ο υπέρτατος νόμος. Αλλά κάτω από το σκέπασμο του έθνους τα πάντα πρέπει να κρύβονται. Η εθνική σημαία σκεπάζει κάθε αδικία, κάθε απανθρωπιά, κάθε ψέμα, κάθε ύβρη, κάθε έγκλημα. Η συλλογική ευθύνη του έθνους σκοτώνει το ατομικό αίσθημα δικαίου και οδηγεί τον άνθρωπο στο σημείο να παραβλέπει κάθε αδικία που διαπράττεται, η οποία μάλιστα μπορεί να τού φαίνεται και ως μία αξιέπαινη πράξη, αφ’ ης στιγμής από σκοπεί στο συμφέρον του έθνους.
Όπως πολύ σωστά έχει πει ο Ινδός ποιητής και φιλόσοφος Ταγκόρ:
«Η ιδέα του έθνους είναι ένα από τα πιο ισχυρά αναισθητικά που έχει ποτέ επινοήσει ο άνθρωπος. Με τη δράση αυτού του αναισθητικού ένας ολόκληρος λαός μπορεί να οδηγηθεί συστηματικά στον πιο δηλητηριώδη εγωισμό, χωρίς να έχει καμία συνείδηση της ηθικής διαστροφής του· μάλιστα, αισθάνεται πολύ χολωμένος όταν κάποιος τού την αποκαλύπτει».6
Ο Ταγκόρ ονόμασε το έθνος «οργανωμένο εγωισμό’ Είναι μια καλά επιλεγμένη ονομασία, αλλά δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι πάντοτε έχουμε να κάνουμε με τον οργανωμένο εγωισμό προνομιούχων μειοψηφιών, οι οποίες κρύβονται πίσω από τη μάσκα του έθνους και πίσω από την ευπιστία των μαζών. Μιλάμε για εθνικά συμφέροντα, για εθνικό κεφάλαιο, για σφαίρα εθνικών ενδιαφερόντων, για εθνική τιμή και για εθνικό πνεύμα, αλλά ξεχνάμε ότι πίσω απ’ όλα αυτά κρύβονται απλώς τα εγωιστικά συμφέροντα των εξουσιολάγνων πολιτικών και των κερδολάγνων επιχειρηματιών, για τους οποίους το έθνος αποτελεί ένα βολικό κάλυμμα, που κρύβει από τα μάτια του κόσμου την προσωπική απληστία τους και τα σχέδιά τους για πολιτική εξουσία.
Η απρόσμενη ανάπτυξη του βιομηχανικού καπιταλισμού έχει επαυξήσει τη δυνατότητα της εθνικής μαζικής υποβολής σ’ ένα βαθμό αδιανόητο στο παρελθόν. Στις σύγχρονες μεγάλες πόλεις και τα κέντρα της βιομηχανικής δραστηριότητας, ζουν εκατομμύρια άνθρωποι, στοιβαγμένοι ο ένας πάνω στον άλλον, που, υπό την παρότρυνση του ραδιοφώνου, του κινηματογράφου, των κομμάτων και εκατοντάδων άλλων μέσων, εκγυμνάζονται πνευματικά και ψυχικά να υιοθετούν μια συγκεκριμένη και προδιαγεγραμμένη στάση, και έτσι χάνουν την ανεξαρτησία της προσωπικής ζωής τους. Μέσα στη διαδικασία της γιγαντιαίας καπιταλιστικής βιομηχανίας, η εργασία έχει γίνει άψυχη και έχει απολέσει το χαρακτήρα της δημιουργικής χαράς. Εκπίπτοντας σε έναν ανιαρό αυτοσκοπό, έχει υποβιβάσει τον άνθρωπο σε αιώνιο δούλο και του έχει ληστέψει ότι το πολυτιμότερο έχει: την εσωτερική χαρά του ολοκληρωμένου έργου και τη δημιουργική παρόρμηση της προοπικότητας. Το άτομο αισθάνεται ότι είναι απλώς ένα ασήμαντο στοιχείο ενός γιγαντιαίου μηχανισμού, μπροστά στην πληκτική μονοτονία του οποίου εξαφανίζεται προσωπική παρέμβαση.
Ενώ ο άνθρωπος υπέταξε τις δυνάμεις της φύσης, λησμόνησε να προσδώσει στις ενέργειές του ένα ηθικό περιεχόμενο και να καταστήσει τις διανοητικές κατακτήσεις του εξυπηρετικές της κοινότητας. Έγινε ο ίδιος σκλάβος του εργαλείου που δημιούργησε. Είναι αυτό το αμετακίνητο, πελώριο φορτίο της μηχανής που μας λυγίζει και κάνει τη ζωή μας κόλαση. Δεν είμαστε πλέον άνθρωποι και έχουμε μετατραπεί σε επαγγελματίες, σε επιχειρηματίες, σε κομματικοποιημένους.
Προκειμένου να διατηρήσουμε την «εθνική ιδιαιτερότητα» μας, έχουμε υποχρεωθεί να φορέσουμε το ζουρλομανδύα του έθνους· ρίξαμε στα σκυλιά την ανθρωπιά μας η σχέση μας με τα άλλα έθνη έχει μετατραπεί σε υποψία και μίσος. Θυσιάζουμε κάθε χρόνο τεράστια ποσά του εισοδήματος μας για την άμυνα του έθνους, ενώ ο λαός βυθίζεται σε όλο και βαθύτερη μιζέρια. Κάθε χώρα έχει μετατραπεί σε οχυρωμένο στρατόπεδο, απ όπου παρακολουθεί με εσωτερικό φόβο και με ολέθρια καχυποψία κάθε κίνηση της γειτονικής χώρας, πανέτοιμη πάντα να συμμετέχει σε συνωμοσίες εναντίον της ή να πλουτίζει εις βάρος της. Ως εκ τούτου, το έθνος πρέπει να εμπιστεύεται τις υποθέσεις του σε ανθρώπους με ελαστική συνείδηση, διότι μόνον άνθρωποι τέτοιου είδους μπορεί να λειτουργούν στις αιώνιες ομάδες της εσωτερικής και εξωτερικής πολιτικής. Ο Σαιν Σιμόν το είχε κατανοήσει με σαφήνεια όταν είπε.
«Κάθε λαός που ετοιμάζεται για κατάκτηση είναι υποχρεωμένος να απελευθερώσει τα πιο κακά πάθη του και να δώσει τις σημαντικότερες θέσεις σε ανθρώπους με βίαιο χαρακτήρα και σε όσους αποδεικνύονται οι πιο πανούργοι».
Δίπλα σε όλα αυτά, υπάρχει και ο διαρκής τρόμος του πολέμου, του οποίου οι φριχτές συνέπειες γίνονται κάθε μέρα όλο και πιο αδιανόητες, όλο και πιο φοβερές. Ούτε οι αμοιβαίες συνθήκες και συμφωνίες με τα άλλα έθνη μας προσφέρουν κάποια παρηγοριά, διότι όλες υπογράφονται βάσει ξεκάθαρων και υστερόβουλων κινήτρων εξουσίας. Οι εθνικές πολιτικές βασίζονται στον πιο επικίνδυνο εγωισμό και, συνεπώς, ποτέ δεν μπορεί να οδηγήσουν στην εξασθένιση των εθνικών ανταγωνισμών, για να μην αναφερθούμε στην επιθυμητή ολικής αφάνισή τους.
Από την άλλη πλευρά, έχουμε αυξήσει και αναπτύξει την τεχνική ικανότητά μας σ’ ένα βαθμό σχεδόν φανταστικό και ωστόσο ο άνθρωπος δεν έχει γίνει πλουσιότερος· αντιθέτως, έχει γίνει φτωχότερος. Η βιομηχανία μας βρίσκεται σε μια κατάσταση διαρκούς ανασφάλειας. Και ενώ αγαθά, αξίας δισεκατομμυρίων, καταστρέφονται εγκληματικά, προκειμένου να διατηρηθούν σταθερές οι τιμές, σε κάθε χώρα εκατομμύρια άνθρωποι ζουν μέσα στην πιο φριχτή φτώχεια ή πεθαίνουν εξαθλιωμένοι μέσα σ’ έναν κόσμο της αφθονίας και της αποκαλούμενης «υπερπαραγωγής».
Η μηχανή, που έπρεπε να κάνει την εργασία ευκολότερη για τον άνθρωπο την έκανε δυσκολότερη και έχει μετατρέψει βαθμιαία τον ίδιο τον εφευρέτη της σε μηχανή που πρέπει προσαρμόζεται σε κάθε κίνηση των ατσάλινων γραναζιών και μοχλών. Και ακριβώς όπως υπολογίζουν, με τη μεγίστη δυνατή ακρίβεια, την ικανότητα των θαυμάσιων μηχανών, κατά τον ίδιο τρόπο υπολογίζουν, με καθορισμένες επιστημονικές μεθόδους, τη μυϊκή και νευρική δύναμη των ζωντανών παραγωγών και δεν καταλαβαίνουν ότι καταστρέφουν την ψυχή τους και βεβηλώνουν ολοσχερώς την ανθρωπιά τους.
Έχουμε περιέλθει, σε μεγάλο βαθμό, υπό την κυριαρχία των μηχανικών και έχουμε θυσιάσει την ανθρωπιά μας στο θανατηφόρο ρυθμό της μηχανής, χωρίς οι περισσότεροι από εμάς να έχουμε συνειδητοποιήσει την τερατωδία αυτής της διαδικασίας. Γι’ αυτό και συχνά αντιμετωπίζουμε αυτή τη διαδικασία με αδιαφορία και ψυχρότητα, λες και έχουμε να κάνουμε με άψυχα πράγματα και όχι με τη μοίρα μας ως ανθρώπων. Προκειμένου να διατηρείται αυτή η κατάσταση, θέτουμε στην υπηρεσία του μαζικού φόνου όλα τα επιστημονικά και τεχνολογικά επιτεύγματα· εκπαιδεύουμε τους νέους μας για να γίνονται ένστολοι δολοφόνοι, παραδίνουμε το λαό στην άψυχη τυραννία της γραφειοκρατίας, θέτουμε τους ανθρώπους, από τη κούνια μέχρι τον τάφο τους, υπό αστυνομική επιτήρηση, χτίζουμε παντού φυλακές και αναμορφωτήρια και γεμίζουμε τη χώρα με ολόκληρους στρατούς πληροφοριοδοτών και χαφιέδων.
Μία τέτοια «τάξη», από τη δηλητηριώδη μήτρα της οποίας γεννιούνται – όπως από τα δηλητηριώδη μικρόβια των καταστρεπτικών λοιμών- αιωνίους η κτηνώδης βία, η αδικία, το ψεύδος, το έγκλημα και η ηθική σαπίλα, δε θα έπρεπε βαθμιαία να πείσει ακόμα και τα πιο συντηρητικά μυαλά ότι είναι μια τάξη που την πληρώνουμε πολύ ακριβά;
Η ανάπτυξη της τεχνολογίας επιζημία της ανθρώπινης προσωπικότητας και ιδιαιτέρως η μοιρολατρική διάθεση με την οποία η μεγάλη πλειοψηφία ενδίδει σ’αυτή την κατάσταση εξηγούν το λόγο για τον οποίο ο πόθος για ελευθερία είναι ελάχιστα ζωντανός ανάμεσα στους σημερινούς ανθρώπους και σε πολλούς από αυτούς έχει υποκατασταθεί πλήρως από την επιθυμία για οικονομική ασφάλεια. Αυτό το φαινόμενο δεν είναι και τόσο παράξενο, από τη στιγμή που η όλη εξέλιξη έχει φτάσει σε ένα στάδιο όπου σχεδόν όλοι οι άνθρωποι είτε κυρίαρχοι είτε κυριαρχούμενοι· ορισμένες φορές ο ίδιος άνθρωπος είναι και τα δύο. Ως εκ τούτου, η στάση της υποταγής έχει τα μέγιστα ενδυναμωθεί, διότι ένας αληθινά ελεύθερος άνθρωπος δε θέλει να παίζει το ρόλο ούτε του κυρίαρχου ούτε του κυριαρχούμενου.
Αντιθέτως, ενδιαφέρεται πρωτίστως να πραγματώνει τις εσωτερικές αξίες του και τις προσωπικές δυνατότητες του κατά τρόπον που να τον καθιστά ικανό να χρησιμοποιεί την κρίση του σε όλα τα ζητήματα και να είναι ανεξάρτητος κατά τη δράση του. Η παρατεταμένη κηδεμόνευση της δράσης και της σκέψης μας μάς έχει κάνει αδύναμους και ανεύθυνους· και από εδώ εκπηγάζει η επανειλημμένη απαίτηση για έναν «ισχυρό άνδρα» που θα θέσει τέλος στις δυστυχίες μας. Αυτή η απαίτηση για ένα δικτάτορα δεν είναι σημάδι δυνάμεως αλλά απόδειξη εσωτερικής ανασφάλειας και αδυναμίας, έστω και αν προσπαθούν όσοι προβάλλουν αυτή την απαίτηση να παρουσιάζουν τους εαυτούς τους ως πολύ αποφασισμένους. Ο άνθρωπος επιθυμεί πάρα πολύ ό,τι πάρα πολύ του λείπει. Όταν αισθανόμαστε αδύναμοι, αναζητούμε τη σωτηρία στη δύναμη ενός άλλου· όταν είμαστε φοβισμένοι και δεν τολμάμε να κουνήσουμε τα χέρια μας για να σφυρηλατήσουμε τη μοίρα μας, τότε την εμπιστευόμαστε στα χέρια ενός άλλου. Πόσο δίκαιο είχε ο Ζόιμε όταν είπε: «Το έθνος που μπορεί να σωθεί μόνον από έναν άνδρα και που θέλει να σωθεί κατ’ αυτόν τον τρόπο αξίζει ένα καλό μαστίγωμα!».
Ο σωστός δρόμος μπορεί να βρίσκεται μόνον προς την κατεύθυνση της ελευθερίας, διότι κάθε δικτατορία θεμελιώνεται πάνω σε μια ακραία στάση υποταγής που ποτέ δεν μπορεί να προωθήσει την υπόθεση της απελευθέρωσης. Ακόμα και όταν η δικτατορία θεωρείται ως ένα μεταβατικό και αναγκαίο στάδιο για την πραγματοποίηση του τελικού στόχου, η πρακτική δραστηριότητα των ηγετών της, ακόμα και στην περίπτωση που πράγματι έχουν την πιο ειλικρινή πρόθεση για την εξυπηρέτηση της υπόθεσης του λαού, τους υποχρεώνει να απομακρύνονται όλο και περισσότερο από τον αρχικό στόχο. Κι αυτό όχι μόνον επειδή κάθε προσωρινή κυβέρνηση, όπως πολύ σωστά είπε ο Προυντόν, προσπαθεί να καταστεί μόνιμη, αλλά, πρωτίστως, επειδή κάθε εξουσία είναι εγγενώς μη δημιουργική και έτσι οδηγεί τον κάτοχό της σε εσφαλμένες και αρνητικές ενέργειες.
Εκείνοι που πιστεύουν ότι η εξουσία μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως μέσο για την πραγματοποίηση ενός σκοπού, πρέπει να καταλάβουν ότι σύντομα το ίδιο το μέσο μεταμορφώνεται σε σκοπό, μπροστά στον οποίον όλα τα άλλα εξαφανίζονται. Είναι ακριβώς το γεγονός ότι η εξουσία είναι άγονη και δεν μπορεί η ίδια γεννήσει τίποτε το δημιουργικό που την υποχρεώνει να προσπαθεί να θέσει στην υπηρεσία της τις δημιουργικές δυνάμεις της κοινωνίας. Υποχρεώνεται να προσποιείται προκειμένου να κρύψει την αδυναμία της και έτσι οι κάτοχοί της παρασύρονται σε ψεύτικες υποσχέσεις και σε συνειδητή παραπλάνηση. Πασχίζοντας να καταστήσει τη δημιουργική δύναμη της κοινότητας εξυπηρετική των δικών της σκοπών, διαλύει τις πιο βαθιές ρίζες αυτής της δημιουργικής δύναμης και αποξηραίνει τις πήγες κάθε δημιουργικής δραστηριότητας, γιατί αυτή η τελευταία, ενώ αποδέχεται πάντα κάθε αναζωογονητικό ερέθισμα, δεν μπορεί ποτέ να ανεχθεί τον εξαναγκασμό.
Ένας λαός δεν μπορεί ποτέ να απελευθερωθεί, υποτασσόμενος σε μια καινούργια και ισχυρότερη εξουσία και περιστρεφόμενος έτσι πάλι γύρω από τον ίδιο φαύλο κύκλο της βλακείας. Κάθε μορφή υποταγής οδηγεί αναπόφευκτα σε ένα καινούργιο σύστημα σκλαβιάς· η δικτατορία μάλιστα οδηγεί στη σκλαβιά περισσότερο από κάθε άλλη μορφή κυβερνήσεως, διότι καταπνίγει βιαίως κάθε αντίθετη προς τη δραστηριότητα των ηγετών της άποψη και έτσι φράζει εκ των προτέρων το δρόμο προς μια καλύτερη κατανόηση των καταστάσεων.
Ωστόσο, κάθε κατάσταση υποταγής έχει τις ρίζες στη θρησκευτική συνείδηση του ανθρώπου και ακρωτηριάζει τις δημιουργικές δυνάμεις του, οι οποίες μπορεί να αναπτύσσονται σωστά μόνο μέσα στην ελευθερία. Ολόκληρη η ιστορία της ανθρωπότητας υπήρξε μέχρι σήμερα ένας αδιάλειπτος αγώνας μεταξύ των πολιτιστικών, δημιουργικών δυνάμεων της κοινωνίας και των εξουσιαστικών στόχων των ιδιαίτερων καστών, των οποίων οι ηγέτες επέβαλλαν πάντοτε ή προσπαθούσαν να επιβάλλουν συγκεκριμένους περιορισμούς σε κάθε πολιτιστική προσπάθεια. Ο πολιτισμός δίνει στον άνθρωπο συνείδηση της ανθρωπιάς του και της δημιουργικής δύναμής του. Αντιθέτως, η εξουσία αναπτύσσει μέσα του το αίσθημα της υποταγής και της δουλικής δέσμευσης.
Είναι απαραίτητο να απαλλαγεί ο άνθρωπος από την κατάρα της εξουσίας και από τον κανιβαλισμό της εκμετάλλευσης, προκειμένου να απελευθερώσει πλήρως μέσα του εκείνες τις δημιουργικές δυνάμεις που μπορεί να προσφέρουν συνεχώς καινούργιο νόημα στη ζωή του. Η εξουσία υποβιβάζει τον άνθρωπο σε ένα νεκρό στοιχείο μιας μηχανής που τίθεται σε κίνηση από μια ανώτερη βούληση. Αντιθέτως, ο πολιτισμός καθιστά τον άνθρωπο αφέντη και δημιουργό της μοίρας του και τού εμβαθύνει εκείνο το αίσθημα της κοινότητας με τους άλλους από το οποίο γεννιέται καθετί μεγάλο. Η απελευθέρωση του ανθρώπου από την οργανωμένη δύναμη του κράτους και από τα ασφυκτικά δεσμά του έθνους αποτελεί την αρχή για μια νέα ανθρωπότητα, που στην ελευθερία αισθάνεται να μεγαλώνουν τα φτερά της και στην κοινότητα εφευρίσκει την αληθινή δύναμή της. Η παλιά και ευγενική σοφία του Λάο Τσε διατηρεί την αλήθειά της ακόμα και για το μέλλον:
Το να κυβερνάς σύμφωνα με το Δρόμο σημαίνει να
κυβερνάς χωρίς βία:
Ένα δίκαιο και σωστό δούναι και λαβείν βασιλεύει μέσα στην κοινότητα.
Όπου υπάρχει πόλεμος, μεγαλώνουν τα αγκάθια,
και η χρονιά φεύγει χωρίς σοδειά.
Ο καλός άνθρωπος Είναι και δεν καταφεύγει στη βία,
Είναι και δεν προτιμά τα μεγαλεία,
Είναι και δεν προτιμά την έπαρση ή τη δόξα,
Είναι και δεν επιβεβαιώνει τον εαυτό του με πράξεις,
Είναι και δε θεμελιώνει τον εαυτό του πάνω στην αυστηρότητα,
Είναι και δε χολοσκάει για εξουσία.
Το Ζενίθ σημαίνει κατάπτωση,
Καθετί έξω από το Δρόμο είναι εναντίον του Δρόμου.
*) Ένα μικρο βιογραφικό για τον Ρούντολφ Ρόκερ εδώ: Ρούντολφ Ρόκερ
**) Σχετικά με το τετράτομο έργο του Ρούντολφ Ρόκερ “Εθνικισμός και Πολιτισμός”
Από την εποχή του Α’ Παγκόσμιου Πολέμου, ο Ρόκερ άρχισε να συλλέγει το υλικό για τη συγγραφή του έργου του “Εθνικισμός και Πολιτισμός”. Το 1933 είχε γράψει και το τελευταίο κεφάλαιο και λίγο πριν την άνοδο του Χίτλερ στην κρατική εξουσία ήταν έτοιμο ολόκληρο το έργο για εκτύπωση. Φεύγοντας εξαναγκαστικά και βιαστικά από τη Γερμανία, για να γλυτώσει την επικείμενη σύλληψή του, δεν κατάφερε να περισώσει -όπως έγραψε ο ίδιος το 1936 στον πρόλογό του για την Αγγλική έκδοση του “Εθνικισμός και Πολιτισμός”- παρά μόνον τα χειρόγραφα αυτού του έργου. Έτσι, το έργο κατέληξε να μην πρωτοκυκλοφορήσει, όπως ήταν στους σχεδιασμούς του Ρόκερ, στη Γερμανία.
Το έργο κυκλοφόρησε το 1937 στις Ηνωμένες Πολιτείες σε μετάφραση του Ray E. Chase από επιτροπή που συστήθηκε για την έκδοση του έργου του Ρόκερ (“Rocker Publications Committee”) και επανεκδόθηκε το 1978 από τον Michael Ε. Coughlin. Συνήθως, αυτή η έκδοση του 1937 αναφέρεται ως η πρώτη έκδοση του έργου του Ρόκερ. Όμως, το έργο μεταφράσθηκε και δημοσιεύθηκε για πρώτη φορά στα Ισπανικά, χωρίς να φέρει τον τίτλο “Εθνικισμός και Πολιτισμός”, από τον εκδοτικό οίκο “Γη και Ελευθερία” του ισχυρού τότε αναρχοσυνδικαλιστικού κινήματος της Βαρκελώνης.
Συγκεκριμένα εκδόθηκε, σε μετάφραση του Ντιέγκο Αμπάνι ντε Σαντιγιάν, σε τρεις τόμους με τρεις διαφορετικούς τίτλους: 1ος τόμος: Όι Ρίζες της Εξουσίας” (1935), 2ος τόμος: “Πολιτική Θεολογία” (1936) και 3ος τόμος: “Οικονομία χωρίς Καπιταλισμό και Κοινωνία χωρίς Κράτος (1937). Μάλιστα, το 1942, υπήρξε επανέκδοση των τριών αυτών τόμων στο Μπουένος Άιρες.
Το 1939, εκδόθηκε στην Ολλανδία σε μετάφραση του Jeanne de Jong. To 1949, εκδόθηκε στο Μπουένος Άιρες η μετάφραση του έργου στην Εβραϊκή διάλεκτο “γίντις και το ίδιο έτος εκδόθηκε τελικά στη Γερμανία (Αμβούργο)-στη χώρα για την οποία αρχικά προοριζόταν- με τον τίτλο “Η Κρίση της Δύσης”, τίτλος που χρησιμοποιήθηκε από τον Γερμανό εκδότη εν αγνοία του Ρόκερ. Την ίδια χρονιά, εκδόθηκε και στη Σουηδία (Στοκχόλμη) σε μετάφραση του Carl–Elof Svenning.
Στο διάστημα 1960-1968 εκδόθηκε και στην Ιταλία (Νάπολη-Κατάνια) σε δύο τόμους σε μετάφραση του Virgilio Gozzoli και επανεκδόθηκε το 1977 από τις εκδόσεις “Anarchismo” Συνολικά, όπως έχει γράψει ο Ιταλός φίλος και σύντροφος του Ρόκερ Βαλέριο Ίσκα, το “Εθνικισμός και Πολιτισμός” έχει εκδοθεί σε 16 γλώσσες με πιο πολυδιαβασμένη τη μετάφρασή του στα Ισπανικά που έχει φθάσει στη 12″ έκδοση, πουλώντας 120.000 αντίτυπα.
Η απήχηση και το ενδιαφέρον για το “Εθνικισμός και Πολιτισμός” υπερέβησαν τα όρια του αναρχισμού και αγκάλιασαν ένα μεγάλο και σημαντικό τμήμα των σκεπτόμενων ανθρώπων της εποχής του. Ο μεγάλος φυσικός Αλμπερτ Αϊνστάιν το χαρακτήρισε ως ένα έργο “εξαιρετικά διδακτικό”. Ο φιλελεύθερος και ανθρωπιστής Άγγλος φιλόσοφος Μπέρτραντ Ράσσελ το θεώρησε ως “μία λαμπρή κριτική της κρατολατρείας, της κυρίαρχης και πιο Βλαβερής προκατάληψης των καιρών μας”. Ο Τόμας Μαν το χαρακτήρισε ως “ένα βιβλίο Βαθύτατα πνευματικό”.
Σημειώσεις του συγγραφέα:
1) Ζαν Μαρτέ Ο Κλεμανσώ Μιλάει, Βερολίνο 1930, σελ. 151.
2) Ο Ιταλικός Λαός, 6η Απριλίου 1920.
3) Σύμφωνα με το ρεπορτάζ για το Συνέδριο της εφημερίδας “Ντόιτσε Αλγκεμάινε Τσάιτουνγκ” (21η Οκτωβρίου 1931)
4) «Εξαναγκασμός και συναίνεση», στο φασιστικό περιοδικό “Ιεραρχία” (Απρίλιος του 1922).
5) Ιδού ένα μικρό δείγμα αυτών των απόψεων ανάμεσα στις χιλιάδες που κυκλοφορούν:
«… Υπάρχουν δύο είδη αντισημιτισμού, ο ανώτερος και ο κατώτερος. Ο πρώτος είναι πνευματικός, ανθρώπινος, κατευναστικός, και συνίσταται στο να κατασκευάζει νόμους που περιορίζουν τη σφαίρα επιρροής των Εβραίων. Αυτοί οι νόμοι καθιστούν δυνατή τη συνύπαρξη των Εβραίων και των μη Εβραίων. Αυτά τα μέτρα μπορεί να συγκριθούν με τη σανίδα που δένεται στα κέρατα των βοδιών, έτσι που να μην μπορούν να τραυματίσουν τα άλλα βόδια. Το άλλο είδος του αντισημιτισμού συνίσταται στο ότι οι μη Εβραίοι που έχουν φτάσει στα όρια του πόνου, της φτώχειας και της υπομονής απλά σκοτώνουν τους Εβραίους.
Αυτός ο αντι-σημισμός μπορεί να είναι τρομακτικός, αλλά οι συνέπειές του είναι ευλογημένες. Λύνει με απλούστατο τρόπο τον κόμπο του εβραϊκού ζητήματος, καταστρέφοντας οτιδήποτε το εβραϊκό. Εκπηγάζει πάντοτε από τα κάτω, από τη μάζα του λαού, αλλά δίνεται από τα πάνω, από τον ίδιο το θεό και οι επενέργειές του διακρίνονται από την τρομερή ισχύ μιας φυσικής δύναμης, της οποίας το μυστικό δεν έχουμε ακόμη μπορέσει να κατανοήσουμε…». (Μαριάνε Ομπούχοφ “Η Διεθνής Πανούκλα”, Βερολίνο, σελ. 22).
6) Ραμπιντρανάθ Ταγκόρ “Εθνικισμός”, Νέα Υόρκη, 1917, σελ. 57.
Εργογραφία του Ρούντολφ Ρόκερ στα ελληνικά:
Στην Ελληνική γλώσσα έχει δημοσιευθεί ένα ελαχιστότατο τμήμα του πλούσιου έργου του Ρόκερ. Μέχρι στιγμής, απ’ ό,τι γνωρίζουμε, έχουν κυκλοφορήσει τα εξής κείμενα του Ρόκερ:
“Αναρχισμός και Αναρχοσυνδικαλισμός”, σε μετάφραση Νίκου Β. Αλεξίου στις εκδόσεις “Ελεύθερος Τύπος” (1η έκδοση 1975, 2η έκδοση 1990).
“Ο Μαρξ και ο Αναρχισμός”, σε μετάφραση Κ. 7. στις εκδόσεις “ΩΡΑ ΝΙΧΙΛ” (1994).
“Και το Κράτος Δημιούργησε το Έθνος”, σε μετάφραση Γιάννη Καρύτσα (απόσπασμα από το “Εθνικισμός και Πολιτισμός”, μεταφρασμένο από το ιταλικό περιοδικό “Volontà , στο 10° τεύχος του περιοδικού “Ελευθεριακή Κίνηση” του 1995).
“Ή Τραγωδία της Ισπανίας” σε μετάφραση “ομάδας μεταφραστών” που περιλαμβάνεται μαζύ με άλλα κείμενα στο Βιβλίο των εκδόσεων “Ελεύθερος Τύπος” με τίτλο “Ο Ισπανικός «Εμφύλιος» Πόλεμος. – Ανατομία της ισπανικής επανάστασης”. (1996).
-‘Εκτός Νόμου” (Αναρχικό περιοδικό Θεσσαλονίκης, τεύχος 15°, Φεβρουάριος 1992), όπου περιέχεται το κφάλαιο 5 του Εθνικισμός και Πολιτισμός”, με τον τίτλο “η άνοδος του Εθνικού Κράτους”.
Επίσης δείτε και εδώ:
http://www.politeianet.gr/sygrafeas/rocker-rudolf-38316
Για τον Έλληνα αναγνώστη που μπορεί και θέλει να προσφύγει στην Αγγλική και την Ιταλική Βιβλιογραφία παραθέτουμε ορισμένα κείμενα που βοηθούν στην καλύτερη κατανόηση των συνθηκών μέσα στις οποίες έζησε, έδρασε και έγραψε το “Έθνικισμός και Πολιτισμός” ο Ρόκερ καθώς και στην καλύτερη κατανόηση του όλου έργου του:
– Ρούντολφ Ρόκερ: “Preface to the English Edition”(“Πρόλογος στην Αγγλική Έκδοση”), γραμμένος από τον Ρόκερ το Σεπτέμβριο του 1936 για την έκδοση του “Εθνικισμός και Πολιτισμός” του 1937 και δημοσιευμένος και στην έκδοση του 1978 του Michael Ε. Coughlin.
-”Introduzione di Alfredo Bonanno” (Εισαγωγή του Αλ- φρέντο Μπονάννο”), δημοσιευμένη στη δεύτερη Ιταλική έκδοση του έργου Εθνικισμός και Πολιτισμός” από τις εκδόσεις “Anarchismo” το 1977.
-Πήτερ Μάρσαλ “A History of Anarchish” (“Μία Ιστορία του Αναρχισμού” εκδόσεις “Fontana Press” 1993), όπου στις σελίδες 417-421 υπάρχει μία γενική αναφορά στη δράση και τις ιδέες του Ρόκερ.
-Φούριο Μπιατζίνι “il «rabbino» anarchico” (“Ο αναρχικός «ραββίνος»”): κείμενο δημοσιευμένο στο 187° τεύχος (Δεκέμβριος 1991-Ιανουάριος 1992) του Ιταλικού περιοδικού “rivista anarchista”
-Βαλέριο Ίσκα “Ricordo di Rudolf Rocher”: αναμνηστικό κείμενο του Ιταλού αναρχικού και φίλου του Ρόκερ Βαλέριο Ίσκα, δημοσιευμένο στο 4° Δελτίο του “Αρχείου Πινέλλι”.
-Μιρέλλα Λόλλι “Stato e Potere nell’Anarchismo”(“Κράτος και Εξουσία στον Αναρχισμό” που περιλαμβάνεται στη σειρά Ή σύγχρονη πολιτική σκέψη” των Ιταλικών εκδόσεων “Franco Angeli” 1986). To 9° Κεφάλαιο αυτού του βιβλίου αναλύει και τονίζει τη σημαντικότητα του “Εθνικισμός και Πολιτισμός” για τη σύγχρονη πολιτική σκέψη. Γιάννης Καρύτσας