Το ολοκληρωτικό συστήματα στη σκέψη της Χάνα Άρεντ
Του Γιάννη Καρύτσα
Σήμερα, έχει ευρέως επικρατήσει να εννοούμε, όταν μιλάμε για ολοκληρωτικά συστήματα, όλα τα συστήματα των χωρών του πρώην «υπαρκτού σοσιαλισμού» και όλες τις δικτατορίες σε κάθε μέρος της γης. Έτσι, ως ολοκληρωτικά πολιτικά συστήματα προσδιορίζονται ευρέως, επί παραδείγματι, τα συστήματα του Μουσολίνι, του Χίτλερ του Λένιν, του Στάλιν, του Φράνκο, του Τσαουσέσκου’ του Πινοσέτ, του Κάστρο, κ.λπ.
Αντίθετα, η Χάννα Άρεντ, στο πρωτοποριακό έργο της προέλευση τον ολοκληρωτισμού»(πρώτη έκδοση 1951), προσπαθώντας να συλλάβει την ιστορική ιδιομορφία των ολοκληρωτικών συστημάτων του Χίτλερ και του Στάλιν οδηγείται σε μία κρίσιμη διάκριση μεταξύ των μονοκομματικών δικτατοριών και των ολοκληρωτισμών ως πολίτικων συστημάτων εξουσίας.
Αυτό που χαρακτηρίζει και θέτει σε λειτουργία τόσο το ναζιστικό όσο και στο σταλινικό καθεστώς, σύμφωνα με την Άρεντ, είναι η διαρκής επανάσταση», δηλαδή μία διαρκής αστάθεια, όπου κάνεις δεν είναι ασφαλής, χωρίς να χρειάζεται να είναι πολίτικα αντιπολιτευόμενος ή να σκέφτεται διαφορετικά. Αυτή η απαίτηση για παντελή απουσία σταθερότητας είναι εγγενής στον πολιτικό ολοκληρωτισμό ως σύστημα εξουσίας, διότι μόνον έτσι μπορεί να πραγματωθεί η ρώσικη αρχή του που συγκεφαλαιώνεται στο «Όλα είναι δυνατά».
Αυτή η αρχή δεν έχει να κάνει με κάποια πολίτικη αντιπολίτευση απέναντι στο σύστημα, αλλά αντίθετα βασικός όρος για την πραγμάτωσή της είναι η απουσία κάθε οργανωμένης αντιπολίτευσης, γιατί μόνο τότε μπορεί να έχει ως πεδίο αναφοράς της το συνολικό πληθυσμό και τον άνθρωπο εν γένει, που πάνω του εφαρμόζεται το «πείραμα της καθολικής κυριαρχίας» μέσω των στρατοπέδων συγκεντρώσεως.
Έτσι, μπορούμε να βρούμε στο καθεστώς του Λένιν πολλά στοιχεία που βοήθησαν στη δημιουργία του Στάλιν και του καθεστώτος του. Παρά ταύτα, δεν μπορούμε να μιλήσουμε, σύμφωνα με την Άρεντ, για μία ομαλή ανάπτυξη από τη μονοκομματική δικτατορία του Λένιν στην ολοκληρωτική κυριαρχία του Στάλιν. Η μονοκομματική δικτατορία του Λένιν έχει να κάνει με συγκεκριμένους πολιτικούς αντιπάλους, τους καντέτους, την Κροστάνδη, κ.λπ. Ο ολοκληρωτισμός του Στάλιν, από το 1930 περίπου και μετά, έχει να κάνει με το μετασχηματισμό των τάξεων σε μάζες και με την παράλληλη εξόντωση κάθε ομαδικής αλληλεγγύης, που αποτελούν την conpitio sine qua non της ολοκληρωτικής κυριαρχίας.
Η διαφορετική αντιμετώπιση των κρατουμένων και η διαφορετική σύνθεσή τους διασαφηνίζουν πλήρως αυτήν τη διαφοροποίηση της Άρεντ μεταξύ μονοκομματικής δικτατορίας και ολοκληρωτισμού. Στη διάρκεια των πρώτων χρόνων του σοβιετικού καθεστώτος, οι αριστεροί πολιτικοί κρατούμενοι είχαν μερικά προνόμια σε σχέση με τους κοινούς εγκληματίες. Αντιθέτως, στα στρατόπεδα συγκεντρώσεως της Ρωσίας και της Γερμανίας έχουμε μία ανάμειξη πολιτικών και ποινικών κρατουμένων. Και αυτό μόνο αρχικά, διότι γρήγορα προστέθηκε —και εδώ βρίσκεται το ουσιώδες δια- φοροποιό γνώρισμα του ολοκληρωτισμού— ένα τρίτο στοιχείο που κατέστη πλειοψηφία.
«Αυτή η μεγαλύτερη ομάδα σχηματίστηκε έκτοτε από ανθρώπους που καμία αιτία δεν μπορούσε να δικαιολογήσει τη σύλληψή τους, ούτε στα μάτια τους ούτε στα μάτια των δημίων τους. Στη Γερμανία, μετά το 1938, αυτό το στοιχείο αποτελέστηκε από τη μάζα των Εβραίων και στη Ρωσία από κάθε ομάδα που, άσχετα από τη δράση της, δεν άρεσε στις αρχές. Αυτές οι αθώες, με όλη την έννοια της λέξης, ομάδες είναι τα ιδανικά πειραματόζωα για την ολοκλήρωση του πειράματος της καταστροφής της νομικής προσωπικότητας και της καθολικής κυριαρχίας».(α)
Ακόμη και ο Μουσολίνι, που αγαπούσε τόσο πολύ την έκφραση «ολοκληρωτικό κράτος», δεν επιχείρησε, σύμφωνα με την Άρεντ να εγκαταστήσει εντελώς ολοκληρωτικό καθεστώς, αλλά αρκέστηκε στη δικτατορία και το μονοκομματισμό. «Αυτό που αποδεικνύει ότι η φασιστική δικτατορία δεν είναι ολοκληρωτική είναι ότι οι πολιτικές καταδίκες είναι λίγες και σχετικά ελαφρές. Στη διάρκεια των ιδιαίτερα μεστών από γεγονότα χρόνων, που καλύπτουν την περίοδο από το 1926 μέχρι το 1932, τα ειδικά δικαστήρια αποφάσισαν 7 θανατικές καταδίκες, 257 καταδίκες για 10 ή παραπάνω χρόνια φυλάκισης, 1.360 για λιγότερο από 10 χρόνια και πολύ περισσότερες αποφάσεις εκτόπισης. 12.000 άτομα συνελήφθησαν και κρίθηκαν αθώα, πράγμα ασύλληπτο κάτω από τη ναζιστική ή μπολσεβίκικη τρομοκρατία».
Οι ίδιοι οι εθνικοσοσιαλιστές, ο Χίτλερ, ο Χίμλερ, ο Γκαίμπελς, είχαν συνείδηση αυτής της διαφοράς τους από τον Μουσσολίνι και της ταύτισής τους με τον Στάλιν. Χαρακτηριστική είναι η άποψη του Γκαίμπελς: «Ο φασισμός δεν έχει καμία σχέση με τον εθνικοσοσιαλισμό. Ενώ ο δεύτερος φτάνει μέχρι τις ρίζες, ο φασισμός είναι απλά επιφανειακός. Ο Ντούτσε δεν είναι επαναστάτης, όπως ο Φύρερ ή ο Στάλιν. Είναι τόσο συνδεδεμένος με τον ιταλικό λαό του, που δεν έχει τις αρετές ενός διεθνούς κλίμακας επαναστάτη .
Σε αντίθεση με τις μονοκομματικές δικτατορίες, η ολοκληρωτική τρομοκρατία εδραιώνεται όταν πλέον δεν υπάρχουν πολιτικές ή κοινωνικές αντιπολιτεύσεις. Κάτω από το σταλινικό καθεστώς, η τρομοκρατία εξαπολύθηκε απόλυτα, όχι στη δεκαετία του 1920, αλλά του 1930, όταν — σύμφωνα με την Άρεντ— η αντίθεση της αγροτιάς δεν αποτελούσε πια έναν καθοριστικό παράγοντα της κατάστασης. Και τα ακραία καταπιεστικά μέτρα εναντίον των αντιπολιτευόμενων στοιχείων δε χρησιμοποιήθηκαν κατά τη διάρκεια της διαμάχης με τους τροτσκιστές και τους μπουχαρινικούς. Αντιθέτως, χρησιμοποιήθηκαν μετά την ήττα τους. Το ίδιο συνέβη και κάτω απο το ναζιστικό καθεστώς. Η τρομοκρατία έφτασε στο αποκορύφωμά της κατά τον Πόλεμο, όταν το γερμανικό έθνος ήταν παραγματικά «ενωμένο». Η προετοιμασία της άρχισε το 1936, όταν είχε εξαφανιστεί στο εσωτερικό κάθε οργανωμένη αντίσταση και ο Χίμλερ πρότεινε μια προέκταση των στρατοπέδων συγκεντρώσεως.
Ο ολοκληρωτισμός στην εξουσία συνδέεται με τη διάλυση των κοινωνικών τάξεων και τη μετατροπή τους σε μάζες αλληλοαποξενωμένων όντων, μια μετατροπή που επιτεύχθηκε μέσω των επανειλημμένων εκκαθαρίσεων. Στη Ρωσία, ο Στάλιν άρχισε από την εκκαθάριση της καινούργιας μεσαίας τάξης των πόλεων και αγροτών. Χρησιμοποίησε το λιμό και την εκτόπιση, με το πρόσχημα της κατάσχεσης της περιουσίας των κουλάκων και της κολλεκτιβοποίησης της γης. Σύμφωνα με την Άρεντ, η εκκαθάριση της μεσαίας και της αγροτικής τάξης συμπληρώθηκε στις αρχές της δεκαετίας του 1930. «Εκείνοι που δεν συγκαταλέγονταν στα πολλά εκατομμύρια νεκρών ή εκτοπισμένων σε καταναγκαστικά έργα είχαν μάθει ποιος κάνει κουμάντο”, είχαν καταλάβει πως η ζωή τους κι η ζωή των οικογενειών τους εξαρτιώταν όχι από τους συμπολίτες τους, αλλά αποκλειστικά από το κέφι ενός καθεστώτος, απέναντι στο οποίο ήταν ολοσδιώλου απομονωμένοι, χωρίς καμία βοήθεια από την ομάδα όπου τύχαινε να ανήκουν».
Σειρά στην εκκαθάριση είχε η εργατική τάξη. Το σταχανοβικό σύστημα, που υιοθετήθηκε στις αρχές της δεκαετίας του 1930, τσάκισε, μέσω της άγριας ανταγωνιστικότητας, κάθε αλληλεγγύη και ταξική συνείδηση ανάμεσα στους εργάτες. Το 1938, με την εισαγωγή του βιβλιαρίου εργασίας, το σύνολο της εργατικής τάξης μεταμορφώθηκε σε μία μάζα καταδίκων σε καταναγκαστικά έργα.
Εν συνεχεία, σειρά στην εκκαθάριση είχε η ίδια η γραφειοκρατία που είχε πραγματοποιήσει τις παραπάνω εκκαθαρίσεις. Και αυτό γιατί, όπως πολύ σωστά τονίζει η Άρεντ, ο ολοκληρωτισμός στην εξουσία υλοποιείται μόνο μέσω της «διαρκούς επανάστασης», δηλαδή της διαρκούς ανασφάλειας των πάντων. Έτσι, ο Στάλιν χρειάστηκε δύο χρόνια, από το 1936 έως το 1938, για να απαλλαγεί από τη διοικητική και στρατιωτική γραφειοκρατία. Σχεδόν όλα (γραφεία, εργοστάσια, οικονομικοί και πολιτιστικοί οργανισμοί, κυβέρνηση, Κόμμα, στρατιωτικά γραφεία), πέρασαν σε καινούργια χέρια, αφού σαρώθηκε σχεδόν το μισό διοικητικό προσωπικό, είτε ανήκε στο κόμμα είτε όχι, και αφού εκκαθαρίστηκε το 50% όλων των μελών του κόμματος και τουλάχιστον 8.000.000 άλλα άτομα». Όλα αυτά συνέβησαν μετά το 17ο Συνέδριο του Κόμματος, που πέρασε στην ιστορία σαν το «Συνέδριο των νικητών».
Η ειδική κομματική επιτροπή που συστάθηκε μετά το θάνατο του Στάλιν υπό την εποπτεία του Προεδρείου της Κεντρικής Επιτροπής για να ερευνη τους μαζικούς διωγμούς σε βάρος των κομματικών στελεχών έδωσε τα εξής στοιχεία: από τα 139 τακτικά και αναπληρωματικά μέλη της Κεντρικής Επιτροπής του κόμματος εκλέχθηκαν στο 17ο Συνέδριο πιαστηκαν και εκτελέστηκαν τα 98, δηλαδή το 70%. Επίσης, απο τους 966 αντιπροσώπους στο Συνέδριο συνελήφθησαν για αντεπαναστατικά εγκλήματα οι 1.108, δηλαδή περισσότερη από τους μισούς. Και αφού -σύμφωνα με την Αρεντ «αυτή η εκκαθάριση τερματίστηκε με την εξόντωση των ανώτερων στελεχών της αστυνομίας, ακόμη και τα στελέχη της Γκεπεού, που είχαν εφαρμόσει την τρομοκρατική επιχείρηση, δεν μπόρεσαν να αυταπάτη ότι η ομάδα τους αντιπροσωπεύει οτιδήποτε, έστω κι ένα μικρό κομμάτι εξουσίας».
Ωστόσο, παρά το εύρος τους, οι εκκαθαρίσεις δεν είναι αρκετές και λειτουργικές για την ολοκληρωτική εξουσία αν δε συμβαδίζουν με την καταστροφή ολων των οικογενειακών και κοινωνικών δεσμών. «Αν ο oλοκληρωτισμός παίρνει στα σοβαρά τις ίδιες του τις απαιτήσεις -γράφει η Αρεντ- έρχεται η στιγμή που νιώθει την ανάγκη ‘να τελειώνει μια για πάντα με την ουδετερότητα του σκακιού” δηλαδή με την αυτόνομη ύπαρξη οποιοσδήποτε δραστηριότητας. Γι αυτό και οι εκκαθαρίσεις έγιναν με τέτοιο τρόπο που «να απειλείται με την ίδια τύχη ο κατηγορούμενος και όλοι όσοι είχαν σχέση μαζί του, απο τους απλούς γνώριμους μέχρι τους φίλους και συγγενείς.
Το αποτέλεσμα αυτής της απλής και κολλητικής ενοχής” ήταν ότι, μόλις κάποιος γινόταν κατηγορούμενος, οι παλιοί του φίλοι μεταμορφώνονταν αμέσως στους πιο άγριους εχθρούς του. Για να σώσουν τη δική τους ύπαρξη, γίνονταν αυθόρμητα καταδότες και έσπευδαν να ενισχύσουν με τις καταγγελίες τους τις ανύπαρκτες αποδείξεις εναντίον του. Αυτός ήταν ο μόνος τρόπος για να αποδείξουν πως η σχέση τους ή η φιλία τους με τον κατηγορούμενο δεν ήταν παρά ένα πρόσχημα για να τον κατασκοπεύσουν και να τον καταγγείλουν σαν σαμποτέρ, τροτσκιστή, πράκτορα των ξένων ή φασίστα».
Κατά συνέπεια, λόγοι στοιχειώδους πρόνοιας ωθούσαν το κάθε άτομο στην αποφυγή, όσο το δυνατόν, των προσωπικών σχέσεων, ακριβώς «για να αποφύγουν (στη σχεδόν σίγουρη περίπτωση μελλοντικών μπελάδων) όλα τα πρόσωπα που θα μπορούσαν, όχι μόνο να έχουν κάποιο συμφέρον και να σε καταγγείλουν, αλλά και να νοιώσουν την ακατανίκητη ανάγκη να προκαλέσουν την καταστροφή σου, μόνο και μόνο επειδή θα κινδύνευε η δική τους ζωή». Με την εξώθηση αυτής της τεχνικής ως τις πιο φανταστικές ακραίες συνέπειες της —καταλήγει η Άρεντ— έγινε δυνατή η δημιουργία μιας εντελώς πρωτόγνωρης μαζικής αλληλοαποξενωμένης κοινωνίας.
Στη Γερμανία, επίσης, όταν ο Χίντεμπουργκ διόρισε τον Χίτλερ καγκελάριο, το πρώτο μέλημα του Χίτλερ ήταν να εξοντώσει τους πιθανούς εσωκομματικούς αντιπάλους του, εκκαθαρίζοντας με λουτρό αίματος τις τάξεις του ναζιστικού κόμματος. Συνέχισε με δολοφονίες και φυλακίσεις σοσιαλιστών και κομμουνιστών. Το 1936, είχε εξαφανιστεί στο εσωτερικό της Γερμανίας κάθε οργανωμένη αντίσταση. Εν τούτοις, όπως παρατηρεί η Άρεντ, «παρατηρήθηκε μια αύξηση της τρομοκρατίας, τόσο στη ναζιστική Γερμανία όσο και στη Σοβιετική Ένωση, αντιστρόφως ανάλογη με την ύπαρξη εσωτερικής πολιτικής αντιπολίτευσης, έτσι ώστε αυτή να μην αποτελεί πια ένα
πρόσχημα για την τρομοκρατία (όπως συνήθιζαν να ισχυρίζονται οι φιλελεύθεροι επικριτές του καθεστώτος), αλλά το ύστατο εμπόδιο για την πλήρη εξαπόλυσή της . Ετσι, η πλήρης εξαπόλυσή της πραγματώθηκε στην Γερμανία μέσα από την καταδίωξη των Εβραίων, τα στρατόπεδα συγκέντρωσης, τους θαλάμους αερίων.
Ωστόσο, ο ολοκληρωτισμός στην εξουσία, όπως είδαμε και στην περίπτωση του σταλινισμού, πρέπει να βρίσκει συνεχώς καινούργιους αποδιοπομπαίους τράγους, ούτως ώστε όλοι να βρίσκονται μέσα στη διαρκή ανασφάλεια. Με αυτό το σκεπτικό, η Άρεντ υποστηρίζει ότι η καταστροφική μηχανή των ναζί δε θα σταματούσε ούτε μπροστά στο γερμανικό λαό. Κατά τη διάρκεια του Πολέμου ο Χίτλερ δήλωσε: «Δεν είμαι παρά ένας μαγνήτης που μετακινείται συνέχεια πάνω στο γερμανικό έθνος για να τραβήξει το ατσάλι του. Κι έχω πει συχνά ότι θα έρθει η μέρα όπου όλοι οι αξιόλογοι Γερμανοί θα είναι στο στρατόπεδό μου.
Εξάλλου όσοι δε θέλουν να είναι στο στρατόπεδό μου δεν έχουν αξία». Επίσης, σύμφωνα με ένα κανονισμό της υγιεινής του Ράιχ που έγραψε ο ίδιος ο Χιτλερ, επρόκειτο να απομονωθούν από τον υπόλοιπο πληθυσμό όλες οι οικογένειες που περιελάμβαναν άρρωστους με καρδιακές ή πνευμονικές παθήσεις. Το επόμενο στάδιο του προγράμματος ήταν η σωματική τους εξολόθρευση. Αυτό το μέτρο περιλαμβάνεται σε μια εγκύκλιο προς τους περιφερειακούς αρχηγούς της Εσσης- Νασάου. Μεταφέρει μια συζήτηση που έγινε στο αρχηγείο του Φύρερ πάνω στα μέτρα που θα έπρεπε να υιοθετηθούν πριν και μετά τη θριαμβευτική λήξη του πολέμου.
Το βασικό χαρακτηριστικό της σταλινικής και της ναζιστικής ολοκληρωτικής τρομοκρατίας είναι η καθιέρωση της έννοιας του «αντικειμενικού έχθρού», κάτι που τη διαχωρίζει από την τρομοκρατία των δεσποτικών και δικτατορικών καθεστώτων που στηρίζονται στην έννοια του «υπόπτου». Ο Χανς Φρανκ, που έγινε αργότερα Γενικός Διοικητής Πολωνίας, καθιέρωσε μια τυπική διαφορά ανάμεσα σε ένα πρόσωπο «επικίνδυνο για το Κράτος» κι ένα πρόσωπο «εχθρικό απέναντι στο Κράτος». Ο δεύτερος χαρακτηρισμός ασχολείται μόνο με πράξεις που είναι εχθρικές προς το κράτος, ενώ ο πρώτος, βασικό χαρακτηριστικό του ολοκληρωτισμού στην εξουσία, προϋποθέτει μια αντικειμενική ιδιότητα ανεξάρτητη από τη θέληση και τη συμπεριφορά. Στο ναζιστικό ολοκληρωτικό καθεστώς — σύμφωνα με τον Μaunz — «εξολοθρεύοντας τα επικίνδυνα άτομα, τα μέτρα ασφαλείας σκοπεύουν να διαφυλάξουν το Κράτος από έναν κίνδυνο για το έθνος, άσχετα από οποιοδήποτε αδίκημα που μπορεί να έχει γίνει από αυτά τα πρόσωπα. Το θέμα είναι η προφύλαξη από έναν αντικειμενικό κίνδυνο».
Ο ολοκληρωτισμός στην εξουσία δεν μπορεί να υπάρξει χωρίς να ανακαλύπτει συνέχεια καινούργιους αντικειμενικούς εχθρούς. Ο ναζισμός, «μόλις κόντευε να εξολοθρεύσει τελείως τους Εβραίους, προετοιμάστηκε για να εξολοθρεύσει τον πολωνικό λαό, ενώ ο ίδιος ο Χίτλερ έφτασε μέχρι να σχεδιάσει τον αφανισμό μερικών κατηγοριών Γερμανών». Ο σταλινισμός, στην αρχή της δεκαετίας του 1930, «καταδίωξε τους κουλάκους και αργότερα τους Ρώσους πολωνικής καταγωγής (1936-38), τους Τάταρους, τους Γερμανούς του Βόλγα στη διάρκεια του Πολέμου, τους πρώην αιχμαλώτους πολέμου και τις μονάδες κατοχής του Κόκκινου Στρατού μετά τον Πόλεμο, την εβραϊκή κοινότητα της Ρωσίας μετά τη δημιουργία ενός εβραϊκού κράτους».
Έτσι, η Άρεντ καταλήγει στην άποψη ότι «αν μπορεί κανείς να μιλήσει στα πλαίσια του ολοκληρωτικού καθεστώτος για μια νομική σκέψη, η κεντρική της ιδέα είναι ο αντικειμενικός εχθρός». Και αυτο γιατί η έννοια του αντικειμενικού εχθρού «αντιστοιχεί ακριβώς στην κατάσταση πραγμάτων που έχουν επαναλάβει τόσες φορές οι ολοκληρωτικοί ηγέτες: το καθεστώς τους δεν είναι με καμιά παραδοσιακή έννοια μια κυβέρνηση, αλλά ένα κίνημα που στην πορεία του σκοντάφτει συνεχεία σε νέα εμπόδια που πρέπει να φύγουν από τη μέση.
Ένα άλλο θεμελιώδες χαρακτηριστικό του ολοκληρωτικού καθεστώτος είναι -σύμφωνα με την Άρεντ- η υποκατάσταση του υποψιαζόμενου αδικήματος από το πιθανό έγκλημα. Ενώ ο ύποπτος συλλαμβάνεται επειδή θεωρείται ικανός να διαπράξει ένα έγκλημα που αντιστοιχεί λίγο πολύ στην προσωπικότητά του (ή στην υποψιαζόμενη προσωπικότητά του), η ολοκληρωτική άποψη για το πιθανό έγκλημα στηρίζεται σε μια σχηματική πρόβλεψη των πιθανών εξελίξεων. Σύμφωνα με τον Deutscher, χονδρικά ο συλλογισμός του Στάλιν για τις δίκες της Μόσχας ήταν ο εξής: «μπορεί να με ανατρέψουν σε κάποια κρίση. Θα τους κατηγορήσω λοιπόν από πριν για κατι τέτοιο. Μια αλλαγή κυβέρνησης μπορεί να αποδυναμώσει την πολεμική δύναμη της Ρωσίας.
Κι αν πετύχουν το σκοπό τους μπορεί να αναγκαστούν να υπογράψουν μια συνθηκολόγηση με τον Χίτλερ, ακόμα και να παραχωρήσουν ένα κομμάτι του εδάφους μας. Θα τους κατηγορήσω ότι πρόδωσαν, ότι έχουν ήδη συνάψει μια συμμαχία με την Γερμανία και ότι παραχώρησαν ένα τμήμα του σοβιετικού εδάφους». Επίσης, η ναζιστική νοοτροπία για το πιθανό έγκλημα έχει διατυπωθεί ως εξής από τον Χανς Φρανκ: «Δεν μπορεί να γίνει ένας ολοκληρωμένος κατάλογος των επικίνδυνων για το Κράτος ενεργειών γιατί δεν μπορούμε να προβλέψουμε τι μπορεί να αποδειχτεί επικίνδυνο στο μέλλον για το λαό και τους ιθύνοντες .
Με τα θεμελιώδη χαρακτηριστικά του αντικειμενικού εχθρού και του πιθανού εγκλήματος συνδέεται στενά — σύμφωνα με την Άρεντ— η αλλαγή της θέσης της μυστικής αστυνομίας μέσα στο ολοκληρωτικό κράτος. Και αυτή η αλλαγή επιβεβαιώνει τη γενική θέση της ότι όσο πραγματικός και αν είναι ο δεσμός του ναζισμού και του σταλινισμού ως μορφών κυριαρχίας με τις κομματικές δικτατορίες, τα χαρακτηριστικά τους, στο βαθμό που είναι ουσιαστικά ολοκληρωτικά, είναι καινούργια και δεν μπορούν να ενταχθούν στα μονοκομματικά συστήματα.
Οι μυστικές υπηρεσίες —γράφει η Άρεντ— ονομάστηκαν πάντα σωστά ένα Κράτος εν Κράτει, κι αυτό όχι μόνο στα δεσποτικά καθεστώτα, αλλά και στις συνταγματικές ή ημι-συνταγματικές κυβερνήσεις. Η απλή κατοχή μυστικών πληροφοριών στάθηκε πάντα μια ανοικτή απειλή για τα μέλη της κυβέρνησης. Αντίθετα, η ολοκληρωτική αστυνομία εξαρτάται απόλυτα από τη θέληση του Αρχηγού, γιατί μόνον αυτός μπορεί να αποφασίσει ποιός θα είναι ο επόμενος πιθανός εχθρός. Στα δεσποτικά καθεστώτα καθήκον της μυστικής αστυνομίας είναι να ανακαλύπτει τα εγκλήματα και τους υπόπτους και γι’ αυτό χρησιμοποιεί συνήθως ως όπλο της την προβοκάτσια. Αντίθετα, στην ολοκληρωτική αστυνομία απαγορεύεται να χρησιμοποιεί την προβοκάτσια, καλύτερα αυτή δε χρειάζεται, από τη στιγμή που η μυστική αστυνομία δραστηριοποιείται όταν ο Αρχηγός αποφασίζει να συλλάβει ένα μέρος του πληθυσμού και αρκείται να εκτελεί την προδιαγεγραμμένη πολιτική, και ως εκ τούτου χάνει όλες τις πρωτοβουλίες που είχε στις γραφειοκρατίες δεσποτικού τύπου.
Τα στελέχη της ρωσικής μυστικής αστυνομίας ήταν στη διάθεση του Στάλιν, όπως και οι ομάδες κρούσης των Ες-Ες ήταν στη διάθεση του Χίτλερ. Με το δίκτυο των πρακτόρων τους οι ολοκληρωτικοί ηγέτες δημιουργούν για προσωπική τους χρήση έναν απευθείας εκτελεστικό συνδετικό κρίκο, τελείως αποκομμένο και απομονωμένο από τους άλλους θεσμούς. Ακόμα και όταν υπηρετούσαν μαζί με το στρατό σε περίπτωση πολέμου, υπάγονταν σε μια ειδική νομοθεσία. Ο Χίμλερ, όταν ανέλαβε την αναδιοργάνωση των Ες-Ες, τον πρώτο κανονισμό που επέβαλε ήταν οι «ειδικοί νόμοι πάνω στο γάμο», που χρησίμευαν στην εγκαθίδρυση μιας διάκρισης ανάμεσα στα Ες-Ες και τον υπόλοιπο πληθυσμό. Αλλά και πριν την ισχύ αυτών των νόμων, τα μέλη των Ες-Ες είχαν λάβει την επίσημη εντολή να μην συμμετέχουν ποτέ, στη διάρκεια των συνεδριάσεων του Κόμματος, στις συζητήσεις ανάμεσα στα μέλη. Το ίδιο επίσης και τα μέλη της N. K .V. D. δε συνδέονταν ποτέ με τα άλλα μέλη της αριστοκρατίας του κόμματος.
Από πολιτικής απόψε ως, η ολοκληρωτική αστυνομία ξεχωρίζει από το ότι είναι η μόνη που μοιράζεται τα μυστικά της ανώτατης αρχής. Τα στελέχη της Γκεπεού ήταν τα μόνα που γνώριζαν στην αρχή της δεκαετίας του 1930 τους πραγματικούς στόχους της σταλινικού καθεστώτος, όπως και οι Ες-Ες ήταν οι μόνοι που γνώριζαν στην αρχή της δεκαετίας του 1940 ότι θα εξολοθρεύονταν οι Εβραίοι.
Το γεγονός ότι πολλές φορές τα διάφορα δίκτυα της μυστικής αστυνομίας κινούνται προς διαφορετικές κατευθύνσεις δε δείχνει καμία αυτονόμησή τους από τον ολοκληρικό ηγέτη. Αντίθετα, σύμφωνα με την Άρεντ, είναι απόρροια της απόλυτης κυριαρχίας που απαιτεί τη μεγαλύτερη δυνατή ελαστικότητα. Επί παραδείγματι, «όταν η Μόσχα διατάζει να επιταχυνθεί ο ρυθμός κατασκευής σωλήνων σε ένα εργοστάσιο, μπορεί πράγματι να θέλει πιο πολλούς σωλήνες και έτσι ένα δίκτυο πρακτόρων μπορεί να ετοιμάζεται για να παρασημοφορήσει το διευθυντή του εργοστασίου με το παράσημο Λένιν. Μπορεί όμως να θέλει να καταστρέψει το διευθυντή του εργοστασίου ή τη διοίκηση και έτσι ένα άλλο δίκτυο πρακτόρων μπορεί να ετοιμάζεται για τη σύλληψη του διευθυντή ή της διοίκησης του εργοστασίου».
Ωστόσο, παρόλες τις καταδιώξεις και τις εκκαθαρίσεις, η βασική αρχή του ολοκληρωτισμού, το «όλα είναι δυνατά», δεν μπορούσε να εφαρμοστεί παρά μέσω των στρατοπέδων συγκεντρώσεως και αφανισμού, που χρησιμέυσαν σαν εργαστήρια επιβεβαίωσης αυτής της αρχής. Έτσι, η Άρεντ απορρίπτει τις απόψεις που εξηγούν την ίδρυση των στρατοπέδων συγκεντρώσεως με μία οικονομική λογική. Η μοναδική οικονομική λειτουργία τους —σύμφωνα με την Άρεντ— ήταν να χρηματοδοτούν τον εξοπλισμό τους. Οποιαδήποτε εργασία και αν πραγματοποιούνταν σε αυτά, θα μπορούσε να γινόταν καλύτερα και φθηνότερα με διαφορετικές συνθήκες. Μάλιστα, στηρίζει την άποψη της σε σοιχεία από ανθρώπους που έζησαν σε αυτά τα στρατόπεδα: «Ένα μεγάλο μέρος της εργασίας που γινόταν στα στρατόπεδα συγκέντρωσης ήταν άχρηστη, είτε επειδή ήταν άσκοπη, είτε επειδή ήταν τόσο κακά οργανωμένη, που έπρεπε να την επαναλάβουμε δυο τρεις ψορές».
Επίσης, «Οι νέοι κρατούμενοι ειδικότερα ήταν υποχρεωμένη να κάνουν παράλογες δουλειές… Αισθανόντουσαν εξευτελισμένοι… και προτιμούσαν ακόμα και μια πιο σκληρή δουλειά που παρήγαγε κάτι χρήσιμο…». Ακόμη και το βιβλίο του Dallin, που βασίζεται στην άποψη ότι σκοπός των ρωσικών στρατοπέδων συγκέντρωσης ήταν να προμηθεύσουν φθηνά εργατικά χέρια, αναγκάζεται να παραδεχθεί την μη αποτελεσματικότητα της εργασίας στα στρατόπεδα. Οι Ναζί, από τη μεριά τους, έσπρωξαν την αχρηστία ώς τη ζημία, όταν, την εποχή του Πολέμου, παρ όλη την έλλειψη οικοδομικών και μεταφορικών υλικών, έφτιαξαν δαπανηρά εργοστάσια εξόντωσης και οργάνωσαν τη μεταφορά εκατομμυρίων ανθρώπων.
Αναλύοντας βαθύτερα την άποψή της δημιουργεί μια τυπολογία των στρατοπέδων με βάση τις τρεις βασικές δυτικές απόψεις για τη μεταθανάτια ζωή: τον Άδη, το Καθαρτήριο και την Κόλαση. Στον Άδη αντιστοιχεί η ήπια μορφή, που άλλοτε ήταν διαδεμένη ακόμα και στις μη ολοκληρωτικές χώρες, της περιθωριοποίησης όλων των ανεπιθύμητων στοιχείων (πρόσφυγες, απάτριδες, αντικοινωνικοί και άνεργοι). Το Καθαρτήριο αντιπροσωπεύεται από τα στρατόπεδα στη Σοβιετική Ένωση, όπου η εγκατάλειψη συνδυάζεται με μια χαοτική καταναγκαστική εργασία. Η Κόλαση, στην κυριολεξία, ενσαρκώθηκε από τα στρατόπεδα που τελειοποίησαν οι ναζί, όπου το σύνολο της ζωής οργανώθηκε συστηματικά και σχολαστικά για να είναι όσο πιο βασανιστική γίνεται.
Τελικά, η χρησιμότητα των ολοκληρωτικών στρατοπέδων έγκειται στο ότι δοκιμάζουν απόλυτα όλες τις ριζικές δυνατότητες για να δείξουν ότι ο άνθρωπος είναι περιττός.^ «αν ήταν ικανοί να πουν την αλήθεια, οι ολοκληρωτικοί ηγέτες θα απαντούσαν στην κοινή λογική -που αρνείται να πιστέψη ότι όλα είναι δυνατά- ότι ο μηχανισμός σας φαίνεται άχρηστος, επειδή ακριβώς χρησιμεύει να κάνει τους ανθρώπους άχρηστους».
Η πραγμάτωση αυτής της αχρηστίας των ανθρώπων και της καταστροφής της μοναδικότητας και της προσωπικότητάς τους επιτελείται με διάφορες μεθόδους: υπάρχουν καταρχήν οι φρικτές συνθήκες μεταφοράς στα στρατόπεδα. Εκατοντάδες άνθρωποι στοιβάζονται, γυμνοί, κολλημένοι ο ένας στον άλλο, σε βαγόνια που χρησιμεύουν για μεταφορά ζώων. Μέρες ολόκληρες ταξιδεύουν έτσι. Μετά, όταν φτάσουν στο στρατόπεδο, υπάρχει ο έντεχνα προετοιμασμένος πρώτος κλονισμός, με το ξύρισμα του κρανίου και το φόρεμα της γελοίας στολής του στρατοπέδου. Τέλος, υπάρχουν τα ασύλληπτα βασανιστήρια που γίνονται με τρόπο, ώστε να μην πεθάνει το σώμα, τουλάχιστον όχι γρήγορα. Ο σκοπός όλων αυτών των μεθόδων είναι πάντα ο ίδιος: να καταστραφεί η ανθρώπινη προσωπικότητα το ίδιο ριζικά όπως σε μερικές οργανικής φύσης ψυχασθένειας.
Και αυτή η ριζική καταστροφή της ανθρώπινης προσωπικότητας συντελείται με την οργανωμένη λήθη και την αφαίρεση από το άτομο του ίδιου του θανάτου: «ο δυτικός κόσμος ώς τώρα, ακόμα και στις πιο σκοτεινές περιόδους του, δίνει στο νεκρό εχθρό το δικαίωμα της ανάμνησης: Είναι η αυτονόητη αποδοχή του γεγονότος ότι όλοι είμαστε άνθρωποι(και μόνο άνθρωποι). Επειδή ο Αχιλλέας πήγε στην κηδεία του Έκτορα, επειδή και οι πιο δεσποτικές κυβερνήσεις τίμησαν τον σκοτωμένο εχθρό, επειδή οι Ρωμαίοι επέτρεψαν στους Χριστιανούς να γράψουν την ιστορία των μαρτύρων τους, επειδή η Εκκλησία κράτησε ζωντανούς τους αιρετικούς στη μνήμη των ανθρώπων, γι’ αυτό δεν χάθηκαν όλα και δεν μπόρεσαν ποτέ να χαθούν. Τα στρατόπεδα συγκέντρωσης, κάνοντας ανώνυμο τον ίδιο το θάνατο (καθιστώντας αδύνατο να ξέρει κανείς αν ένας κρατούμενος είναι νεκρός ή ζωντανός), αφαιρούν από το θάνατο τη σημασία του: το τέλος μιας ολοκληρωμένης ζωής».
Παρακάμπτοντας πολλά σημαντικά ζητήματα που αναλύει η Άρεντ στη μελέτη της για τον ολοκληρωτισμό, όπως τη λειτουργία του ολοκληρωτικού κόμματος με τις οργανώσεις βιτρίνας ή τη λειτουργία του ολοκληρωτικού κινήματος πριν την κατάληψη της κρατικής εξουσίας και του ολοκληρωτισμού στην εξουσία, τελειώνουμε θίγοντας δύο ζητήματα: την τρομερή εμπιστοσύνη του Στάλιν προς το Χίτλερ και τη μεταπολεμική δραστηριότητα του σταλινικού ολοκληρωτισμού μέχρι το θάνατο του Στάλιν. Σχετικά με το πρώτο ζήτημα, γνωρίζουμε ότι το βασικό χαρακτηριστικό της προσωπικότητας του Στάλιν και του Χίτλερ ήταν η τρομερή καχυποψία. Ωστόσο, μετά το λόγο του Χρουτσώφ στο 20ό Συνέδριο του Κόμματος, γνωρίζουμε ότι ο Στάλιν δεν είχε εμπιστοσύνη παρά σε ένα μόνον άνθρωπο, κι αυτός ο άνθρωπος ήταν ο Χίτλερ. Γνωρίζουμε σήμερα ότι ο Στάλιν ειδοποιήθηκε πολλές φορές για την επερχόμενη επίθεση του Χίτλερ στη Σοβιετική Ένωση. Ακόμα και όταν ο σοβιετικός στρατιωτικός ακόλουθος στο Βερολίνο τον πληροφόρησε για την ημερομηνία της ναζιστικής επίθεσης, ο Στάλιν αρνήθηκε να πιστέψει ότι ο Χίτλερ θα παραβίαζε τη συμφωνία τους…
Σημείωση:
α) Όλα τα αποσπάσματα που παρατίθενται είναι από την ελληνική έκδοση του τρίτου μέρους του έργου της Άρεντ «Οι πηγές του ολοκληρωτισμού».
***************************
Επίμετρο
1. Η Χάνα Άρεντ, στο βιβλίο της «Το Ολοκληρωτικό Σύστημα», αναλύει τη μορφή εκείνη των καθεστώτων που καταστρέφουν τον κοινωνικό ιστό και μετατρέπουν τον πολίτη σε εξατομικευμένο, αποξενωμένο μαζάνθρωπο. Εν ονόματι μιας άκαμπτης «επιστημονικής» ιδεολογίας και με το δίπτυχο προπαγάνδα – τρομοκρατία, τα καθεστώτα αυτά χρησιμοποιούν στο έπακρο τη ρητορική των μέσων ενημέρωσης και με την αστυνομία στο κέντρο της εξουσίας σκοπεύουν, απροκάλυπτα, στην κυριαρχία στο εσωτερικό αλλά και παγκόσμια. Ο κίνδυνος για την ανθρωπότητα από καθεστώτα αυτού του είδους είναι εφιαλτικός, όχι τόσο γιατί αύριο μπορεί να εμφανισθεί ένας νέος Χίτλερ ή Στάλιν, αλλά γιατί το μικρόβιο του ολοκληρωτισμού δρα ακόμα και μέσα στις «δημοκρατικές» κοινωνίες.
2. Η άμεση δημοκρατία της Χάνα Αρεντ
Η κοινοτοπία του κακού
Τα πολιτικά προβλήματα που έθεσε ο Β΄ Παγκόσμιος Πόλεμος ώθησαν την Αρεντ από την «καθαρή» φιλοσοφία στον πολιτικό στοχασμό, στην κατανόηση της «ζώσας ιστορίας». Και ιδίως του φριχτού γεγονότος που σφράγισε τον 20ο αιώνα, όταν άνθρωποι της πολιτισμένης Ευρώπης έφτασαν να εξοντώνουν, ψυχρά, εκατομμύρια συνανθρώπους τους σαν να ήταν κοπάδια ζώων. Η προσπάθεια να απαντήσει στα ερωτήματα που έθεσαν τα εγκλήματα του ναζισμού, αλλά και να τοποθετηθεί πάνω στο θέμα της προσωπικής ηθικής ευθύνης σε καιρούς που η ανθρώπινη ζωή χάνει την αξία της, είχε ως αποτέλεσμα το βιβλίο «Οι απαρχές του ολοκληρωτισμού» (1951) και, αργότερα, τα ρεπορτάζ στο περιοδικό The New Yorker για τη δίκη του Αντολφ Αϊχμαν, τα οποία συγκεντρώθηκαν στο βιβλίο «Ο Αϊχμαν στην Ιερουσαλήμ – Η κοινοτοπία του κακού».
Ορισε τον ολοκληρωτισμό ως ριζική καταστολή της πολιτικής (της δυνατότητας, δηλαδή, των πολιτών να παρεμβαίνουν ελεύθερα στις δημόσιες υποθέσεις) και απόλυτη περιφρόνηση από μέρους της κρατικής εξουσίας των ατομικών δικαιωμάτων. Παρατήρησε όμως ότι ο ολοκληρωτικός μηχανισμός, για να λειτουργήσει αποτελεσματικά, χρειάζεται «εκτελεστές» σαν τον Αϊχμαν, ανθρώπους όχι αναγκαστικά μοχθηρούς ή σατανικούς, αλλά γκρίζους και μέτριους. Τα εγκλήματα του ολοκληρωτισμού είναι τρομερά αλλά οι εγκληματίες κοινότοποι, ασήμαντα ανθρωπάκια ανίκανα να σκεφτούν, καθώς η σκέψη συνεπάγεται να διαθέτεις φαντασία, να μπορείς να έρχεσαι στη θέση του άλλου. Για την Αρεντ, κριτική σκέψη σημαίνει και ηθική υπευθυνότητα, η οποία οδηγεί σε αντίσταση στη βαρβαρότητα. Αυτή η «αποδαιμονοποίηση» των ναζί εγκληματιών και η έμφαση που έδωσε στο γεγονός ότι οι Εβραίοι ελάχιστα αντιστάθηκαν στη ναζιστική επίθεση, είχε ως αποτέλεσμα να δεχτεί η Αρεντ οξείες επικρίσεις, με αποκορύφωμα τον τίτλο σε άρθρο του «Νουβέλ Ομπζερβατέρ»: «Είναι η Αρεντ ναζί;»
2. «Πόλις» και ελευθερία
«Κανένας δεν μπορεί να είναι ευτυχής δίχως να συμμετέχει στη δημόσια ευτυχία, κανένας δεν μπορεί να είναι ελεύθερος δίχως εμπειρία της δημόσιας ελευθερίας, και κανένας, τέλος, δεν μπορεί να είναι ευτυχισμένος ή ελεύθερος δίχως να συμμετέχει στην πολιτική «εξουσία». Για την Αρεντ, η «πόλις» -όπως την αναφέρει στα ελληνικά στα κείμενά της-, η αρχαιοελληνική Δημοκρατία όπου οι πολίτες συμμετείχαν άμεσα και ενεργά στη δημόσια σφαίρα, είναι ένα βιωμένο υπόδειγμα που προβάλλει το εφικτό της πολιτικής ελευθερίας. Το είδε να πραγματώνεται και σε άλλες, πολύ πιο πρόσφατες ιστορικές στιγμές, στα συμβούλια που λειτούργησαν αυθόρμητα στη διάρκεια επαναστάσεων – στην Αμερική και στη Γαλλία, στη Ρωσία, στην Ουγγαρία το 1956. Σπέρματα μιας αμεσοδημοκρατικής, οριζόντιας πολιτικής οργάνωσης που θα μπορούσε να εδραιωθεί σε ομοσπονδιακό σύστημα, όπου η εξουσία να οδεύει από τα κάτω προς τα πάνω.
Όπως έγραψε στο δοκίμιό της «Για την επανάσταση», αυτός είναι ο «χαμένος θησαυρός» των επαναστάσεων, που στην εξέλιξή τους, όσες νίκησαν, οδήγησαν σε αυταρχικά καθεστώτα, κομματικές δικτατορίες ή, στην καλύτερη περίπτωση κατά την Αρεντ, σε αντιπροσωπευτικές δημοκρατίες όπου ο πολίτης «αναθέτει» με την ψήφο του την άσκηση της εξουσίας σε επαγγελματίες της πολιτικής. Στη διάρκεια της ζωής της, τα κείμενα της Αρεντ και οι προσωπικές παρεμβάσεις της, πάντα κόντρα στα ρεύματα του συρμού, προκάλεσαν μεγάλο ενδιαφέρον αλλά δέχτηκαν και έντονη πολεμική, από τη Δεξιά όσο και την Αριστερά. Ωστόσο, στα χρόνια που πέρασαν από τον θάνατό της -πέθανε από καρδιακή προσβολή το 1975, ενώ δακτυλογραφούσε το τελευταίο κεφάλαιο του βιβλίου της «Η ζωή του νου»- η εκτίμηση για το έργο της συνεχώς ανεβαίνει.
Οι ιδέες της για τον ρόλο της βίας στην πολιτική ζωή, για την άμεση δημοκρατία και για την ανάγκη να συμμετέχουμε μέσα από διαδικασίες διαλόγου στις αποφάσεις που αφορούν τη ζωή μας, αποκτούν κρίσιμο νόημα στον σημερινό «παγκοσμιοποιημένο» κόσμο, όταν η οικονομία παίρνει τα ηνία από την πολιτική, η ωμή βία διεκδικεί και πάλι ηγεμονικό ρόλο και οι πολίτες απομακρύνονται όλο και περισσότερο από τα κέντρα εξουσίας.
3. Έργα της Χάνα Αρεντ στα ελληνικά
Τα πρώτα έργα της Αρεντ, η διδακτορική της διατριβή «Η έννοια της αγάπης στον Αυγουστίνο. Απόπειρα φιλοσοφικής ερμηνείας» (1928) και «Ραχήλ Φαρνχάγκεν, Βιογραφία μιας Γερμανίδας Εβραίας στην εποχή του Ρομαντισμού» (το ολοκλήρωσε το 1940) δεν έχουν κυκλοφορήσει στα ελληνικά. Από το βιβλίο της «Οι απαρχές του ολοκληρωτισμού» (1951) έχει εκδοθεί σε ελληνική μετάφραση το τρίτο μέρος: «Το ολοκληρωτικό σύστημα» (εκδ. Ευρύαλος, 1988). Εχουν επίσης κυκλοφορήσει στα ελληνικά τα έργα της:
– Η ανθρώπινη κατάσταση – Vita activa (εκδ. «Γνώση, 1988).
– Σκέψεις για την πολιτική και την επανάσταση. (Συνομιλία της Αρεντ με τον Γερμανό συγγραφέα Αντελερτ Ριφ, εκδ. Ερασμος, 1987.)
– Ο Αϊχμαν στην Ιερουσαλήμ. Η κοινοτοπία του κακού (εκδ. Θύρσος, 1995).
– Μεταξύ παρελθόντος και μέλλοντος (εκδ. Λεβιάθαν, 1996).
– Ανθρωποι σε ζοφερούς καιρούς (εκδ. Νησίδες, 1998).
– Περί βίας (εκδ. Αλεξάνδρεια, 2000).
Το βιβλίο της «Για την επανάσταση» πρόκειται σύντομα να κυκλοφορήσει από τις εκδόσεις «Αλεξάνδρεια». Μεταξύ των έργων της που δεν έχουν εκδοθεί στα ελληνικά είναι και το τελευταίο της, «The Life of the Mind» («H ζωή του νου»), το οποίο εκδόθηκε στις ΗΠΑ μετά το θάνατό της, επιμελημένο από τη Μαίρη Μακάρθι.
Στην εποχή της παγκοσμιοποίησης, οι ιδέες της Γερμανοεβραίας φιλοσόφου συναντούν όλο και ευρύτερη αναγνώριση
Πόλεμος και επανάσταση, τυραννία και δημοκρατία, εξουσία και βία. Ο ολοκληρωτισμός και οι συνθήκες που καθιστούν ανθρώπους του «πολιτισμένου» κόσμου ικανούς για την πιο αποκρουστική βαρβαρότητα. Η κυριαρχική δομή της αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας στις σύγχρονες μαζικές κοινωνίες. Το όραμα της πολιτικής ελευθερίας. Λίγοι στοχαστές έχουν αγγίξει με τόση διαύγεια και οξυδέρκεια όσο η Χάνα Αρεντ τα μεγάλα ζητήματα που έθεσε ο 20ός αιώνας. Φέτος συμπληρώθηκαν εκατό χρόνια από τη γέννησή της, και η επέτειος έδωσε την ευκαιρία να εκτιμηθεί η σημασία του έργου της κάτω από το φως των εξελίξεων τις τρεις δεκαετίες που πέρασαν από τον θάνατό της, το 1975.
Μικρό βιογραφικό
Γόνος εβραϊκής οικογένειας της Γερμανίας, η Αρεντ ανήκε στην κοινότητα που έγινε στόχος εξόντωσης από το ναζιστικό καθεστώς. Η φιλελεύθερη ανατροφή της, μακριά από θρησκευτικές προκαταλήψεις, την όπλισε με ανεξαρτησία πνεύματος και αυτοπεποίθηση, οχυρώνοντάς την απέναντι στην ηττοπάθεια που γεννούσε σε πολλούς Γερμανοεβραίους η άνοδος του αντισημιτισμού. Οι σπουδές της -φιλοσοφία, θεολογία, αρχαία ελληνικά- την έφεραν σε επαφή με εξέχουσες προσωπικότητες της πνευματικής ζωής της Γερμανίας: Τον Καρλ Γιάσπερς (με τον οποίο την ένωσε ισόβια φιλία), τον Εντμουντ Χούρσελ, τον Μάρτιν Χάιντεγκερ. Η αμοιβαία έλξη ανάμεσα στην ανήσυχη νεαρή Εβραία και τον «μυστικό μάγο της σκέψης» -όπως χαρακτήρισε η Αρεντ τον Χάιντεγκερ- εξελίχθηκε σε ερωτικό δεσμό, που συνέπεσε με μια από τις πιο παραγωγικές περιόδους του φιλοσόφου, όταν δούλευε το περίφημο βιβλίο του «Το Είναι και ο Χρόνος». Μοιραία όμως η σχέση τους οδηγήθηκε σε αδιέξοδο εξαιτίας της φιλικής στάσης του Χάιντεγκερ προς το ναζιστικό καθεστώς – πίστεψε στη χίμαιρα ότι οι νέοι ηγέτες θα έδιναν και πάλι στον γερμανικό λαό τη χαμένη του υπερηφάνεια.
Στο Παρίσι
Η Αρεντ παρακολούθησε με απορία τη βαθμιαία μόλυνση ολόκληρης της γερμανικής κοινωνίας, και ιδιαίτερα των πανεπιστημιακών κύκλων, από το μικρόβιο του αντισημιτισμού. «Τους εχθρούς μας τους γνωρίζαμε καλά, εκείνο που μας εξέπληξε ήταν η αντίδραση των φίλων μας», έγραψε αργότερα. Το 1933, σίγουρη πια ότι η ίδια η ζωή της κινδύνευε, έφυγε για το Παρίσι, όπου γνωρίστηκε και συνδέθηκε με άλλους εξόριστους, όπως ο Βάλτερ Μπένγιαμιν και ο κομμουνιστής δημοσιογράφος Χάινριχ Μπλύχερ, τον οποίο παντρεύτηκε το 1940. Τη χρονιά εκείνη, με τη Γαλλία να βρίσκεται πλέον υπό γερμανική κατοχή, ο Μπένγιαμιν αυτοκτόνησε, μετά την αποτυχημένη του προσπάθεια να περάσει τα σύνορα προς την Ισπανία. Προηγουμένως είχε εμπιστευθεί στην Αρεντ το χειρόγραφο του έργου του «Για την έννοια της ιστορίας», το οποίο αργότερα εκείνη φρόντισε να εκδοθεί.
Tο 1941 η Χάνα Αρεντ έφυγε για τη Νέα Υόρκη μαζί με τον σύζυγό της. Ο Μπλύχερ, ο οποίος έπαιξε σημαντικό ρόλο στη στροφή της Αρεντ προς την πολιτική σκέψη, στάθηκε κοντά της για τριάντα χρόνια, ιδεώδης σύντροφος και συμπαραστάτης. Μαζί του συζητούσε τις ιδέες της, σχηματίζοντας μια «μικρή κοινότητα σκέψης» που επεκτάθηκε και σε ευρύτερο κύκλο φίλων, ανάμεσά τους ο Οντεν, ο Χέρμαν Μπροχ και η Μαίρη Μακάρθι.
Η Άρεντ πέθανε στην Νέα Υόρκη στις 4 Δεκεμβρίου 1975, σε ηλικία 69 ετών, από καρδιακή προσβολή. Τάφηκε μαζί με τον σύζυγό της Χάινριχ Μπλύχερ, στο Bard College στην Νέα Υόρκη.