ΜΕΡΟΣ Α : ΕΘΝΙΚΟΣΟΣΙΑΛΙΣΤΙΚΕΣ ΚΑΙ ΦΑΣΙΣΤΙΚΕΣ ΟΡΓΑΝΩΣΕΙΣ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ ΤΟΥ ΜΕΣΟΠΟΛΕΜΟΥ ΚΑΙ ΤΗΣ ΚΑΤΟΧΗΣ (1941-1944)
ΤΟΥ ΙΑΚΩΒΟΥ ΠΕΡ. ΧΟΝΔΡΟΜΑΤΙΔΗ
(ΔΙΠΛΩΜΑΤΟΥΧΟΥ ΣΤΡΑΤΙΩΤΙΚΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ ΤΗΣ ΦΙΛΟΣΟΦΙΚΗΣ ΣΧΟΛΗΣ ΤΟΥ ΑΑCΗΕΝ)
(Αποσπάσματα το βιβλίο)
ΕΙΣΑΓΩΓΗ
Από τα τέλη της δεκαετίας του 1920 και αρχές του 1930 θεωρείται και είναι ουσιαστικά η ακμή της μεγάλης σύγκρουσης των ιδεολογικών ρευμάτων στην Ευρώπη, όταν δημιουργήθηκαν πολιτικά κινήματα με τοποθετήσεις, για να αντιπαραταχθούν στον κομμουνισμό και τον κοινοβουλευτισμό. Κανένα όμως από αυτά τα κινήματα – εκτός από ελάχιστες εξαιρέσεις- δεν απέκτησε σημαντική επιρροή και εκπροσώπηση στα κοινοβούλια.
Τα περισσότερα κυμαίνονταν από άκρατο συντηρητισμό και εθνικισμό μέχρι έναν πολύ λαϊκίστικο συντεχνιακό σοσιαλισμό. Διακήρυτταν τη ρήξη με το παλαιό καθεστώς, την αδικία και την πλουτοκρατία, ενώ επιζητούσαν την ανάπτυξη της εθνικής ψυχής μέσα σε ένα ομογενοποιημένο φυλετικό κράτος. Τα πιο πολλά είχαν ως πρότυπο τον ιταλικό φασισμό και τον γερμανικό εθνικοσοσιαλισμό, αλλά κατά γενική ομολογία ποτέ δεν κατάφεραν να μετουσιώσουν τη δύναμη και τη δομή, τη φιλοσοφία και τη λειτουργικότητα τους.
Στην Ελλάδα την ίδια περίοδο εμφανίστηκαν και έδρασαν εθνικιστικές οργανώσεις με πατριωτικά και φιλολαϊκά κίνητρα, αλλά αρκετά συχνά με συγκεχυμένο ιδεολογικό και πολιτικό υπόβαθρο. Αυτά που μπορούν να διαπιστωθούν για το ελληνικό εθνικιστικό κίνημα του Μεσοπολέμου είναι τα εξής:
α) Οι περισσότερες κινήσεις παρουσιάστηκαν με σημείο εκκίνησης τον αντικομμουνισμό και τον αντισημιτισμό στις αρχές του 1930.
β) Δεν εμφανίστηκε καμία αυθύπαρκτη πολιτική κίνηση με δικά της ιδιαίτερα γνωρίσματα και δική της φιλοσοφία. Δεν υπήρξε καν ένα ιδεολογικό εγχειρίδιο με καταστατικές πολιτικές αρχές, εκτός από τις συνηθισμένες προκηρύξεις και διακηρύξεις.
γ) Όλα σχεδόν τα ελληνικά πολιτικά κινήματα έκλιναν και προς τον φασισμό και προς τον εθνικοσοσιαλισμό, προσπάθησαν δε χωρίς εξαιρέσεις να τους μιμηθούν.
Ακόμα πρέπει να υπογραμμισθούν και τα εξής: Καμία από τις εθνικιστικές οργανώσεις δεν απέκτησε σημαντικό λαϊκό έρεισμα. Είτε έλειψαν οι προϋποθέσεις, είτε τα κατάλληλα πρόσωπα. Στην Ελλάδα κάθε τέτοια κίνηση ξεκινούσε αρχικά ως ελπιδοφόρα προσπάθεια, για να καταλήξει στα ίδια πρόσωπα και τους ίδιους μηχανισμούς που τη σχημάτιζαν αρχικά. Ίσως βέβαια να φταίει το γεγονός ότι ο χώρος αυτός από την πρώτη στιγμή πρακτορεύτηκε, καθοδηγήθηκε και τέλος κυριεύθηκε από τις εγχώριες υπηρεσίες ασφαλείας, ενώ για πολλά χρόνια υπήρχε στα μέλη η εσφαλμένη αντίληψη ότι ο στρατός και η αστυνομία ήταν «δικοί μας», μια εντύπωση που υπήρξε τόσο αφελής όσο και καταστροφική για το εθνικιστικό κίνημα.
Το μεγάλο όμως λάθος για τον ελληνικό εθνικισμό ήταν ότι στηρίχθηκε σε ξένα ιδεολογικά πρότυπα λαών με διαφορετική νοοτροπία και ψυχοσύνθεση. Όπως έγραψε ένας από τους μέντορες του ελληνικού εθνικιστικού κινήματος, ο Σπ. Σταυρόπουλος: «…το ελληνικόν πρότυπον του ελληνικού εθνικισμού δεν υπηρετήθηκε ουσιαστικώς διότι δεν υπήρξε. Διότι κανείς δεν εσκέφθη ως Έλλην αλλά ως συρόμενος οπαδός των πάσης μορφής δυτικοευρωπαϊκών προτύπων ή σημερινών κινημάτων, κινήσεων, κομμάτων…».Σε τελική ανάλυση τα ελληνικά εθνικιστικά κινήματα του Μεσοπολέμου δεν κατόρθωσαν να εμφανιστούν ποτέ ενωμένα και δεν κατάφεραν να οργανωθούν σε ένα μαζικό κίνημα αμφισβήτησης της καθεστηκυίας τάξης.
Ο Γερμανός πρεσβευτής Αϊζενλόρ σε μια αναφορά του προς το Υπουργείο Εξωτερικών του (9 Μαΐου 1934) επεσήμανε με μοναδική σαφήνεια ότι «οι αντικομμουνιστικές, φασιστικές και εθνικοσοσιαλιστικές ελληνικές οργανώσεις είναι κατακερματισμένες και η ανάπτυξή τους εμποδίζεται από τη φυσική απειθαρχία του λαϊκού χαρακτήρα την τάση να λένε πολλά λόγια και την αντίθεση προς δυναμικής μορφής δράση. Ο ελληνικός λαός είναι πατριώτης αλλά το κράτος και η ανάγκη να προσφέρει οποιαδήποτε θυσία για το κράτος του είναι, ως ιδέες, ξένα. Η πολιτική θεωρείται τελείως είτε ως αυτοσκοπός είτε ως μέσον για την ικανοποίηση υλικών συμφερόντων».
Δύο χρόνια αργότερα ο βρετανός πρεσβευτής Γουώτερλυ έγραψε κάτι ανάλογο. « Η φύση του ελληνικού χαρακτήρα είναι τέτοια, ώστε κανένας δεν είναι πιθανό να ευχαριστηθεί με τη δικτατορία, ακόμη και αν φέρει κοινωνικές μεταρρυθμίσεις και οικονομική ευημερία» (από Βρετανική πρεσβεία προς Ήντεν, 7 Αυγούστου 1936).
Οι απόψεις των δύο Ευρωπαίων διπλωματών, αντίθετων μάλιστα πολιτειακών συστημάτων, που δείχνουν ότι συλλάβει την ελληνική ιδιοσυγκρασία, δεν διαφέρουν καθόλου από τα αξίωμα του στρατηγού Κονδύλη που έλεγε πως «ο Έλληνας περισσότερο αναρχίζει παρά υπακούει».
Όπως πολύ εύστοχα παρατήρησε ο Νίκος Καρράς στο βιβλίο του «Ιωάννης Μεταξάς», «… στον απόηχο της ήττας του ΄22, ο έμφυτος πατριωτισμός των Ελλήνων δεν συνεβάδιζε απαραίτητα με την πειθαρχία, τον δυναμισμό και τη διάθεση για θυσίες, ώστε να εκδηλωθεί επαναστατικό εθνικό κίνημα αντιδρώντας στα κακώς κείμενα και το κατεστημένο των δύο γερασμένων πολιτικών παρατάξεων …».
ΟΙ ΠΡΩΤΕΣ ΕΘΝΙΚΙΣΤΙΚΕΣ – ΦΑΣΙΣΤΙΚΕΣ ΟΡΓΑΝΩΣΕΙΣ

Την άνοιξη του 1927 εμφανίστηκαν στη Θεσσαλονίκη προκηρύξεις με αντικομμουνιστικό και αντισημιτικό περιεχόμενο, με αποτέλεσμα να εξαγριωθεί η τοπική κομμουνιστική οργάνωση και το εβραϊκό στοιχείο της πόλης.
«Σήμερον εκυκλοφόρησαν», έγραφε μια αναφορά ενός πληροφοριοδότη της αστυνομίας, «αι Αντικομμουνιστικαί προκηρύξεις. Λόγω τούτου οι Κομμουνισταί εξημένηοαν και ετοιμάζουν επίθεσιν κατά του εν λόγω Συλλόγου (σ.σ. εννοεί τον Πατριωτικό Σύνδεσμο «Παύλος Μελάς») μετά την ανακάλυψιν του υπ’αυτών».
Πραγματικά, στις 2 Απριλίου 1927 τοιχοκολλήθηκαν σε πολλά σημεία της συμπρωτεύουσας προκηρύξεις με τίτλο «Οι Εβραίοι και ο Κομμουνισμός». Περιείχαν κατηγορίες για συνωμοσία της Μόσχας με όργανα τους Εβραίους της Θεσσαλονίκης και προτροπές για εκδίωξη της μειονότητας από την Ελλάδα. Η ισραηλιτική κοινότητα διαμαρτυρήθηκε τότε έντονα στον γενικό διοικητή, όπως άλλωστε έπραξε και ο γενικός γραμματέας του Εργατικού Κέντρου Θεσσαλονίκης, I. Αρβανιτάκης. Ο Ισραηλίτης μάλιστα βουλευτής Ζακ Βεντούρα έφερε το θέμα στη Βουλή στις 4/4/1927, όπου με την ευκαιρία ζήτησε να ληφθούν μέτρα κατά της δραστηριότητας των αντιεβραϊκών στοιχείων (βλ. εφημερίδες «Μακεδονία» 3/4/1927, «Ριζοσπάστης» 13/4/1927, «Εφημερίδα των Βαλκανίων» 4/4/1927 και το βιβλίο «Ο χαφιές» του Αλέξ. Δάγκα).
Μέχρι το 1928 ιδρύθηκαν μόνο στη Θεσσαλονίκη δέκα περίπου σύλλογοι με αντικομμουνιστικούς κυρίως σκοπούς. Αμέσως μετά τη σύσταση τους επιχείρησαν να γίνουν γνωστοί στη βόρεια Ελλάδα με καταχωρήσεις στον τοπικό Τύπο, ενώ στο ευρύ κοινό παρέμειναν μάλλον άγνωστοι. Χρονικά η πρώτη εθνικιστική αντικομμουνιστική οργάνωση στη Μακεδονία ήταν η «Λεγεώνα Εθνικής Σωτηρίας» το 1926. Ακολούθησε η «Εθνική Ένωσης Ελλάς» (ΕΕΕ) το 1927, που ήταν και αντισημιτική, η αντικομμουνιστική ένωση «Πατρίς» και στην Αθήνα η «Ένωσης Ελλήνων Φασιστών».
ΣΥΝΔΕΣΜΟΣ ΤΗΣ ΑΚΑΔΗΜΑΪΚΗΣ ΠΡΟΟΔΟΥ
Ο Σύνδεσμος της Ακαδημαϊκής Προόδου ιδρύθηκε το 1923. Αρχικά είχε τη μορφή φοιτητικού συλλόγου, πολύ σύντομα όμως άνοιξε τις πύλες του και στον εκτός του Πανεπιστημίου επιστημονικό κόσμο. Σκοπός του ήταν η προστασία, με κάθε νόμιμο μέσο, της πατρίδας, της θρησκείας, της οικογένειας και ιδιαίτερα της εθνικής γλώσσας. Την πραγμάτωση του σκοπού αυτού την επεδίωξε με διαλέξεις, δημοσιεύματα και συχνές επιστημονικές συγκεντρώσεις εντός ή εκτός του Πανεπιστημίου. Διαπρεπείς πανεπιστημιακοί καθηγητές και άλλοι επιστήμονες εργάσθηκαν για την επιτυχία του σκοπού του Συνδέσμου, ο οποίος οργάνωσε περισσότερες από εκατό διαλέξεις στην αίθουσα του Φιλολογικού Συλλόγου «Παρνασσός», στην Αρχαιολογική Εταιρεία και στην παλαιό μεγάλη αίθουσα της Φιλοσοφικής Σχολής. Παράλληλα, ο Σύνδεσμος λάμβανε μέρος σε δυναμικά συλλαλητήρια και εκδηλώσεις υπέρ της Κύπρου, της Δωδεκανήσου κ.λπ., ενώ δεν παρέλειπε να συνεισφέρει στον αντικομμουνιστικό αγώνα για να αποτρέψει τη φοιτητική νεολαία από την είσοδό της στο νεοσύστατο τότε ΚΚΕ.
Πρώτος πρόεδρος του Συνδέσμου ήταν ο Ευστάθιος Κουβελάκης. Από το 1926 ανέλαβε ο Στυλιανός Κορρές, ο οποίος αναμίχθηκε ενεργά σε προσπάθειες εξυγίανσης της Παιδείας. Έμβλημα του Συνδέσμου ήταν μια απεικόνιση του Αδαμάντιου Κοραή. Σημειώνεται ότι ορισμένα μέλη του δραστηριοποιήθηκαν κατά τη διάρκεια της Γερμανικής Κατοχής στις τάξεις της ΕΣΠΟ.
ΚΟΜΜΑ ΕΘΝΙΚΗΣ ΑΝΑΔΗΜΙΟΥΡΓΙΑΣ (ΚΕΑ)
Η δεύτερη, χρονικά, οργάνωση φασιστικών αποκλίσεων ήταν το «Κόμμα Εθνικής Αναδημιουργίας», που συγκροτήθηκε από τον δικηγόρο Δημ. Σκουρτσή το 1926. Στόχοι του ΚΕΑ ήταν ο αντικομμουνιστικός αγώνας, η εξυγίανση της δημόσιας ζωής και της Εκκλησίας, η εξάλειψη του παλαιοκομματισμού και η επιβολή ενός νέου λαϊκού ‘σοσιαλιστικού κράτους.
Ο αρχηγός του Κόμματος Εθνικής Αναδημιουργίας Δημ. Σκουρτσής, που έγινε μεταπολεμικά γνωστότατο στέλεχος του Δικηγορικού Συλλόγου Αθηνών, δημοσίευσε επωνύμως πολλά αντικομμουνιστικά κείμενα στις εφημερίδες της εποχής. Ενα απόσπασμα τέτοιου κειμένου είναι το ακόλουθο: «Η Πατρίς ευρίσκεται εν κινδύνω. Τα παλαιό κόμματα δια της αντιπατριωτικής των πολιτικής έχουν φέρει ταύτην εις το χείλος του τάφου. Ολίγον ακόμη εάν εξακολουθήσει η κατάστασις αυτή, η Πατρίς μας θα έχει τελείως καταστραφεί. Τα παλαιό κόμματα χωρισθέντα εις δύο στρατόπεδα, τα οποία διακρίνει μίσος άσβεστον, αποβλέπουσιν εις εν και μόνο, εις το πώς το εν θα εξοντώσει το άλλο, αδιαφορούντα περί του εάν δια της στόσεώς των πρόκειται να οδηγήσουν και την Πατρίδα μας εις τον αλληλοσπαραγμόν και την παντελή καταστροφή…».
Το Κόμμα Εθνικής Αναδημιουργίας, έπειτα από μια βραχύβια παρουσία στον εθνικιστικό χώρο και αφού επί κάποιο διάστημα βρέθηκε υπό την προστασία του παγκαλικού υπουργού Λουκά Κανακάρη – Ρούφου, διαλύθηκε και οι οπαδοί του εντάχθηκαν στις άλλες κινήσεις του χώρου.
ΠΑΝΕΛΛΗΝΙΟΣΕΝΩΣΙΣ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΑΜΥΝΗΣ (ΠΕΚΑ)
Η ΠΕΚΑ ιδρύθηκε τον Νοέμβριο του 1929 με αποκλειστικό στόχο τον αντικομμουνιστικό αγώνα και την αφύπνιση της εθνικής συνείδησης. Τα μέλη της πρώτης διοίκησης της οργάνωσης ήταν ο στρατηγός Π. Σαρηγιάννης, ο πρώην υπουργός Α. Αθηνογένης, ο φιλόσοφος και ιατρός Αριστ. Ανδρόνικος, ο δήμαρχος Καλλιθέας Ιω. Αραπάκης, ο στρατηγός Ν. Καλομενόπουλος, ο Αρχιμανδρίτης Καλλιοτζής (μετέπειτα Μητροπολίτης Γυθείου), ο Κ. Μπουκλάκος, ο ναύαρχος Δημ. Θεοφανόπουλος και ο γνωστός στους Πειραιώτες, από τη θητεία του στον δημαρχιακό θώκο κατά την περίοδο 1967-1974, Αριστ. Σκυλίτσης.
Η οργάνωση ουσιαστικά βρισκόταν στην αφάνεια και λειτουργούσε περισσότερο ως φιλοσοφική λέσχη και τόπος συνάθροισης Αθηναίων αστών και αργόσχολων επιστημόνων. Οταν μια ομάδα της ΠΕΚΑ, φιλοεθνικοσοσιαλιστικών αρχών (Αραπάκης, Ανδρόνικος, Θεοφανόπουλος), επιχείρησε να καταστήσει την οργάνωση περισσότερο μαχητική προσθέτοντας ιδεολογικές θέσεις φιλοφασιστικής απόκλισης, συνάντησε την αντίδραση των άλλων στελεχών, που την ήθελαν αποκλειστικά αντικομμουνιστική.
Η ΠΕΚΑ δεν δικαίωσε τις προσδοκίες των ιδρυτών της και σταδιακά μετά την αποχώρηση των περισσοτέρων μελών της αυτοδιαλύθηκε. Πιο ενδιαφέρουσα προσωπικότητα της οργάνωσης ήταν αναμφίβολα ο ιατρός και ο συγγραφέας Αριστείδης Ανδρόνικος. Ο Ανδρόνικος καταγόταν από τη Φιλιππούπολη της Ανατολικής Ρωμυλίας και ήταν γόνος εύπορης αρχοντικής οικογένειας. Μετά την ολοκλήρωση των γυμνασιακών του σπουδών στη γενέτειρά του, αναχώρησε για να σπουδάσει Ιατρική στο Παρίσι. Ανήσυχο πνεύμα και δημιουργικό, ο Ανδρόνικος δεν περιορίσθηκε στη μελέτη ιατρικών βιβλίων, αλλά ασχολήθηκε και με τη Φιλοσοφία και την Ιστορία.

Σταδιακά μέσα στην κοσμοπολίτικη ζωή της γαλλικής πρωτεύουσας ανακάλυψε τους «αφανείς εχθρούς» της ανθρωπότητας και του Ελληνισμού. Ηταν οι τραπεζίτες της Πλατείας Πιγκάλ και οι άνθρωποι των χρηματιστηρίων, οι γνωστοί «μαγαζάτορες» και τοκογλύφοι των λαών της Ευρώπης. Στις αρχές του αιώνα ταξίδεψε στην Κίνα και την Απω Ανατολή. Το 1910 βρέθηκε στη Ρωσία, όπου ανέλαβε την άμισθη θέση του διευθυντή του Γεν. Προξενείου στην Πετρούπολη. Για τον Ανδρόνικο η Μπολσεβικική Επανάσταση ήταν πολύ οδυνηρή εμπειρία, αφού συνελήφθη και φυλακίστηκε από τους επαναστάτες.
Στην Ελλάδα επέστρεψε το 1924. Υπήρξε πολυγραφότατος και άφησε ένα πολύ μεγάλο επιστημονικό έργο. Τα σπουδαιότερα βιβλία του ήταν τα εξής: α) «Τι εστί Μπολσεβικισμός», που αφιερώθηκε «εις τον έξυπνον και τίμιο, αλλα ευμετάβλητον Ελληνικόν λαόν», 6) «Ο Ιούδας δια μέσου των αιώνων», γ) «Η ιδέα της παγκοσμίου ειρήνης», με πρόλογο του καθηγητή Χρ. Ανδρούτσου, δ) «Κίνδυνος εν όψει» κ.ά. Ένα σημαντικό μέρος της βιβλιοθήκης του και του πολυτιμότατου αρχείου του καταστράφηκε από τους Ελασίτες κατά τη διάρκεια του δεκεμβριανού κινήματος το 1944.

Τον Ιούλιο του 1931 εμφανίστηκε στον εθνικιστικό χώρο μια άλλη οργάνωση με το όνομα «Σιδηρά Ειρήνη». Τα μέλη της φορούσαν μπλε πουκάμισα κατά τα πρότυπα των Ιταλών Μελανοχιτώνων και είχαν υιοθετήσει τον φασιστικό χαιρετισμό.
Αρχηγός της οργάνωσης ήταν ο απόστρατος συνταγματάρχης Νικ. Νικλάμπας, ο οποίος είχε πολιτευθεί με τον συνδυασμό του Ιωάννη Μεταξά στον νομό Πρεβέζης. Συναρχηγός της «Σιδηράς Ειρήνης» ήταν ο απόστρατος ταγματάρχης Παυσανίας Κατσώτας που χρημάτισε μεταπολεμικά δήμαρχος Αθηναίων, ενώ τα μέλη της οργάνωσης συμμετείχαν σε όλα τα φιλοβασιλικά συλλαλητήρια και τις εκδηλώσεις της εποχής υπέρ της επανόδου του Γεωργίου Β’. Ενα παλαίμαχο στέλεχος της «Σιδηράς Ειρήνης» υπήρξε ο Χαρίλαος Παπαγεωργίου, ο οποίος, αν και μεγάλης πια ηλικίας, εκινείτο στον εθνικιστικό χώρο μέχρι τα τέλη της δεκαετίας του 70. Τα περισσότερα μέλη της οργάνωσης ήταν φιλοπαγκαλικοί αξιωματικοί που είχαν εκδιωχθεί από τον στρατό, παλαιοί πολεμιστές και νεολαία.

Στις αρχές του 1932 αποχώρησε ο Παυσ. Κατσώτας και στην οργάνωση προσχώρησε ο ναύαρχος Α. Χατζηκυριάκος, γεγονός που της προσέδωσε ιδιαίτερο κύρος. Λίγο αργότερα όμως, τον Απρίλιο του 1932, ο ναύαρχος εγκατέλειψε τη «Σιδηρά Ειρήνη» και ενώθηκε με τον στρατηγό Θ. Πάγκαλο για να κατέλθουν μαζί στις εκλογές. Μετά την αποχώρηση του Χατζηκυριάκου ο Νικλάμπας παρέμεινε στην αρχηγία της οργάνωσης έχοντας ως δεύτερο στην ιεραρχία τον ιατρό Θ. Χαρδαβέλλα, ενώ τα περισσότερα στελέχη της «Σιδηράς Ειρήνης» προσχώρησαν στο κόμμα του Γιάνναρου.
Εφημερίδες που απηχούσαν και δημοσίευαν προκηρύξεις και θέσεις της οργάνωσης ήταν η εβδομαδιαία «Εγερσις» και η «Λαοκρατία». Η δεύτερη υποστήριζε και τους Εθνικόφρονες Σοσιαλιστές του Ιάκ. Διαμαντόπουλου. Ουσιαστικά η «Σιδηρά Ειρήνη» υπήρξε μία πολιτική κίνηση μικρής εμβέλειας, που δεν απέκτησε ποτέ οποιαδήποτε πολιτική σημασία. Ο Νικλάμπας συνελήφθη το 1934 για συμμετοχή σε ένα αποτυχόν στρατιωτικό κίνημα και πέθανε από την πείνα κατά τον τραγικό χειμώνα του 1941-42.
ΕΝΩΣΙΣ ΕΛΛΗΝΩΝ ΦΑΣΙΣΤΩΝ
Η πρώτη ουσιαστική κίνηση στον χώρο του ελληνικού φασισμού ήταν η δημιουργία της «Ένωσης Ελλήνων Φασιστών» από τον Θεόδωρο Υψηλάντη, γόνο της ιστορικής οικογένειας του ’21. Η οργάνωση χρονικά συστάθηκε λίγο καιρό μετά την κατάληψη της εξουσίας από τον Μουσολίνι στην Ιταλία, τον Οκτώβριο του 1922, στο πολιτικό όμως προσκήνιο εμφανίστηκε μόλις τον Μάρτιο του 1928, όταν ο αρχηγός της οργάνωσης με μια προκήρυξη «…προς τους φασίστας απάσης της Ελλάδος…», καλούσε τον ελληνικό λαό να πυκνώσει τις τάξεις της Ένωσης Ελλήνων Φασιστών.
Προκήρυξη της οργάνωσης «Ένωσις Ελλήνων Φασιστών»
Η προκήρυξη, αφού κάνει λόγο για την κοινοβουλευτική διαφθορά και τις αντεθνικές θέσεις των κομμουνιστών, συνεχίζει στον ίδιο τόνο: « Ή Φασιστική ιδεολογία περικλείει εν εαυτή την Ενωσιν, την Πειθαρχίαν και την Εργασίαν. Δηλαδή την βαθείαν πίστιν και την ζωτικήν εκείνην ενέργειαν, η οποία συμπίπτει με το καθήκον του πολίτου προς πραγμάτωσιν της ευημερίας και της ισχύος της πατρίδος του, ενέργειαν ήτις συνεπάγεται την κατάπαυσιν των εμφυλίων διαμαχών, την συναδέλφωσιν του λαού και την κοινήν συνεργασίαν δια την ανάνηψιν του Έθνους από του λήθαργου και του μαρασμού».
Η οργάνωση των Ελλήνων Φασιστών έμεινε τελικά στα σπάργανα, αφού δεν μπόρεσε ποτέ να γίνει μαζική και να συγκεντρώσει κόσμο. Ο Υψηλάντης, ο οποίος κατά την τριετία 1914-1917 υπηρετούσε ως σταυλάρχης στα βασιλικά ανάκτορα, κατά τη διάρκεια της γερμανικής κατοχής ανέλαβε τη διοίκηση μιας ελληνογερμανικής εμπορικής εταιρίας. Πέθανε το 1943 και η τότε κατοχική κυβέρνηση απένειμε στη χήρα του ισόβια σύνταξη, που αργότερα (το 1946) και η κυβέρνηση Σοφούλη επικύρωσε.
η συνέχεια εδώ:
Η ΠΡΩΤΗ ΜΑΖΙΚΗ ΦΑΣΙΣΤΙΚΗ ΟΡΓΑΝΩΣΗ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ