Η αμφισημία στην μαρξιστική σκέψη (Μέρος Πρώτο)


Η αμφισημία στην μαρξιστική σκέψη (Μέρος Πρώτο)

1097885
Le Blanc-Seing. Rene Magritte. 1965. Oil.

Ο Μάρξ και η ανανέωση της κοινωνίας

του Μάρτιν Μπούμπερ *

Κατανοώντας ότι επιδίωξη του λεγόμενου ουτοπικού σοσιαλισμού είναι ν’ αντικαθιστά στον μεγαλύτερο δυνατό βαθμό το κράτος με την κοινωνία, και μάλιστα με «γνήσια» κοινωνία και όχι με μεταμφιεσμένο κράτος, μπορούμε να συνοψίσουμε στα ακόλουθα τις βασικές προϋποθέσεις για μια γνήσια κοινωνία: δεν είναι ένα συσσωμάτωμα ουσιαστικά άσχετων μεταξύ τους ατόμων, γιατί ένα τέτοιο συσσωμάτωμα θα μπορούσε να το συνέχει μόνο μια «πολιτική», δηλαδή καταναγκαστική βασική αρχή διακυβέρνησης· πρέπει να απαρτίζεται από μικρές κοινωνίες στη βάση της κοινοτικής ζωής και των ενώσεων των κοινωνιών αυτών και οι αμοιβαίες σχέσεις των κοινωνιών και των ενώσεων τους πρέπει να καθορίζονται στον μέγιστο δυνατό βαθμό από την κοινωνική βασική αρχή – την βασική αρχή- της εσωτερικής συνοχής, της συνεργασίας και της αμοιβαίας τόνωσης.

Μ’ άλλα λόγια: μόνο μια δομικός πλούσια κοινωνία μπορεί να διεκδικήσει την κληρονομιά του κράτους. Ο στόχος αυτός δεν μπορεί να επιτευχθεί μόνο με αλλαγή των κυβερνώντων, δηλαδή εκείνων που κατέχουν τα μέσα εξουσίας· ούτε μόνο με αλλαγή στην ιδιοκτησία τον παραγωγικών μέσων ούτε μόνο με νόμους και θεσμούς, που διέπουν από τα έξω τις μορφές της κοινωνικής ζωής – ούτε με έναν συνδυασμό όλων αυτών. Όλα αυτά είναι αναγκαία σε ορισμένα στάδια του μετασχηματισμού, υπό τον όρο, βέβαια, ότι δεν θα προέλθει απ’ αυτά μια καταναγκαστική τάξη πραγμάτων, που θα τυποποιούσε το σύνολο και δεν θ’ ανεχόταν την ανάδυση των στοιχείων αυθορμητισμού, εσωτερικού δυναμισμού και ποικιλομορφίας που είναι τόσο απαραίτητα για την εξέλιξη μιας γνήσιας κοινωνίας. Το ουσιαστικό, ωστόσο, το τόσο ουσιαστικό ώστε όλες αυτές οι φάσεις μόνο να υπηρετούν την πλήρη πραγματοποίησή του, είναι η ανάπτυξη της ίδιας της γνήσιας κοινωνίας, εν μέρει από ήδη υπάρχουσες κοινωνίες που θ’ ανανεωθούν ως προς την μορφή και το νόημα, εν μέρει από κοινωνίες που θα δημιουργηθούν εξ αρχής.

Όσο περισσότερο μια τέτοια κοινωνία υπάρχει πραγματικά ή δυνητικά τον καιρό των αλλαγών, τόσο περισσότερο θα είναι δυνατόν να πραγματοποιήσουμε αληθινά τον σοσιαλισμό στην καινούρια τάξη πραγμάτων, δηλαδή να αποτρέψουμε τον κίνδυνο να μπει πάλι μέσα η βασική αρχή της εξουσίας – σε πολιτική ή οικονομική μορφή ή και στις δυο – και οι ανθρώπινες σχέσεις – η αληθινή ζωή της κοινωνίας – να παραμείνουν, κάτω από την αλλαγμένη επιφάνεια των νόμων και των θεσμών, εξ ίσου απελπιστικά εξαρθρωμένες και στρεβλές όσο ήταν στο κεφαλαιοκρατικό καθεστώς. Οι αλλαγές στην οικονομική και πολιτική τάξη πραγμάτων συνεπάγονται αναπόφευκτα, όσον αφορά στην πραγμάτωση του σοσιαλισμού, την αναγκαστική απομάκρυνση των εμποδίων, αλλά τίποτε περισσότερο και τίποτε λιγότερο. Χωρίς μια τέτοια αλλαγή, η πραγμάτωση του σοσιαλισμού παραμένει σκέτη ιδέα, ενόρμηση και απομονωμένο πείραμα- αλλά δίχως την πραγματική αναδιάρθρωση της κοινωνίας, η αλλαγή της τάξης πραγμάτων είναι μόνο μια πρόσοψη.

Δεν πρέπει να υποθέσουμε ότι η αλλαγή έρχεται πρώτα και η αναδιάρθρωση έπειτα· μια κοινωνία που μετασχηματίζεται μπορεί κάλλιστα να δημιουργήσει μόνη της τα όργανα που χρειάζεται για τη διατήρηση, για την άμυνά της, για την απομάκρυνση των εμποδίων, αλλά οι αλλαγμένες σχέσεις εξουσίας δεν δημιουργούν από μόνες τους μια καινούρια κοινωνία, ικανή να ξεπεράσει την βασική αρχή της εξουσίας. Ο «ουτοπικός» σοσιαλισμός θεωρεί ότι οι διάφορων μορφών συνεταιρισμοί είναι τα πιο σημαντικά κύτταρα για την αναδιάρθρωση της κοινωνίας· και όσο περισσότερο ξεκαθαρίζει η «ουτοπικότητα» τις ιδέες της, τόσο εμφανέστερα δίνει τον πρώτο ρόλο στον παραγωγικό και καταναλωτικό συνεταιρισμό. Ο συνεταιρισμός δεν είναι αυτοσκοπός για τον «ουτοπικό», ούτε καν όταν έχει πραγματωθεί μέσα του αρκετός σοσιαλισμός· η ουσία μάλλον είναι να παραγάγει την ουσία που θ’ απελευθερώσει έπειτα η καινούρια τάξη πραγμάτων, η οποία θα εγκαθιδρυθεί αυτοδικαίως για να ενώσει τα διάφορα κύτταρα.

Ο γνήσιος «ουτοπικός» σοσιαλισμός μπορεί να ονομαστεί «τοπικός» σοσιαλισμός με μια ειδική έννοια: έχει σαφή τοπογραφικό χαρακτήρα, επιδιώκει να πραγματωθεί σε δεδομένο τόπο και σε δεδομένες συνθήκες, δηλαδή «εδώ και τώρα» και στον μεγαλύτερο δυνατό βαθμό. Αλλά θεωρεί την τοπική πραγμάτωση (κι αυτό γινόταν ολοένα περισσότερο σαφές όσο αναπτυσσόταν η ιδέα) απλώς αφετηρία, αρχίνισμα, κάτι που πρέπει να υπάρχει για να συνδεθεί μ’ αυτό η μεγάλη πραγμάτωση· που πρέπει να υπάρχει αν η πραγμάτωση αυτή θέλει ν’ αγωνιστεί για την ελευθερία της και ν’ αποκτήσει οικουμενική εγκυρότητα· που πρέπει να υπάρχει αν η καινούρια κοινωνία πρόκειται να προέλθει απ’ αυτό, από όλα της τα κύτταρα και από τα όσα φτιάχνονται καθ’ ομοίωση τους. Ας υποβάλλουμε, στο κρίσιμο αυτό σημείο, τα αποφασιστικά ερωτήματα των μέσων και των σκοπών στον Μαρξ και τον μαρξισμό.

Από τις πιο πρώτες σοσιαλιστικές διατυπώσεις του μέχρι την πλήρη ωριμότητα της σκέψης του, ο Μαρξ συνέλαβε τον σκοπό πολύ παρόμοια με τον «ουτοπικό» σοσιαλισμό. Ήδη τον Αύγουστο του 1844, στο δοκίμιό του Κριτικά σχόλια, έγραφε: «Η επανάσταση σαν τέτοια —η ανατροπή της υπάρχουσας εξουσίας και η καταστροφή των παλιών συνθηκών— είναι μια πολιτική πράξη. Αλλά δίχως την επανάσταση δεν μπορεί να συνεχίσει ο σοσιαλισμός. Ο σοσιαλισμός χρειάζεται αυτήν την πολιτική πράξη εφ’ όσον χρειάζεται την καταστροφή και τη διάλυση. Αλλά όταν αρχίζει η οργανωτική του δραστηριότητα, όταν αναφαίνεται η τελική του επιδίωξη, η ψυχή του, ο σοσιαλισμός αποβάλλει το πολιτικό ένδυμα».

Αυτό πρέπει να το διαβάσουμε σε συνδυασμό με το ακόλουθο χωρίο, που είχε γραφεί νωρίτερα την ίδια χρονιά (Για το εβραϊκό ζήτημα)·. «Μόνον αφού ο άνθρωπος αναγνωρίσει και οργανώσει τις καθαυτό δυνάμεις του ως κοινωνικές δυνάμεις [δεν είναι, συνεπώς, απαραίτητο, όπως φρονεί ο Ρουσώ, ν’ αλλάξει η φύση του ανθρώπου, να του πάρουμε τις καθαυτό δυνάμεις του και να του δώσουμε καινούριες, κοινωνικού χαρακτήρα] και συνεπώς πάψει ν’ αποχωρίζεται την κοινωνική εξουσία με την μορφή πολιτικής εξουσίας [δηλαδή πάψει να εγκαθιδρύει το κράτος ως σφαίρα οργανωμένης κυριαρχίας], μόνο τότε θα έρθει η α-απελευθέρωση της ανθρωπότητας».

Αφού είναι γνωστό ότι ο Μαρξ ήδη από πολύ νωρίς θεωρούσε την πολιτική απλούστατα έκφραση και επεξεργασία της ταξικής κυριαρχίας, η πολιτική θα πρέπει να καταργηθεί μόλις καταργηθεί η ταξική κυριαρχία: ο άνθρωπος που δεν είναι πια «χωρισμένος από τους συνανθρώπους του και την κοινότητα» δεν είναι πια πολιτικό ον. Αυτό, ωστόσο, δεν θεωρείται συνέπεια της μετεπαναστατικής εξέλιξης. Μάλλον, όπως λέγεται καθαρά και στα δυο παραπάνω χωρία, η επανάσταση σαν τέτοια, δηλαδή η επανάσταση με την καθαρά αρνητική, «διαλυτική» της ιδιότητα, είναι η τελευταία πολιτική πράξη.

Μόλις αρχίσει η οργανωτική δραστηριότητα στο έδαφος που προετοίμασε η ανατροπή, μόλις αρχίσει η θετική λειτουργία του σοσιαλισμού, η κοινωνική βασική αρχή θα εκτοπίσει την πολιτική. Η σφαίρα στην οποία ασκείται η λειτουργία αυτή δεν είναι πια η σφαίρα της πολιτικής κυριαρχίας ανθρώπου σε άνθρωπο. Η διαλεκτική διατύπωση του Μαρξ δεν αφήνει καμία αμφιβολία για το ποια θα είναι κατά την γνώμη του η αλληλουχία των γεγονότων: πρώτα η πολιτική πράξη της κοινωνικής επανάστασης θα εκμηδενίσει όχι απλώς το ταξικό κράτος, αλλά το κράτος ως σχηματισμό εξουσίας, ενώ η πολιτική επανάσταση ήταν αυτό ακριβώς που «συγκρότησε το κράτος ως δημόσια επιχείρηση, δηλαδή ως πραγματικό κράτος».

Από την άλλη μεριά, «η οργανωτική δραστηριότητα», δηλαδή η ανοικοδόμηση της κοινωνίας, θ’ αρχίσει μόνο μετά την πλήρη ανατροπή της υπάρχουσας εξουσίας οποιαδήποτε οργανωτική δραστηριότητα προηγήθηκε της επανάστασης ήταν μόνον οργάνωση για τον αγώνα. Απ’ αυτό μπορούμε να δούμε πάρα πολύ καθαρά τι ακριβώς συνδέει τον Μαρξ με τον «ουτοπικό» σοσιαλισμό: η επιθυμία ν’ αντικαταστήσει με την κοινωνική βασική αρχή την πολιτική, καθώς και τι τον χωρίζει απ’ αυτόν: η άποψή του ότι η αντικατάσταση αυτή μπορεί να πραγματοποιηθεί με αποκλειστικώς πολιτικά μέσα – άρα, καθαρή αυτοκτονία, θα λέγαμε, της πολιτικής βασικής αρχής. Η άποψη αυτή είναι βαθιά ριζωμένη στην διαλεκτική θεώρησή της ιστορίας από τον Μαρξ, που βρήκε την κλασική της διατύπωση έπειτα από δεκαπέντε χρόνια στον πρόλογο του βιβλίου του Κριτική της πολιτικής οικονομίας.

Ωστόσο, στο καταληκτικό μέρος της πολεμικής του στον Προυντόν συναντούμε έναν όχι ασήμαντο περιορισμό. Γράφει: «Η εργατική τάξη, στην πορεία της ανάπτυξής της, θ’ αντικαταστήσει την παλιά αστική κοινωνία με μια ένωση που θα αποκλείει τις κοινωνικές τάξεις και τους ανταγωνισμούς τους· δεν θα υπάρχει πια πολιτική εξουσία με την καθαυτό έννοια, αφού η πολιτική εξουσία είναι μόνο το επίσημο άθροισμα των ανταγωνισμών που σπαράσσουν την αστική κοινωνία». «Καμιά πολιτική εξουσία με το καθαυτό νόημα», δηλαδή: καμιά πολιτική εξουσία με την έννοια της έκφρασης και επεξεργασίας της ταξικής κυριαρχίας, πράγμα αυτόδηλο αν καταργηθεί αληθινά η ταξική κυριαρχία.

Ας παραμερίσουμε προς στιγμήν το ζήτημα, που προφανώς δεν πέρασε καν απ’ το μυαλό τού Μαρξ, δηλαδή το αν υπό τις συνθήκες αυτές το προλεταριάτο θα είναι πράγματι η «τελευταία» κοινωνική τάξη και μόλις καταλάβει την εξουσία θα καταρρεύσει τελείως η ταξική κυριαρχία, δηλαδή το αν δεν ανακύψει, στους κόλπους του νικηφόρου προλεταριάτου, μια καινούρια ταξική διαφοροποίηση, η οποία, κι αν ακόμα δεν ισχύει γι’ αυτήν ο χαρακτηρισμός κοινωνική τάξη, θα μπορούσε κάλλιστα να οδηγήσει σ’ ένα καινούριο σύστημα κυριαρχίας.

Παραμένει, ωστόσο, ακέραιο το εξ ίσου βαρυσήμαντο ζήτημα της φύσης και της έκτασής της πολιτικής εξουσίας με την «μη καθαρή» έννοια, δηλαδή της πολιτικής εξουσίας που δεν βασίζεται πια στην ταξική κυριαρχία, αλλά επιβιώνει και μετά την κατάργηση των κοινωνικών τάξεων. Ίσως να μην είναι δυνατόν μια τέτοια εξουσία να γίνεται λιγότερο αισθητή, μάλλον θα είναι περισσότερο αισθητή, από το αν βασιζόταν στην ταξική κυριαρχία, ιδίως για όσον καιρό θα υπάρχει ζήτημα «υπεράσπισης της επανάστασης» —δηλαδή, για όσον καιρό η ανθρωπότητα συνολικά δεν θα έχει καταργήσει την ταξική κυριαρχία, ή ίσως για όσον καιρό η ανθρωπότητα δεν θα έχει υιοθετήσει την άποψη ή την πραγμάτωση του σοσιαλισμού που επικρατεί στο συγκεκριμένο κράτος, στο οποίο κατέκτησε το προλεταριάτο την νίκη.

Αλλά αυτό που μας ενδιαφέρει περισσότερο είναι το εξής: για όσον καιρό, σ’ ένα τέτοιο κράτος (ή κράτη), επικρατεί αυτή η παγιωμένη άποψη, και επικρατεί με όλη την τεχνική και όλα τα εργαλεία της εξουσίας που έχει στη διάθεση της η εποχή μας, πώς μπορεί ο αυθορμητισμός, η ελεύθερη κοινωνική αναζήτηση και δημιουργία μορφών, η ακαταμάχητη δύναμη για κοινωνικό πειραματισμό και λήψη αποφάσεων τα τόσο απαραίτητα για την πραγμάτωση του σοσιαλισμού και την ανάδυση μιας σοσιαλιστικής κοινωνίας —πώς μπορούν να λειτουργήσουν αυτά; Παραλείποντας να σύρει μια καθαρή οριοθετική γραμμή ανάμεσα στην εξουσία με την καθαρή και την εξουσία με την μη καθαρή έννοια, ο Μαρξ ανοίγει την πόρτα σ’ έναν τύπο πολιτικής βασικής αρχής που, κατά τη γνώμη του, δεν υπάρχει και δεν μπορεί να υπάρξει: σ’ έναν τύπο που δεν είναι η έκφραση και η επεξεργασία της ταξικής κυριαρχίας, αλλά είναι μάλλον η έκφραση και η επεξεργασία των τάσεων εξουσίας και των αγώνων εξουσίας που δεν χαρακτηρίζονται από την κοινωνική τάξη, διάφορων ομάδων και ατόμων. Η πολιτική εξουσία με την μη καθαρή έννοια θα ήταν συνεπώς «το επίσημο άθροισμα των ανταγωνισμών» είτε στο εσωτερικό του ίδιου του προλεταριάτου ως τάξης είτε, ακριβέστερα, στο εσωτερικό του έθνους στο οποίο «έχει καταργηθεί η ταξική κυριαρχία».

Τα συμπεράσματα του Μαρξ από την προβληματική επανάσταση του 1848 όξυναν την κριτική του στάση απέναντι στα πειράματα αναδιάρθρωσης της κοινωνίας. Αν τα «μικρά, αναπόφευκτα θνησιγενή πειράματα» είχαν ήδη λογοκριθεί στο Μανιφέστο, τώρα (στο κείμενο του 1850 Ο ταξικός πόλεμος στη Γαλλία) ο «δογματικός σοσιαλισμός» κατηγορήθηκε ότι «επιθυμεί να εξαφανίσει την επαναστατική σύγκρουση των τάξεων και την ανάγκη γι’ αυτήν μέσα από ψευτοτεχνάσματα και χονδροειδείς συναισθηματισμούς», και (στην Δεκάτη όγδοη Μπρυμαίρ του 1852) το γαλλικό προλεταριάτο επιτιμήθηκε επειδή προσκολλήθηκε εν μέρει σε «δογματικά πειράματα, τράπεζες ανταλλαγής και εργατικές ενώσεις», κι έτσι σ’ ένα «κίνημα που, αφού εγκατέλειψε τον αγώνα για να ανατρέψει τον παλιό κόσμο παρ’ όλα τα μέσα που έχει στην διάθεσή του, προτιμά ν’ αναζητήσει την σωτηρία του πίσω απ’ την πλάτη της κοινωνίας, ιδιωτικά, μέσα στα στενά πλαίσια της ύπαρξής του, και που, έτσι, αναγκαστικά θ’ αποτύχει».

Η πίστη του Μαρξ στην επικείμενη επανάσταση εξακολουθούσε να είναι ακλόνητη εκείνον τον καιρό, αλλά η εμπιστοσύνη του στην επικείμενη παγκόσμια επανάσταση με όλη τη σημασία της λέξεως είχε αρχίσει να κλονίζεται. Το 1858 έγραψε στον Ένγκελς: «Το δύσκολο ζήτημα για μας είναι το εξής: Στην ηπειρωτική Ευρώπη η επανάσταση επίκειται και θα πάρει αμέσως σοσιαλιστική μορφή. Άραγε, όμως, δεν θα συντρίβει αναγκαστικά σ’ αυτό το μικρό κομμάτι γης [εννοούσε ολόκληρη την Ευρώπη!], βλέποντας ότι σε μια πολύ μεγαλύτερη περιοχή η κίνηση της αστικής κοινωνίας εξακολουθεί να είναι ανοδική;» Οι αμφιβολίες του φαίνεται πως μεγάλωσαν ακόμα περισσότερο τα επόμενα χρόνια. Από την άλλη μεριά, εντυπωσιαζόταν ολοένα περισσότερο από τη σημασία της εξω-επαναστατικής πολιτικής πάλης.

Έπειτα από έξι ακόμα χρόνια, το επεξεργάστηκε αυτό μεταξύ άλλων στο κείμενο Εναρκτήρια ομιλία στην Διεθνή Ένωση Εργατών. Αφού εγκωμίασε τον νόμο για την δεκάωρη εργάσιμη μέρα ως «θρίαμβο μιας βασικής αρχής», αποκάλεσε την ανάπτυξη του συνεταιριστικού κινήματος «έναν ακόμα μεγαλύτερο θρίαμβο της πολιτικής οικονομίας της εργασίας επί της πολιτικής οικονομίας του κεφαλαίου». Δεν πρέπει, είπε, να μεγαλοποιήσουμε την αξία αυτών των μεγάλων κοινωνικών πειραμάτων για τους εργάτες, που έστησαν συνεταιριστικά εργοστάσια χωρίς καμία απολύτως βοήθεια, είπε ότι απέδειξαν μ’ αυτό ότι η μισθωτή εργασία «προορίζεται να παραχωρήσει τη θέση της στην συνεταιρισμένη εργασία».

Το συνεταιριστικό σύστημα, ωστόσο, αν ήθελε ν’ απελευθερώσει τις μάζες, χρειαζόταν «ν’ αναπτυχθεί σε εθνική κλίμακα και συνακόλουθα να προωθηθεί με εθνικά μέσα», δηλαδή ότι ακριβώς έλπισαν και άρχισαν να κάνουν οι Λουί Μπλαν και Λασάλ. Αλλά αυτό δεν ήταν δυνατόν να το παραχωρήσουν με τη θέληση τους οι μεγάλοι γαιοκτήμονες και οι κεφαλαιοκράτες. Οπότε καταλήγει: «Συνεπώς, το μεγάλο καθήκον της εργατικής τάξης» είναι να κατακτήσει την πολιτική εξουσία. Πρέπει να προσέξουμε ιδιαίτερα τούτο το «συνεπώς». Οι εργάτες πρέπει να κατακτήσουν την πολιτική εξουσία στα κοινοβούλια, για ν’ απομακρύνουν τα εμπόδια από τον δρόμο του συνεταιριστικού κινήματος. Ο Μαρξ αποδίδει εδώ κεντρική σημασία στην συνεργασία, και ιδιαίτερα στους παραγωγικούς συνεταιρισμούς.

Μολονότι τονίζει, όπως και στα Συμπεράσματα που άντλησε από το συνέδριο της Γενεύης του 1866, ότι το συνεταιριστικό κίνημα δεν ήταν ικανό ν’ αναδιαμορφώσει από μόνο του την κεφαλαιοκρατική κοινωνία, το αναγνωρίζει μολαταύτα ως κατάλληλο τρόπο για να την αναδιαμορφώσει, μόνο που, για να το πετύχει αυτό, είναι απαραίτητο να κατακτήσουν οι εργάτες την κρατική εξουσία. Εδώ ο Μαρξ πλησιάζει αξιοπρόσεκτα την αναδιαρθρωτική σκέψη στην πράξη, δίχως ωστόσο να την αποδεχθεί ως βασική αρχή. Αξιομνημόνευτο είναι από την άποψη αυτήν το γεγονός ότι αναγνωρίζει καθαρά τον κίνδυνο να εκφυλιστούν οι συνεταιρισμοί σε συνηθισμένες αστικές μετοχικές εταιρείες και μάλιστα συστήνει το σωστό γιατρικό: να έχουν όλοι οι απασχολούμενοι εργάτες τις ίδιες αποδοχές.

Αλλά λιγότερο από τρεις μήνες πριν γίνει το συνέδριο της Γενεύης για το οποίο συνέθεσε το παραπάνω Σχέδιο απόφασης, ο Μαρξ έγραψε στον Ένγκελς για τις τάσεις που εξέφρασαν οι Γάλλοι σε μια συζήτηση του κεντρικού συμβουλίου της Διεθνούς: «Προυντονοποιημένος στιρνερισμός. Διασπούν τα πάντα σε μικρές ομάδες ή κομμούνες και κατόπιν φτιάχνουν μ’ αυτές εταιρεία, αλλά όχι κράτος». Εδώ ακριβώς εισδύει αλάθητα, έστω και μόνον έμμεσα, στις ιδέες του Μαρξ το υπόγειο ρεύμα του κρατικού συγκεντρωτισμού. Η ομοσπονδοκρατία [φεντεραλισμός] του Προυντόν στον οποίο επιτίθεται, δεν έχει την παραμικρή επιθυμία να διασπάσει τα πάντα σε κομμούνες· θέλει μόνο να δώσει σχετικά πλατιά αυτονομία στις ήδη υπάρχουσες κομμούνες και να τις συνδυάσει σε ομάδες, που ο συνδυασμός τους θ’ αντιπροσωπεύει μια πιο οργανική μορφή κοινότητας από το υπάρχον κράτος σαν τέτοιο.

Αλλά τώρα, έπειτα από άλλα πέντε χρόνια, ένα επαναστατικό γεγονός επηρέασε εκ νέου τις απόψεις του Μαρξ, ένα γεγονός σημαντικότερο απ’ όλα τα προηγούμενα και που έδειχνε προς μιαν άλλη κατεύθυνση: η Παρισινή Κομούνα. Σ’ ένα από τα σπουδαιότερα κείμενά του, στην ομιλία στο γενικό συμβούλιο της Διεθνούς για τον εμφύλιο πόλεμο στη Γαλλία, σκιαγράφησε την εικόνα της ανάπτυξης, των δραστηριοτήτων και των στόχων της Κομμούνας. Η ιστορική αξιοπιστία της εικόνας αυτής έχει αμφισβητηθεί, αλλά αυτό δεν μάς αφορά εδώ: η εικόνα είναι μια ομολογία και έχει μεγάλη σημασία για το θέμα μας, που είναι οι αλλαγές των απόψεων του Μαρξ για την εξέλιξη της καινούριας κοινωνίας.

Αυτό που κατά τον Μαρξ ξεχώριζε την Κομμούνα toto genere από όλες τις προηγούμενες προσπάθειες, «το αληθινό μυστικό της», είναι ότι ήταν «ουσιαστικά μια κυβέρνηση της εργατικής τάξης». Αυτό πρέπει να το εννοήσουμε κυριολεκτικά: ο Μαρξ εννοεί μια κυβέρνηση όχι απλώς διορισμένη από την εργατική τάξη, αλλά που πραγματικότητα την ασκούσε η εργατική τάξη. Η Κομμούνα είναι «η αυτοδιακυβέρνηση των παραγωγών». Αφού γεννήθηκε από καθολική ψηφοφορία και εκλέχθηκε από τους ίδιους τους Παριζιάνους, μια τέτοια αντιπροσώπευση, που την αποτελούσαν μέλη αντικαταστατά ανά πάσα στιγμή και δεσμευόμενα από τις ρητές εντολές των εκλογέων τους —μια τέτοια αντιπροσώπευση «δεν ήταν κοινοβουλευτικό αλλά εργατικό όργανο, συγχρόνως εκτελεστικό και νομοθετικό». Την ίδια μορφή οργάνωσης έπρεπε ν’ αποκτήσουν όλες οι κομμούνες/κοινότητες στη Γαλλία μέχρι το μικρότερο χωριό. Οι επαρχιακές κομμούνες έπρεπε να διαχειρίζονται τις κοινές υποθέσεις τους στο περιφερειακό κοινοβούλιο και, με την σειρά τους, οι περιφερειακές συνελεύσεις έπρεπε να στέλνουν εκπροσώπους στην εθνοσυνέλευση.

Στη θέση της συγκεντροποιημένης κρατικής εξουσίας, που προερχόταν από την εποχή της απόλυτης μοναρχίας, «με τα πανταχού παρόντα όργανά της», θ’ αναδυόταν, κατά συνέπεια, μια σε μεγάλο μέρος αποκεντρωμένη κοινότητα. «Οι λιγοστές, αλλά σημαντικές λειτουργίες, που έχει ακόμα η κεντρική κυβέρνηση, θα μεταβιβαστούν σε κοινοτικούς, δηλαδή αυστηρά υπόλογους λειτουργούς». Η αποκέντρωση, πάντως, δεν θα είναι κατακερματισμός, αλλά ανασυγκρότηση της εθνικής κοινότητας σε μια οργανική βάση, και θα σημάνει την επανενεργοποίηση των δυνάμεων του έθνους και συνεπώς του εθνικού οργανισμού στο σύνολό του. «Η κοινοτική συγκρότηση θα δώσει στο κοινωνικό σώμα όλες τις εξουσίες τις οποίες έχει ως τώρα καταβροχθίσει το παρασιτικό εκβλάστημα του κράτους, που απομυζά την κοινωνία και εμποδίζει την ελεύθερη κίνησή της. Μ’ αυτόν μόνο τον άθλο, θα φέρει την αναζωογόνηση της Γαλλίας». Είναι προφανές ότι ο Μαρξ μιλά εδώ όχι για συγκεκριμένες ιστορικές μορφές κράτους, αλλά για το κράτος εν γένει. Καθώς γίνεται «εμφανέστατη», η τοπική αυτοδιακυβέρνηση καθιστά «περιττή» την κρατική εξουσία. Ποτέ και κανένας «ουτοπικός» σοσιαλιστής δεν εκφράστηκε πιο ριζοσπαστικά στο ζήτημα αυτό.

Αλλά η πολιτική δομή της Κομμούνας είναι, για τον Μαρξ, μόνο το προοίμιο του πραγματικού και ουσιώδους: του μεγάλου κοινωνικού μετασχηματισμού στον οποίο, αν κρίνουμε από τα σχέδια και τις διαθέσεις της, θα είχε αναπόφευκτα οδηγήσει, αν δεν είχε καταστραφεί. Βλέπει στην Κομούνα «την πολιτική μορφή που επιτέλους ανακαλύφθηκε, που με αυτήν για λάβαρο μπορεί να προχωρήσει η οικονομική απελευθέρωση της εργασίας». Η Κομούνα θέλησε «να κάνει την ιδιωτική ιδιοκτησία αλήθεια, μετατρέποντας τα παραγωγικά μέσα, τη γη και το κεφάλαιο σε απλά εργαλεία της ελεύθερης και συνεταιρισμένης εργασίας», και ενώνοντας μάλιστα την εργασία σε παραγωγικούς συνεταιρισμούς.

«Αν η συνεταιριστική παραγωγή», αναφωνεί ο Μαρξ, «δεν πρέπει να παραμείνει δόλιο τέχνασμα και αυταπάτη, αν πρέπει να εκδιώξει το κεφαλαιοκρατικό σύστημα, αν οι συνεταιρισμοί ως σύνολο πρέπει να ρυθμίσουν την εθνική παραγωγή σύμφωνα μ’ ένα κοινό σχέδιο κι έτσι να την θέσουν υπό τον έλεγχο τους, τι άλλο θα είναι αυτό, κύριοι, παρά κομμουνισμός, και δη εφικτός κομμουνισμός;» Δηλαδή κομμουνισμός που αποδεικνύει πως είναι εφικτός κόντρα στην γενικά διαδεδομένη άποψη πως είναι «ανέφικτος»; Έτσι, ο Μαρξ αναγνωρίζει ως γνήσιο κομμουνισμό μια ομοσπονδία από κομμούνες και συνεταιρισμούς – γιατί αυτό ακριβώς σκιαγραφεί τούτη η εικόνα. Βέβαια, επιτίθεται πάλι σε όλες τις «ουτοπικότητες». Η εργατική τάξη «δεν έχει να εισαγάγει με δημοψήφισμα κανενός είδους έτοιμες ουτοπίες».

Το κοινοτικό και συνεταιριστικό σύστημα που θέλει να οικοδομήσει και να το κάνει καινούρια κοινότητα και καινούρια κοινωνία, δεν είναι κατασκεύασμα του μυαλού: μόνον από την πραγματικότητα της ένωσης της παλιάς και της νέας γενιάς, μόνον από την πραγματικότητα που σταδιακά αναδύεται από μέσα απ’ το έθνος, μόνον απ’ αυτά τα πράγματα μπορεί η εργατική τάξη να οικοδομήσει τη δουλειά και το σπίτι της. «Δεν έχει ιδεώδη να πραγματώσει, αρκεί να ελευθερώσει εκείνα τα στοιχεία της καινούριας κοινωνίας που έχουν ήδη αναπτυχθεί μέσα στην μήτρα της καταρρέουσας αστικής κοινωνίας». Εδώ, έχουμε πάλι την έννοια της «ανάπτυξης», που χρονολογείται το 1847· αλλά τούτη τη φορά λέγεται εντελώς αναμφίλεκτα και ρητά με την έννοια μιας προεπαναστατικής διαδικασίας, που, επιπλέον, η φύση της συνίσταται στον σχηματισμό μικρών, ομοσπονδοποιήσιμων μονάδων στις οποίες οι άνθρωποι δουλεύουν και ζουν μαζί, κοινοτήτων και συνεταιρισμών, που το μοναδικό καθήκον της επανάστασης απέναντι τους είναι να τις απελευθερώσει, να τις ενώσει και να τους δώσει εξουσία.

Αυτό, βέβαια, συμφωνεί σ’ όλα τα σημεία με την περίφημη διατύπωση στην Κριτική της πολιτικής οικονομίας πριν από δώδεκα χρόνια, την σχετική με τις καινούριες και ανώτερες συνθήκες παραγωγής, οι οποίες, ωστόσο, δεν πρόκειται ν’ αντικαταστήσουν τις παλιές «ώσπου η παλιά κοινωνία να κυοφορήσει στην μήτρα της τις υλικές προϋποθέσεις για την ύπαρξή τους». Αλλά πουθενά στην Αναφορά του γενικού συμβουλίου δεν αναφέρεται ότι η Παρισινή Κομμούνα απέτυχε επειδή η κύηση δεν ολοκληρώθηκε. Και τα «στοιχεία της καινούριας κοινωνίας», που είχαν αναπτυχθεί στην μήτρα της παλιάς, καταρρέουσας κοινωνίας, ήταν ίσα ίσα οι συνεταιρισμοί που είχαν σχηματιστεί στη Γαλλία υπό την επιρροή του «ουτοπικού» σοσιαλισμού, όπως ακριβώς η πολιτική ομοσπονδοποίηση των κοινοτήτων που περιέγραψε ο Μαρξ είχε γίνει υπό την επιρροή του Προυντόν. Αυτοί ακριβώς οι συνεταιρισμοί είχαν χαρακτηριστεί στο Κομμουνιστικό Μανιφέστο «μικρά, αναπόφευκτα θνησιγενή πειράματα»· αλλά αν είχε θριαμβεύσει η Κομμούνα – και όλα στην Αναφορά υποδεικνύουν ότι θα είχε θριαμβεύσει αν δεν συνέβαιναν ορισμένα τυχαία περιστατικά – θα είχαν γίνει τα κύτταρα της καινούριας κοινωνίας.

Από την άποψη αυτήν, δηλαδή της μαρξιστικής επαναστατικής πολιτικής, μπορούν να γίνουν κατανοητές δηλώσεις, όπως η ακόλουθη του Ένγκελς το 1873: «Αν οι αυτονομιστές είχαν πει μόνον ότι η μελλοντική κοινωνική οργάνωση θ’ αποδέχεται εξουσία μόνο μέσα στα πλαίσια που αναπόφευκτα θέτουν οι ίδιες οι συνθήκες της παραγωγής, τότε θα μπορούσαμε να συμφωνήσουμε μαζί τους». Σάμπως ο Προυντόν να μην είχε εμφατικά τονίσει, ε-επανειλημμένα, την ανάγκη να θέτουμε διαρκώς όρια ανάμεσα στην εφικτή αποκέντρωση και την αναγκαία συγκέντρωση! Μια άλλη φορά (το 1874) ο Ένγκελς – πιστός στη διατύπωση που έκανε ο Μαρξ στην Αναφορά της επιτροπής που όρισε το συνέδριο της Χάγης το 1872 για να εξετάσει τις δραστηριότητες των μπακουνικών – λέει ότι όλοι οι σοσιαλιστές συμφωνούσαν πως, σαν αποτέλεσμα της μελλοντικής κοινωνικής επανάστασης, το κράτος θα μαραινόταν, και μαζί του και η πολιτική εξουσία – αλλά ότι οι «αντιεξουσιαστές» έσφαλλαν όταν ζητούσαν «να καταργηθεί μεμιάς το πολιτικό κράτος πριν καταργηθούν οι κοινωνικές συνθήκες που το παρήγαγαν». Και συνεχίζει ο Ενγκελς: «Ζητούν η πρώτη πράξη της κοινωνικής επανάστασης να είναι η κατάργηση της εξουσίας».

Στην πραγματικότητα, όλοι οι σώφρονες αντιεξουσιαστές σοσιαλιστές ζητούσαν μόνο ν’ αρχίσει η επανάσταση θεραπεύοντας την υπερτροφία της εξουσίας, τον πολλαπλασιασμό της, και κατόπιν να εστιάσει την προσοχή της στον περιορισμό της στις διαστάσεις που θ’ ανταποκρίνονται στις δεδομένες περιστάσεις της χρονικής στιγμής. Ιδού πώς απαντά ο Ένγκελς στην υποτιθέμενη απαίτηση: «Έχετε δει ποτέ επανάσταση, κύριοι; Η επανάσταση είναι το πιο εξουσιαστικό πράγμα που υπάρχει». Αν αυτό σημαίνει ότι ο επαναστατικός αγώνας σαν τέτοιος πρέπει να διεξάγεται με οξυδερκή ηγεσία και αυστηρή πειθαρχία, – πάει καλά- αν, όμως, σημαίνει ότι κατά την επαναστατική εποχή (για την οποία κανένας δεν μπορεί να πει πότε θα τελειώσει), ολόκληρος ο πληθυσμός θα πρέπει να καθορίζεται απεριόριστα σ’ όλους τους κλάδους της ζωής και της σκέψης του από μια κεντρική εξουσιαστική θέληση, τότε είναι αδιανόητο πώς μια τέτοια κατάσταση μπορεί ποτέ να εξελιχθεί σε σοσιαλισμό.

Τέσσερα χρόνια μετά το κείμενό του για την Κομμούνα, ο Μαρξ, σ’ ένα γράμμα στο οποίο δριμύτατα επέκρινε το πρόγραμμα που διατυπώθηκε σε αδρές γραμμές για το Συνέδριο Ενοποίησης της Γκότα, εξέφρασε πάλι τις αντιρρήσεις του για τους συνεταιρισμούς, με την προφανή πολιτική πρόθεση ν’ αμφισβητήσει ένα από τα κύρια σημεία του προγράμματος των λασαλικών και να υπονομεύσει έτσι την οποιαδήποτε δυνατότητα συμβιβασμού μ’ αυτούς. Βέβαια, ο Μαρξ τάχθηκε μόνον εναντίον της «ίδρυσης συνεταιρισμών με κρατική βοήθεια», καίτοι δεχόταν ως σοσιαλιστικό στόχο την συνεταιριστική παραγωγή· αλλά υπάρχουν σαφείς εκφράσεις, όπως «ειδική θαυματουργική θεραπεία», «σεκταριστικό κίνημα», «αντιδραστικοί εργάτες», σε σχέση με το πρόγραμμα του Μπουσέζ. Παρά ταύτα, το Συνέδριο ψήφισε την παράγραφο για τις παραγωγικές ενώσεις με χρηματοδότηση από το κράτος.

Αυτό, όμως, που μας δίνει τη δυνατότητα να καταλάβουμε ακόμα πιο καλά την αμφισήμαντη** στάση του Μαρξ στο ζήτημα του εσωτερικού μετασχηματισμού της κοινωνίας και των προϋποθέσεών του, είναι η αλληλογραφία του με την Βέρα Ζάσουλιτς το 1881. Η δημοσίευση των τεκμηρίων αυτών από τον Ριαζάνοφ είναι, συνεπώς, ιδιαίτερα πολύτιμη, επειδή μας γνωρίζει τα πρόχειρα σχέδια απαντητικών επιστολών του Μαρξ, ορισμένα πολύ λεπτομερειακά τα σχέδια που δημοσιεύτηκαν ξεπερνούν τις εννιακόσιες αράδες, με πάμπολλες διαγραφές, διορθώσεις, επανεπεξερασίες· το τελικό γράμμα είναι μόλις σαράντα αράδες.

Η Βέρα Ζάσουλιτς, «η γυναίκα της στιγμής, η γυναίκα με μιαν αποστολή», όπως την αποκαλεί ο Στέπνιακ, είχε γράψει στον Μαρξ από την Γενεύη, για να ρωτήσει τον συγγραφέα του Κεφαλαίου που ο πρώτος τόμος του «γνώριζε μεγάλη επιτυχία στη Ρωσία», και έπαιζε σπουδαίο ρόλο ιδιαίτερα στις συζητήσεις για το αγροτικό ζήτημα και την ρωσική χωριάτικη κοινότητα— για να τον ρωτήσει ποια ήταν η γνώμη του για την μελλοντική προοπτική της χωριάτικης κοινότητας. Ήταν, του έγραψε, «ζήτημα ζωής και θανάτου για το ρωσικό σοσιαλιστικό κόμμα και απ’ αυτό εξαρτιόταν και η προσωπική τύχη των επαναστατών σοσιαλιστών.

Γιατί, είτε οι χωριάτικες κοινότητες, απ’ την στιγμή που θα απαλλάσσονταν από τους καταθλιπτικούς φόρους και δοσίματα καθώς και από τις αυθαιρεσίες της κυβέρνησης, θα ήταν ικανές να αναπτυχθούν από μόνες τους προς μια σοσιαλιστική κατεύθυνση, δηλαδή να οργανώσουν σταδιακά την παραγωγή και διανομή των αγαθών σε συλλογική βάση, οπότε οι επαναστάτες σοσιαλιστές θα έπρεπε «να δώσουν όλες τους τις δυνάμεις για ν’ απελευθερώσουν τις κοινότητες και την ανάπτυξή τους», είτε, όπως διακήρυσσαν πολλοί αυτοαποκαλούμενοι μαρξιστές βασιζόμενοι στον Μαρξ, η χωριάτικη κοινότητα ήταν μια «αρχαϊκή μορφή», καταδικασμένη από την ιστορία και τον επιστημονικό σοσιαλισμό.

Στην δεύτερη περίπτωση, οι σοσιαλιστές, που μάταια θα επιδίωκαν να υπολογίσουν σε πόσες δεκαετίες η γη θα περνούσε από τα χέρια των Ρώσων χωρικών στα χέρια της αστικής τάξης και σε πόσους αιώνες ο καπιταλισμός στη Ρωσία θα έφτανε πιθανόν σ’ ένα στάδιο ανάπτυξης εφάμιλλο με της δυτικής Ευρώπης, θα έπρεπε ν’ αρκεστούν να κάνουν προπαγάνδα στους εργάτες των άστεων, προπαγάνδα που «θα γίνεται μέσα στα πλήθη των χωρικών, οι οποίοι, σαν αποτέλεσμα της διάλυσης της χωριάτικης κοινότητας, θα πεταχτούν στους δρόμους των μεγάλων πόλεων αναζητώντας μισθούς». Βλέπουμε πράγματι ότι το ερώτημα σημαίνει αν (ή όχι) το έργο των σοσιαλιστών στη Ρωσία μπορεί να έχει εξασφαλισμένο μέλλον για τις επερχόμενες γενεές. Πρέπει η Ρωσία να πάρει τον δρόμο της δυτικής Ευρώπης, όπου, με την άνοδο του ανεπτυγμένου καπιταλισμού, οι «αρχαϊκές» μορφές κοινότητας αναγκαστικά διαλύονται από μόνες τους, και δεν υπάρχει εναλλακτική δυνατότητα εκτός από το να προετοιμάσουμε έναν πυρήνα προλεταριάτου των άστεων με ταξική συνείδηση για τον ακόμα μακρινό καιρό της εκβιομηχάνισης;

Από την άλλη μεριά, αν, εξ αιτίας των ιδιαίτερων αγροτικών θεσμών της, υπάρχει ένας ιδιαίτερος δρόμος για τη Ρωσία, τελείως ξέχωρος κατά κάποιον τρόπο από την γενική διαλεκτική της ιστορίας, ένας δυισμός στον οποίο θα διαποτιζόταν με σοσιαλιστικό πνεύμα το παραδοσιακό πρότυπο της κοινοτικής ιδιοκτησίας και παραγωγής· αν κάποιος μπορούσε, αναπτύσσοντας από τα έσω αυτό το πρότυπο και θέτοντάς το σε καλύτερη θέση εξωτερικά, αν μπορούσε να δημιουργήσει μιαν οργανική κοινωνική πραγματικότητα, που ωριμάζοντας θα έδινε την επανάσταση και, αφού η επανάσταση την απελευθέρωνε και της έδινε πλήρη ελευθερία και δικαιώματα, θα συγκροτούνταν κατόπιν ως ραχοκοκαλιά της καινούριας κοινωνίας – αν ίσχυαν όλα αυτά,- τότε υπάρχει πράγματι ένα μεγάλο και άμεσο εποικοδομητικό-επαναστατικό καθήκον, που ενδέχεται πολύ σύντομα να οδηγήσει στην πραγμάτωση του σοσιαλισμού. Ο Μαρξ κλήθηκε ν’ αποφανθεί ποιο απ’ τα δυο ήταν η ιστορική αλήθεια.

Οι προσπάθειές του να δώσει την σωστή απάντηση είναι αξιέπαινα ολοκληρωμένες και εξονυχιστικές. Ήδη παλαιότερα τον είχε απασχολήσει το ίδιο ακανθώδες πρόβλημα και τώρα το αντιμετώπισε πάλι με ιδιαίτερη ένταση. Τον βλέπουμε ξανά και ξανά να ακυρώνει μια πολύ λεπτεπίλεπτη και ακριβολόγο διατύπωση και να την αντικαθιστά με άλλη, ακόμα πιο κατάλληλη. Αν και είναι μόνον αποσπασματικά σκιαγραφήματα, οι σημειώσεις αυτές φρονώ πως είναι η πιο σημαντική προσπάθεια που έγινε ποτέ για να κατανοηθεί στην περιπλοκότητα της η ρωσική χωριάτικη κοινότητα. Η έλλειψη ιστορικού υλικού κάνει την χωριάτικη κοινότητα να εξακολουθεί να είναι ένα από τα λιγότερο κατανοημένα ζητήματα της εθνοκοινωνιολογίας, που στα πλαίσιά της το ρωσικό πρότυπο, που η ανάπτυξή του είναι πολύ φτωχά τεκμηριωμένη, αποτελεί ένα ιδιαίτερα μπερδεμένο κεφάλαιο. Σε συμφωνία με τις κρατούσες επιστημονικές απόψεις της εποχής του, ο Μαρξ έτεινε να της αποδώσει παμπάλαια προέλευση. Σήμερα, την θεωρούμε μάλλον πρόσφατο φαινόμενο και απόρροια της ρωσικής φορολογικής πολιτικής.

Μα η έρευνα δεν έχει ακόμα πει την τελευταία της λέξη. Όπως υποδεικνύουν πολλά σημαντικά έργα του καιρού μας, νομίζω πως η έρευνα θα δείξει ότι ο Μαρξ δεν έπεσε τόσο έξω όσο υπέθεσαν πολλοί, και ότι το φορολογικό σύστημα δεν δημιούργησε καινούριες κοινωνικές μορφές, αλλά χρησιμοποίησε τις παλιές. Εδώ, όμως, μας απασχολεί όχι τόσο η ιστορική έρευνα όσο η έρευνα των σοσιαλιστικών προοπτικών της χωριάτικης κοινότητας, όπως τις είδε ο Μαρξ. Ο Μαρξ έγραψε στα πρόχειρα του, σε σχέση με ένα σχόλιο του εθνολόγου Μόργκαν, ότι η παρούσα κρίση του καπιταλισμού θα οδηγούσε στην επιστροφή της σύγχρονης κοινωνίας σε μιαν ανώτερη μορφή αρχαϊκού τύπου κοινοτικής ιδιοκτησίας και παραγωγής, δηλαδή στη μετάβασή της στο κομμουνιστικό πρότυπο. Άρα δεν πρέπει να μας τρομάξει η λέξη «αρχαϊκό» – γιατί σ’ αυτήν ακριβώς την κατεύθυνση βρίσκεται η χρυσή ευκαιρία για την ρωσική χωριάτικη κοινότητα. Γιατί είχε ένα μεγάλο πλεονέκτημα σε σχέση με όλες τις άλλες ομοειδείς αρχαϊκές κοινότητες: αυτή και μόνο στην Ευρώπη είχε διατηρηθεί σ’ ένα ολόκληρο έθνος. Συνεπώς, δεν θα την εξαφάνιζε η πρόοδος της κοινωνίας, όπως εξαφάνισε τις άλλες κοινότητες στην δυτική Ευρώπη. Μάλλον, «σταδιακά θα απέβαλλε τα πρωτόγονα χαρακτηριστικά της και θα αναπτυσσόταν ως άμεση βάση της συλλογικής παραγωγής σε εθνική κλίμακα».

Ο Μαρξ τονίζει ότι στο Κεφάλαιο είχε περιορίσει ρητά στην δυτική Ευρώπη την «ιστορική αδυσώπητη μοίρα» της συσσώρευσης του κεφαλαίου που σταδιακά απαλλοτριώνει όλη την ιδιοκτησία που προέρχεται από προσωπική εργασία. Αφού η γη των Ρώσων χωρικών δεν ήταν ποτέ ιδιωτική τους ιδιοκτησία, η παραπάνω περιγραφή δεν ίσχυε γι’ αυτούς. Απεναντίας, αρκούσε ν’ αντικατασταθεί ο κυβερνητικός θεσμός τού Βολόστ, που «συνδέει αρκετά χωριά μαζί», από μια «συνέλευση χωρικών που εκλέγεται από την ίδια την κοινότητα και λειτουργεί ως οικονομικό και διοικητικό τους όργανο προς το συμφέρον τους». Οπότε η μετάβαση από την εργασία σε εκμισθωμένο κτήμα στην πλήρη συνεταιριστική εργασία θα γινόταν εύκολα, και από την άποψη αυτήν ο Μαρξ τονίζει την εξοικείωση των χωρικών με τα κοινοτικά συμβόλαια εργασίας τού Αρτέλ ως επιπρόσθετη παρακίνηση γι’ αυτό.

Η αναπόφευκτη οικονομική ανάγκη για μια τέτοιαν ανέλιξη θα γινόταν αισθητή μόλις η χωριάτικη κοινότητα, απαλλαγμένη από τα βάρη της και με περισσότερη γη στη διάθεσή της, θα βρισκόταν σε φυσιολογικές περιστάσεις· και όσο για τις αναγκαίες υλικές συνθήκες, η ρωσική κοινωνία, αφού έζησε για τόσο πολύν καιρό σε βάρος του χωρικού, ασφαλώς του χρωστούσε τα αναγκαία μέσα για μια τέτοια μετάβαση. Είναι φανερό ότι ο Μαρξ σκέφτεται μιαν αλλαγή που μπορεί να πραγματοποιηθεί στις δεδομένες περιστάσεις. Αλλά από την άλλη μεριά επισημαίνει εμφατικά μιαν ιδιαιτερότητα της ρωσικής χωριάτικης κοινότητας, που της επιβάλλει ανικανότητα και καθιστά αδύνατη κάθε ιστορική πρωτοβουλία της: την απομόνωσή της.

Είναι ένας «εντοπισμένος μικρόκοσμος», και δεν υπάρχει καμία σύνδεση ανάμεσα στη ζωή τής μιας κοινότητας και όλων των άλλων. Μ’ άλλα λόγια, ο Μαρξ ασυναίσθητα λέει ότι λείπει η τάση προς την ομοσπονδοποίηση. Η ιδιαιτερότητά αυτή, λέει, δεν συναντάται παντού ως χαρακτηριστικό μιας τέτοιου τύπου κοινότητας· αλλά «όπου συναντάται προκάλεσε την εμφάνιση ενός λίγο πολύ συγκεντρωτικού δεσποτισμού πάνω στις κοινότητες». Μόνο μέσα από μια γενική εξέγερση μπορεί να σπάσει η απομόνωση της ρωσικής χωριάτικης κοινότητας. Η παρούσα κατάστασή της (για λόγους που δεν διασαφηνίζει ο Μαρξ) είναι οικονομικά επισφαλέστατη- «για να σωθούν οι ρωσικές κοινότητες χρειάζεται μια ρωσική επανάσταση». Αλλά η επανάσταση πρέπει να έρθει εγκαίρως και πρέπει «να εξασφαλίσει με όλες της τις δυνάμεις την ελεύθερη ανάπτυξη τής χωριάτικης κοινότητας». Τότε η κοινότητα θ’ αναπτυχθεί σύντομα «ως αναζωογονητικό στοιχείο της ρωσικής κοινωνίας και ως στοιχείο ανωτερότητας της από τις χώρες τις υποδουλωμένες στο κεφαλαιοκρατικό καθεστώς».

Στο σύντομο γράμμα που έστειλε εν τέλει ο Μαρξ στην Βέρα Ζάσουλιτς, μια μόνο πρόταση ακολουθεί την αναφορά στα σχετικά χωρία του Κεφαλαίου. Η ακόλουθη: «Συνεπώς, η ανάλυση που κάνω στο Κεφάλαιο δεν προσφέρει λόγους ούτε υπέρ ούτε κατά της βιωσιμότητας της χωριάτικης κοινότητας· ωστόσο, η ιδιαίτερη μελέτη που αφιέρωσα στο ζήτημα και τα υλικά που πορίστηκα από τις πρωτότυπες πηγές, με πείθουν ότι η κοινότητα είναι ο στυλοβάτης τής κοινωνικής αναζωογόνησης στη Ρωσία, αλλά ότι, αν θέλουμε να λειτουργήσει έτσι, πρέπει πρώτα απ’ όλα να εξουδετερώσουμε τις επιβλαβείς επιρροές που ενεργούν απ’ όλες τις πλευρές απάνω της, και κατόπιν να της εξασφαλίσουμε τις φυσιολογικές συνθήκες για ν’ αναπτυχθεί αυθόρμητα».

Η βάση του επιχειρήματος είναι τόσο πολύ συμπυκνωμένη, ώστε, ως και το μήνυμα που κατορθώνει να μεταβιβάσει, δύσκολα μπορεί να γίνει σωστά κατανοητό. Προφανώς, αυτή η διαδικασία συμπύκνωσης ήταν απαραίτητη, αφού στο πρόχειρο τα υπέρ και τα κατά συγκρούονται έτσι, ώστε να είναι πρακτικά, αν όχι και φαινομενικά, ασυμβίβαστα. Στη θεωρία, ο Μαρξ επιβεβαίωσε τη δυνατότητα μιας προεπαναστατικής ανάπτυξης της κοινότητας προς την επιθυμητή κατεύθυνση, αλλά στην πράξη έκανε την «σωτηρία» της να εξαρτάται από το έγκαιρο ξέσπασμα της επανάστασης. Εδώ, όπως κι αλλού, ο καθοριστικός παράγοντας είναι καθαρά το πολιτικό στοιχείο: ο φόβος μήπως η εποικοδομητική δουλειά διαβρώσει την επαναστατική ορμή.

Αφού, ωστόσο, το πολιτικό στοιχείο στον Μαρξ δεν είχε ως αντίβαρο την επίγνωση της μεγάλης σημασίας της κοινωνικής αναδιάρθρωσης, τα υπέρ και τα κατά αντικαταστάθηκαν τελικά από μια πρόταση, που δύσκολα η Βέρα Ζάσουλιτς θα την θεωρούσε απάντηση στην μοιραία ερώτησή της. Ακόμα και όσο ζούσε ο Μαρξ, λέει ο Ταίνις, ήταν κάτι σαν σκοτεινός προφήτης, που πολλές φορές, εξ αιτίας της αμφισημαντότητας των απαντήσεών του, μάταια πήγαινες να τον συμβουλευτείς. Όπως κι αν έχει το πράγμα, η Βέρα Ζάσουλιτς, στην απάντηση στο ερώτημά της αν ο επαναστάτης σοσιαλιστής έπρεπε να δοθεί με όλες του τις δυνάμεις στην απελευθέρωση και την ανάπτυξη των κοινοτήτων, δεν άκουσε «ναι» από το γράμμα του Μαρξ, που ήταν γι’ αυτήν η ανώτατη αυθεντία.

Λίγο αργότερα (στον πρόλογο στην ρωσική μετάφραση τού έργου του Ένγκελς Η εξέλιξη του σοσιαλισμού από την ουτοπία στην επιστήμη, που εκδόθηκε το 1884) έγραψε λίγα λόγια για την χωριάτικη κοινότητα, που αποτελούσαν το συμπέρασμά της από τον χρησμό του Μαρξ: ότι η σταδιακή εξαφάνιση της κοινοτικής ιδιοκτησίας ήταν αναπόφευκτη· ότι το άμεσο μέλλον της Ρωσίας ανήκε στον καπιταλισμό, αλλά ότι η σοσιαλιστική επανάσταση στη Δύση θα έβαζε τέλος στον καπιταλισμό και στην Ανατολή, «και κατόπιν τα υπολείμματα του θεσμού της κοινοτικής ιδιοκτησίας θα πρόσφεραν μεγάλην υπηρεσία στη Ρωσία». Στον πρόλογό του στη ρωσική μετάφραση (πάλι της Βέρας Ζάσουλιτς) του Κομμουνιστικού μανιφέστου το 1882, ο Ένγκελς είχε δώσει μια κάπως διαφορετική απάντηση στην ερώτηση που είχε ο ίδιος διατυπώσει, προφανώς υπό την επιρροή του Μαρξ. Ρώτησε: «Μπορεί η ρωσική χωριάτικη κοινότητα, που είναι ήδη μια εξαιρετικά εκφυλισμένη μορφή της αρχικής κοινοτικής ιδιοκτησίας της γης, να μετατραπεί άμεσα σε μιαν ανώτερη, κομμουνιστική μορφή ιδιοκτησίας – ή μήπως πρέπει πρώτα να περάσει ολόκληρη τη διαδικασία διάλυσης που μας είναι γνώριμη από την ιστορική ανάπτυξη της Δύσης;»

Η απάντησή του (ως συνήθως λιγότερο αμφισήμαντη και πιο κατηγορηματική από του Μαρξ, μα και λιγότερο βασανισμένη) είναι η ακόλουθη: «Αν πρέπει η ρωσική επανάσταση να γίνει το σύνθημα για μιαν εργατική επανάσταση στη Δύση, ώστε οι δυο ν’ αλληλοσυμπληρωθούν, τότε η ρωσική κοινοτική ιδιοκτησία σήμερα, θα χρησίμευε πιθανόν ως αφετηρία για την α-ανάπτυξη του κομμουνισμού». Αργότερα, φαίνεται πως έγινε πιο σκεπτικιστής, αλλά απέφυγε (όπως ανέφερε ο Γκούσταβ Μάγυερ) «να εμπλακεί στις εσωτερικές διαμάχες των Ρώσων σοσιαλιστών, ανάμεσα σ’ εκείνους που είχαν μεγαλύτερη εμπιστοσύνη στους χωρικούς και σ’ εκείνους που είχαν μεγαλύτερη εμπιστοσύνη στην ανάπτυξη του βιομηχανικού προλεταριάτου».

Εναντίον του Εδουάρδου Μπέρνσταϊν, που σωστά επισήμανε την ομοιότητα του προγράμματος της Παρισινής Κομούνας (όπως το ανέφερε ο Μαρξ) και του φεντεραλισμού [ομοσπονδοκρατίας] του Προυντόν, ο Λένιν εμφατικά διακήρυξε ότι ο Μαρξ ήταν συγκεντρωτιστής και ότι τα όσα λέει στο έργο του Ο εμφύλιος πόλεμος στη Γαλλία «δεν αποκλίνουν καθόλου από τον συγκεντρωτισμό». Καθώς διατυπώνεται με ορολογία τόσο γενική, η άποψη αυτή δεν στέκει. Όταν ο Μαρξ λέει ότι οι λίγες λειτουργίες «που τότε θα μείνει να συγκεντροποιηθούν» θα πρέπει ν’ ανατεθούν σε κοινοτικούς λειτουργούς, εννοεί αναμφίβολα: αποκεντρώστε όσες μπορείτε περισσότερες κρατικές λειτουργίες και μετατρέψτε όσες πρέπει να παραμείνουν συγκεντροποιημένες σε διοικητικές λειτουργίες, όχι, ωστόσο, μόνον έπειτα από μια μετεπαναστατική ανάπτυξη που θα έχει απεριόριστη διάρκεια, αλλά μέσα στην ίδια την επαναστατική πράξη – και θα πραγματώσετε έτσι, σύμφωνα με την πασίγνωστη κριτική του Ένγκελς στο σχέδιο προγράμματος της Ερφούρτης, «ό,τι κατείχε το κάθε διοικητικό διαμέρισμα, η κάθε ενορία της Γαλλίας: την αυτοδιοίκηση».

Μα και ο Λένιν δεν έσφαλε: ο Μαρξ παρέμενε κατά βάθος σταθερά συγκεντρωτιστής. Γι’ αυτόν, οι κοινότητες ήταν ουσιαστικά πολιτικές μονάδες, όργανα μάχης της επανάστασης. Ρωτά ο Λένιν: «Αν το προλεταριάτο αυτοοργανωνόταν απολύτως ελεύθερα σε κοινότητες, και αν ένωνε τις δραστηριότητες των κοινοτήτων αυτών σε κοινό μέτωπο εναντίον του κεφαλαίου… δεν θα ήταν αυτό… προλεταριακός συγκεντρωτισμός;» Φυσικά θα ήταν, και από την άποψη αυτήν ερμηνεύει πιστά τον Μαρξ ο Λένιν και όχι : Μπέρνσταϊν. Αλλά αυτό αληθεύει μόνο για την επανάσταση σαν τέτοια, η οποία – σύμφωνα με τον ορισμό της Κομμούνας που δίνει ο Μαρξ – δεν είναι μια «ανάπτυξη» που επεκτείνεται σε πολλές γενιές, αλλά μια συνεκτική ιστορική πράξη, η πράξη της συντριβής του καπιταλισμού και της κατάκτησης των παραγωγικών μέσων από το προλεταριάτο. Αλλά στο πρόγραμμα των Γάλλων για τις κοινότητες [κομμούνες], η κάθε κοινότητα με την τοπική αυτοδιακυβέρνηση» της δεν είναι καθόλου ένα σκέτο γρανάζι στη μεγάλη συσκευή της επανάστασης, ή, για να κάνουμε μια λιγότερο μηχανική μεταφορά, δεν είναι καθόλου ένας μεμονωμένος μυς στις επαναστατικές προσπάθειες του σώματος των πολιτών απεναντίας, προορίζεται να επιβιώσει από την κοινωνική αναστάτωση ως ανεξάρτητη και αυτόνομη μονάδα.

Κατά την εκτέλεση της πράξης αυτής, η βούληση της κάθε επί μέρους κοινότητας συγχωνεύεται αυθόρμητα στην μεγάλη ενόρμηση του συνόλου, αλλά κατόπιν θ’ αποκτήσει τη δική της σφαίρα αποφάσεων και δράσης, έτσι ώστε οι πραγματικά ζωτικές λειτουργίες να εκτελούνται «κάτω» και οι γενικές διοικητικές λειτουργίες «στην κορυφή». Κάθε κοινότητα έχει ήδη επενδυθεί, από άποψη αρχής, με τις εξουσίες και τα δικαιώματά της στα πλαίσια της επαναστατικής διαδικασίας, αλλά μόνο μετά την ολοκλήρωση της κοινής πράξης θα τα εφαρμόσει πρακτικά. Ο Μαρξ δέχθηκε αυτές τις ουσιώδεις συνιστώσες της ιδέας της κοινότητας, αλλά δεν τις έβαλε απέναντι στον συγκεντρωτισμό του ώστε να διαλέξει το καλύτερο απ’ τα δυο. Δεν είδε, φαίνεται, το βαθύ πρόβλημα που αυτό θέτει, κι αυτό οφείλεται στην υπεροχή της πολιτικής άποψής μέσα του· μια υπεροχή που, γι’ αυτόν, επικρατούσε παντού σε όσα αφορούσαν στην επανάσταση, την προετοιμασία και τ’ αποτελέσματά της. Από τους τρεις τρόπους σκέψης στα δημόσια ζητήματα -οικονομικό, κοινωνικό και πολιτικό – ο Μαρξ εφάρμοσε τον πρώτο με μεθοδική επιδεξιότητα, δόθηκε με πάθος στον τρίτο, αλλά – όσο παράλογο κι αν αυτό φαίνεται σ’ έναν πιστό μαρξιστή – μόνο πολύ σπάνια ήρθε σε πιο στενή επαφή με τον δεύτερο· ο κοινωνικός τρόπος σκέψης δεν έγινε ποτέ αποφασιστικός για τον Μαρξ.

Στο μοιραίο πράγματι ζήτημα των στοιχείων της αναδιάρθρωσης της κοινωνίας, οι Μαρξ και Ένγκελς δεν έδωσαν ποτέ θετική απάντηση, επειδή δεν είχαν εσωτερική σχέση με την ιδέα αυτήν. Ο Μαρξ πιθανόν αναφέρθηκε μερικές φορές ακροθιγώς στα «στοιχεία της καινούριας κοινωνίας που έχουν ήδη αναπτυχθεί μέσα στην μήτρα της καταρρέουσας αστικής κοινωνίας» και που η επανάσταση ήταν αρκετό να τα «ελευθερώσει»· αλλά δεν αποφάσισε να τα αγκαλιάσει τα στοιχεία αυτά, να τα προωθήσει και να τα βοηθήσει. Η πολιτική πράξη της επανάστασης παρέμεινε το μοναδικό που άξιζε τον κόπο η πολιτική προετοιμασία της – αρχικά η άμεση προετοιμασία, κατόπιν η κοινοβουλευτική και συνδικαλιστική προετοιμασία – το μοναδικό καθήκον που άξιζε τον κόπο, οπότε η πολιτική βασική αρχή έγινε το καθοριστικό στοιχείο- κάθε συγκεκριμένη απόφαση για την πρακτική στάση απέναντι στα ήδη υπάρχοντα, σχηματιζόμενα ή προς δημιουργία αναδιαρθρωτικά στοιχεία, την λάμβανε μόνον από την σκοπιά της πολιτικής σκοπιμότητας. Συνεπώς, οι αποφάσεις υπέρ μιας θετικής στάσης απέναντι σ’ αυτά ήταν χλιαρές, ασυντόνιστες και εν τέλει πάντα ακυρώνονταν από τις αντίθετες τους.

Χαρακτηριστικό παράδειγμα του καθαρά πολιτικού τρόπου με τον οποίο αντιμετώπιζαν οι πνευματικοί ταγοί του κινήματος τις κοινωνικές δομές τις πιο σημαντικές για την αναδιάρθρωση της κοινωνίας, μας δίνει η στάση του Ένγκελς απέναντι στους συνεταιρισμούς. Το 1869 (στον πρόλογο στην καινούρια έκδοση του Πολέμου των χωρικών στη Γερμανία από τον Κάρλ Λήμπνεχτ) είχε διακηρύξει: «Οι μεροκαματιάρηδες των χωραφιών μπορούν να ελευθερωθούν από την αθλιότητά τους μόνον αν το βασικό αντικείμενο της δουλειάς τους, η γη, μετατραπεί σε κοινοτική ιδιοκτησία και καλλιεργείται πια από συνεταιρισμούς αγροτικών εργατών για το κοινό καλό». Από την θεμελιώδη αυτήν προϋπόθεση φρονώ ότι αντλεί ένα τελείως πρακτικό συμπέρασμα, όταν γράφει στον Λήμπνεχτ το 1885 τι πρέπει να πει το σοσιαλδημοκρατικό κόμμα στην κυβέρνηση στο γερμανικό κοινοβούλιο: «Δώστε μας εγγυήσεις ότι τα πρωσικά κτήματα, αντί να εκμισθώνονται σε μεγάλους εκμισθωτές ή σε χωρικούς ανίκανους να ζουν χωρίς μεροκάματο, θα εκμισθώνονται σε εργατικούς συνεταιρισμούς – ότι τα δημόσια έργα θα ανατίθενται σε εργατικούς συνεταιρισμούς και όχι σε καπιταλιστές κι εμείς θα κάνουμε τα υπόλοιπα. Αλλιώς, όχι». Όλα αυτά, προσθέτει ο Ενγκελς, είναι πράγματα που μπορούν να θεσπιστούν αμέσως και να ολοκληρωθούν μέσα σ’ ένα έτος- μόνο που παρεμποδίζονται από την αστική τάξη και την κυβέρνηση. Ακούγεται σαν να τις θεωρεί γνήσιες απαιτήσεις, που πρέπει με αγώνες να διεκδικηθούν.

Αλλά το 1886 ο Ένγκελς ζητά απ’ τον Μπέμπελ να προτείνει το κόμμα σοσιαλιστικά μέτρα όπως τα παραπάνω με το σκεπτικό ότι μπορούν να οδηγήσουν στην ανατροπή της κεφαλαιοκρατίας- μέτρα, συνεπώς, που θα ήταν πρακτικώς ανέφικτα για τούτη την κυβέρνηση και για όλες τις άλλες αστικές κυβερνήσεις. Εδώ παρουσιάζεται γυμνός ο τακτικός-προπαγανδιστικός χαρακτήρας των απαιτήσεων: η συνεταιριστική βασική αρχή απλώς χρησιμοποιείται, δεν προπαγανδίζεται στα σοβαρά σαν κάτι για το οποίο πρέπει όλοι να πασχίσουν και ν’ αγωνιστούν. Η τακτική εφαρμογή δεν θα ήταν κάτι τόσο κακό, αν το θεμελιώδες λεγόταν καθαρά και ξάστερα- αλλά δεν έχουν έτσι τα πράγματα. Δεν μπορώ να μη θεωρήσω πιο σοσιαλιστική την στάση του Λασάλ, που πίστευε -κοντόθωρα, βέβαια – ότι ήταν πρακτικώς εφικτή η δημιουργία συνεταιρισμών με τη βοήθεια της κυβέρνησης.

Σαν άλλο παράδειγμα του πώς το γεγονός ότι οι ηγέτες δεν είχαν βασική αρχή για το ζήτημα της κοινωνικής αναδιάρθρωσης οδήγησε σε στειρότητα το κίνημα, θα αναφέρω πάλι μια χαρακτηριστική σειρά αποφάσεων που έλαβε το κόμμα το θεωρούμενο πιο εξοικειωμένο με τον μαρξισμό – οι Γερμανοί σοσιαλδημοκράτες – για τις σχέσεις τους με τους συνεταιρισμούς. Στο Ενωτικό πρόγραμμα της Γκότα το 1875 (που εξετάζοντας το προσχέδιο του είχε εκφράσει ο Μαρξ τις επιφυλάξεις που αναφέραμε (πιο πάνω) είχε ζητηθεί να στηθούν παραγωγικοί συνεταιρισμοί για τη βιομηχανία και τη γεωργία «τέτοιου εύρους, ώστε να έχουν σαν αποτέλεσμα την σοσιαλιστική οργάνωση όλων των εργατών». Ήταν μια καθαρή διακήρυξη πίστης στην βασική αρχή της αναδιάρθρωσης, που φαίνεται πως ήταν απαραίτητη για να γίνει η ένωση με τους λασαλικούς.

Αλλά στο πρόγραμμα της Ερφούρτης το 1891 δεν ειπώθηκε τίποτε γι’ αυτό πράγμα που εξηγείται όχι από την αποτυχία των εργατικών και παραγωγικών συνεταιρισμών που ιδρύθηκαν στο μεταξύ, αλλά κυρίως απ’ την ίδια έλλειψη θεμελιώδους κατεύθυνσης· και στο συνέδριο του κόμματος στο Βερολίνο το 1892, αποφασίστηκε ότι το κόμμα «μόνο να επιδοκιμάσει μπορούσε την ίδρυση συνεταιρισμών, στο .μέτρο που αυτοί προορίζονταν να δώσουν τη δυνατότητα σε συντρόφους, στους οποίους είχαν επιβληθεί πειθαρχικές ποινές στον πολιτικό ή συνδικαλιστικό αγώνα, να ζουν ευπρεπώς ή στο μέτρο που αυτοί χρησίμευαν για να διευκολύνουν την προπαγάνδα»· κατά τα άλλα, «το κόμμα εναντιωνόταν στην ίδρυση συνεταιρισμών». Τα πράγματα λέγονται ξεκάθαρα. Αλλά στην απόφαση του συνεδρίου του κόμματος στο Ανόβερο το 1899, ειπώθηκε ότι το κόμμα ήταν ουδέτερο στο ζήτημα της ίδρυσης βιομηχανικών συνεταιρισμών, ότι θεωρούσε την ίδρυση τέτοιων συνεταιρισμών κατάλληλο μέσον για να εκπαιδευτεί η εργατική τάξη στον ανεξάρτητο έλεγχο των υποθέσεών της, αλλά ότι δεν απέδιδε στους συνεταιρισμούς «καμιά αποφασιστική σημασία στο ζήτημα της απελευθέρωσης της εργατικής τάξης από τα δεσμά της μισθωτής δουλείας».

Ωστόσο στο Μαγδεμβούργο το 1910, οι καταναλωτικοί συνεταιρισμοί όχι μόνον αναγνωρίστηκε ότι στηρίζουν πραγματικά τον ταξικό αγώνα, αλλά και διακηρύχθηκε ότι η συνεταιριστική δραστηριότητα εν γένει ήταν «αποτελεσματικό συμπλήρωμα στον πολιτικό και συνδικαλιστικό αγώνα για να βελτιωθεί η θέση της εργατικής τάξης». Αυτή η τεθλασμένη γραμμή μπορεί θαυμάσια να θεωρηθεί σύμβολο της τραγικής στρεβλής ανάπτυξης του σοσιαλιστικού κι-νήματος. Παρ’ όλες τις ισχυρές δυνάμεις προπαγάνδας και σχεδιασμού που είχε συγκεντρώσει στα χέρια του το προλεταριάτο, στο πολιτικό πεδίο είχε ενεργήσει με μεγάλη αυτοκυριαρχία στην επίθεση και στην άμυνα· αλλά το καθαυτό πράγμα το οποίο, εν τέλει, προπαγάνδιζε και σχεδίαζε και για το οποίο αγωνιζόταν – η εξέλιξη της καινούριας κοινωνικής μορφής – δεν ήταν ούτε το πραγματικό αντικείμενο της σκέψης του ούτε ο αληθινός στόχος της δράσης του. Αυτό για το οποίο επαίνεσε ο Μαρξ την Παρισινή Κομμούνα, το μαρξιστικό κίνημα ούτε το θέλησε ούτε το πέτυχε.

Δεν είδε τα χαρακτηριστικά της καινούριας κοινωνίας που υπήρχαν και τα έβλεπαν όλοι· δεν κατέβαλε σοβαρή προσπάθεια να προωθήσει, να επηρεάσει, να κατευθύνει, να συντονίσει και να ενώσει σε ομοσπονδίες τα πειράματα που γίνονταν ή θα γίνονταν στο μέλλον ποτέ με συνεκτική δουλειά δεν δημιούργησε από μόνο του κύτταρα-ομάδες και ενώσεις κυττάρων-ομάδων ζωντανής κοινότητας. Παρ’ όλες του τις μεγάλες δυνάμεις, δεν έβαλε ένα χεράκι για να διαμορφώσει την καινούρια κοινωνική ζωή για τους ανθρώπους, που έμελλε να ελευθερώσει η επανάσταση.

Σημειώσεις:

*) Τα κείμενα αυτά προέρχονται από το βιβλίο του Μάρτιν Μπούμπερ “Μονοπάτια στην Ουτοπία”, ο τίτλος είναι δικός μας, όμως προέρχεται από το κείμενο του Μπούμπερ και επιλέχτηκε για τις ανάγκες ανάγνωσης.

Μικρο βιογραφικό του Μάρτιν ΜπούμπερMartin Buber 1878 – 1965

Ο Μάρτιν Μπούμπερ γεννήθηκε το 1878 στη Βιέννη από Αυστροεβραίους γονείς, αλλά μεγάλωσε στην πόλη Λβοφ (σημερινή Λβιβ της δυτικής Ουκρανίας) της τέως Σοβιετικής Ένωσης με τους γονείς του πατέρα του (οι γονείς του είχαν χωρίσει το 1890). Σπούδασε φιλοσοφία και ιστορία της τέχνης στα πανεπιστήμια της Βιέννης, της Λειψίας, της Ζυρίχης και του Βερολίνου. Διετέλεσε καθηγητής θρησκειών και ηθικής στο πανεπιστήμιο της Φραγκφούρτης από το 1924 μέχρι το 1933, όταν κατέλαβε την εξουσία ο Χίτλερ. Έφυγε τότε από τη Γερμανία και, μέχρι την συνταξιοδότησή του, το 1951, δίδαξε κοινωνική φιλοσοφία στο πανεπιστήμιο της Ιερουσαλήμ.

Πέθανε το 1965 στην Ιερουσαλήμ, σε ηλικία εβδομήντα οκτώ ετών. Το 1898 ασπάζεται τον σιωνισμό. Διαφωνεί, όμως, με τον σιωνιστή ηγέτη Τέοντορ Χερτσλ, για τους στόχους του κινήματος: ο Μπούμπερ ήθελε εγκατάσταση συνεταιριστικών αποικιών στην Παλαιστίνη – ενώ ο Χερτσλ εξ αρχής την ίδρυση ενός εβραϊκού κράτους. Γι’ αυτό και, μεταπολεμικά, ήταν αντιδημοφιλής στο Ισραήλ, επειδή υποστήριζε την συνδιαλλαγή με τους Άραβες. Επηρεάστηκε από το μυστικιστικό ρεύμα του χασιδισμού, ενώ ήταν βαθείς γνώστης της σκέψης του Μαρξ και του μαρξισμού της εποχής του. Έγραψε πολλά βιβλία, δείτε μια μικρή σχετική βιβλιογραφία.

Παράλληλα ο Μάρτιν Μπούμπερ υπήρξε φίλος και θαυμαστής της σκέψης και της τραγικής ζωής του αναρχικού φιλόσοφου Γκουστάβ Λαντάουερ, όπως μαρτυρά το κείμενο που δημοσίευσε το 1919 με την ευκαιρία της δολοφονίας του, με τον τίτλο «Ο Λαντάουερ και η επανάσταση». Αν και δεν μπορούμε να θεωρήσουμε τον Μ. Μπούμπερ αναρχικό, ασπαζόταν τις σκέψεις του Λαντάουερ για έναν ομοσπονδιακό, οργανικό, κοινοτιστικό σοσιαλισμό.

Το έργο του, Το πρόβλημα του ανθρώπου, αποτελεί μια σύντομη αλλά πυκνή αναφορά στον φιλοσοφικό στοχασμό πάνω στην ανθρώπινη ύπαρξη, από τον Αριστοτέλη στον Καντ, από τον Χέγκελ στον Μαρξ, στον Φόυερμπαχ, στον Νίτσε, στον Χάιντεγκερ και στη σύγχρονη υπαρξιακή φιλοσοφία. Στα πλαίσια του ερωτήματος για τον άνθρωπο αναφέρεται στις κοινότητες και στον κοινοτισμό.

Το ουσιώδες θέμα για τον Μπούμπερ είναι ότι, σε ορισμένες εποχές, λύεται το συμβόλαιο του ανθρώπου με τον κόσμο και «βρίσκεται στον κόσμο ξένος και μοναχικός». Το ανθρωπολογικό πρόβλημα δεν μπορεί να λυθεί με την καταφυγή είτε στη φύση είτε στο πνεύμα αλλά με την επίκληση της κοινότητας. «χωρίς την επίκληση αυτή όμως οι άλλες επικλήσεις οδηγούν όχι απλώς σε μια αποσπασματική γνώση αλλά κατ’ ανάγκην επίσης και σε μια γνώση καθαυτό ανεπαρκή».

Ο Μάρτιν Μπούμπερ είναι γνωστός ως βασικός εκφραστής της «διαλογικής» κατεύθυνσης του υπαρξισμού. Ο Διάλογος γεννά τον χώρο του «Μεταξύ» ανάμεσα στα πρόσωπα, και τα πρόσωπα γνωρίζουν τον εαυτό τους και τις δυνατότητές τους μόνο μέσα στον χώρο αυτό. Το πρόσωπο δεν υπάρχει ούτε ως ξεκομμένο άτομο ούτε ως ανώνυμη μάζα, παρά ως ζωντανή συμπλοκή και σχέση του Εγώ και του Εσύ. Αυτήν την βασική του θέση ο Μπούμπερ την υποστηρίζει στο αντιπροσωπευτικό του βιβλίο “Το πρόβλημα του ανθρώπου” εξετάζοντας κριτικά τις σημαντικότερες αντιλήψεις της φιλοσοφικής παράδοσης σχετικά με το πρόβλημα του ανθρώπου, από τον Αριστοτέλη και τον Αυγουστίνο ως τον Πασκάλ, τον Καντ, τον Χέγκελ, τον Φόυερμπαχ, τον Μαρξ και τον Νίτσε. Ιδιαίτερη προσοχή αφιερώνει στην φιλοσοφική ανθρωπολογία του 20ου αιώνα, συζητώντας αναλυτικά τις θέσεις των Χάιντεγκερ και Σέλερ.

**) Δες αμφισημία

Δείτε: Η αμφισημία στην μαρξιστική σκέψη (Μέρος Δεύτερο)

Advertisement