Για μία δημοκρατική αντίληψη της επιστήμης και της τεχνολογίας

Του Τάκη Φωτόπουλου *

637
Wassily Kandinsky «Soft Hard» – 1927

Σύνοψη

Η αντίληψη, η οποία επικράτησε στη Δύση από τον καιρό του Διαφωτισμού κατά το 18ο αιώνα, ότι η επιστήμη και η τεχνολογία επιτρέπουν τον ανθρώπινο έλεγχο της φύσης, σε μια αέναη διαδι­κασία προόδου και χειραφέτησης, έχει τεθεί σε σοβαρή δοκιμασία τα τελευταία τριάντα περίπου χρόνια. Αντικείμενο αμφισβήτησης έγινε όχι μόνο η αντικειμενικότητα και ουδετερότητα της επι­στήμης αλλά, επίσης, η αυτονομία της τεχνολογίας. Εν τούτοις. ένα ακόμη σοβαρότερο θέμα που έχει τεθεί αφορά το δημοκρατικό χαρακτήρα της σημερινής επιστήμης και τεχνολογίας, της τεχνοε­πιστήμης.

Το θέμα ανέκυψε, όχι μόνο εξαιτίας των σημερινών επιθέσεων εναντίον της επιστήμης από τους ιρασιοναλιστές κάθε είδους (θρησκόληπτοι, το φρούτο των Ελληνορθόδοξων στα παρ’ ημίν, μυστικιστές κ.λπ.) αλλά, επίσης, εςαιτίας των επιθέσεων κατά των υποτιθέμενοί εγγενιόν αντι- δημοκρατικών χαρακτηριστικών της ίδιας της τεχνολογίας. Ο σκοπός του άρθρου αυτού είναι η διερεύνηση. από δημοκρατική σκοπιά, των επιχειρημάτων και αντεπιχειρημάτων σχετικά με την ουδε­τερότητα, την αυτονομία και το δημοκρατικό χαρακτήρα της τεχνοεπιστήμης και η συναγωγή κά­ποιων συμπερασμάτιον σχετικά με τα επιθυμητά χαρακτηριστικά μιας δημοκρατικής επιστήμη; και τεχνολογίας.

Εισαγωγή

Η κρίση της τεχνοεπιστήμης ήρθε στην επιφάνεια περίπου 30 χρόνια πριν όταν, από τη μια μεριά, αμφισβητήθηκε η επιστημονική διαδικασία δημιουργίας «αντικειμενι­κών» αληθειών[1] [2] και, από την άλλη, επισημάνθηκαν οι αρνητικές κοινωνικές και οικο­λογικές επιπτώσεις της σημερινής τεχνολογίας[3]. Η κρίση της επιστήμης είχε ιδιαίτερα καταστροφικές συνέπειες σε σχέση με την αληθοφάνεια των ερμηνειών που αφορού­σαν κοινωνικά και οικονομικά φαινόμενα, όπως έδειξε η επακολουθήσασα άνοδος του μεταμοντερνιστικού κινήματος.

Η επιστήμη παίζει διπλό ρόλο σε σχέση με την αναπαραγωγή της οικονομίας ανά­πτυξης, που την ορίζουμε ως το σύστημα οικονομικής οργάνωσης το οποίο συμπλέκε­ται είτε «αντικειμενικά» (καπιταλιστική οικονομία της αγοράς) είτε εσκεμμένα («σο­σιαλιστική» σχεδιασμένη οικονομία) με την οικονομική ανάπτυξη[4]. Έτσι, η επιστήμη παίζει προπάντων ένα σημαντικό ιδεολογικό ρόλο σε σχέση με την «αντικειμενική» δικαίω­ση της οικονομίας ανάπτυξης- ρόλος που ετέθη σε σοβαρή δοκιμασία από την κρίση εμπιστοσύνης της επιστήμης. Όπως η θρησκεία έπαιζε ένα σημαντικό ρόλο στην «α­ντικειμενική» δικαίωση της φεουδαρχικής ιεραρχίας, αντίστοιχα, η επιστήμη παίζει έναν κρίσιμο ρόλο στη δικαίωση της σύγχρονης ιεραρχικής κοινωνίας. Στην πραγματι­κότητα, από τη στιγμή που η επιστήμη αντικατέστησε τη θρησκεία, ως η κυρίαρχη κο­σμοαντίληψη, δεν έπαψε να δικαιώνει «αντικειμενικά» την οικονομία ανάπτυξης, τό­σο στην καπιταλιστική όσο και στη «σοσιαλιστική» εκδοχή της.

Όμως, η επιστήμη – και ιδιαίτερα η εφαρμοσμένη επιστήμη και οι τεχνολογικές εφαρμογές της – παίζει έναν εξίσου σημαντικό λειτουργικό ρόλο στην υλική αναπα­ραγωγή της οικονομίας ανάπτυξης μέσω της αποφασιστικής συμβολής της στην προ­σπάθεια κυριάρχησης του φυσικού κόσμου και μεγιστοποίησης της ανάπτυξης. Η συ- νειδητοποίηση των αποτελεσμάτων της οικονομικής ανάπτυξης πάνω στη Φύση και συνακόλουθα στην ποιότητα ζωής έθεσε σε αμφισβήτηση το λειτουργικό ρόλο της επι­στήμης στην προώθηση της Προόδου. Όταν, επιπρόσθετα, αμφισβητήθηκε και η ίδια η αξιοπιστία των επιστημονικών αληθειών, είτε οι αλήθειες αυτές είχαν πηγή προέλευ­σης την ορθόδοξη κοινωνική «επιστήμη»[5] είτε την εναλλακτική «επιστήμη» του σο­σιαλισμού, το Μαρξισμό[6], τότε, έφθασε η στιγμή της αλήθειας για την ιδεολογία της ανάπτυξης. Σήμερα, η κεντρική φαντασιακη σημασία της οικονομίας ανάπτυξης, δη­λαδή η ταύτιση της Προόδου με την ανάπτυξη και τη συνακόλουθη ιδέα της ανθρώπι­νης κυριαρχίας πάνω στη Φύση, είναι, για πρώτη φορά από τον καιρό του Διαφωτι­σμού, κάτω από μαζική επίθεση.

Η κατάρρευση του σοσιαλιστικού κρατισμού και η άνοδος του νεοφιλελευθερι­σμού είχαν το αποτέλεσμα ότι η ριζοσπαστική κριτική που ασκήθηκε στον «επιστημο­νικό» σοσιαλισμό, τον κρατισμό και την εξουσιαστική πολιτική δεν λειτούργησε ως καταλύτης για την παραπέρα θεωρητική ανάπτυξη στο χώρο της αντι-εξουσιαστικής αριστεράς. Αντίθετα, οι μεταμοντέρνοι θεωρητικοί οικειοποιήθηκαν την κριτική του επιστημονισμού και τη μετέτρεψαν σε ένα γενικό σχετικισμό, ο οποίος αναπόφευκτα οδήγησε στην εγκατάλειψη κάθε αποτελεσματικής κριτικής του status quo και τη θεωρητικοποίηση του κομφορμισμού[7].

Όμως, δεν είναι η ίδια η επιστήμη και γενικά ο ορθολογισμός που ευθύνονται για τη σημερινή πολυδιάστατη κρίση, όπως ισχυρίζονται οι διάφορων ειδών ιρασιοναλι­στές. Ο Paul Heelas, για παράδειγμα, καθηγητής Θεολογίας στο Παν. του Λάνκαστερ και συγγραφέας του βιβλίου The New Age, τονίζει ότι «δεν πιστεύουμε πια ότι ο ορθολογισμός και η επιστήμη είναι οι μότορες της ανθρώπινης προόδου, όπως υποσχόταν ο Διαφωτισμός… δεν υπάρχει πια καμιά αίσθηση αισιοδοξίας και ενθουσιασμού για το μέλλον… Τα σπιριτουαλιστικά κινήματα είναι η εξαίρεση. Είναι αισιόδοξα, αλλά σε ένα πολύ προσωπικό ατομικιστικό επίπεδο, στην προσπάθεια για την αυτο-τελείωσή τους. Σχεδόν το 50% των φοιτητών μου επιδίδονται στον παγανισμό ή το σαμανισμό και ενδιαφέρονται πολύ περισσότερο με την εξερεύνηση του εαυτού τους παρά για την αλλαγή του κόσμου»[8].

Εν τούτοις, όπως θα τονιστεί στη συνέχεια, η εφαρμοσμένη επιστήμη (όπως και η τεχνολογία) δεν είναι ουδέτερη στη λογική και τη δυναμική της οικονομίας της αγο­ράς. Παρ’ όλα αυτά, η επιστήμη ανήκει στη παράδοση της αυτονομίας, από την άποψη των μεθόδων που χρησιμοποιεί για να συνάγει τα πορίσματά της και, μερικές φορές, ακόμη και από την άποψη του περιεχομένου της (π.χ. απομυστικοποίηση θρησκευτι­κών δοξασιών). Όπως, επομένως, προσπάθησα να δείξω αλλού[9], αυτό που χρειάζεται σήμερα δεν είναι η απόρριψη της επιστήμης ή, πολύ περισσότερο, του ίδιου του ορθο­λογισμού, στην ερμηνεία των κοινωνικών φαινομένων, αλλά η υπέρβαση του «αντικει­μενικού» ορθολογισμού (δηλ. του ορθολογισμού που θεμελιώνεται σε «αντικειμενικούς νόμους» της φυσικής ή κοινωνικής εξέλιξης) και η ανάπτυξη ενός νέου είδους δη­μοκρατικού ορθολογισμού.

Είναι ουδέτερη η τεχvοεπιστήμη; 

Η θέση που υποστηρίζεται στο άρθρο αυτό είναι ότι η σύγχρονη τεχνοεπιστήμη δεν είναι ούτε «ουδέτερη», με την έννοια ότι είναι απλώς ένα «μέσο» που θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί για την πραγματοποίηση οποιουδήποτε σκοπού, ούτε αυτόνομη, με την έννοια ότι είναι ο μοναδικός η ο πιο σημαντικός παράγοντας που καθορίζει τις κοινωνικές δομές, σχέσεις και αξίες. Αντίθετα, υποστηρίζεται ότι η τεχνοεπιστήμη καθορίζεται από τις εξουσιαστικές σχέσεις που συνεπάγεται το συγκεκριμένο σύμπλεγμα κοινωνικών, πολιτικών και οικονομικών θεσμών που χαρακτηρίζει την οικονομία ανάπτυξης και το κυρίαρχο κοινωνικό παράδειγμα, δηλ, το σύστημα πεποιθήσεων, ιδεών και των αντίστηχων αξιών που συνδέεται με αυτούς τους θεσμούς[10].

Ένα κρίσιμο σημείο  του σημερινού κυρίαρχου κοινωνικού παραδείγματος είναι η ιδεολογία της ανάπτυξης που μπορεί να οριστεί απλά ως η ιδεολογία που θεμελιώνεται στην κοινωνική φαντασιακή σημασία ότι η απεριόριστη ανάπτυξη της παραγωγής και των παραγωγικών δυνάμεων είναι, στην πραyματικότητα, ο κεντρικός στόχος  της ανθρώπινης ύπαρξης»[11], Η ιδεολογία της ανάπτυξης έχει καθιερωθεί εδώ και 200 περίπου χρόνια, ως αποτέλεσμα της βιομηχανικής επανάστασης και της δυναμικής που εκφράζεται με το μότο «ανάπτυξη-ή-θάνατος» που ετέθη σε κίνηση από την οικο­νομία της αγοράς. Έτσι, από τον Ανταμ Σμιθ[12] μέχρι τον Καρλ Μαρξ[13], το βασικό πρό­βλημα εθεωρείτο ότι είναι πώς θα μπορούσε το ανθρώπινο γένος, με τη βοήθεια της επι­στήμης και των τεχνολογικών της εφαρμογών, να μεγιστοποιήσει την οικονομική ανά­πτυξη. Στην πραγματικότητα, ο Μαρξ ήταν ακόμη περισσότερο εμφαντικός για τη ση­μασία της ταχείας ανάπτυξης. Όπως σημειώνεται σε πρόσφατη Μαρξιστική μελέτη:

Η Μαρξιστική κριτική του καπιταλισμού συχνά ενείχε μία μετάβαση από το ένα εί­δος οικονομικού ορθολογισμού στο άλλο, από μια διαδικασία ανάπτυξης που χαρακτη­ριζόταν από συνεχείς κρίσεις σε μια που θα ήταν απαλλαγμένη από κρίσεις και επομέ­νως ταχύτερη (δική μου η έμφαση), από έναν αναποτελεσματικό και σπάταλο καταμερι­σμό των παραγωγικών πόρων σε έναν καταμερισμό που θα στηριζόταν σε πιο ακριβείς και περιεκτικούς τρόπους υπολογισμού[14].

Δεν είναι, λοιπόν, εκπληκτικό ότι το σοσιαλιστικό κίνημα που αναδύθηκε στην Ευ­ρώπη του 19ου αιώνα και, φυσικά, το Μαρξιστικό κίνημα, δεν αποτελούσαν παρά την υλοποίηση της σοσιαλιστικής κρατικιστικής άποψης, σύμφωνα με την οποία, ο στόχος του σοσιαλιστικού κινήματος πρέπει να είναι η κατάληψη της κρατικής εξουσίας, με νόμιμα ή επαναστατικά μέσα, ως αναγκαία συνθήκη για τη ριζοσπαστική κοινωνική αλλαγή, δηλ. ως προϋπόθεση για τη χρησιμοποίηση της γνώσης μας για τη Φύση και την κοινωνία με στόχο τη διαμόρφωση του φυσικού περιβάλλοντος και της πορείας της κοινωνικής εξέλιξης. Η άποψη αυτή ενείχε μια πορεία γραμμικής (ή διαλεκτικής) Προόδου προς το μέλλον. Η Πολιτική θεμελιώνεται στην επιστήμη, σε μια αποτελεσμα­τική γνώση, ανεξάρτητα από τη συλλογική, δημιουργική και αυτοθεσμίζουσα δραστη­ριότητα των κοινωνικών ατόμων. Η σοσιαλιστική κρατικιστική άποψη άνθισε κυρίως στο πρώτο τέταρτο του αιώνα μετά το τέλος του 2ου παγκόσμιου πόλεμου, ως αποτέλε­σμα της τεράστιας εξάπλωσης της «σοσιαλιστικής» οικονομίας ανάπτυξης στην Αν. Ευρώπη και της κατάληψης της εξουσίας από τα σοσιαλδημοκρατικά κόμματα στη Δυτική Ευρώπη.

Η σοσιαλιστική κρατικιστική άποψη, ρητά ή σιωπηρά, υιοθετούσε τη θέση της ουδετερότητας της τεχνοεπιστήμης, σύμφωνα με την οποία, η τεχνοεπιστήμη είναι ένα «μέσο» το οποίο μπορεί να χρησιμοποιηθεί για την καπιταλιστική ή σοσιαλιστική ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων. Στο Μαρξιστικό κίνημα, μόνο η Σχολή της Κριτικής Θεωρίας της Φρανκφούρτης απέρριπτε τη θέση της ουδετερότητας της τεχνο­λογίας υποστηρίζοντας ότι, μολονότι η τεχνολογία εξυπηρετεί δημιουργικούς στόχους όπως η αύξηση της ανθρώπινης εξουσίας πάνω στη Φύση, ο σχεδιασμός και οι εφαρμο­γές της εξυπηρετούν την κυριαρχία του ανθρώπου πάνω στον άνθρωπο και, με αυτή την έννοια, τα μέσα (τεχνολογία) δεν είναι πραγματικά άμοιρα αξιών, αλλά περιλαμ­βάνουν μέσα στην ίδια τη δομή τους το στόχο της προώθησης μιας συγκεκριμένης κοι­νωνικής οργάνωσης (Georg Lucaks, Adorno, Marcuse κ.ά.).

Δεν ήταν επομένως περίεργο ότι ο «υπάρχων σοσιαλισμός» υιοθέτησε πλήρως τη δυτική βιομηχανική τεχνοδομή (ίδια εργοστάσια, παραγωγικά συστήματα κ.λπ.). Ο Λένιν, ήδη από το 1918, είχε εισαγάγει τον Τέίλορισμό, ο Στάλιν μιλούσε για την «επιστημονικο-τεχνική επανάσταση», ενώ ο Τρότσκι τόνιζε ότι «ο Μαρξισμός ξεκινά από την ανάπτυξη της τεχνικής ως τη θεμελιακή πηγή προόδου, και κτίζει το κομμουνιστικό πρόγραμμα πάνω στη δυναμική των παραγωγικών δυνάμεων»[15]. Έτσι, η αρχή της οι­κονομικής αποτελεσματικότητας ήταν πάντα το κριτήριο για τη μέτρηση της επιτυ­χίας της «σοσιαλιστικής» οικονομίας ανάπτυξης σε σχέση με το στόχο της ανάπτυξης των παραγωγικών δυνάμεων. Ο στόχος στη διαδικασία σχεδιασμού της τεχνολογίας και οργάνωσης της παραγωγής ήταν, από τη μια μεριά, η μεγιστοποίηση της αποτελεσματικότητας και, από την άλλη, η εξασφάλιση της διατήρησης και αναπαραγωγής των ιεραρχικών δομών.

Αυτός ήταν ο λόγος για τον οποίο ένα σύγχρονο Σοβιετικό ερ­γοστάσιο, ακόμη και τον καιρό του Λένιν (με την ενθάρρυνσή του), δεν διέφερε σε τί­ποτα —όσο αφορά την εσωτερική του λειτουργία, την ιεραρχική οργάνωση της παρα­γωγής κ.λπ.— από ένα αντίστοιχο καπιταλιστικό, πράγμα που απλά ανατανακλούσε τη σοσιαλιστική πίστη στην «ουδετερότητα της τεχνολογίας». Έτσι, όπως η τεχνολο­γία εθεωρείτο από τους κρατικιστές σοσιαλιστές ως ουδέτερο, που θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί από οποιοδήκοτε κοινωνικό σύστημα για την επίτευξη συγκεκριμέ­νου στόχου, έτσι και η αποτελεσματικότητα εθεωρείτο ως ένα ουδέτερο μέσο για την επίτευξη του στόχου της ανάπτυξης.

Η ιδεολογία της ανάπτυξης επομένως συμπλήρωνε την ιδεολογία της καπιταλιστικής οικονομίας ανάπτυξης και τη σοσιαλιστική ιδεολογία της «σοσιαλι­στικής οικονομίας ανάπτυξης. Με αυτή την έννοια, η ιδεολογία της ανάπτυξης απο­τελούσε την απώτατη ιδεολογική θεμελίωση τόσο για την καπιταλιστική όσο και για τη «σοσιαλιστική» οικονομία ανάπτυξης, παρά τους διαφορετικούς τρόπους με τους οποίους διαρθρώνονται οι ιεραρχικές δομές συγκέντρωσης δύναμης στους δυο τύπους οικονομίας ανάπτυξης. Ακόμη, η ιδεολογία της ανάπτυξης, με μια έννοια, λειτούργησε ως η απώτατη ιδεολογία, η ιδεολογία «σε τελική ανάλυση», εφόσον καθόρισε τελικά την κυρίαρχη ιδεολογία. Και αυτό, διότι η οικονομική αποτυχία της «σοσιαλιστικής» οικονομίας ανάπτυξης (δηλ. η αποτυχία της να δημιουργήσει μια δυτικού τύπου κατα­ναλωτική κοινωνία) ήταν η κύρια αιτία η οποία οδήγησε στην κατάρρευση αυτού του τύπου οικονομίας ανάπτυξης και στη σημερινή επικράτηση της καπιταλιστικής οικο­νομίας ανάπτυξης και της ιδεολογίας της (φιλελευθερισμός).

Επιπρόσθετα, το γεγονός ότι η «σοσιαλιστική» οικονομία ανάπτυξης υιοθέτησε τον ίδιο ορισμό οικονομικής αποτελεσματικότητας όπως και η καπιταλιστική (δηλ. έναν ορισμό που βασίζεται πάνω σε στενά τεχνοοικονομικά κριτήρια που δεν περιλαμβά­νουν το οικολογικό κόστος της ανάπτυξης) μπορεί επίσης να εξηγήσει το γεγονός ότι και οι δυο τύποι οικονομίας ανάπτυξης συνδέονται με έναν παρόμοιο βαθμό επιδείνω­σης του περιβάλλοντος. Έτσι, παρά το γεγονός ότι στη «σοσιαλιστική» οικονομία ανάπτυξης η διαδικασία ανάπτυξης δεν ήταν συνδεδεμένη με την αγοραιοποίηση της οικονομίας, εν τούτοις, η οικολογική βλάβη ήταν αντίστοιχη (αν όχι χειρότερη, εξαιτίας του χαμηλότερου τεχνολογικού επιπέδου) με τη δυτική. Στο βαθμό, επομένως, που η σημερινή συγκέντρωση δύναμης δεν μπορεί ν’ αναχθεί απλώς στις καπιταλιστικές σχέσεις παραγωγής, όπως ισχυρίζονται οι Μαρξιστές, σε ανάλογο βαθμό η ίδια η οικο­λογική κρίση δεν μπορεί ν’ αναχθεί απλώς στις καπιταλιστικές σχέσεις και συνθήκες παραγωγής, όπως διατείνονται οι οικο-Μαρξιστές.

Είναι άλλωστε φανερό ότι μια ανάλυση της οικολογικής κρίσης με βάση τις καπιταλιστικές σχέσεις παραγωγής δεν είναι σε θέση να εξηγήσει την ύπαρξη μιας ακόμη σοβαρότερης οικολογικής κρίσης στις χώρες του «υπαρκτού σοσιαλισμού», παρά την απουσία καπιταλιστικών σχέσεων παραγωγής με την έννοια της ατομικής ιδιοκτησίας των μέσων παραγωγής. Εάν, λοι­πόν, θα ήταν λάθος ν’ αποδοθεί η οικολογική κρίση μόνο στην ιδεολογία ανάπτυξης, όπως κάνουν οι περιβαλλοντιστές και οι διάφοροι «ρεάλος» μέσα στο Πράσινο κίνημα, παραγνωρίζοντας το θεσμικό πλαίσιο της οικονομίας της αγοράς και τις συνακόλου­θες εξουσιαστικές σχέσεις, δεν θα ήταν μικρότερο λάθος ν’ αποδοθεί η κρίση βασικά στις καπιταλιστικές συνθήκες παραγωγής (όπως προσπαθούν να κάνουν οι οικο-Μαρξιστές), αγνοώντας τη σημασία της ιδεολογίας ανάπτυξης σε σχέση με τη θεωρία και πρακτική του σοσιαλιστικού κρατισμού.

Σε αυτή την προβληματική, το διαφορετικό θεσμικό πλαίσιο των δυο τύπων οικονο­μίας ανάπτυξης (καπιταλιστική και «σοσιαλιστική») καθώς και το κοινό ιδεολογικό πλαίσιο (ιδεολογία ανάπτυξης) είναι εξίσου σημαντικά στην ανάλυση των στόχων των ελίτ που ελέγχουν την οικονομία ανάπτυξης και των συνεπειών αυτών των στόχων σε σχέση με τις οικολογικές επιπτώσεις της ανάπτυξης. Έτσι:

  • στην περίπτωση της καπιταλιστικής οικονομίας ανάπτυξης, αυτοί που ελέγχουν τα μέσα παραγωγής (κεφάλαιο, εργασία και «γη») δεν έχουν άλλη επιλογή, στο πλαί­σιο της διαδικασίας αγοραιοποίησης, παρά την επιδίωξη της ελαχιστοποίησης των κοινωνικών ελέγχων πάνω στις αντίστοιχες αγορές —είτε οι έλεγχοι αυτοί έχουν σχε­διαστεί με στόχο την προστασία της εργασίας είτε την προστασία του περιβάλλοντος,
  • στην περίπτωση της «σοσιαλιστικής» οικονομίας ανάπτυξης, οι υπεύθυνοι για το κεντρικό πλάνο, θεωρητικά, ήταν σε θέση να λάβουν υπόψη τους οικολογικούς παράγοντες στη διαδικασία σχεδιασμού. Στην πράξη, όμως, αυτό θα συνεπαγόταν τη μη μεγιστοποίηση της ανάπτυξης και της αποτελεσματικότητας, με συνέπεια τη διεύρυν­ση του ανοίγματος με την καπιταλιστική οικονομία ανάπτυξης.

Είναι επομένως φανερό ότι και στις δυο εκδοχές της οικονομίας ανάπτυξης η λογι­κή του συστήματος, που απορρέει από το θεμελιακό στόχο της μεγιστοποίησης της ανάπτυξης και τον ενδιάμεσο στόχο της αύξησης της οικονομικής αποτελεσματικότη­τας, οδηγεί είτε στην εκτόπιση του περιβάλλοντος από τους υπολογισμούς για το κόστος [16]της ανάπτυξης είτε σε μια αδίστακτη προσπάθεια να χρησιμοποιηθεί η Φύση ως μέσο για την επίτευξη του παραπάνω στόχου. Η τεχνολογία δεν ήταν ποτέ «ουδέτερη» σε σχέση με τη λογική και τη δυναμική της οικονομίας της αγοράς. Εν τούτοις, αυτό δεν εμποδίζει όχι μόνο τους κρατικιστές σο­σιαλιστές αλλά ακόμη και τους περιβαλλοντιστές να υποθέτουν, ρητά, ή συνήθως σιω­πηρά, ότι η τεχνολογία είναι κοινωνικά ουδέτερη και ότι απλώς πρέπει να τη χρησιμο­ποιούμε για τους σωστούς στόχους για να λύσουμε όχι μόνο το οικολογικό αλλά και γενικότερα το κοινωνικό πρόβλημα.

Είναι φανερό ότι η προσέγγιση αυτή αγνοεί την κοινωνική θέσμιση της επιστήμης και της τεχνολογίας και το γεγονός ότι ο σχεδιασμός και ιδιαίτερα η υλοποίηση των νέων τεχνικών συνδέεται άμεσα με την κοινωνική ορ­γάνωση γενικά και την οργάνωση της παραγωγής ειδικότερα[17]. Σε μια κοινωνία της αγοράς, όπως και σε κάθε κοινωνία, η τεχνολογία ενσωματώνει συγκεκριμένες σχέσεις παραγωγής, την ιεραρχική της οργάνωση και, φυσικά, τον πρωταρχικό στόχο της ο οποίος, στη περίπτωση της οικονομίας της αγοράς, αναφέρεται στη μεγιστοποίηση της οικονομικής ανάπτυξης και αποτελεσματικότητας με κίνητρο το κέρδος. Επομένως, η τεχνολογία σχεδιάζεται πάντοτε (ή τουλάχιστον εκείνες μόνο οι τεχνολογίες εισάγο­νται), κατά τρόπο που ικανοποιεί καλύτερα τους αντικειμενικούς στόχους της οικονο­μίας της αγοράς/ανάπτυξης.

Παρ’ όλα αυτά, μερικές οικο-φεμινίστριες, όπως η Carolyn Merchant, προσπαθούν να εξηγήσουν τη σημερινή οικολογική κρίση με αναφορά στη «νέα μηχανικιστική φι­λοσοφία των μέσων του Που αιώνα (η οποία) επανένωσε τον κόσμο, την κοινωνία και το άτομο με όρους μιας νέας μεταφοράς —της μηχανής… ο ορθολογικός έλεγχος πάνω στη Φύση, την κοινωνία και το άτομο επετεύχθη με την επαναθεώρηση της πραγματι­κότητας μέσω της νέας μηχανικιστικής μεταφοράς»[18]. Όμως, το γεγονός που δεν είναι σε θέση να αφομοιώσει αυτή η αντίληψη της Ιστορίας είναι ότι «η μηχανιστική αντί­ληψη της Φύσης» δεν ήταν παρά το υπο-προϊόν της ανάδυσης, περίπου 400 χρόνια πριν, μιας διαδικασίας διαχωρισμού της οικονομίας από την κοινωνία[19], η οποία απο­κορυφώθηκε, δυο αιώνες πριν, με την άνοδο της οικονομίας της αγοράς που κατέληξε στη σημερινή μορφή οικονομίας ανάπτυξης.

Με άλλα λόγια, η άνθηση της μηχανιστι­κής αντίληψης της Φύσης ήταν απλώς αδιάσπαστο τμήμα του νέου κοινωνικού παραδείγματος που έγινε κυρίαρχο στους τελευταίους δυο αιώνες και ιδιαίτερα της ιδεολο­γίας της ανάπτυξης που εξιδανίκευε τη δυναμική της οικονομίας της αγοράς. Δεν είναι επομένως η ίδια η τεχνολογία που είναι υπεύθυνη για τη σημερινή οικολογική κρίση, όπως συνήθως ισχυρίζονται οι βαθείς οικολόγοι. Αντίστοιχα, δεν είναι ο βιομηχανι­σμός γενικά και η θεωρητική του εξιδανίκευση που δημιούργησαν τη σημερινή κατα­στρεπτική για το περιβάλλον μορφή οικονομικής οργάνωσης αλλά, αντίθετα, υπεύθυ­νος είναι ο συγκεκριμένος τύπος βιομηχανικής κοινωνίας που αναπτύχθηκε τους τε­λευταίους δυο αιώνες στο πλαίσιο της οικονομίας αγοράς/ανάπτυξης. Επομένως, η απώτατη αιτία της οικολογικής κρίσης είναι η οικονομία της αγοράς και το παρακλά­δι της, η οικονομία ανάπτυξης, και όχι τα συμπτώματά της, δηλ. ο σημερινός τύπος τε­χνολογίας και βιομηχανικής κοινωνίας.

Γενικά, ο τύπος τεχνοεπιστήμης που αναπτύχθηκε τους τελευταίους δυο αιώνες δεν αποτελεί ένα αυτόνομο πολιτιστικό φαινόμενο αλλά ένα υποπροϊόν των εξουσιαστικών σχέσεων και του κυρίαρχου κοινωνικού παραδείγματος που αναδύθηκε σε συνδυασμό με την άνοδο της οικονομίας της αγοράς. Όπως προσπάθησα να δείξω αλλού[20], δεν ήταν μό­νο η εισαγωγή της μηχανικής παραγωγής και η υιοθεσία μιας «μηχανιστικής αντίληψης της Φύσης» που οδήγησαν στο σημερινό τύπο τεχνοεπιστήμης. Αντίθετα, ήταν το γεγονός ότι η μηχανική παραγωγή εισήχθηκε κάτω από συνθήκες ατομικής ιδιοκτησίας και ελέγ­χου των μέσων παραγωγής που, από τη μια μεριά, οδήγησε στην αγοραιοποίηση και, από την άλλη, στην οικονομική ανάπτυξη. Η αγοραιοποίηση ήταν το αποτέλεσμα της προ­σπάθειας αυτών που έλεγχαν την οικονομία της αγοράς να ελαχιστοποιήσουν τους κοι­νωνικούς ελέγχους πάνω στις αγορές. Η οικονομική ανάπτυξη ήταν το αποτέλεσμα μιας διαδικασίας, η οποία, στο μικρο-οικονομικό επίπεδο, ενείχε την επιδίωξη του κέρδους με τη συνεχή βελτίοχτη της αποτελεσματικότητας (μέσω των επενδύσεων σε νέες τεχνικές, μεθόδους παραγωγής, προϊόντα κ.λπ.) και των πωλήσεων.

Τόσο η Μαρξιστική όσο και η ορθόδοξη οικονομική θεωρία θα μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν για να δείξουν ότι η με­γιστοποίηση της οικονομικής ανάπτυξης και της αποτελεσματικότητας εξαρτώνται απο­φασιστικά από τον παραπέρα καταμερισμό εργασίας, την εξειδίκευση και την επέκταση του μεγέθους της αγοράς. Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο η σύγχρονη τεχνολογία πά­ντα σχεδιαζόταν με στόχο τη μεγιστοποίηση της οικονομικής αποτελεσματικότητας (με την έννοια που την ορίσαμε παραπάνω), πράγμα που σήμαινε παραπέρα επέκταση του καταμερισμού εργασίας και του βαθμού εξειδίκευσης, ανεξάρτητα από τις γενικότερες οικονομικές και κοινωνικές επιπτώσεις που συνεπαγόταν η αναπόφευκτη απομάκρυνση από την αρχή της αυτοδυναμίας: ανεργία, φτώχεια, οικονομικές κρίσεις στην οικονομία της αγοράς και οικονομικός ανορθολογισμός στη «σοσιαλιστική» οικονομία ανάπτυξης, αποσύνθεση των κοινωνικών δεσμών και αξιών, οικολογικές επιπτώσεις κ.λπ.

Επομένως, η πρακτική των βαθιών οικολόγων και των συνοδοιπόρων τους να χρη­σιμοποιούν τον όρο «βιομηχανισμός» για την περιγραφή του σημερινού κοινωνικο-οι- κονομικού συστήματος, αντί για οικονομία της αγοράς ή καπιταλισμός, δεν έχει νόη­μα. Ο Roy Morrison, για παράδειγμα, ισχυρίζεται ότι ο βιομηχανισμός «δεν είναι απλώς» καπιταλισμός. Αντίθετα, ο βιομηχανισμός ορίζεται ως «ένα σύστημα μεγιστο­ποίησης της παραγωγής και της κατανάλωσης, που είναι όμως συγχρόνως και κάτι άλ­λο: ο βιομηχανισμός είναι ένας πολιτισμός»[21]. Στη συνέχεια, πληροφορούμαστε ότι ο βιομηχανισμός χαρακτηρίζεται παντού «από δυο κεντρικές προσταγές: πρώτον, τη με­γιστοποίηση της παραγωγής και της κατανάλωσης, δεύτερον, τη μεγιστοποίηση του κέρδους και της δύναμης… η ιεραρχία, η πρόοδος και η τεχνική συμπλέκονται για να σχηματίσουν το ατσάλινο τρίγωνο του βιομηχανισμού»[22].

Ο παραπάνω ορισμός κάνει σαφές ότι ο συγγραφέας δεν μιλά στην πραγματικότητα για το θεσμικό πλαίσιο της οικονομίας της αγοράς και τη συνακόλουθη οικονομία ανάπτυξης αλλά για έναν «πολιτισμό», με άλλα λόγια για ένα πολιτιστικό φαινόμενο και όχι για ένα κοινωνικο-οικονομικό σύστημα και το διαπλεκόμενο με αυτό σύστημα αξιών και την ιδεολογία. Δεν είναι λοιπόν περίεργο ότι ο Morrison θεωρεί τη μεγιστο­ποίηση της παραγωγής και της κατανάλωσης, καθώς και τη μεγιστοποίηση του κέρ­δους, ως δυο κεντρικές προσταγές που χαρακτηρίζουν το βιομηχανικό πολιτισμό και όχι ως επιταγές που απορρέουν αντίστοιχα από τη δυναμική της οικονομίας της αγο­ράς και τις καπιταλιστικές σχέσεις ιδιοκτησίας. Ακόμη, με το να συγχέει την οικονο­μία ανάπτυξης με την ιδεολογία ανάπτυξης βάζει «στο ίδιο τσουβάλι» τις οικονομίες της αγοράς και τα χρεοκοπήσαντα καθεστώτα του «υπαρκτού σοσιαλισμού», παρά το γεγονός ότι οι εξουσιαστικές δομές στους δυο τύπους οικονομίας ανάπτυξης ήταν πολύ διαφορετικές.

Ο τρόπος με τον οποίο περιγράφει την ιεραρχία ο συγγραφέας επιβεβαιώ­νει την υποψία ότι δεν αναφέρεται σε ένα κοινωνικο-οικονομικό σύστημα, αλλά σε έναν πολιτισμό[23]. Έτσι, η ιεραρχία περιγράφεται ως «η βασική οργανωτική αρχή της βιομηχανίας. Οι βιομηχανικές ιεραρχίες δεν θεμελιώνονται πάνω στην τάξη ή την κάστα αλλά στην επιτυχία ως προς την εκτέλεση των βιομηχανικών προσταγοιν»[24].Το γε­γονός, επομένως, ότι οι βιομηχανικές ιεραρχίες, οι οποίες ελέγχουν τα μέσα παραγω­γής, επιδιώκουν τους ίδιους στόχους με αυτούς στους οποίους στοχεύουν οι ελίτ που έχουν την ιδιοκτησία πάνω σε αυτά αγνοείται από το συγγραφέα, που φαίνεται να υιο­θετεί το μύθο (σήμερα ξεπερασμένο) του δήθεν διαχωρισμού της ιδιοκτησίας από τον έλεγχο στη βιομηχανία.

Όμως, αυτή η προβληματική δεν παρουσιάζει καμιά πρωτοτυπία. Είναι φανερό ότι οι βαθείς οικολόγοι σήμερα συνάγουν τα λογικά συμπεράσματα της προσέγγισής τους που πάντοτε τόνιζε, σε σχέση με την ερμηνεία της οικολογικής κρίσης, τη σημασία των συστημάτων αξιών αντί για τη σημασία των θεσμών, και της τεχνοεπιστήμης αντί για το σύστημα της αγοράς. Δεν είναι επομένως εκπληκτικό ότι τώρα δεν ασχολούνται κα­θόλου με την οικονομία της αγοράς. Έτσι, όπως τονίζει η Janet Biehl σε βιβλιοκριτική πρόσφατου βιβλίου για τη βιομηχανική επανάσταση, «ο Kirkpatrick Sale ρητά ορίζει το βιομηχανισμό ως “το ήθος που συνοψίζει τις αξίες και τεχνολογίες του δυτικού πο­λιτισμού”. Αυτή η υποκειμενοποίηση του βιομηχανισμού ως “ήθους” αποκλείει την καπιταλιστική συνιστώσα στο βιομηχανισμό του Sale»[25].

Είναι σαφές ότι οι βαθείς οικολόγοι και ο Morrison, χρησιμοποιώντας μια απλοϊκή «ιστορική» ανάλυση που δεν διακρίνει μεταξύ βασικών εννοιών όπως, από τη μια με­ριά, οι καπιταλιστικές σχέσεις ιδιοκτησίας, η οικονομία της αγοράς και η οικονομία ανάπτυξης και, από την άλλη, η ιδεολογία ανάπτυξης, καταλήγουν σε ένα γενικό ανα­κάτεμα που ονομάζουν «βιομηχανισμό», το οποίο υποτίθεται είναι η αιτία όλων των δεινών μας! Το γεγονός ότι η βιομηχανική επανάσταση έλαβε χώρα σε μια κοινωνία όπου τα μέσα παραγωγής ήταν κάτω από ιδιωτικό έλεγχο απλώς αγνοείται στην προ­σέγγιση αυτή. Το ίδιο αγνοείται το γεγονός ότι τα καταρρεύσαντα καθεστώτα του «υ­παρκτού σοσιαλισμού», στην πραγματικότητα, είχαν τη δυνατότητα να μην υιοθετή­σουν την οικονομία ανάπτυξης αλλά δεν το έπραξαν.

Όχι διότι σκόπευαν να γίνουν βιομηχανικές κοινωνίες και έπρεπε επομένως να υιοθετήσουν το περιεκτικό σύστημα κοινωνικών σχέσεων που έχει διαμορφώσει η βιομηχανική πραγματικότητα, όπως φαί­νεται να υποστηρίζει ο Morrison. Ούτε καν εξαιτίας των «αντικειμενικών» παραγό­ντων που προφανώς απαιτούσαν κάποιο επίπεδο οικονομικής ανάπτυξης για να είναι δυνατή η ικανοποίηση των αναγκών των λαών τους. Μολονότι όλοι αυτοί οι παράγο­ντες πράγματι έπαιξαν ένα ρόλο, η κύρια αιτία που οι χώρες του «υπαρκτού» υιοθέτη­σαν την οικονομία ανάπτυξης ήταν ένας «υποκειμενικός» παράγοντας: το γεγονός ότι η ταυτοποίηση της Προόδου με την οικονομική ανάπτυξη ήταν βασικό τμήμα της ιδε­ολογίας τους[26].

Σήμερα, βέβαια, λίγοι πιστεύουν ακόμη στην ταυτοποίηση της Προόδου με την οι­κονομική ανάπτυξη, ή ακόμη και στην ίδια την ιδέα της Προόδου. Για παράδειγμα, ελάχιστοι θα ισχυριστούν σήμερα, ιδιαίτερα μετά την εμπειρία του αιώνα μας, ότι υπάρχει κάποιο είδος αιτιακής σχέσης μεταξύ Προόδου στην τεχνοεπιστήμη και του βαθμού αυτονομίας που έχει επιτευχθεί στο πολιτικό και οικονομικό επίπεδο. Ακόμη, αρκετοί ερευνητές σημειώνουν ότι το ανθρώπινο γένος γίνεται όλο και περισσότερο τρωτό εξαιτίας του γεγονότος ότι στηρίζεται, σε παγκόσμιο επίπεδο, στην ίδια τεχνολο­γία και διότι η αυξανόμενη τεχνολογική πολυπλοκότητα συνοδεύεται από ολοένα με­γαλύτερη έλλειψη ευκαμψίας και προσαρμοστικής ικανότητας[27]. Όμως, θα μπορούσε κανένας σχετικά να προτείνει το αντεπιχείρημα ότι, εάν δεχθούμε τη θέση για τη μη ουδετερότητα της τεχνολογίας, τότε, η ομογενοποίηση της τεχνολογίας δεν είναι μια «ανεξάρτητη μεταβλητή» αλλά απλώς το αναπόφευκτο αποτέλεσμα της αγοραιοποίη­σης της οικονομίας.

Η μη ουδετερότητα της τεχνοεπιστήμης είναι πιο φανερή σήμερα από ό,τι στο πα­ρελθόν. Έτσι, όσον αφορά, πρώτα, την τεχνολογία, όπως σημειώνει ο Ian Reinecke σε σχέση με την ηλεκτρονική τεχνολογία:

«Οι αξίες που ενυπάρχουν σε πολλά ηλεκτρονικά συστήματα επεκτείνονται πέρα από τα γραφεία και τα εργοστάσια και αντανακλούν ολόκληρη την κοινωνία. Τα συ­στήματα αυτά τονίζουν την προτεραιότητα του ελέγχου και της παραγωγής που κινείται με βάση το κέρδος. Εξυπηρετούν το συμφέρον αυτών που παράγουν την τεχνολογία, αυ­τών στους οποίους την πωλούν, και αυτών οι οποίοι ωφελούνται από αυτή. Ένα τεστ για την υποτιθέμενη ουδετερότητα της τεχνολογίας είναι το κατά πόσο ο σχεδιασμός της εί­ναι ανεπηρέαστος από την κοινωνία που την περιβάλλει… η ουδετερότητα μιας τεχνολο­γίας δεν εξαρτάται από τη θεωρητική της δυνατότητα να κάνει καλό ή κακό αλλά από το πώς είναι σχεδιασμένη να χρησιμοποιηθεί. Εάν στην πραγματικότητα χρησιμοποιεί­ται μόνο σαν απειλή, ως ένα όργανο ελέγχου, ως μέσο καθυπόταξης των πολλών από τους λίγους, τότε ο τίτλος της ως ουδέτερης είναι κίβδηλος»[28].

Όσον αφορά την αγρο-βιομηχανική έρευνα, όπως ανέφερε μερικά χρόνια πριν το περιοδικό The Ecologist:

Ακόμη, όσον αφορά τη σημερινή επιστήμη, ο μη ουδέτερος χαρακτήρας της έχει γί­νει περισσότερο φανερός παρά ποτέ στο παρελθόν, μετά την ιδιωτικοποίηση της επιστημονικής έρευνας, ως αποτέλεσμα της συρρίκνωσης του δημόσιου τομέα γενικά και των δημόσιων δαπανών ειδικότερα στο πλαίσιο της νεοφιλελεύθερης φάσης της αγο­ραιοποίησης της οικονομίας[29]. Όπως τονίζει η Stephanie Pain, μια από τους διευθυντές του περιοδικού New Scientist (που δεν φημίζεται για τη ριζοσπαστικότητά του), επιστή­μη και μεγάλες επιχειρήσεις έχουν τελευταία αναπτύξει πολύ στενότερους δεσμούς:

Ενώ κάποτε η έρευνα ήταν κατά το πλείστον ουδέτερη, τώρα, πρέπει να ικανοποιεί μια ολόκληρη σειρά από χρηματοδότες. Τα ερευνητικά πορίσματα, αντί να είναι αμερό­ληπτα, χειραγωγούνται διακριτικά και «μαλάζονται», ή ακόμη και κλειδώνονται στα συρτάρια εάν δεν εξυπηρετούν τα σωστά συμφέροντα. Το πατρονάρισμα σπανίως έρχε­ται χωρίς όρους[30].

Στην πραγματικότητα, όπως υποστηρίζει η ίδια, ακόμη πιο βλαβερή είναι η αυτο­λογοκρισία στην οποία υποβάλλονται οι επιστήμονες σε μια προσπάθεια να εξασφαλί­σουν τη μη διακοπή της ροής των συμβολαίων —προσπάθεια που είναι ζωτική για την επιβίωσή τους μετά τη νεοφιλελεύθερη θεσμοποίηση των προηγούμενων άτυπων δε­σμών μεταξύ επιχειρήσεων και επιστήμης. Στη Βρετανία, για παράδειγμα, ένας νόμος του 1993 για την επιστήμη τονίζει την ανάγκη να επικεντρωθεί η έρευνα σε θέματα που βοηθούν την «οικονομία», ενώ η βιομηχανία καλείται να στηρίξει εκείνες τις επιστη­μονικές έρευνες που είναι πιθανό να δημιουργήσουν πλούτο στο μέλλον. Το αποτέλε­σμα των τυπικών και άτυπων δεσμών που έχουν δημιουργηθεί μεταξύ επιχειρήσεων και επιστήμης είναι ότι σήμερα, όχι μόνο δεν είναι δυνατόν να μιλούμε για την ουδετε­ρότητα ή «αντικειμενικότητα» των κοινωνικών επιστημών —όπως άλλωστε συνέβαινε και στο παρελθόν[31]— αλλά γίνεται ολοένα και πιο δύσκολο να μιλούμε ακόμη και για την ουδετερότητα των φυσικών επιστήμων.

Θ’ αναφερθώ σε δυο παραδείγματα που δείχνουν καθαρά τους κοινούς στόχους και δεσμούς μεταξύ, από τη μια μεριά, αυτών που ελέγχουν τη βιομηχανία στη σημερινή διεθνοποιημένη οικονομία της αγοράς και, από την άλλη, αυτών που ελέγχουν την επιστημονική έρευνα. Το πρώτο παράδειγμα αφορά την αγρο-βιομηχανική έρευνα και το δεύτερο το αποτέλεσμα του θερμοκηπίου.

«Η βιομηχανία, μέσω της στρατηγικής τοποθέτησης των χρημάτων της σε ερευνητι­κά σχέδια, μπορεί να κατευθύνει σημαντικά κονδύλια σε έρευνα που εξυπηρετεί κατά τον καλύτερο δυνατό τρόπο τη δική της μακροπρόθεσμη ατζέντα. Η διαδικασία αυτή έχει ήδη αποκτήσει τη δική της ταχύτητα και τα πανεπιστήμια υιοθετούν κορπορατίστικα οράματα για τη μεγιστοποίηση των κερδών. Στις ΗΠΑ, τα δημόσια πανεπιστήμια κα­τανέμουν σπάνιους οικονομικούς πόρους σε έρευνα η οποία ελπίζεται ότι θα αποδώσει πατενταρισμένες διαδικασίες και προϊόντα που θ’ αποτελέσουν τμήμα της «μελλοντικής προίκας» τους. Έτσι, η βιοτεχνική έρευνα προσπορίζεται σημαντικά κονδύλια, ενώ αντίθετα η έρευνα για τις περιβαλλοντικές και κοινωνικές επιπτώσεις της βιομηχανικής γεωργίας παραμελείται ή εξαφανίζεται»[32].

Το δεύτερο παράδειγμα αφορά το κρίσιμο πρόβλημα του «αποτελέσματος του θερ­μοκηπίου» και τις προσπάθειες της βιομηχανίας φυσικών καυσίμων να υποσκάψει τις διαπραγματεύσεις για μια κλιματική συνθήκη που θα εμπόδιζε την παγκόσμια άνοδο της θερμοκρασίας. Όπως αναφέρει η Stephanie Pain, οι ειδικοί επιστήμονες για πολλά χρόνια είχαν προσπαθήσει να συσχετίσουν την κλιματική μεταβολή με την καύση των φυσικών καυσίμων (πετρέλαιο, άνθρακας, φυσικό αέριο). Τελικά, το 1995, περισσότε­ροι από 2.500 κλιματολόγοι κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι ο πλανήτης έχει οριστικά αρχίσει να υφίσταται τις συνέπειες μιας γενικής ανόδου της θερμοκρασίας, ως αποτέ­λεσμα ανθρώπινων δραστηριοτήτων, δηλ. της καύσης φυσικών καυσίμων και της συ­νακόλουθης δημιουργίας εκπομπών θερμοκηπίου, οι οποίες είναι υπεύθυνες για την πλανητική άνοδο της θερμοκρασίας. Παρ’ όλα αυτά, μια ισχυρή ομάδα πίεσης από τις ενεργειακές βιομηχανίες, με τη βοήθεια μιας χούφτας επιστημόνων, έκανε λυσσώδη αγώνα για να αποτρέψει τη συναγωγή του παραπάνω συμπεράσματος, με το επιχείρη­μα ότι η παγκόσμια άνοδος της θερμοκρασίας είναι ένας μύθος που στοχεύει να εκφο­βίσει τις κυβερνήσεις και να τις ωθήσει στην παραχώρηση σημαντικών ερευνητικών κονδυλίων για τη σχετική έρευνα.

Οι επιστήμονες αυτοί «κατάφεραν να κωλλυσιεργήσουν τις διαπραγματεύσεις και συνέβαλαν αποφασιστικά ώστε οι ενεργειακές βιομη­χανίες να κερδίσουν αναστολή για μια περίπου δεκαετία»[33] [34]. Και αυτό, τη στιγμή που υπολογίζεται ότι για κάθε χρόνο αυτής της αναστολής, άλλα 6 δισ. τόνοι διοξειδίου του άνθρακα θα εκπέμπονται στην ατμόσφαιρα, συμβάλλοντας στην περαιτέρω αύξη­ση της θερμοκρασίας της Γης. Περιττό να προστεθεί ότι «ένα δίκτυο διαπλεκόμενων συμφερόντων υπάρχει μεταξύ ερευνητών στα πανεπιστήμια των ΗΠΑ, κυβερνήσεων ( Κουβέιτ) και ομάδων πίεσης από τις ενεργειακές και ενεργοβόρες βιομηχανίες (μεταξύ των μελών τους είναι οι Shell, Exxon, Τexaco, η British Coal και η Ford)

Είναι αυτόνομη η τεχνολογία;

Συχνά, το θέμα της μη ουδετερότητας της τεχνοεπιστήμης συγχέεται με το θέμα της αυτονομίας της. Ο David Watson, για παράδειγμα, ισχυρίζεται ότι «η ιδέα πως η τεχνολογία δεν είναι ουδέτερη συνεπάγεται λογικά όχι μόνο ότι οι αντιλήψεις μας διαμορφώνουν και καθορίζουν την τεχνολογία, αλλά και ότι οι τεχνολογικές σχέσεις και οι επιταγές της τεχνολογίας διαμορφώνουν, με τη σειρά τους, τις αντιλήψεις μας και τις κοινωνικές σχέσεις»[35].

Όμως, η λογική αυτή συνέπεια μπορεί να συναχθεί μόνο εάν υποθέσουμε ότι η τε­χνολογία είναι όχι μόνο μη ουδέτερη αλλά και αυτόνομη, πράγμα που δεν είναι. Αυτό­νομη τεχνολογία σημαίνει ότι η τεχνολογία έχει την ικανότητα να καθορίζει το θεσμι­κό πλαίσιο καθώς και το κυρίαρχο κοινωνικό παράδειγμα, είτε ως ο μόνος είτε ως ο πιο σημαντικός παράγοντας. Όμως μια τέτοια προσέγγιση αμέσως γεννά ερωτήματα του τύπου: πώς εξηγείται ότι, ιστορικά, παρόμοιες, αν όχι οι ίδιες, τεχνολογίες στήριζαν εντελώς διαφορετικές πολιτικές και κοινωνικές δομές, από τη δημοκρατική Αθήνα και την ολιγαρχική Σπάρτη μέχρι μια «σχετικά δημοκρατική ομοσπονδία όπως οι Iroquois και μια πολύ δεσποτική αυτοκρατορία όπως οι Ίνκας»;[36]

Άλλοι υιοθετούν ρητά τη θέση ότι «η τεχνολογία είναι αυτόνομη». Έτσι, ο Michael Shallis, αναφερόμενος στη γνωστή φράση του Marshall McLuhan’s «το μέσο είναι το μήνυμα», υποστηρίζει την αυτονομία της τεχνολογίας, μια αυτονομία την οποία, όπως υποστηρίζει, συνήθως αγνοούμε, όταν δεν βλέπουμε το μέσο αλλά μόνο το περιεχόμε­νο. Ο Shallis αναφέρεται στην τεχνολογία του ρολογιού και τονίζει ότι το ρολόι μετα­μόρφωσε την κοινωνία και επέβαλε σε όλους την τυραννία του χρόνου, ενώ συγχρόνως έκανε δυνατή τη χρονική αφαίρεση, έξω από κάθε ανθρώπινη εμπειρία. Παρόμοια, αναφερόμενος στην τεχνολογία των κομπιούτερ, ο ίδιος συγγραφέας ισχυρίζεται ότι αυτό που έχει σημασία δεν είναι το πώς χρησιμοποιούμε τον κομπιούτερ, αλλά το γεγο­νός ότι «η ανωνυμία του κομπιούτερ, το απρόσωπο, συμβολίζει την απώλεια της πί­στης και της ίδιας της προσωπικότητας του ανθρώπου, την ανωνυμία του σε ένα μηχα­νικό κόσμο»[37].

Θα μπορούσε όμως εδώ να υποστηρίξει κανένας τη θέση ότι το θέμα δεν είναι εάν το ρολόι η ο κομπιούτερ μεταμόρφωσαν την κοινωνία, πράγμα που κανένας δεν αμφι­σβητεί. Το πραγματικό ερώτημα είναι εάν η υιοθέτηση αυτών των τεχνολογιών αντα­νακλά σημαντικές καινούργιες ανάγκες του κοινωνικο-οικονομικού συστήματος (δηλ. εκείνων στην άρχουσα ελίτ που το ελέγχουν), οπότε βέβαια η τεχνολογία δεν μπορεί να χαρακτηριστεί αυτόνομη. Από την άποψη αυτή δεν είναι τυχαίο ότι, μολονότι το πρώ­το μηχανικό δημόσιο ρολόι κατασκευάστηκε και ανεγέρθηκε στο Μιλάνο το 1335 και τα πρώτα ατομικά ρολόγια εμφανίστηκαν λίγο μετά το 1500, εν τούτοις, μόλις στο τέ­λος του 18ου αιώνα έγινε δυνατό η τεχνολογία του ατομικού ρολογιού να προχωρήσει τόσο πολύ ώστε η μαζική επέκταση της χρήσης του να συμβαδίσει πλήρως με την πα­ράλληλη επέκταση του εργοστασιακού συστήματος.

Με άλλα λόγια, δεν ήταν η εφεύ­ρεση του ρολογιού που επέβαλε την τυραννία του χρόνου, αλλά η ανάδυση της οικο­νομίας της αγοράς που την έκανε αναγκαία. Αντίστοιχα, δεν ήταν η άφιξη του κο­μπιούτερ που έφερε την απώλεια της προσωπικότητας και την ανωνυμία του ατόμου σε ένα μηχανικό κόσμο, αλλά η ανάδυση των τεράστιων αστικών κέντρων στη σημερινή μετα-βιομηχανική κοινωνία (όπου συγκεντρώνεται σχεδόν το μισό του παγκόσμιου πληθυσμού)[38] και η συνακόλουθη παρακμή των κοινοτήτων που την έκανε αναπόφευ­κτη. Η πληροφορική τεχνολογία απλώς αντανακλούσε τις ανάγκες της νεο-αναδυθείσας διεθνοποιημένης οικονομίας της αγοράς για ταχύτερη επεξεργασία των στοιχείων και ευκολότερη επικοινωνία.

Από τη σκοπιά αυτή, ακολουθώντας τη Frances Stewart[39], θα εισάγουμε μια σημα­ντική διάκριση μεταξύ της διαθέσιμης τεχνολογίας και της τεχνολογίας-εν-χρήσει. Έτσι, ξεκινώντας με έναν ευρύ ορισμό της τεχνολογίας που καλύπτει «όλες τις δεξιο- τεχνίες, γνώσεις και διαδικασίες για την κατασκευή και χρήση χρήσιμων πραγμά­των», μπορούμε να περιγράψουμε την τεχνολογία ως ένα σύνολο τεχνικών, όπου η κά­θε τεχνική συνδέεται με ένα σύνολο χαρακτηριστικών. Η διαθέσιμη τεχνολογία μπορεί να οριστεί ως το σύνολο όλων εκείνων των γνωστών τεχνικών που έχουν εξελιχθεί ιστορικά, ενώ η τεχνολογία-εν χρήσει είναι απλώς ένα υποσύνολο, δηλ. ένα (μικρό) τμήμα της διαθέσιμης τεχνολογίας, το οποίο προσδιορίζεται σε δεδομένη ιστορική στιγμή από τη φύση της διαθέσιμης τεχνολογίας και την επιλογή που γίνεται μεταξύ ανάπτυξη τεχνικών είναι μια ιστορική διαδικασία. Η κατάσταση της επιστημονικής και τεχνολογικής γνώσης θέτει το πλαίσιο ή παρέχει το σημείο εκκίνησης για νέες εξε­λίξεις, όπου η μια τεχνική με συγκεκριμένο σύνολο χαρακτηριστικών αντικαθιστά την άλλη, ανάλογα με τις ιστορικές και οικονομικές συνθήκες της εποχής.

Το μεγαλύτερο τμήμα της τεχνολογικής εξέλιξης, από τότε που αναδύθηκε η οικονομία της αγο­ράς κατά τη διάρκεια της βιομηχανικής επανάστασης, έλαβε χώρα στις αναπτυγμένες καπιταλιστικές χώρες, η διαθέσιμη τεχνολογία σήμερα στηρίζεται στα χαρακτηριστι­κά των τεχνικών που αναπτύχθηκαν στις χώρες αυτές, τα οποία, με τη σειρά τους, εξαρτώνται από τις ιστορικο-οικονομικές περιστάσεις των αναπτυγμένων- καπιταλιστι­κών χωρών κατά την περίοδο της βιομηχανικής επανάστασης εργοστασιακό σύστη­μα, μεγάλος βαθμός καταμερισμού εργασίας και εξειδίκευσης, υψηλά επίπεδα παραγω­γικότητας και εισοδήματος κ.λπ.).

Δεύτερον, όσον αφορά τις οικονομικές συνθήκες, όπως σημειώνει η Stewart, «εκεί­νες μόνο οι τεχνικές αναπτύσσονται και υιοθετούνται που πιστεύεται ότι είναι ζωτικές στην οικονομία στην οποία εισάγονται»[40]. Με άλλα λόγια, το συγκεκριμένο υποσύνο­λο, από το σύνολο των διαθέσιμων τεχνικών, που θα επιλεγεί σε οποιαδήποτε στιγμή, εξαρτάται από την οικονομική οργάνωση της κοινωνίας και τους μηχανισμούς επιλο­γής που έχει καθιερώσει. Επομένως, «η επιλογή που πράγματι γίνεται σε συγκεκριμένη στιγμή εξαρτάται από τους στόχους που έχουν εκείνοι οι οποίοι παίρνουν τις αποφά­σεις. τις οικονομικές περιστάσεις της συγκεκριμένης χώρας και τα χαρακτηριστικά των διάφορων τεχνικών»[41]. Είναι λοιπόν φανερό ότι για να εξηγήσουμε την εισαγωγή, για παράδειγμα, του ρολογιού ή του κομπιούτερ, δεν είναι αρκετό απλώς ν’ αναφερ­θούμε στις σχετικές εφευρέσεις, ως αυτόνομες τεχνο-επιστημονικές εξελίξεις, αλλά ότι θα πρέπει ν’ αναφερθούμε σε ολόκληρη την κοινωνικο-οικονομική δομή της κοινωνίας και τις αξίες της.

Το συμπέρασμα αυτό αποκτά ιδιαίτερη βαρύτητα αν πάρουμε υπόψη τα παρακάτω στοιχεία: πρώτον, ότι σε κάθε τεχνική αντιστοιχεί συγκεκριμένη κατα­νομή ωφελημάτων, δεύτερον, ότι η κάθε τεχνική σχεδιάζεται για συγκεκριμένο οικονομικο-τεχνικό περιβάλλον και είναι «αποτελεσματικές» μόνο στο πλαίσιο του περιβάλ­λοντος αυτού και, τρίτον, ότι «οι μηχανισμοί επιλογής είναι και οι ίδιοι τμήμα του τε­χνολογικού συστήματος πράγμα που σημαίνει ότι το σύστημα αναπαράγεται μέσω της δημιουργίας τέτοιων μηχανισμών επιλογής, οι οποίοι είναι συμβατοί με αυτό»[42]. Όλα αυτά μπορούν να εξηγήσουν το «παράδοξο» στο οποίο αναφέρεται ο Bookchin, ότι «ενώ ο καπιταλισμός έχει στραφεί στην τεχνολογία με μια ορμή που είναι άγνωστη σε οποιαδήποτε προηγούμενη κοινωνία, είναι πασίγωστο ότι οι καπιταλιστές έχουν αγνοήσει πολύ σημαντικές τεχνολογίες και έχουν επιλέξει ν’ αναπτύξουν εκείνες ακρι­βώς τις τεχνολογίες που ευνοούν τη θεμελιακή επιταγή για ανάπτυξη και τη συνακό­λουθη πελώρια όρεξη για κέρδος»[43].

Συμπερασματικά, μολονότι οι τεχνολογικές εφευρέσεις μπορεί πράγματι ν’ αντανα­κλούν ένα σημαντικό αριθμό αυτονομίας —πράγμα που συνέβαινε ιδιαίτερα σε παλιότερους καιρούς όταν η επιστημονική και τεχνολογική έρευνα δεν διεξαγόταν, όπως σήμερα, μέσα σε πελώρια και πολυέξοδα ερευνητικά ιδρύματα— η ίδια η τεχνολογία, με την έννοια της τεχνολογίας-εν-χρήσει που υιοθετούν αυτοί που ελέγχουν την παρα­γωγική διαδικασία, αποτελούσε πάντοτε ένα αδιάσπαστο τμήμα των εξουσιαστικών σχέσεων που απορρέουν από τους υπάρχοντες κοινωνικο-οικονομικούς θεσμούς και τις αξίες που είναι συμβατές με το κυρίαρχο κοινωνικό παράδειγμα.

Επομένως αντίθετα με την άποψη του Καστοριάδη («μια αυθεντική επιλογή απαι­τεί την καθιέρωση κριτηρίων και προτεραιοτήτων… για ποια κριτήρια και τι προτεραι­ότητες [μιλούμε εδώ];… και αυτές οι επιλογές εάν υποθέσουμε ότι υπήρχαν, είναι επι­λογές από ποιον;»)[44] θα μπορούσε κανένας να υποστηρίξει ότι πράγματι γίνονται επι­λογές με βάση συγκεκριμένα κριτήρια. Όμως ούτε οι επιλογές ούτε τα κριτήρια καθο­ρίζονται από την κοινωνία γενικά, και πολύ περισσότερο από τους επιστήμονες. Με αυτή την έννοια, η τεχνοεπιστήμη δεν είναι αυτόνομη, όπως υποστηρίζει ο Καστοριάδης, ακολουθόντας τον Jaques Ellul[45]. Εάν όμως η τεχνολογία δεν θεωρηθεί αυτόνομη, το ερώτημα που τίθεται είναι πώς μπορούμε να εξηγήσουμε τη σημερινή κατάσταση που είναι φανερό ότι εξελίσσεται σε πλήρη αντίφαση με τους ίδιους τους στόχους της οικονομίας της αγοράς, κυρίως εξαιτίας της συνεχιζόμενης καταστροφής του περιβάλ­λοντος; Στην πραγματικότητα, αυτό ακριβώς το χαρακτηριστικό της σημερινής τεχνο­λογίας οδήγησε τον Καστοριάδη να ισχυριστεί ότι η τεχνολογία είναι σήμερα ανεξέλε­γκτη, χωρίς κατεύθυνση και στόχους[46] [47].

Κατά τη γνώμη μου, όμως, η άποψη για το ανεξέλεγκτο της τεχνολογίας θα ήταν βάσιμη μόνο εάν δούμε την τεχνολογία μακροπρόθεσμα. Βραχυπρόθεσμα και μεσο­πρόθεσμα, η τεχνολογία ελέγχεται αποφασιστικά από τους θεσμούς που χρηματοδο­τούνται από το σύστημα της οικονομίας της αγοράς/ανάπτυξης και κατευθύνεται ου­σιαστικά από τις αξίες με τις οποίες είναι διαποτισμένο το σύστημα αυτό. Εάν, λοιπόν, μακροπρόθεσμα, η τεχνολογία φαίνεται να είναι χωρίς κατεύθυνση και αντιφάσκουσα προς τους ίδιους τους στόχους του συστήματος, αυτό οφείλεται στο ότι είναι έξω από τη λογική της οικονομίας της αγοράς για αυτούς που την ελέγχουν να σκέφτονται τις μακροπρόθεσμες επιπτώσεις των επιλογών τους.

Μολονότι, επομένως, οι τεχνολογικές επιλογές φαίνονται ανορθολογικές, δεν παύουν να είναι απόλυτα συμβατές με τις αξίες και τους στόχους αυτών που ελέγχουν την οικονομία της αγοράς και, σαν τέτοιες, εί­ναι ορθολογικές. Ακόμη, στο βαθμό που οι νέες «πράσινες» τεχνολογίες ικανοποιούν τις μακροπρόθεσμες ανάγκες του συστήματος από την άποψη των οικολογικών τους επιπτώσεων και, συγχρόνως, είναι συμβατές με τους στόχους της μεγιστοποίησης της αποτελεσματικότητας, της ανάπτυξης και των κερδών, οι τεχνολογίες αυτές δεν απορ­ρίπτονται. Είναι μάλιστα ακριβώς η μερική υιοθέτηση παρόμοιων «πράσινων» τεχνο­λογιών (π.χ. «πράσινα» ψυγεία) που τρέφει την περιβαλλοντιστική μυθολογία ότι ο «πράσινος» καπιταλισμός είναι εφικτός.

Ο Murray Bookchin, επίσης, απορρίπτει τη θέση ότι «η τεχνολογία είναι αυτόνομη»:

Η ιδέα ότι η επιστήμη και η τεχνολογία είναι αυτόνομες από την κοινωνία και ότι, αντίθετα, οι ίδιες αποτελούν βασικούς παράγοντες που την κατευθύνουν, ίσως είναι μια από τις πιο ύπουλες φαντασιώσεις του καιρού μας. Είναι βέβαια αληθές ότι η επιστήμη και η τεχνική καθοδηγούν την έρευνα και δημιουργούν οράματα προς νέες εξελίξεις, όμως αυτές οι εξελίξεις καθοδηγούνται αυστηρά από την κρατούσα κοινωνία της αγο­ράς και όχι αντίστροφα… η τεχνολογία είναι ένα ετερόνομο ή εξαρτημένο φαινόμενο… ο οικομυστικισμός τείνει να τονίζει την αυτονομία της τεχνολογίας από την κοινωνία και το μυστηριακό περιεχόμενο μιας «τεχνολογικής επιταγής», συσκοτίζοντας ωμά τους βαθύτατα κοινωνικούς παράγοντες που προωθούν ή παρεμποδίζουν την τεχνολογική και­νοτομία[48].-

Εν τούτοις, μολονότι ο Bookchin αναφέρεται όχι μόνο στο μη αυτόνομο αλλά και στο μη ουδέτερο χαρακτήρα της τεχνολογίας, συγχρόνως, φαίνεται να δέχεται το δια­χωρισμό μεταξύ μέσων και σκοπών σε σχέση με τις χρήσεις της τεχνολογίας πράγμα που ουσιαστικά σημαίνει την άρνηση της θέσης της μη ουδετερότητας: «στις ταξικές κοινωνίες, η χρήση τεχνολογιών για την αντικατάσταση της εργασίας από μηχανές για την αποψίλωση πελώριων εκτάσεων του πλανήτη, για την εκμετάλλευση των χα­μηλόμισθων του Τρίτου Κόσμου —όλα αυτά θέτουν ακριβώς το κοινωνικό θέμα των τρόπων με τους οποίους χρησιμοποιείται η τεχνολογία»[49].

Κατά τη γνώμη μου, η μη ουδετερότητα της τεχνοεπιστήμης δεν προκύπτει ούτε από κάποια φαντασιακή αυτονομία ούτε από έναν υποτιθέμενο διαχωρισμό μεταξύ μέ­σων και σκοπών και τη συνακόλουθη «αλήθεια» ότι η τεχνοεπιστήμη είναι «ένα καλό εργαλείο που έχει πέσει σε κακά χέρια». Η ιδέα της αυτονομίας της τεχνοεπιστήμης οδηγεί σε απλοϊκούς ντετερμινισμούς σύμφωνα με τους οποίους η κατάσταση της τε­χνολογίας (των παραγωγικών δυνάμεων) καθορίζει τη μορφή κοινωνικής οργάνωσης μέσω του προσδιορισμού, άμεσα, των παραγωγικών σχέσεων και, έμμεσα, της οικονο­μικής οργάνωσης και της «υπερδομής».

Από την άλλη μεριά, η ιδέα ότι η τεχνολογία έχει πέσει σε κακά χέρια, εξαιτίας του γεγονότος ότι κάποιοι κακοί άνθρωποι την απο­μακρύνουν από τους αυθεντικούς σκοπούς της, οδηγεί σε έναν απατηλό διαχωρισμό «σκοπών» και «μέσων». Όμως σκοποί και μέσα είναι αδιάσπαστα τμήματα του κυ­ρίαρχου κοινωνικού παραδείγματος, το οποίο καθορίζει επιλογές κριτήρια και προτε­ραιότητες. Με αυτή την έννοια, η τεχνοεπιστήμη δεν είναι ούτε ουδέτερη αλλά ούτε και αυτόνομη. Ακόμη, ακριβώς λόγω του ετερόνομου χαρακτήρα της τεχνοεπιστήμης μπορούμε να ελπίζουμε ότι σε μια περιεκτική δημοκρατία το κυρίαρχο κοινωνικό πα­ράδειγμα θα περιέχει ένα εντελώς διαφορετικό σύνολο αξιών, που θα συνεπάγεται μια αντίστοιχα διαφορετική και δημοκρατική επιστήμη και τεχνολογία.

Επομένως μια δημοκρατική αντίληψη της τεχνοεπιστήμης πρέπει ν’ αποφύγει και τις δυο μορφές ντετερμινισμού, τόσο τον τεχνολογικό ντετερμινισμό όσο και τον κοι­νωνικό ντετερμινισμό. Σύμφωνα με τον πρώτο, που συνήθως υιοθετούν οι περισσότερο απλοϊκές μορφές του Μαρξισμού, η τεχνολογία καθορίζει την κοινωνία. Από την άλλη μεριά, σύμφωνα με τον κοινωνικό ντετερμινισμό, η κοινωνία καθορίζει την τεχνολο­γία. Όπως σημειώνει ο David Pepper, αυτός είναι ο τύπος ντετερμινισμού σύμφωνα με τον οποίο «τεχνολογίες τόσο διαφορετικές όσο οι λάμπες των ανθρακωρύχων, η γεωρ­γία της πράσινης επανάστασης και η πληροφορική τεχνολογία αναπτύχθηκαν από τις καπιταλιστικές επιχειρήσεις και τη βιομηχανία για να ικανοποιήσουν το συγκεκριμέ­νο στόχο της συσσώρευσης κεφαλαίου, σαν να μην επρόκειτο οι τεχνολογίες αυτές ν’ αναπτυχθούν σε μια μη καπιταλιστική κοινωνία»[50].

Νομίζω ότι ο μόνος τρόπος για ν’ αποφύγουμε τις δυο αυτές μορφές ντετερμινισμού είναι, όπως προσπάθησα να δείξω παραπάνω, να δούμε την τεχνολογία ως ένα αδιάσπαστο τμήμα μιας ολότητας η οποία καθορίζεται από τις εξουσιαστικές σχέσεις που συνεπάγονται οι συγκεκριμένοι κοινω­νικοοικονομικοί θεσμοί και το κυρίαρχο κοινωνικό παράδειγμα. Όμως το κυρίαρχο κοινωνικό παράδειγμα δεν θα πρέπει να θεωρηθεί ότι καθορίζεται στενά από τις σχέ­σεις ιδιοκτησίας και τον αντίστοιχο έλεγχο των οικονομικών θεσμών, όπως συνήθως υποθέτουν οι Μαρξιστές. Το σύστημα αξιών που χαρακτηρίζει το κυρίαρχο κοινωνικό παράδειγμα της οικονομίας ανάπτυξης, είτε καπιταλιστικού είτε «σοσιαλιστικού» τύ­που, είναι σχεδόν πανομοιότυπο, παρά τις διαφορές στους οικονομικούς και κοινωνι­κούς θεσμούς και τις συνακόλουθες διαφορές στις εξουσιαστικές δομές.

Συμπερασματικά, ο μη ουδέτερος και ετερόνομος χαρακτήρας της τεχνοεπιστήμης σήμερα προκύπτει από τις θεμελιακές οργανωτικές αρχές που χαρακτηρίζουν την οικονομία ανάπτυξης και τις αξίες που συνεπάγεται το διαπλεκόμενο με αυτή κυρίαρχο κοινωνικό παράδειγμα.

Η αντί δημοκρατική φύση της τεχνοεπιστήμης

Ο χαρακτήρας της τεχνοεπιστήμης ως δημοκρατικής ή ολιγαρχικής εξαρτάται από το βαθμό στον οποίο οι πολίτες είναι σε θέση ν’ ασκήσουν έλεγχο πάνω στο περιεχόμενό του. Εάν δεχθούμε την υπόθεση που κάναμε παραπάνω, ότι η τεχνοεπιστήμη δεν είναι ούτε ουδέτερη ούτε αυτόνομη και ότι η φύση της καθορίζεται αποφασιστικά από τις εξουσιαστικές σχέσεις που απορρέουν από το υπάρχον θεσμικό πλαίσιο και το διαπλεκόμενο με αυτό κυρίαρχο κοινωνικό παράδειγμα, τότε θα μπορούσαμε να υποθέσουμε ότι η τεχνοεπιστήμη δεν είναι δημοκρατική. Ο υψηλός βαθμός συγκέντρωσης δύναμης που χαρακτηρίζει τη σημερινή κοινωνία συνεπάγεται έναν ολιγαρχικό έλεγχο πάνω στην τε­χνοεπιστήμη, ο οποίος εκδηλώνεται στο περιεχόμενό της, το οποίο, με τη σειρά του, εκ­φράζει τις υπάρχουσες εξουσιαστικές σχέσεις και το κυρίαρχο κοινωνικό παράδειγμα.

Η συγκέντρωση οικονομικής δύναμης στα χέρια των ελίτ που ελέγχουν την οικονο­μική διαδικασία στην οικονομία της αγοράς ήταν το αναπόφευκτο αποτέλεσμα της επι­δίωξης του κέρδους, μέσω της μεγιστοποίησης της οικονομικής αποτελεσματικότητας και του μεγέθους της αγοράς. Θα μπορούσε να δειχθεί, όπως επιβεβαίωσε πρόσφατη με­λέτη, ότι «υπάρχει μια ισχυρή θετική στατιστική συσχέτιση μεταξύ της βιομηχανικής κερδοφορίας και της συγκέντρωσης της αγοράς»[51]. Αυτό αποτελεί μια ένδειξη ότι η επι­δίωξη του κέρδους από αυτούς που ελέγχουν την οικονομία της αγοράς πράγματι οδη­γεί στη συγκέντρωση. Σε ένα πρώιμο στάδιο αγοραιοποίησης, η συγκέντρωση οικονομι­κής δύναμης ήταν το αποτέλεσμα της «μαζικοποίησης» της παραγωγής, δηλ. της συγκέντρωσης της παραγωγικής διαδικασίας σε μεγάλες παραγωγικές μονάδες, οι οποίες εξα­σφάλιζαν «οικονομίες κλίμακας» και οικονομική αποτελεσματικότητα.

Σήμερα, οι κα­πιταλιστικές επιχειρήσεις, για να επιβιώσουν στον ανταγωνισμό μέσα στη διεθνοποιημένη οικονομία της αγοράς, είναι υποχρεωμένες «να παράγουν μικρές ποσότητες προϊό­ντων υψηλής ποιότητας και προδιαγραφών, απομακρύνοντας έτσι τις οικονομίες κλίμα­κας από τη θέση τους στην κεντρική δυναμική του ανταγωνισμού»[52]. Επομένως, η συ­γκέντρωση οικονομικής δύναμης συμπίπτει σήμερα με μια παράλληλη διαδικασία «απο-μαζικοποίησης» της παραγωγής και διαφοροποίησης, η οποία είναι συνεπής με τις απαιτήσεις της μετα-βιομηχανικής κοινωνίας και της σύγχρονης τεχνολογίας. Όμως, αυτή η «απο-μαζικοποίηση» της παραγωγής, μολονότι επηρεάζει το μέγεθος της παρα­γωγικής μονάδας, δεν έχει κανένα αποτέλεσμα όσον αφορά το βαθμό συγκέντρωσης οι­κονομικής δύναμης στο επίπεδο της επιχείρησης. Αυτό είναι σαφές, για παράδειγμα, από το γεγονός ότι οι μεγαλύτερες 500 πολυεθνικές ελέγχουν σήμερα τα δύο τρίτα του παγκόσμιου εμπορίου (40% από αυτό γίνεται μεταξύ πολυεθνικών) και από το ότι όλες αυτές οι επιχειρήσεις (εκτός από τις νοτιο-κορεάτικες) έχουν έδρα το Βορρά[53].

Αντίθετα, λοιπόν, με την άποψη που υποστηρίζεται από τους κλασικούς αναρχι­κούς και μερικούς από τους σύγχρονους[54], στην προσπάθειά τους να δείξουν ότι υπάρ­χουν φυσικές τάσεις που οδηγούν σε μια αποκεντρωμένη αναρχική κοινωνία (παρό­μοιος ισχυρισμός προβάλλεται σήμερα από τους υποστηρικτές του βιο-ρετζιοναλισμού), θα μπορούσε να δειχθεί ότι υπάρχει μια μακροπρόθεσμη τάση που οδηγεί στη συνεχή συγκέντρωση οικονομικής δύναμης, ακόμη και όταν η τάση αυτή συνοδεύεται από μια παράλληλη φυσική αποκέντρωση της παραγωγικής διαδικασίας, σαν τη σημε­ρινή. Αυτή η αυξανόμενη συγκέντρωση μπορεί να δειχθεί τόσο στο διακρατικό μακρο­οικονομικό επίπεδο όσο και στο διεπιχειρησιακό μικρο-οικονομικό επίπεδο[55].

Η συγκέντρωση οικονομικής δύναμης δεν είναι βέβαια ένα νέο φαινόμενο. Σε κάθε ιεραρχική κοινωνία, η συγκέντρωση πλούτου πάντοτε συνόδευε τη συγκέντρωση πολιτικής και στρατιωτικής δύναμης στα χέρια των διάφορων ελίτ γεγονός που «δικαιώνεται» μέσω ενός συστήματος κοινωνικών κανόνων που βασίζονται στη θρησκεία. Το καινούργιο στοιχείο στην οικονομία ανάπτυξης είναι το γεγονός ότι σήμερα η ίδια η αναπαραγωγή του κοινωνικού συστήματος, καθώς και η δύναμη της ελίτ που το ελέγχει, εξαρτάται αποφασιστικά από την υλοποίηση του στόχου της ανάπτυξης η οποία, με τη σειρά της, «δικαιώνεται» μέσω της ταυτοποίησής της με την Πρόοδο.

Επο­μένως, η οικονομική ανάπτυξη λειτουργεί όχι μόνο ως ένας βασικός κοινωνικός και οι­κονομικός στόχος, αλλά επίσης ως ένα βασικό μέσον για την αναπαραγωγή των δομών της άνισης κατανομής της οικονομικής και πολιτικής δύναμης, η οποία χαρακτηρίζει τη σύγχρονη ιεραρχική κοινωνία, καθιός και ως κεντρικό στοιχείο της ιδεολογίας που τη στηρίζει. ιεραρχική κοινωνία πήρε μια νέα μορφή με την άνοδο της οικονομίας της αγοράς στη Δύση και της σχεδιασμένης οικονομίας στην Ανατολή. Στη νέα αυτή μορφή, η ελίτ έλκει τη δύναμή της όχι μόνο, όπως στο παρελθόν, από τη συγκέντρωση πολιτικής, στρατιωτικής ή, γενικά, κοινωνικής δύναμης, αλλά» πρωταρχικά, από τη συγκέντρωση οικονομικής δύναμης, είτε η συγκέντρωση αυτή γίνεται μέσω του μηχα­νισμού της αγοράς είτε μέσω του κεντρικού πλάνου.

Θα πρέπει όμως να τονιστεί ότι η συγκέντρωση και η οικολογική αποσύνθεση δεν αποτελούν απλώς συνέπειες της επικράτησης της οικονομίας ανάπτυξης αλλά, επίσης θεμελιακές προϋποθέσεις για την αναπαραγωγή της. Αντίθετα με τους ισχυρισμούς με­ρικών από τους οπαδούς της τάσης για την «κοινωνία πολιτών» που, υιοθετώντας τη θεωρία της κρίσης υποκατανάλωσης ελπίζουν ότι οι ελίτ της Τριάδας (NAFTA, Ε.Ε., Απω Ανατολή), μπροστά στην απειλή μιας ανεπαρκούς συνολικής ζήτησης, εξαιτίας της διευρυνόμενης ανισότητας, θα παρακινηθούν να εισάγουν μια παγκόσμια μικτή οικονομία[56], στην πραγματικότητα φαίνεται ότι συμβαίνει το αντίθετο. Η οικονομία ανάπτυξης στο Βορρά, όχι μόνο δεν απειλείται από τη διευρυνόμενη ανισότητα της σημερινής διεθνοποιημένης οικονομίας της αγοράς, αλλά, αντίθετα, εξαρτάται από αυ­τή. Έτσι, όπως ακριβώς η παραγωγή της οικονομίας ανάπτυξης δεν είναι δυνατή χωρίς τη λεηλασία της Φύσης έτσι και η φυσική της αναπαραγωγή είναι εξίσου αδύνατη χωρίς την παραπέρα συγκέντρωση οικονομικής δύναμης.

Είναι, επομένως φανερό ότι η σημερινή συγκέντρωση οικονομικής πολιτικής και κοινωνικής δύναμης στα χέρια των ελίτ που ελέγχουν την οικονομία ανάπτυξης δεν εί­ναι απλώς ένα πολιτιστικό φαινόμενο που μπορεί να εξηγηθεί με βάση τις αξίες που καθιέρωσε η βιομηχανική επανάσταση, όπως αφελώς πιστεύουν σημαντικά ρεύματα μέσα στο οικολογικό κίνημα. Επομένως η πραγματοποίηση της οικολογικής ισορρο­πίας δεν είναι απλώς θέμα αλλαγών στα συστήματα αξιών (εγκατάλειψη της αναπτυ­ξιακής λογικής και του καταναλωτισμού) που θα οδηγούσαν σε ένα φιλικό προς το πε­ριβάλλον τρόπο ζωής. Στην πραγματικότητα, η συγκέντρωση δύναμης συνιστά το ανα­πόφευκτο αποτέλεσμα μιας ιστορικής διαδικασίας, η οποία άρχισε με την επικράτηση των ιεραρχικών κοινωνικών δομών και της συνακόλουθης ιδεολογίας της κυριαρχίας του ανθρώπου πάνω στον άνθρωπο και τη Φύση[57] και κορυφώθηκε τους τελευταίους δυο αιώνες με την ανάπτυξη της οικονομίας της αγοράς και του παρακλαδιού της, της οικονομίας ανάπτυξης.

Η οικονομία της αγοράς/ανάπτυξης και η συγκέντρωση οικονομικής δύναμης απο­τελούν τις δυο όψεις του ίδιου νομίσματος. Αυτό σημαίνει ότι ούτε η συγκέντρωση οι­κονομικής δύναμης ούτε οι οικολογικές συνέπειες της οικονομίας ανάπτυξης είναι δυ­νατόν ν’ αποφευχθούν μέσα στο παρόν θεσμικό πλαίσιο της διεθνοποιημένης οικονο­μίας της αγοράς/ανάπτυξης. Από την άλλη μεριά, όμως, η αύξηση της συγκέντρωσης οικονομικής δύναμης οδηγεί στη συνειδοτοποίηση ότι η Πρόοδος, με την έννοια της βελτίωσης της ευημερίας μέσω της ανάπτυξης, έχει έναν αναγκαστικό μη καθολικό χαρακτήρα. Επομένως, με δεδομένο τον ολιγαρχικό έλεγχο πάνω στην τεχνοεπιστήμη που ανα­πόφευκτα ακολουθεί τη συγκέντρωση δύναμης που επιφέρει η οικονομία της αγοράς/ανάπτυξης, το ερώτημα που ανακύπτει είναι εάν η επιστήμη και η τεχνολογία έχουν κάποια εγγενή χαρακτηριστικά τα οποία επηρεάζουν το δημοκρατικό ή ολιγαρ­χικό χαρακτήρα τους. Όσον αφορά πρώτα την επιστήμη, θα μπορούσε κανένας να υποστηρίξει τη θέση ότι, από τη δημοκρατική σκοπιά, η ουσία της επιστήμης δεν βρί­σκεται στο περιεχόμενό της, μολονότι, φυσικά, οι φυσικές επιστήμες, προωθώντας μια μη μεταφυσική προσέγγιση της πραγματικότητας, έπαιξαν ένα σημαντικό απελευθε­ρωτικό ρόλο στο να υποσκάψουν τις θρησκευτικές και μεταφυσικές πεποιθήσεις και δοξασίες.

Θα μπορούσαμε λοιπόν να υποστηρίξουμε τη θέση ότι η ουσία της επιστήμης βρίσκεται στη συνεχή αμφισβήτηση της αλήθειας, δηλ. στις διαδικασίες που χρησιμο­ποιεί για να συνάγει τις αλήθειες της. Επομένως, η επιστήμη, μολονότι από τη σκοπιά του περιεχομένου της (καθώς και των τεχνολογικών εφαρμογών της) μπορεί να ενδυνα­μώνει είτε την αυτονομία είτε την ετερονομία (κυρίως την τελευταία, δεδομένης της συνήθως ετερόνομης θέσμισης της κοινωνίας που καθορίζει το περιεχόμενο της επιστή­μης), από τη σκοπιά των διαδικασιών που χρησιμοποιεί, ιστορικά, αποτελούσε πάντοτε μια έκφραση της αυτονομίας.

Με άλλα λόγια, το ίδιο το γεγονός ότι η επιστήμη συνε­χώς ερευνά για νέες αλήθειες προς αντικατάσταση των παλιών και δεν δέχεται την ύπαρξη μόνιμων αληθειών είναι μια ένδειξη του δημοκρατικού της χαρακτήρα. Ο χα­ρακτήρας αυτός οφείλεται δηλαδή στην κρίσιμη διαφορά όσον αφορά τις διαδικασίες που χρησιμοποιούν οι επιστήμονες όταν συνάγουν τις επιστημονικές τους «αλήθειες», σε σχέση με τις μεθόδους που χρησιμοποιούν οι προφήτες, οι πατέρες της εκκλησίας και οι γκουρού διάφορων ειδών για να διατυπώσουν δόγματα, μυστικιστικές «αλήθει­ες» κ.λπ. Το ίδιο το γεγονός ότι οι επιστημονικές διαδικασίες για την ανεύρεση και την αξιολόγηση «αληθειών» έχουν αλλάξει τόσο δραστικά στην πάροδο του χρόνου είναι μια σαφής ένδειξη του δημοκρατικού χαρακτήρα της επιστημονικής μεθόδου. Οι επι­στημονικές «αλήθειες», καθώς και οι διαδικασίες που χρησιμοποιούνται για τη συνα­γωγή τους, αντίθετα με τις μυστικιστικές, διαισθητικές και ανορθολογικές «αλήθειες» και διαδικασίες, υπόκεινται σε συνεχή αμφισβήτηση και κριτική αξιολόγηση.

Αντίστοιχα, το γεγονός ότι η αυτονομία δεν είναι μια «ατομική» υπόθεση και ότι «καθορίζεται αποφασιστικά από τη θέσμιση της κοινωνίας»[58] συνεπάγεται ότι το πρόταγμα της αυτονομίας μπορεί να πραγματοποιηθεί μόνο μέσω της αυτόνομης ανθρώπι­νης δραστηριότητας, μέσα σε μια διαδικασία δημιουργίας κοινωνικών θεσμών που επιτρέπουν την αυτόνομη σκέψη, και όχι μέσω κάποιου είδους σπιριτουαλιστικής διαδικασίας «αυτο-συνειδητοποίησης»[59], όπως, για παράδειγμα, συνιστούν οι βαθείς οικο­λόγοι. Στη πραγματικότητα, μια τέτοια διαδικασία αυτο-συνειδητοποίησης θα κατέλη­γε μόνο στο να ενισχύσει ακόμη περισσότερο την ιδιώτευση και την απόσυρση από την κοινωνική διαδικασία που θεσμίζει την κοινωνία.

Μια ιεραρχική κοινωνία που βασίζεται στην κυριαρχία του ανθρώπου πάνω στον άνθρωπο θα μπορούσε κάλλιστα να επιβιώσει την «αυτο-μεταμόρφωση» (συνήθως της μεσαίας τάξης της) μέσω της Βουδιστικής φώτισης του «αναγεννημένου» Χριστιανισμού στη Δύση, ή της αναβάπτισης στην Ελληνορθοδοξία στην «καθ’ ημάς Ανατολή». Δεν είναι άλλωστε τυχαίο ότι η αυτο-μεταμόρφωση εκατομμυρίων Αμερικανών και Δυτικο-Ευρωπαίων την προη­γούμενη δεκαετία ήταν πλήρως συμβατή με μια από τις πιο άγριες επιθέσεις των ελίτ που πήρε τη μορφή των νεοφιλελεύθερων πολιτικών (Ρηγκανόμικς, Θατσερισμός), ούτε είναι εκπληκτικό ότι κάτι αντίστοιχο επιχειρείται σήμερα στην Ελλάδα με τη μαζική προβολή από τα ΜΜΕ των «διανοουμένων» της Ελληνορθοδοξίας και των σκοταδιστικών ανοησιών τους.

Όμως, παρά το γεγονός ότι η επιστημονική έρευνα, από μόνη της, είναι δημοκρατι­κή, είναι φανερό ότι μια δημοκρατική, από τη σκοπιά του περιεχομένου και του ελέγ­χου πάνω σε αυτή, επιστήμη δεν είναι δυνατή στο πλαίσιο των εξουσιαστικών σχέσεων και του κυρίαρχου κοινωνικού παραδείγματος της σημερινής ολιγαρχικής κοινωνίας. Ο μη ουδέτερος και γενικά ετερόνομος χαρακτήρας της σημερινής επιστήμης αποκλεί­ει μια αληθινά δημοκρατική επιστήμη.

Αλλά, ας έρθουμε τώρα στο θέμα της δημοκρατικότητας της τεχνολογίας. Το πρώτο ερώτημα που προκύπτει σχετικά αναφέρεται στον ορισμό της δημοκρατικής τεχνολο­γίας. Από όσα ελέχθησαν παραπάνω για την επιστήμη, είναι σαφές ότι το κριτήριο που προτείνεται εδώ για την ταξινόμηση ενός συνόλου τεχνικών ως δημοκρατικών είναι το ποιος ελέγχει τη διαδικασία η οποία καθορίζει, όχι τη διαθέσιμη τεχνολογία γενικά που όπως είδαμε παραπάνω είναι μια ανεξέλεγκτη διαδικασία, αλλά την τεχνολογία- εν-χρήσει. Με βάση την παραπάνω ανάλυση, δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η διαδικασία η οποία καθορίζει την τεχνολογία-εν-χρήσει καθορίζεται αποφασιστικά από τις εξουσιαστικές δομές που απορρέουν από το υπάρχον θεσμικό πλαίσιο και το αντίστοιχο κυρίαρχο κοινωνικό παράδειγμα. Επομένως με δεδομένη τη σημερινή συγκέντρωση δύναμης η τεχνολογία-εν-χρήσει ελέγχεται αποφασιστικά από τις ελίτ που ελέγχουν την οικονομία της αγοράς και, επομένως, δεν είναι δημοκρατική.

Το κριτήριο που εισαγάγαμε παραπάνω για να ορίσουμε τη δημοκρατική τεχνολο­γία είναι διαφορετικό από τα συνηθισμένα κριτήρια που χρησιμοποιούνται για το σκο­πό αυτό. Ο Lewis Mumford, για παράδειγμα, διακρίνει μεταξύ αυταρχικής και δημο­κρατικής τεχνικής ως ακολούθως:

Απο την ύστερη Νεολιθική εποχή στην Εγγύς Ανατολή, μέχρι τις ημέρες μας. δυο τεχνολογίες συνυπήρχαν επανειλημμένα: η μια αυταρχική, η άλλη δημοκρατική, η μια συ-στημική-κεντρική και πολύ δυνατή, αλλά εγγενώς ασταθής, η άλλη ανθρωπο-κεντρική και σχετικά αδύνατη, αλλά εφευρετική και σταθερή… αυτό που ονομάζω δημοκρατική τεχνική είναι η μικρής κλίμακας μέθοδος παραγωγής, που στηρίζεται κυρίως στην ανθρώπινη δεξιοτεχνΐα και τη ζωική ενέργεια αλλά η οποία, ακόμη και όταν χρησιμοποιεί μηχανές, παραμένει πάντοτε κάτω από την ενεργό καθοδήγηση του χειροτέχνη ή του αγρότη[60].

Στη συνέχεια, ο Mumford ισχυρίζεται ότι η αυταρχική τεχνική είναι ένα πολύ πιο πρόσφατο φαινόμενο που εμφανίζεται περίπου την τέταρτη χιλιετηρίδα. Η νέα συγκεντρωτική τεχνική στηριζόταν στο βάναυσο φυσικό καταναγκασμό, την αναγκαστική εργασία και τη δουλεία και δημιούργησε πολύπλοκες ανθρώπινες μηχανές – το στρα­τό, τον εργατικό στρατό, τη γραφειοκρατία. Η αυταρχική τεχνική επανήλθε σήμερα, σύμφωνα με τον Mumford, σε μια άπειρα μεγεθυμένη και τελειοποιημένη μορφή, όπου «οι εφευρέτες των πυρηνικών βομβών, των διαστημικών πυραύλων και των κομπιούτερ είναι οι πυραμιδοποιοί της εποχής μας…  η αυταρχική τεχνική, μέσω της μηχανοποίησης, της αυτοματοποίησης και της κυβερνητικής, έχει καταφέρει σήμερα να υπερβεί επιτέλους τη πιο σοβαρή της αδυναμία: την αρχική της εξάρτηση από συχνά ανυπάκουους σερβο-μηχανισμούς»

Είναι, επομένως, φανερό ότι, για τον Mumford, το κύριο χαρακτηριστικό που δια­φοροποιεί τις δημοκρατικές από τις αυταρχικές τεχνικές είναι η κλίμακα. Ομως, μολο­νότι είναι αληθές ότι η μικρή κλίμακα είναι εγγενής σε ιστορικές μορφές δημοκρατι­κών τεχνικών (και αντίστροφα όσον αφορά τις ιστορικές μορφές αυταρχικών τεχνι­κών), εν τούτοις, η κλίμακα δεν πρέπει να είναι το διαφοροποιητικό χαρακτηριστικό μεταξύ των δυο τεχνολογικών τύπων. Εάν οι χειροτέχνες στην αρχαιότητα ή στη φεου­δαρχία ήταν σχετικά ανεξάρτητοι και συγχρόνως είχαν τη δυνατότητα, στο πλαίσιο της μικρής κλίμακας παραγωγής, να ελέγχουν την παραγωγική διαδικασία και το ίδιο τους το προϊόν, αυτό δεν ήταν το αποτέλεσμα μιας δημοκρατικής μορφής κοινωνικής οργάνωσης, στο πολιτικό ή το οικονομικό επίπεδο, αλλά συνέπεια του γεγονότος ότι η παραγωγική διαδικασία στα συστήματα πριν από την οικονομία της αγοράς δεν απαιτούσε παραγωγή μαζικής κλίμακας και το εργοστασιακό σύστημα.

Τα δυο βασικά χα­ρακτηριστικά της οικονομίας της αγοράς, η αγοραιοποίηση και η ανάπτυξη, ήταν απάντα στα συστήματα αυτά και έκαναν «αντικειμενικά» δυνατή τη δημοκρατική τε­χνική. Το κατά πόσο, σε δεδομένη χρονική στιγμή, η αντικειμενικά δημοκρατική τε­χνολογία απορριπτόταν προς όφελος μιας αυταρχικής τεχνικής συνήθως καθοριζόταν είτε από αντικειμενικούς αλλά εξω-οικονομικούς παράγοντες (κλίμα, γεωλογία κ.λπ.), είτε από τέτοιους «υποκειμενικούς» παράγοντες όπως οι στόχοι της ελίτ που μονοπω­λούσε την εξουσία (πυραμίδες κ.λπ.).

Στην πραγματικότητα, η εισαγωγή του εργοστασιακού συστήματος κατά τη διάρ­κεια της βιομηχανικής επανάστασης σηματοδότησε τη μετάβαση σε μια κατάσταση που έκανε «αντικειμενικά» δυνατή την αυταρχική τεχνική, με την έννοια ότι η αναπα­ραγωγή της οικονομίας αγοράς/ανάπτυξης που ανέκυψε την ίδια περίοδο δεν ήταν πια συμβατή με τις δημοκρατικές τεχνικές. Εν τούτοις, δεν ήταν οι νέες αξίες που θα έπρε­πε να θεωρηθούν υπεύθυνες, όπως υποστηρίζουν οι βαθείς οικολόγοι και άλλοι, για την εισαγωγή του εργοστασιακού συστήματος, την παραγωγή μαζικής κλίμακας, το εργοστασιακό σύστημα κ.λπ. Εκείνο που έκανε όχι μόνο δυνατό αλλά και επιθυμητό το εργοστασιακό σύστημα, την παραγωγή μαζικής κλίμακας και την αυταρχική τε­χνολογία ήταν, όπως προσπάθησα να δείξω αλλού[61] [62], η «εθνικοποίηση» της αγοράς και η χρησιμοποίηση της κρατικής μηχανής για την αγοραιοποίηση της εργασίας και της γης.

Στην προβληματική αυτή, η προσπάθεια των εμπόρων να μεγιστοποιήσουν την αποτελεσματικότητα ήταν αναπόφευκτο να τους οδηγήσει, όπως σημειώνει ο Sidney Pollard[63], «στην αναζήτηση νέων τρόπων παραγωγής και στην επιβολή των δικών τους πρακτικών μάνατζμεντ στον παραγωγικό τομέα», πράγμα που μετέτρεπε την εισαγωγή του εργοστασιακού συστήματος σε θέμα πειθαρχίας, «έτσι ώστε οι εργάτες να μπορούν να ελεγχθούν αποτελεσματικά υπό την επίβλεψη του επιστάτη»[64]. Επομένως, η αγοραιοποίηση και η ανάπτυξη, καθώς και τα αποτελέσματά τους στον αγροτικό τομέα (κί­νημα περίφραξης της γης) και το βιομηχανικό τομέα (εργοστάσια), οδήγησαν σε μια κατάσταση όπου, όπως σημειώνει ο Christopher Hill, «εκείνο που χάθηκε με τα εργοστάσια και τις περιφράξεις ήταν η ανεξαρτησία, η ποικιλία και η ελευθερία που απολάμβαναν οι μικροί παραγωγοί»[65].

Εάν η παραπάνω ανάλυση είναι σωστή, τότε δεν χρειάζεται να καταργήσουμε τη μεσαίας ή ακόμη τη μεγάλης κλίμακας παραγωγή σε μια μελλοντική περιεκτική δημο­κρατία πράγμα που θα σήμαινε, για παράδειγμα, την εγκατάλειψη της σημερινής ια­τρικής τεχνολογίας. Όμως, παρά τις αδυναμίες της σύγχρονης ιατρικής, με τη μη ολι­στική προσέγγισή της και την παραμέληση των προληπτικών μεθόδων, λίγοι θα αρνιόνταν τη σημασία, για παράδειγμα, σύγχρονων τεχνικών για την αποκατάσταση της όρασης εκατομμυρίων ανθρώπων, για να μην αναφέρω την ορθοπεδική μικροχειρουρ­γική κ.λπ.

Ο ορισμός της δημοκρατικής τεχνολογίας με βάση την έμφαση στην κλίμακα πα­ραγωγής επικεντρώνει τη συζήτηση στις τεχνικές και οργανωτικές πλευρές της παρα­γωγής, αντί για τις εξουσιαστικές σχέσεις και δομές στις οποίες θεμελιώνεται πραγμα­τικά η τεχνολογία. Δεν είναι, επομένως, εκπληκτικό ότι η στάση του Schumaher υπέρ της μικρής κλίμακας τεχνολογίας[66] στερείται, επίσης, από οποιοδήποτε σημαντικό κοινωνικό περιεχόμενο, μη επικεντρώνοντας την ανάλυση στη σχέση της τεχνολογίας με την κυριαρχία, την εκμετάλλευση, το γραφειοκρατικό έλεγχο, το ρατσισμό, το σεξισμό και το μιλιταρισμό. Όπως σωστά παρατηρούν γνωστοί οικο-Μαρξιστές, «η ανάλυση του Schumacher επικεντρώνεται στις τεχνικές συνέπειες της παραγωγής και ελάχιστα στις κοινωνικές και οικονομικές συνθήκες που καθορίζουν την εισαγωγή και ανάπτυ­ξη της τεχνολογίας»[67].

Η περιθωριοποίηση του κινήματος «εναλλακτικής τεχνολογίας», το οποίο, επίσης, επικεντρώνει την κριτική του στις τεχνικές και οργανωτικές πλευρές της παραγωγής, είναι άλλο ένα παράδειγμα για το γεγονός ότι κοινωνικά κινήματα, τα οποία δεν συνειδητοποιούν ότι η τεχνολογία θεμελιώνεται στις εξουσιαστικές δομές και σχέσεις που απορρέουν από το ύπαρχον θεσμικό πλαίσιο και το κυρίαρχο κοινωνικό παράδειγ­μα, είναι καταδικασμένα σε αποτυχία. Οι οικο-κεντρικοί, για παράδειγμα, θεωρούν το ανθρώπινο γένος ως τμήμα ενός παγκόσμιου οικοσυστήματος που υπόκειται σε οικολογικούς νόμους και τάσσονται υπέρ «εναλλακτικών» τεχνολογιών, δηλ. αποκεντρωμένων τεχνολογιών μικρής κλίμακας που χρησιμοποιούν ανανεώσιμη ενέργεια. Είναι όμως ενδιαφέρον να σημειωθεί εδώ ότι η στάση τους υπέρ των εναλλακτικών τεχνολο­γιών στηρίζεται όχι μόνο σε περιβαλλοντικές εκτιμήσεις αλλά και σε αντίστοιχες «δημοκρατικές».

Έτσι, συνιστούν τις εναλλακτικές τεχνολογίες «διότι είναι δυνητικά δη­μοκρατικές (με την έννοια) ότι, αντίθετα με την υψηλή τεχνολογία, μπορούν να τις κα­τέχουν, καταλαβαίνουν, διατηρούν και χρησιμοποιούν άτομα και ομάδες με μικρή οι­κονομική ή πολιτική δύναμη»[68]. Όμως, είναι φανερό ότι το επιχείρημά τους αγνοεί το γεγονός ότι η δημοκρατία δεν είναι απλώς μια διαδικασία αλλά ένας τρόπος κοινωνι­κής, οικονομικής και πολιτικής οργάνωσης[69] και ότι επομένως η τεχνολογία δεν μπορεί να αποχωριστεί από το κυρίαρχο κοινωνικό παράδειγμα που συνεπάγεται η συγκεκρι­μένη οργάνωση της κοινωνίας.

Επομένως, η ενθάρρυνση εναλλακτικών τεχνολογιών, όχι μόνο δεν πρόκειται να κάνει την υπάρχουσα κοινωνικο-οικονομική δομή περισσότερο δημοκρατική ή οικο­λογική, αλλά, όπως η εμπειρία των κινημάτων εναλλακτικής τεχνολογίας έχει ήδη δεί­ξει, είναι πολύ πιο πιθανόν να οδηγήσει στην περιθωριοποίηση των τεχνικών αυτών. Αυτή είναι, ιδιαίτερα, η κατάληξη τεχνολογιών που είναι ασύβατες με τη λογική και τη δυναμική της διεθνοποιημένης οικονομίας της αγοράς. Από την άλλη μεριά, όσον αφορά τις τεχνολογίες που είναι συμβατές με την οικονομία της αγοράς, αυτές απλώς τείνουν να συμπληρώνουν αντί να θέτουν σε αμφισβήτηση τις υπάρχουσες τεχνολο­γίες και κοινωνικές σχέσεις, όπως σωστά τονίζει και ο David Pepper:

Σήμερα, η Ομάδα για την Ανάπτυξη της Εναλλακτικής Τεχνολογίας, που ιδρύθηκε από τον Schumacher το 1966, βλέπει τους χειρότερους φόβους μερικών οικοκεντρικών να πραγματοποιούνται… συνήθως λειτουργεί σε ένα πλαίσιο όπου αυτού του είδους η ανάπτυξη απλώς συμπληρώνει παρά αντικαθιστά τη μεγάλης κλίμακας και εντάσεως κεφα­λαίου οικονομική ανάπτυξη που χρηματοδοτείται από εξωγενείς πηγές και υπόκειται στη Δυτική επιρροή και έλεγχο… η συνιστώσα της ενδιάμεσης τεχνολογίας, επομένως, δεν αποτελεί τμήμα ριζικά διαφορετικών κοινοτικών σχέσεων, αλλά, βασικά, παρέχει το φυτώριο για ένα συμπληρωματικό καπιταλισμό μικρής κλίμακας, από τον οποίο τείνει ν’ αναπτύσσεται ο καπιταλισμός μεγάλης κλίμακας: είναι, επομένως, τμήμα του προβλήματος και όχι η θεραπεία[70].

Συμπερασματικά, ο χαρακτήρας της τεχνολογίας ως δημοκρατικός ή, εναλλακτι­κά, ως αυταρχικός δεν προκύπτει από κάποια εγγενή χαρακτηριστικά της, αλλά από τις εξουσιαστικές σχέσεις που απορρέουν από το ύπαρχον κοινωνικο-οικονομικό πλαί­σιο και το διαπλεκόμενο κυρίαρχο κοινωνικό παράδειγμα.

Επιστήμη και Τεχνολογία στην περιεκτική δημοκρατία

Θα ήθελα να κλείσω το άρθρο αυτό με μερικές σκέψεις για τη σημασία και τη φύση της επιστήμης και της τεχνολογίας στην περιεκτική δημοκρατία. Ο κίνδυνος, ακόμη και για τη σημερινή «δημοκρατία», εξαιτίας της εξάπλωσης των αυταρχικών τεχνικών είχε σαφώς τονιστεί από τον Lewis Mumford:

«Ο κίνδυνος για τη δημοκρατία δεν προκύπτει από οποιεσδήποτε συγκεκριμένες επιστημονικές ανακαλύψεις… ο κίνδυνος προκύπτει από το γεγονός ότι, από τον καιρό του Γαλιλαίου και του Φράνσις Μπέικον… οι μεγάλες φυσικές μεταμορφιόσεις πραγματοποι­ήθηκαν από ένα σύστημα το οποίο εσκεμμένα εξαφανίζει ολόκληρη την ανθρώπινη προ­σωπικότητα… υπερτονίζει το ρόλο της αφηρημένης ευφυΐας και ανάγει τον έλεγχο πάνω στη Φύση, τελικά τον έλεγχο πάνω στον ίδιο τον άνθρωπο, ως τον κύριο σκοπό ύπαρ­ξης… Όταν η αυταρχική τεχνική θα έχει παγιώσει τη δύναμή της, με τη βοήθεια των νέ­ων μορφών συλλογικού ελέγχου που έχει αναπτύξει και την πανοπλία της σε ηρεμιστικά, καταπραϋντικά και αφροδισιακά, θα είναι δυνατό για οποιαδήποτε μορφή δημοκρατίας να επιβκοσει;» [71]

Όμως, ο Mumford μιλούσε για τα εγγενή χαρακτηριστικά της τεχνολογίας σε σχέ­ση με τις τεχνικές και οργανωτικές πλευρές της παραγωγής και όχι για το γενικό χαρα­κτήρα και κατεύθυνση της τεχνολογίας, που, όπως είδαμε, καθορίζονται αποφασιστι­κά από τις εξουσιαστικές δομές και σχέσεις και το κυρίαρχο κοινωνικό παράδειγμα. Αλλά, είναι ο γενικός χαρακτήρας και κατεύθυνση της τεχνολογίας που καθορίζει τα τεχνικά και οργανωτικά χαρακτηριστικά της παραγωγής και όχι το αντίστροφο. Αυτό, επομένως, που χρειάζεται σε μια περιεκτική δημοκρατία είναι η ανασύσταση της τε­χνολογίας και της επιστήμης κατά τρόπο που να θέτει την ανθρώπινη προσωπικότητα και τις ανάγκες της (αντί, όπως σήμερα, τις αξίες και τις ανάγκες αυτών που ελέγχουν την οικονομία της αγοράς/ανάπτυξης) στο κέντρο κάθε σταδίου στη διαδικασία, σε κάθε τεχνική χωριστά. Αυτό προϋποθέτει μια νέα μορφή κοινωνικο-οικονομικής οργά­νωσης όπου οι πολίτες, ως παραγωγοί αλλά και ως καταναλωτές, ελέγχουν αποτελε­σματικά τις τεχνολογικές μορφές που υιοθετούνται, εκφράζοντας το γενικό, αντί, όπως σήμερα, το μερικό συμφέρον.

Μια σημαντική συνέπεια της διαδικασίας εκδημοκρατισμού της τεχνοεπιστήμης με την παραπάνω έννοια είναι ότι μια τέτοια διαδικασία δεν έχει σχέση με την πολυδιαφημιζόμενη «πρόσβαση στις πληροφορίες», την οποία υποτίθεται ότι εξασφαλίζει η σύγχρονη τεχνολογία της πληροφορικής. Όπως σημειώνει ο Herbert Schiller[72], «ιστορικά, αλλά και σήμερα, αποτελεί μύθο η ελεύθερη ροή των πληροφοριών. Αυτοί που επι­λέγουν και ελέγχουν εξακολουθούν και σήμερα, όπως πάντα, να φιλτράρουν και να διαμορφώνουν τα μηνύματα που κυκλοφορούν στην κοινωνία. Είναι πάντοτε θέμα ποι­οι είναι αυτοί που επιλέγουν και ποιον αντιπροσωπεύουν πράγμα που αποτελεί ταξι­κό θέμα» Ακόμη, όπως τονίζει ο Langdon Winner[73] [74], οι σύγχρονες εμπειρικές μελέτες, όχι μόνο δεν επιβεβαιώνουν την υπόθεση ότι η τεχνολογία της πληροφορικής διαχέει τη δύναμη, αλλά αντίθετα οδηγούν στο αντίθετο συμπέρασμα: η τεχνολογία της πληροφορικής οδηγεί σε μια αύξηση της δύναμης αυτών που ήδη έχουν μεγάλη δύναμη, στην ενίσχυση της δυνατότητας ελέγχου αυτών που ήδη βρίσκονται σε θέσεις ελέγχου και σε μια μεγέθυνση του πλούτου αυτών που ήδη κατέχουν συγκεντρωμένο πλούτο.

Τα συμπεράσματα των Schiller και Winner δεν είναι βέβαια εκπληκτικά. Μολονότι η πρόσβαση των πολιτών στις πληροφορίες είναι μια σημαντική προϋπόθεση της περιεκτικής δημοκρατίας, η προϋπόθεση αυτή αφορά τις πληροφορίες που αναφέρονται στη λήψη πολιτικών και οικονομικών αποφάσεων και όχι απλώς στην ατελείωτη χειραγώγηση, στην καλύτερη περίπτωση, «τεράστιων ποσοτήτων απο στοιχεία τα οποία έχουν τύχει της κατάλληλης μάλαξης από τα ηλεκτρονικά μέσα, για τη διευκόλυνση των συ­ναλλαγών μεγάλων και πολύπλοκων οργανισμοί  ή στη χειρότερη, στη χειραγώγη­ση συχνά άσχετων και άχρηστων στοιχείων. Με άλλα λόγια, δεν υπάρχει αυτόματη διαπλοκή μεταξύ γνώσης, ιδιαίτερα της γνώσης που χειραγωγεί η τεχνολογία της πλη­ροφορικής, και πολιτικής και κοινωνικής δύναμης.

Ακόμη, ο εκδημοκρατισμός της επιστήμης και της τεχνολογίας δεν θα πρέπει να συ­σχετίζεται με την ουτοπική κατάργηση του καταμερισμού εργασίας, όπως για παρά­δειγμα προτείνει ο Thomas Simon. Για τον Simon, ο εκδημοκρατισμός της τεχνολογίας σημαίνει την κατάργηση των επαγγελματιών και τιον ειδικών: «ο βαθμός στον οποίο δεν χρειάζεται πια ένας επαγγελματίας/ειδικός είναι, μερικώς τουλάχιστον, ο βαθμός στον οποίο μια διαδικασία έχει εκδημοκρατιστεί. Είναι ο βαθμός στον οποίο είμαστε σε θέση να μετατρέψουμε ένα επαγγελματικό πεδίο σε μια στοχαστική συνέλευση»[75]. Όμως, μολονότι είναι αλήθεια ότι η σημερινή άκρα εξειδίκευση και κατανομή εργασίας έγινε αναγκαία από τις ανάγκες «αποτελεσματικότητας» που επιβάλλει η δυναμι­κή της οικονομίας ανάπτυξης, εν τούτοις, υπάρχουν μερικά σαφή όρια στο κατά πόσο είναι δυνατό και επιθυμητό να μειωθεί ο βαθμός εξειδίκευσης ώστε να μη διακινδυνεύ­σουμε την επανεμφάνιση προβλημάτων που έχουν λυθεί προ πολλού (ιατρικά προβλή­ματα, αποχετευτικά προβλήματα κ.λπ,). Και αυτό μας φέρνει στο θέμα εάν υπάρχει τμήμα της υπάρχουσας τεχνολογίας (και ποιο) που θα πρέπει να εξακολουθήσει να υπάρχει σε μια περιεκτική δημοκρατία, καθώς και στο συναφές θέμα της επιλογής.

Η επιλογή είναι αναγκαίο στοιχείο της περιεκτικής δημοκρατίας γενικά και της οικονομικής δημοκρατίας ειδικότερα. Στην πραγματικότητα, η περιεκτική δημοκρατία θα πρέπει ν’ αποκαταστήσει την πιθανότητα τεχνολογικής επιλογής. Όπως υποστηρί­ζει ο Jacques Ellul:

Η ύπαρξη επιλογής φαίνεται ότι ήταν ένας από τους πιο σημαντικούς ιστορικούς παράγοντες που σημάδεψαν την τεχνολογική εξέλιξη και επανάσταση. Η εξέλιξη, επομένως. δεν ήταν απλώς μια λογική ανακάλυψης ή μια αναπόφευκτη λιτανεία τεχνικών. Ήταν μια αλληλεπίδραση τεχνικής αποτελεσματικότητας και αποτελεσματικής ανθρώ­πινης απόφασης… (σήμερα) η τεχνική έχει γίνει αντικειμενική και μεταδίδεται σαν ένα φυσικό πράγμα, οδηγώντας έτσι σε μια πολιτισμική ενότητα, ανεξάρτητα από το περι­βάλλον της χώρας στην οποία λειτουργεί. Είμαστε αντιμέτωποι με τα ακριβώς αντίθετα χαρακτηριστικά από αυτά που υπήρχαν πριν[76].

Έχω σκιαγραφήσει αλλού[77] ένα μοντέλο οικονομικής δημοκρατίας το οποίο στο­χεύει στην κάλυψη των βασικών αναγκών όλων των πολιτών και στην εξασφάλιση της ελευθερίας επιλογής σε μια κοινωνία σπάνης χωρίς αγορά, χρήμα και κράτος. Σε μια περιεκτική δημοκρατία θα υπάρξει πραγματική επιλογή τεχνολογίας, με βάση τις αποφάσεις των συνελεύσεων των πολιτών, και όχι απλώς αυτό που ο Ellul περιγράφει ως «τεχνικό αυτοματισμό». Είναι σαφές ότι η αλλαγή στους στόχους του οικονομικού συστήματος, που θα επιφέρει η εισαγωγή της οικονομικής δημοκρατίας, θα εκφραστεί στις τεχνολογίες που θα υιοθετηθούν από την κοινότητα και τον τόπο δουλειάς. Αυτό βέβαια δεν αποκλείει την πιθανότητα ότι οι τεχνολογίες που θα εισάγουν οι συνελεύ­σεις των πολιτών μπορεί να περικλείουν τμήματα της υπάρχουσας τεχνολογίας, εφό­σον βέβαια οι τεχνολογίες αυτές είναι συμβατές με τους πρωταρχικούς στόχους της περιεκτικής δημοκρατίας.

Έτσι, όσον αφορά τις αγροτικές τεχνικές, θα μπορούσε κανένας να υποστηρίξει ότι η τεχνολογία της «πράσινης» επανάστασης δεν θα πρέπει ν’ αποτελεί τμήμα της τεχνολογίας που θα υιοθετήσει η περιεκτική δημοκρατία. Όχι μόνο διότι η τεχνολογία αυτή έχει συνδεθεί με την εντατική γεωργία και ό,τι αυτό σημαίνει, δηλ. καταστροφή του περιβάλλοντος, βλάβη στην υγεία ανθρώπων και ζώων κ.λπ. Αλλά, επίσης, διότι, όπως τονίζει ο George Bradford, η πράσινη επανάσταση κατέστρεψε την αυτοδυναμία, κα­θώς και την κουλτούρα:

» Η πράσινη επανάσταση, η οποία υποτίθετο ότι θα έφερνε επανάσταση στη γεωργία των «καθυστερημένων» χωρών και θα παρήγαγε μεγαλύτερες σοδειές, αποτέλεσε θαύμα μόνο για τις τράπεζες, τις μεγάλες επιχειρήσεις και τις στρατιωτικές δικτατορίες που την υπερασπίζονται. Η μαζική εισροή λιπασμάτων, τεχνολογίας, εντομοκτόνων και γραφειοκρατίας διέλυσε παμπάλαιες αγροτικές οικονομίες που στηρίζονταν στην αυτοδύναμη γεωργία, δημιουργώντας μια τάξη πλουσιότερων αγροτών που είναι εξαρτημένοι από τις δυτικές τεχνολογίες για την παραγωγή εξαγωγικών προϊόντων όπως ο καφές, το βαμβάκι και τα δημητριακά, ενώ η μεγάλη πλειοψηφία των αγροτικών κοινοτήτων καταστράφη­καν από τον καπιταλιστικό ανταγωνισμό της αγοράς και προμηθεύουν τους πρόσφυγες που πλημμυρίζουν τα εξογκούμενα αστικά κέντρα»[78].

Αντίστοιχα, όσον αφορά τις βιομηχανικές τεχνικές, όλες εκείνες οι τεχνικές που εί­ναι βλαβερές στο περιβάλλον και τη ζωή, συμπεριλαμβανομένων των αλλοτριωτικών τεχνικών, δεν θα πρέπει να υιοθετηθούν από την περιεκτική δημοκρατία, ακόμη και αν είναι «αποτελεσματικές» σύμφωνα με τους ορισμούς οικονομικής αποτελεσματικότητας των τεχνοκρατών. Εν τούτοις, δεν είναι η ίδια η βιομηχανία που θα πρέπει να φύ­γει, όπως υποστηρίζουν αφελώς μερικοί οικολόγοι, αλλά ο σημερινός τύπος βιομηχα­νίας ο οποίος, όπως είδαμε παραπάνω, είναι ένα ενιαίο τμήμα της οικονομίας ανάπτυ­ξης (καπιταλιστικής ή «σοσιαλιστικής»). Επομένως, η επιλογή που θα πρέπει να γίνει δεν είναι απλώς μια επιλογή κουλτούρας, όπως οι βαθείς οικολόγοι και άλλοι υποστη­ρίζουν, αλλά μια επιλογή κοινωνικο-οικονομικού συστήματος, καθώς και κουλτού­ρας: θέλουμε μια ολιγαρχική και ιεραρχική κοινωνία που βασίζεται στην καπιταλιστι­κή ή «σοσιαλιστική» οικονομία ανάπτυξης και το διαπλεκόμενο κοινωνικό παράδειγ­μα ή μια δημοκρατική κοινωνία που θεμελιώνεται στην περιεκτική δημοκρατία και το δημοκρατικό παράδειγμα;

Σε μια δυναμική οικονομική δημοκρατία, οι επενδύσεις στις τεχνολογικές καινοτο­μίες, καθώς και στην έρευνα και την τεχνολογική ανάπτυξη γενικότερα, θα πρέπει ν’ αποτελούν κύριο τμήμα των διαβουλεύσεων των συνομοσπονδιοποιημένων κοινοτικών συνελεύσεων. Οι συστάσεις των συνελεύσεων στους τόπους δουλειάς, καθώς και αυτές των συνδέσμων καταναλωτών, προφανώς θα παίζουν κρίσιμο ρόλο στη διαδικασία λή­ψης αποφάσεων. Επομένως, ο εκδημοκρατισμός της τεχνολογίας, όχι μόνο δεν θα οδη­γήσει στη στασιμότητα, αλλά θα έχει το αντίθετο αποτέλεσμα. Όπως τονίζει ο Ellul, όποτε στην Ιστορία έλειπε η αποτελεσματική ανθρώπινη δραστηριότητα, το αναπόφευ­κτο αποτέλεσμα ήταν η κοινωνική και ατομική στασιμότητα.

Αυτό συνέβη και στην εκλείψασα «σοσιαλιστική» οικονομία ανάπτυξης, όπου η γραφειοκρατία και το κε­ντρικό πλάνο έπνιγαν κάθε αυθορμητισμό και προσωπική δημιουργία και τελικά οδή­γησαν σε μια τεχνολογική καθυστέρηση που προκάλεσε την κατάρρευση αυτού του τύπου οικονομίας ανάπτυξης[79]. Κάτι αντίστοιχο όμως συμβαίνει και στην καπιταλι­στική οικονομία ανάπτυξης, η οποία, μολονότι πιο εύκαμπτη από τη «σοσιαλιστική», είναι επίσης «ανίκανη να απορροφήσει την τεχνική πρόοδο. Η αντικατάσταση μηχα­νών στο ρυθμό της τεχνικής προόδου είναι εντελώς αδύνατη για την καπιταλιστική επιχείρηση εφόσον δεν υπάρχει επαρκής χρόνος για την απόσβεση μιας μηχανής πριν να εμφανιστεί η καινούρια… η αντίδραση των καπιταλιστών είναι γνωστή: αγοράζουν τις πατέντες των νέων μηχανών και κατόπιν δεν τις θέτουν ποτέ σε λειτουργία»[80].

Ένα σημαντικό υποπροϊόν του εκδημοκρατισμού της τεχνολογίας θα είναι η αποκατάσταση του μη ομοιογενούς χαρακτήρα της, δηλ. της διαφοροποίησής της σύμφωνα με το τοπικό περιβάλλον. Αυτό θα είναι ένα πολύ σημαντικό βήμα όχι μόνο για να επανενσωματώσει τον άνθρωπο στη Φύση, αλλά και διότι θα δώσει τη δυνατότητα στις τοπικές κουλτούρες (και στις αντίστοιχες κοινότητες) ν’ ανθίσουν, τη στιγμή μάλιστα που φθίνουν συνεχώς, κάτω από μια ισοπεδωτική ομοιογενή τεχνολογία.

Εν τούτοις, θα πρέπει να γίνει σαφές ότι η φύση της τεχνολογίας που θα υιοθετηθεί από μια δημοκρατική κοινωνία δεν εξαρτάται απλώς από το ποιος είναι ιδιοκτήτης της ή ακόμη και από το ποιος την ελέγχει. Όχι μόνο, όπως έχει δείξει η Ιστορία, είναι πολύ πιθανό ότι οι «σοσιαλιστές» γραφειοκράτες μπορεί να υιοθετήσουν τεχνικές οι οποίες είναι τόσο βλαβερές στο περιβάλλον και τη ζωή (αν όχι περισσότερο) όσο και αυτές που υιοθετούν οι καπιταλιστές, αλλά και δεν είναι απίθανο ότι οι συνελεύσεις των πο­λιτών μπορεί, επίσης, να υιοθετήσουν παρόμοιες τεχνικές. Επομένως, η κατάργηση της ολιγαρχικής ιδιοκτησίας και ελέγχου πάνω στην τεχνολογία, σε μια οικονομία χωρίς αγορά, κράτος και χρήμα, που βασίζεται στην περιεκτική δημοκρατία, είναι μόνο η αναγκαία θεσμική συνθήκη για μια εναλλακτική, φιλική προς τη ζωή και το περιβάλ­λον, τεχνολογία.

Η επαρκής συνθήκη εξαρτάται, όπως πάντοτε, από το σύστημα αξιών που θ’ αναπτύξει η δημοκρατική κοινωνία και το επίπεδο συνειδητοποίησης των πολι­κόν της. Το μόνο λοιπόν που μπορούμε να κάνουμε είναι να ελπίζουμε ότι η αλλαγή στο θεσμικό πλαίσιο, μαζί με τη δημοκρατική Παιδεία (που δεν είναι απλώς εκπαίδευ­ση αλλά ανάπτυξη χαρακτήρα και σφαιρική μόρφωση στη γνώση και τις δεξιοτεχνίες, δηλ. η εκπαίδευση του ατόμου ως πολίτη), θα παίξουν κρίσιμο ρόλο στη διαμόρφωση αυτού του νέου συστήματος αξιών και στην ανύψωση του επιπέδου συνειδητοποίησης.

Εν τούτοις, σε τελική ανάλυση, όπως σημειώνει ο Καστοριάδης, το θέμα της κατεύθυν­σης της επιστήμης παραμένει άλυτο: «μια αληθινά δημοκρατική κοινωνία, που έχει απαλλαχθεί από κάθε οικονομική, πολιτική και άλλη ολιγαρχία, θα έρθει επίσης αντιμέτωπη με αυτό το θέμα (εφόσον)… στην ελληνο-δυτική ιστορία, η δημιουργία της ελευθερίας δεν μπορεί να διαχωριστεί από την ανάδυση της αμφισβήτησης και της ορθολογικής έρευνας»[81].

Τέλος, μια δημοκρατική (ή απελευθερωτική) τεχνολογία δεν προϋποθέτει μια οικο­νομία μετα-σπάνης, όπως οπαδοί της διαλεκτικής, σαν τον Μαρξ και τον Bookchin, πι­στεύουν. Δεν υπάρχει μια «αντικειμενική ποσοτική βάση» για την απελευθερωτική κοινωνία ή οποιεσδήποτε υλικές προϋποθέσεις της ελευθερίας[82]. Ο Μαρξ πίστευε ότι η ανθρωπότητα θα περάσει από το βασίλειο της ανάγκης στο βασίλειο της ελευθερίας μέσω της ορθολογικής και κοινωνικά υπεύθυνης εφαρμογής της προχωρημένης τεχνο­λογίας που δημιούργησε ο καπιταλισμός. Όμως η τεχνολογία η ίδια δεν έχει μια εγγενή δυνατότητα προς μια απελευθερωτική κοινωνία, με την έννοια ότι μειώνει δραστικά τον ανθρώπινο μόχθο, οδηγώντας από το βασίλειο της ανάγκης στο βασίλειο της ελευ­θερίας. Η ουσία μιας απελευθερωτικής τεχνολογίας δεν είναι ο «αντικειμενικός» χαρα­κτήρας της αλλά το υποκειμενικό νόημα που της δίνει η δημοκρατική κοινωνία.

Στην πραγματικότητα, η πρόοδος της τεχνολογίας δεν μείωσε τον ανθρώπινο μόχθο. Όπου οι αγορές εργασίας «ελευθερώθηκαν», αυτοί που (ακόμη) εργάζονται, εργάζο­νται περισσότερο! Στις ΗΠΑ και τη Βρετανία, οι εύκαμπτες αγορές σήμερα σημαίνουν μεγαλύτερα ωράρια από ό,τι 15 χρόνια πριν[83] —σαφής ένδειξη ότι δεν είναι η ίδια η τεχνολογία που είναι υπεύθυνη για τη μείωση ή αύξηση του μόχθου αλλά η κοινωνικο­οικονομική οργάνωση. Η υψηλή τεχνολογία μπορεί να είναι τόσο απελευθερωτική όσο και καταπιεστική και δεν είναι απλώς ο χρήστης της, αλλά οι εξουσιαστικές σχέσεις, που απορρέουν από τους κοινωνικο-οικονομικούς θεσμούς και το αντίστοιχο κυρίαρ­χο κοινωνικό παράδειγμα, οι οποίες καθορίζουν το χαρακτήρα της.

Μια απελευθερωτι­κή δημοκρατική τεχνολογία θα είναι το υποπροϊόν ενός νέου απελευθερωτικού προτάγματος και ένα τέτοιο πρόταγμα δεν προϋποθέτει μια κοινωνία μετα-σπάνης. Η άπο­ψη ότι μια απελευθερωτική τεχνολογία θα μπορούσε να θεμελιωθεί μόνο σε μια κοινω­νία μετα-σπάνης προϋποθέτει μια ιδέα Προόδου που δεν είναι συμβατή, τόσο με τη δη­μοκρατική αρχή ότι δεν υπάρχουν «νόμοι» (κοινωνικοί ή φυσικοί) οι οποίοι «σε τελι­κή ανάλυση» καθορίζουν την κοινωνική αλλαγή, όσο και με την Ιστορική εμπειρία. Από τη δημοκρατική σκοπιά, η διάκριση μεταξύ μιας τεχνολογίας για το βασίλειο της ανάγκης (κοινωνία σπάνης) και μιας άλλης για το βασίλειο της ελευθερίας (κοινωνία μετα-σπάνης) όχι μόνο δεν έχει νόημα αλλά, επίσης, στην πραγματικότητα, αποκλείει την πιθανότητα της ίδιας της απελευθερωτικής τεχνολογίας, εφόσον η κοινωνία μετα- σπάνης είναι απλώς ένας μύθος, ιδιαίτερα αν πάρουμε υπόψη τους οικολογικούς περιο­ρισμούς της οικονομικής ανάπτυξης.

Συνοπτικά, η δημοκρατική επιστήμη και τεχνολογία προϋποθέτει:

  • πρώτον, πολιτική δημοκρατία, ώστε να είναι δυνατή η καθιέρωση αποτελεσματι­κού ελέγχου των πολιτών πάνω στην επιστημονική έρευνα και την τεχνολογική καινοτομία,
  • δεύτερον, οικονομική δημοκρατία, ώστε να μπορεί να εκφραστεί αποτελεσματι­κά στην έρευνα και την τεχνολογική ανάπτυξη το γενικό οικονομικό συμφέρον των συνομοσπονδιοποιημένων κοινοτήτων, αντί για το μερικό συμφέρον των οικονομικών ελίτ,
  • τρίτον, οικολογική δημοκρατία, ώστε οι περιβαλλοντικές επιπτώσεις της επιστή­μης και τεχνολογίας να παίρνονται πράγματι υπόψη στην επιστημονική έρευνα και τεχνολογική ανάπτυξη και, τέλος,
  • δημοκρατία στο κοινωνικό πεδίο, δηλ. ίση συμμετοχή στη διαδικασία λήψης αποφάσεων στο εργοστάσιο, το γραφείο, το νοικοκυριό, το επιστημονικό εργαστήριο κ.λπ., ώστε η εξαφάνιση των ιεραρχικών σχέσεων στην παραγωγή, την έρευνα και την τεχνο­λογική ανάπτυξη να εξασφαλίζει όχι μόνο ένα δημοκρατικό περιεχόμενο για την επιστή­μη και την τεχνολογία, αλλά και δημοκρατικές διαδικασίες στην επιστημονική και τε­χνολογική ανάπτυξη και συλλογικό έλεγχο από τους επιστήμονες και τεχνολόγους.

Με άλλα λόγια, η δημοκρατική επιστήμη και τεχνολογία προϋποθέτει την περιεκτι­κή δημοκρατία.

Σημειώσεις:

* Το κείμενο αυτό δημοσιεύτηκε για πρώτη φορά  στο τεύχος 3 του περιοδικού Δημοκρατία και Φύση. Ο Τάκης Φωτόπουλος είναι γενικός υπεύθυνος ύλης του περιοδικού Δημοκρατία και Φύση/Democracy and Nature/Democracia.

[2]  Βλ. π.χ… Thomas S. Kuhn, The Structure of Scientific Revolutions (Chicago: University of Chicago Press, 1970), Imre Lakatos, Criticism and the Growth of Knowledge (Cambridge: Cambridge University Press, 1970), Paul Feyerabend, Against Method (London: Verso, 1975) και Derek Phillips, Abandoning Method (London; Jossey-Bass, 1973).

[3]   Βλ. για παράδειγμα, Herbert Marcuse, One Dimensional Man {London: Sphere books, 1968) και Murray Bookchin, Post-scarcity anarchism (London: Wildwood House, 1974),

[4]  Takis Fotopoulos, Towards an Inclusive Democracy (London & N.Y. Cassell, 1997), κεφ. 2.

[5] Για την κρίση της οικονομικής μεθοδολογίας ιδιαίτερα, βλ. για παράδειγμα, Daniel Bell and Irving Krisiol. The Crisis in Economic Theory (New York: Basic Books. 1981), Ken Kole et aL Why Economists Disagree (London & New York: Longman, 1983), Homa Katouzian, ideology and Method in Economics (London: Macmillan. 1980). T. W. Hutchinson. Knowledge and Ignorance in Economics (Oxford: Blackwell, 1977).

[6] Για εκτενή βιβλιογραφία πάνω στο θέμα βλ. Τakis Fotopoulos. Towards an Inclusive Democracy, κεφ. 8.

[7] Κ. Καστοριάδης, «Η εποχή του γενικευμένου κομφορμισμού», στο βιβλίο Ο θρυμματισμένος κόσμος, Ύψιλον, 1992.

[8]  Madeleine Bunting «Shopping for God» The Guardian, 16/12/96. Είναι ενδιαφέρον να σημειωθεί εδώ ότι μερικοί τ. αριστεροί εκμεταλλεύονται την άνθιση του New Age και επιδίδονται σε κερδοφόρες τουριστικές μπίζνες, όπως π.χ. ο εκδότης του βρετανικού περιοδικού New Age Eye to Eye Γιάννης Ανδρικόπουλος που ίδρυσε μια λίαν επικερδή επιχείρηση (όπως δείχνει η συνεχής επέκτασή της) New Age (στην οποία έδωσε αμέριστη προβολή ο Ν. Ντόκας στην Ελευθεροτυπία 23/2/97), όπου συνδυάζεται η διδασκαλία «εναλλακτι­κών τρόπων ζωής» με τον τουρισμό στα μαγευτικά νησιά της Ελλάδας και της Καράΐβικής και όπου «γκου- ρού», όπως ο Βρετανός σκηνοθέτης Κεν Ράσελ και οι συγγραφείς Μαρίνα Γουόρνερ, Σου Τάουνσεντ, Αλισον Λούρι και άλλοι, «διδάσκουν» συναφή τμήματα.

[9]  Takis Fotopoulos, Towards an Inclusive Democracy, κεφ. 8.

[10] Στην πραγματικότητα, θα μπορούσε να υποστηριχθεί ότι η θέση στο κείμενο έχει και ιστορική βασι- μότητα. Όσον αφορά, για παράδειγμα, την κλασική Ελλάδα, ο Murray Bookchin υποστηρίζει ότι «η ελληνι­κή σκέψη, που σωστά συνέδεε τη χειροτεχνία με την τέχνη στο όνομα των τεχνών, συνέδεε, επίσης και τις δυο με τα συστήματα αξιών και τους κοινωνικούς θεσμούς… οι τέχνες γίνονταν κατανοητές κατά ολιστικό τρόπο, με την έννοια που σήμερα περιγράφουμε ένα οικοσύστημα. Δεξιοτεχνίες και πρώτες ύλες συμπλέκο­νταν σε διαφορετικούς βαθμούς με το ορθολογικό, ηθικό και θεσμικό σύνολο που αποτελεί το υπόβαθρο μιας κοινωνίας, οι τέχνες αποτελούσαν τμήμα ενός ενιαίου συνόλου [Murray Bookchin, The Ecology of Freedom (Montreal: Black Rose, 1991), σ, 223].

[11]  Cornelius Castoriadis, Philosophy. Politics, Autonomy (Oxford: Oxford University Press, 1991), σ. 184.1L Adam Smith, The Wealth of Nations (London: Harmondsworth, 1970), σ. 104.

[13]  Όπως σημειώνει o Sean Sayers, με βάση το Κεφάλαιο του Μαρς (τομ. 3) και την Grundrisse, «ο Μαρς θεο}ρεί την πελώρια επέκταση της παραγωγής, στην οποία έχει οδηγήσει ο καπιταλισμός, ως την προοδευτική και «πολιτισμένη» πλευρά του». Sean Sayers, «Moral Values and Progress», New Left Review, ap. 204 (Μαρτ- Απρ. 1994), σ. 67-85.

[14]  John Grahl, New Left Review, αρ. 214 (Νοεμ.-Δεκ. 1995), σ. 155.

[15] Leon Τ rotskv. The Revolution Betrayed (New York: Merit. 1965), σ. 45.

[16] Βλ. James O’Connor, «Καπιταλισμός, Φύση, Σοσιαλισμός», Κοινωνία και Φύση, αρ. 2 (1992).

[17] Για κριτική της θέσης που υποστηρίζει την ουδετερότητα της τεχνολογίας βλ. Cornelius Castoriadis, Philosophy; Politics, Autonomy, σ. 192. Βλ. ακόμη τη μελέτη της Frances Stewart, η οποία δείχνει ότι ο τρόπος με τον οποίο γίνονται στην πράξη οι τεχνολογικές επιλογές είναι κάθε άλλο παρά «ουδέτερος» [Frances Stewart, Technology and Underdevelopment (London: Macmillan, 1978), κεφ. !].

[18] Carolyn Merchant, The death of Nature, (San Francisco: Harper and Row, 1980), στο βιβλίο Questioning Technology. Tooll Toy or Tyrant? επιμ. John Zerzan & Alice Carnes (Philadelphia, PA: New Society Publishers, 1991), σ. 36.

[19]  Henry Teune, growth (London; Sage, 1988), σ. 13.

[20]   Takis Folopoulos, Towards a Inclusive , σ. 7-14. Roy Morrison, Ecological Democracy (Boston: South End Press, 1995). σ. 25

[22] Roy Morrison, Ecological  Democracy. a. 8-9.

[23]  Roy Morrison, Ecological Democracy, a. 25.

[24]  Roy Morrison. Ecological Democracy, a. 9.

[25] Βλ. τη βιβλιοκριτική της Janet Biehl για το βιβλίο του Kirkpatrick Sale, Rebels Against the Future: The Luddites and Their War on the Industrial Revolution, Lessons for the Computer Age (Reading, Mass.: Addison- Wesley, 1995), στο περιοδικό Green Perspectives, ap. 36 (Φεβρ. 1996), σ. 8.

[26]  Takis Fotopoulos, Towards an Inclusive Democracy, κεφ. 21

[27]   Βλ. π,χ., John Μ. Gowdy, «Progress and Environmental Sustainability», Environmental Ethics, τομ. 16, αρ. 1 (Ανοιξη 1994).

[28]  Ian Reinecke, Electronic Elusions (New York: Penguin, 1984), στο Questioning Technology, σ. 214-15.

[29] T akis Fotopoulos, Towards an Inclusive Democracy, σ. 33-46.

[30]  Stephanie Pain, «When the price is wrong», The Guardian, 27/2/97.

[31]  Takis Fotopoulos, Towards an Inclusive Democracy, o. 340-42.

The     Ecologist,τομ, 22 αρ. 4. Ιουλ.-Αυγ. 1992, σ. 157-58.

[33]  Stephanie Pain, «When the price is wrong».

[34]  Polly Ghazi, The Observer, ί 0/3/1997.

[35] David Watson, Beyond Bookchin (New York: Fifth Estate, 1996), σ. 119.

[36]  Murray Bookchin. The Ecology of Freedom, σ. 246.

[37]  Michael Shallis, The Silicon Idol. N.Y. Schoken, 1984, in , σ. 31.

[38] Σύμφωνα με τα στοιχεία της Διεθνούς Τράπεζας, το 1994. ο αστικός πληθυσμός αποτελούσε, κατά μέ­σο όρο, το 457c του παγκόσμιου πληθυσμού. Όμως, στις «οικονομίες μέσου εισοδήματος» ο αστικός πληθυ­σμός ήταν το 617 του συνολικού και στις «υψηλού εισοδήματος οικονομίες» ήταν 77%! World Bank, Development Report 1996 {Oxford University Press), Πίν. 9.

[39]  Frances Stewart. Technology and Underdevelopment, σ. 3.

[40]  Frances Stewart, Technology and  σ. 3.

[41]  Frances Stewart, Technology and , σ. 22.

[42]  Frances Stewart, Technology and Underdevelopment, σ. 87.

[43]  Murray Bookchin. Re-enchanting Humanity, σ. 155.

[44]  Cornelius Castoriadis, Philosophy. Politics. Autonomy, σ. 250-51 & 255.

[45]  Cornelius Castoriadis. Philosophy. Politics. Autonomy, σ. 271.

[46] Cornelius Castoriadis, Philosophy. Politics. Autonomy, κεφ. 10.

[47]  Βλ. για τα παρ’ ημίν τη σχετική μυθολογία που αναπτύσσει το ελληνικό τμήμα της Γκρίνπις, ο Μιχ. Μοδινος της Νέας Οικολογίας κ.λπ.

[48]  Murray Bookchin, Re-enchanting Humanity (London: Cassell, 1995), σ. 154-56.

[49]  Murray Bookchin, Re-enchanting Humanity, σ. 157.

[50] David Pepper, Modern Environmentalism (London: Routiedge, 1996), σ. 93.

[51]   Martin J. Conyon, «Industry profit margins and concentration: evidence from UK manufacturing», International Review of Applied Economics, τομ. 9, exp. 3 (1995), σ. 288.

[52]   P. Nolan and K. O’Donnell, «Restructuring and the politics of industrial renewal: the limits of flexible

specialisation», στο βιβλίο του A. Pollert (επιμ.) Farewell to ? (Oxford: Blackwell, 1991), σ. 161.

[53] Tim Lang and Colin Hines. The Sew Protectionism: Protecting the Future Against Free Trade (London: Earth scan. 1993), σ. 34,

[54]  Βλ. τι. χ.. Petr Kropotkin, Fields,Factories and Workshops (London: Hutchinson, 1899) και τα επιπρόσθετα σχόλια και στοιχεία του Colin Ward στην έκδοση 1974 (London: Allen & Unwin). Βλ. ακόμη. Kropotkin, The Conquest of Bread (London: Penguin, 1972), κεφ. 16.

[55] Takis Fotopoulos, Towards an Inclusive Democracy, σ. 67-73.

[56] Paul Hirst and Grahame Thompson, Globalisation in Question (Cambridge: Polity Press, 1996), σ. 163.

[57] Βλ. π.χ, το έργο του Murray Bookchin και, ιδιαίτερα, τα βιβλία Remaking Society {Montreal: Black Rose, 1990), The Ecology of Freedom, and From Urbanisation to Cities (London: Cassell, 1992 & 1995).

[58]   Κ. Καστοριάδης, «Η κρίση του Μαρξισμού και η κρίση της πολιτικής». Κοινωνία και Φύση, αρ. 2 (1992).

[59]  Σύμφωνα με τον Naess, τον πατέρα της βαθιάς οικολογίας, «όσο μεγαλύτερη η αυτό-συνειδητοποίη- ση που επιτυγχάνει κανένας τόσο ευρύτερη και βαθύτερη η ταυτοποίησή του με τους άλλους», Arne Naess, Ecology; Community and Lifestyle (ΜΑ: Cambridge University Press, 1989), σ. 196.

[60]   Lewis Mumford, «Authoritarian and Democratic Technics» (from Technology and Culture, τομ. 5. αρ. 1). στο βιβλίο Questioning Technology, σ. 14-15.

[61]  Lewis Mumford, «Authoritarian and Democratic Technics», στο Questioning, σ. 17.

[62]  Takis Fotopoulos, Towards an Inclusive Democracy, σ, 10-14.

[63]   Sidney Pollard, The Genesis of Modern Management (αναφέρεται από τους John και Paula Zerzan στο Questioning Technology, σ. 202).

[64]  Αναφορά των John και Paula Zerzan στον ιστορικό N, S. B. Gras (Technology, σ. 202).

[65]  Αναφορά των John και Paula Zerzan στον Christopher Hill [Questioning,σ. 207).

[66]  E. F. Schumacher. Small is beautiful: Economics (London: Sphere Books, 1973).

[67]  M.Goldman, James O’Connor at at, «Ideologies of environmental crisis: Technology and its discontents». Capitalism. Nature. Socialism, αρ. 1, Φθιν. 1988, σ. 96.

[68]  David Pepper, Eco-socialism (London: Routledge, 1993), σ. 33.

[69]  Βλ. K. Καστοριάδης, «Η δημοκρατία ως διαδικασία και ως πολίτευμα», Δημοκρατία και Φύση, αρ. 1.

[70]  David Pepper, Modern Environmentalism, σ. 97.

[71]     Lewis Mumford, «Authoritarian and Democratic Technics», στο Questioning

σ, 18-19.

[72]   Herbert 1. Schiller, Who knows: Information in the Ace of Fortune 500. Norwood. NJ: Ablex, 1981, στο Questioning Technology, σ. 174.

[73]  Langdon Winner. «Mylhinformation», Whole Barth Review, Jan. 1985, στο Questioning Technology, σ. 165.

[74]  Langdon Winner, «Mythinformation», σ. 166-67.

[75] Thomas W. Simon. «Beyond technological things», στη συλλογή άρθρων Renewing the Earth, επιμ. John Clark (London: Greenprim, 1990), σ. 112.

[76] Jacques ElluL The Technological Society (New York: Vintage Books, 1964), στο Questioning Techno­logy, σ. 41-42.

[77] Βλ. T. Φωτόπουλος, «Σχεδίασμα οικονομικού μοντέλου για την οικονομική δημοκρατία», Δημοκρα­τία και Φύση. αρ. 2. Βλ. ακόμη Τakis Fotopoulos, Towards an Inclusive Democracy, κεφ. 6.

[78] George Bradford, We All Live in Bhopal (Fifth Estate, Winter 1985), στο Questioning , σ. 48.

[79]  Takis Fotopoulos, Towards an Inclusive Democracy, a. 73-85,

[80]  Jacques Ellul, in Questioning Technology, σ. 45.

[81] Cornelius Casioriadis, Philosophy, Politics , σ. 245-46.

8!. Takis Fotopoulos, Towards an Inclusive Democracy, σ, 197-99.

[83] See. for inslance. S. Milne. The Guardian. 24/1/95 και D. Brindle, The Guardian. 4/11/96.