Πως εγώ ο ροκάς απόκτησα ταξική συνείδηση: Μια αληθινή ιστορία
Επιμέλεια δημοσίευσης- προλογικό Γιώργος Μεριζιώτης
Προλογικό:
Οι περισσότεροι /ες θα έχετε, ακούσει ιδιαίτερα από ηλικιωμένα άτομα όταν κάνετε κριτική στο σύστημα, να σας λένε «τι να κάνουμε παιδάκι μου, έτσι τα βρήκαμε». Το έτσι τα βρήκαμε περνάει με έναν διαμπερές διαχρονικό τρόπο όλες τις γενιές, το ταξικό, εκμεταλλευτικό σύστημα (σήμερα λέγεται ακόμα καπιταλιστικό) φαντάζει στην συνείδηση των εκμεταλλευόμενων ανθρώπων αιώνιο και ακλόνητο, γιατί «έτσι τα βρήκαμε». [1]
Οι περισσότεροι/ες εργαζόμενοι αν και έχουν μια βιωμένη συνείδηση της εκμετάλλευσης τους μέσα απο την μισθωτή δουλεία – εργασία τους, αδυνατούν ή φοβούνται να περάσουν σε φάση να διεκδικήσουν συλλογικά καλύτερες αμοιβές και εργασιακές συνθήκες, πόσο μάλλον να αμφισβητήσουν αυτή την εκμετάλλευση, να εξεγερθούν και να επαναστατήσουν εναντίον της.
Η ταξική συνείδηση των από τα κάτω είναι πάντα το ζητούμενο για αυτούς/ες που δρουν ενάντια στο εκμεταλλευτικό σύστημα, οι από τα πάνω, οι ελίτ δεν έχουν ζητούμενα έχουν πάντα ακλόνητη ταξική συνείδηση και συνειδησιακά παγιωμένα τα συμφέροντα τους.
Υπάρχουν δυο ταξικές συνειδήσεις των από τα κάτω και από αυτές απορρέει το περιεχόμενο και η μορφή της ταξικής πάλης. Η πρώτη είναι διεκδικητική – αμυντική και παλεύει είτε για την απόσπαση από την παραγόμενη πίτα περισσότερων οικονομικών δικαιωμάτων από τα αφεντικά – κεφαλαιοκράτες και θεσμικών από τους πολιτικούς διαχειριστές του συστήματος τις κυβερνήσεις ή παλεύει για την υπεράσπιση των κεκτημένων δικαιωμάτων της.
Η δεύτερη ταξική συνείδηση είναι ανατρεπτική – επιθετική δεν ζητάει μόνο να αποσπάσει μεγαλύτερο κομμάτι από την παραγόμενη πίτα αλλά όλη την πίτα, δεν ζητάει θεσμικές παρεμβάσεις από τις κυβερνήσεις αλλά κατάργηση του θεσμού της κυβέρνησης και του κράτους.
Επομένως, μπορούμε να ονομάσουμε με ένα απλό τρόπο την πρώτη επιβιωτική ταξική συνείδηση (επιβίωσης) της τάξη μας και την δεύτερη επαναστατική ταξική συνείδηση για την ανατροπή και κατάργηση του ταξικού – κυριαρχικού συστήματος. Μπορούν να αλληλοσυνδεθούν αυτές οι δυο συνειδήσεις; Τις περισσότερες φορές αυτό που βλέπουμε στην ταξική πάλη και τους αγώνες είναι η δεύτερη η επαναστατική ταξική συνείδηση να συμπλέει με την πρώτη στους μερικούς, διεκδικητικούς αγώνες και σε πολύ σπάνιες ιστορικά επαναστατικές περιόδους η πρώτη διαχέεται μέσα στην δεύτερη και αφομοιώνεται από αυτή.
Για εμάς τους αναρχικούς, η ταξική κοινωνία δεν εδράζεται μόνο στην οικονομική εκμετάλλευση ανθρώπου σε άνθρωπο αλλά και την κυριαρχία ανθρώπου σε άνθρωπο, γι αυτό η ταξική πάλη και ο αγώνας μας είναι ολικός – συνολικός τόσο ενάντια στην εκμετάλλευση όσο και στην κυριαρχία.
Παρακάτω παρουσιάζω μια μικρή βιωματικού τύπου προσωπική μου ιστορία για το πως από ασυνείδητο ταξικά υποκείμενο άρχισα να συνειδητοποιούμαι, να αποκτώ ταξική συνείδηση.
Πως απόκτησα ταξική συνείδηση: Μια αληθινή ιστορία
«Στην παραγωγή κι αν μπήκα δεμένος με σχοινί, μέσα μου έχω ένα άλογο που συνέχεια γυρεύει να λυθεί!»
1976, είμαι 16 χρονών και εργαζόμουν το πρωί και το βράδυ πήγαινα τεχνική σχολή, όπως έκαναν τότε πολλά φτωχά παιδιά απο προλεταριακές οικογένειες.
Έπιασα την πρώτη μου μισθωτή εργασία (μεροκάματο) σε ένα βιοτεχνικό μηχανουργείο στον Βοτανικό που ήταν και χυτήριο, εκεί μάθαινα και δούλευα τόρνο. Αν και βαριά ανθυγιεινή δουλειά μου άρεσε να δουλεύω και λίγο στο χυτήριο, μου άρεσε να βλέπω στα καμίνια την ράβδο (χελώνα) απο μέταλλο να λιώνει να γίνεται λάβα και μετά να χύνεται κατακόκκινη ζεματιστή στα καλούπια.
Ο αρχιχυτευτής ο μαστρο Μήτσος που εργαζότανε στο χυτήριο ήταν 70 χρονών και δεν έβγαινε σε σύνταξη γιατί είχε άρρωστο παιδί και παιδί που σπούδαζε, εμένα, που ήμουν ο πιο μικρός του μηχανουργείου με αγαπούσε σαν παιδί του. Ήταν ένας από τους καλύτερους χυτευτές στην Ελλάδα και έρχονταν ακόμα από Ιταλία και Αυστρία να τους φτιάξει μήτρες για εξαρτήματα μοτοσυκλετών. Το χυτήριο ήταν μέσα στην μαυρίλα γιατί οι μήτρες – καλουπιών των εκμαγείων γίνονταν από μια ειδική άμμο που απο την πολύ χρήση μαύριζε.
Μια μέρα μας καλεί το αφεντικό λέγοντας μας ότι έρχεται μια κυρία γλύπτρια την
λένε Άντζυ και θέλει να φτιάξει ένα μεγάλο γλυπτό από αλουμίνιο, «θέλω να είστε ευγενικοί και κύριοι μαζί της» μας λέει. «Αφεντικό απο που βγαίνει το όνομα Άντζυ;» ρωτάω με θράσος, «Γιωργάκη μόλις έγινες αγενής, θρασύς και δεν θα τα πάμε καλά, να μην ρωτάς και να μην τολμήσεις να ρωτήσεις την γλύπτρια γιατί θα φας απόλυση» μου λέει.
Έρχεται η κυρία γλύπτρια Άντζυ ευγενέστατη και ωραία ψηλή γυναίκα μας έφερε και γλυκά. Έφερε τα εκμαγεία της και ο μαστρο Μήτσος άρχισε να φτιάχνει την μήτρα απο άμμο μέσα σε ειδικό ξύλινο καλούπι που είχε τοποθετήσει το εκμαγείο, χώθηκα και εγώ στη υπόθεση ως βοηθός γιατί μου άρεσε να βλέπω και να βοηθάω τον μάστορα.
Η κυρία γλύπτρια ερχόταν τακτικά και πολλές φορές φορούσε μέσα στη μαυρίλα και την καπνιά του χυτηρίου ένα άσπρο ημιδιαφανές παντελόνι [2] και φαινόταν η μαύρη κιλότα της, είχε πολύ ωραίο τουρλωτό κώλο και μου άρεσε να τον κρυφοκοιτάω.
Μια μέρα απο τις 3 φορές που είχε έρθει η κυρία γλύπτρια σκύβει στο καλούπι να δει την μήτρα και τούρλωσε τον κώλο της, αυτή τη φορά φορούσε ένα ανοικτό μπεζ ημιδιαφανές παντελόνι, εγώ γούρλωσα τα μάτια που πήγαν να μου πεταχτούν έξω και την κρυφοκοίταγα. Λόγω εργασίας ήμουν σε μικρή απόσταση από πίσω της, είδα ότι και ο μπάρμπας, ο μαστρο Μήτσος είχε γουρλώσει και αυτός τα μάτια. [3]
Ο χώρος με τους τόρνους που τους δούλευα μόνο εγώ ήταν απέναντι και σε μικρή απόσταση απο τον χώρο με τα καλούπια, έτσι μπορούσα να παίρνω μάτι χωρίς να με παρεξηγούν, το χυτήριο ήταν σε άλλο ξεχωριστώ χώρο.
Από το θέαμα με τον τουρλωμένο κώλο είχε σηκωθεί τόσο πολύ το πουλί μου και πίεζε να ξηλώσει το παντελόνι, (εφηβεία βλέπεις) δεν μπορούσα να συγκεντρωθώ στην δουλειά μου ώσπου δεν άντεξα και για να μην μου κόψει κάνα χέρι ο τόρνος πήγα σε μια μικρή τουαλέτα που υπήρχε στο χώρο. Άφησα λίγο ανοικτή την πόρτα για να βλέπω τον κώλο της κυρίας γλύπτριας ενώ ήταν σκυμμένη τούρλα και συζητούσε με το μάστορα και άρχισα να την παίζω για να ανακουφιστώ απο την πίεση, με ρίσκο να με δει ο επιστάτης του εργοστασίου και να με απολύσουν. [4]
Μετά από λίγο χωρίς να τον πάρω χαμπάρι ήρθε στην τουαλέτα ο μαστρο Μήτσος με βλέπει απο την μισάνοιχτη πόρτα και μου λέει, «δεν πειράζει παιδί μου βάρα την, εγώ πάω έξω στην αποθήκη να κατουρήσω«, σπάστηκα και σταμάτησα να την παίζω.
Η κυρία γλύπτρια μετά απο κάποια ώρα φεύγει αφού λέει στον μάστορα ότι είναι τέλεια η μήτρα και να προχωρήσουμε στην χύτευση. Λίγο μετά με πλησιάζει ο μαστρο Μήτσος και μου λέει, « κάβλα ε … κωλάρα … αχ αγόρι μου… τι να τη κάνεις την επανάσταση και την ταξική πάλη αν δεν σου σηκώνεται !». Τον κοιτάω με απορία και του λέω ρωτώντας, «γέρο δεν καβλώνεις, δεν σου σηκώνεται πια; » , «γεράκια να σε φάνε που θα με πεις γέρο, νεότερος ήπια πολλά κρασιά και τσίπουρα και τώρα στα 70 έχω πρόβλημα, αν βάλεις και τις αναθυμιάσεις απο το χυτήριο και το τσιγάρο… γι΄αυτό να προσέχεις τώρα που εισαι νέος, μακριά απο τσιγάρο, ποτό και ξενύχτια ή όλα με μέτρο».
«μακριά και απο τις γυναίκες και τη κάβλα μάστορα;» τον ρωτάω «όχι τις γυναίκες να τις αγαπάς και να τις σέβεσαι και η κάβλα ειναι φυσιολογική, ωραία και υγιεινή » μου λέει.
Τον ξαναρωτάω, «μάστορα τι είναι η ταξική πάλη;»
«Άσε θα σου πω άλλη φορά», μου λέει.
Την επόμενη βδομάδα χύσαμε το αλουμίνιο στο καλούπι και την άλλη μέρα, αφού κρύωσε, παρουσία της κυρίας γλύπτριας αρχίσαμε να ξεκαλουπώνουμε το γλυπτό. Που να σου πω τι φόραγε και πως έκανε όταν είδε το γλυπτό, πάντως εκείνη τη μέρα δεν τη έπαιξα.
Εντωμεταξύ εγώ συνέχισα το βιολί μου επιμένοντας επί μια βδομάδα να ρωτάω μέρα παρά μέρα το μαστρο Μήτσο, «μάστορα τι είναι η ταξική πάλη, θα μου πεις;» , και μου έλεγε, «άσε με μην με πρήζεις, έχω δουλειά δεν βλέπεις; Σου υπόσχομαι ότι θα σου πω, αλλά όχι τώρα, άλλη φορά», ώσπου στο τέλος της βδομάδας έχασα την υπομονή μου και του λέω, «μάστορα να ρωτήσω αλλού για την ταξική πάλη;» «όχι είσαι βοηθός μου και οφείλω να σου πω εγώ» μου λέει.
Πέρασε λίγος καιρός και μια μέρα μου λέει ο μάστορας… μετά το σχόλασμα απο την δουλειά πάμε σε ένα καφενείο για κουβέντα… πήγαμε στο καφενείο που άραζε ο μαστρο Μήτσος στην πλατεία Μεταξουργείου για να μου εξηγήσει την ταξική πάλη. Με κέρασε μια μπίρα και με μια δικιά του εργατική ανάλυση, με απλά λόγια μου εξήγησε τι είναι οι τάξεις, το ταξικό σύστημα και τι ειναι η ταξική πάλη, ότι η ταξική πάλη αφορά όλους τους εργαζόμενους ανεξαρτήτως φύλου και ότι πρέπει να αγωνίζομαι για τα δίκαια συμφέροντα της τάξης μου, να εξεγείρομαι και να επαναστατώ απέναντι σε κάθε αδικία και εκμετάλλευση, επίσης να ερωτεύομαι, να μην φοβάμαι να κάνω έρωτα και να διαβάζω βιβλία.
Έτσι μου λύθηκαν όλες οι απορίες γιατί μέχρι τότε είχα την εντύπωση ότι η ταξική πάλη μπορεί να έχει κάποια σχέση με την αντρική στύση και δεν είναι γυναικεία υπόθεση. Βλέπεις με κάποιο περίεργο φροϋδικό τρόπο είχα συνδέσει την ταξική πάλη με την κάβλα – σηκωμάρα, (τη στύση εμείς της εργατικής τάξης τη λέγαμε σηκωμάρα, απο το μου σηκώθηκε).
Μετά απο λίγα χρόνια μια τσαγκαροδευτέρα που έκανα κοπάνα από την δουλειά χάζευα βιτρίνες στο κέντρο της Αθήνας και σε ένα βιβλιοπωλείο είδα ένα βιβλίο με τίτλο «Επανάσταση για την κάβλα της» – Abbie Hoffman. Το πήρα και έτσι συμπληρώθηκε το κενό μου περί κάβλας και επανάστασης αν και με έναν λίγο μικροαστικό τρόπο. Στην συνέχεια έψαχνα να βρω απο που βγαίνει ή τι ήθελε να πει με τη φράση του ο Χαρίλαος Φλωράκης «οι μέρες ειναι πονηρές και γκαστρωμένες».
Σε αυτόν τον γερομάστορα κομμουνιστή, τον μαστρο Μήτσο οφείλω να ομολογήσω ότι χρωστάω την βάση για την στέρεη και ακλόνητη ταξική μου συνείδηση. [5] Συνείδηση που σιγά σιγά απέκτησε και ανατρεπτικά – επαναστατικά χαρακτηριστικά μέσα απο την αναρχία και τον αναρχοκομμουνισμό.
Τελικά, ακούγοντας τις μισές συμβουλές του γερομάστορα, άλλαξα ειδικότητα και έγινα απο τορναδόρος – χυτευτής ηλεκτρολόγος, δυστυχώς τα τσιγάρα, τα ποτά και τα ξενύχτια δεν τα έκοψα, όμως συνέχισα να καυλώνω, να μου αρέσουν και να αγαπάω τις γυναίκες την ταξική πάλη και την επανάσταση.
Έχοντας βιώσει από μικροί στο πετσί μας τη ταξική βια, εκμετάλλευση και περιθωριοποίηση εμείς οι νέοι προλεταριοι/ες εκείνης της εποχής ήμασταν και λίγο έως πολύ ακόλαστοι και βλέπαμε την ακολασία σαν αντίδραση στο ταξικό σύστημα, τον πουριτανισμό και την γεροντοκρατία. Ναρκωτικά δεν πήρα γιατί απο τη μια δεν μου άρεσαν και απο την άλλη τα έβλεπα όχι σαν μέσον απελευθέρωσης αλλά ως εξάρτισης απο το σύστημα.
Τώρα που μεγάλωσα και αρχίζω να γερνάω εκτός απο την ταξική πάλη, την επανάσταση, την καύλα και την οικολογία πρόσθεσα και την υγεία σε ένα τρίπτυχο: Υγεία, Καύλα και Επανάσταση [6] και θυμάμαι την γιαγιά μου που την έβριζα όταν ήμουν 20 χρονών, γιατί κάθε λίγο και λιγάκι όταν κουβεντιάζαμε έλεγε… την υγειά μας να έχουμε παιδάκι μου, πρώτα η υγειά και μετά όλα τα άλλα… και της έλεγα …άντε ψόφα μωρή παλιόγρια μας έχεις πρήξει με την υγεία… βλέπεις όταν είσαι εικοσάρης/αρα φαντάζεις αθάνατος.
Τώρα που μεγάλωσα και άρχισαν οι αρρώστιες λέω και εγώ με την σειρά μου στα νέα παιδιά, συντρόφια … γράψτε καμιά προκήρυξη για το διαλυμένο σύστημα υγείας και τα ράντζα στα νοσοκομεία, πρώτα η υγεία παιδιά … και σκέφτομαι την καημένη την γιαγιά πόσο δίκιο είχε και εγώ την έβριζα, πιστεύω να με έχει συχωρέσει.
Γιώργος Μεριζιώτης , εργατοτεχνίτης
Δραπετσώνα – Πειραιάς 5/7/2022
Ως συμπληρωματικό δείτε και αυτό:
Γιώργος Μεριζιώτης: Κοινωνικοπολιτικό βιογραφικό

Σημειώσεις:
1] Μια ταξική κοινωνία μπορεί να λειτουργήσει μόνο εφόσον αυτοί που εκμεταλλεύεται αποδέχονται την εκμετάλλευσή τους. Η δήλωση θα φαινόταν τόσο προφανής που δεν χρειάζεται περαιτέρω επεξεργασία. Η αστική τάξη συντηρείται όχι μόνο με τη βία, αλλά και με την έλλειψη συνείδησης, με τη δύναμη των εθίμων και των συνηθειών μεταξύ των εκμεταλλευόμενων μαζών (απο το πολύ μαζί) με την πλύση εγκεφάλου που εξαπολύει το σύστημα και την ψευδαίσθηση της κοινωνικής κινητικότητας, το «αμερικάνικο όνειρο», απο εργάτης ποιος ξέρει μπορεί να γίνω αφεντικό.
Είναι προφανές ότι αν μεγάλα τμήματα του εκμεταλλευόμενου πληθυσμού αμφισβητούσαν συνεχώς τις αρχές της ιεραρχίας, την αυταρχική οργάνωση της παραγωγής, το σύστημα μισθών ή άλλες θεμελιώδεις πτυχές της κοινωνικής δομής, καμία άρχουσα τάξη δεν θα μπορούσε να διατηρηθεί στην εξουσία για πολύ. Για να συνεχίσουν οι πολιτικοί ηγέτες να κυβερνούν, είναι απαραίτητο όσοι βρίσκονται στο κάτω μέρος της κοινωνικής κλίμακας όχι μόνο να αποδεχτούν την κατάστασή τους, αλλά τελικά να χάσουν ακόμη και την αίσθηση ότι είναι εκμεταλλευόμενοι. Μόλις επιτευχθεί αυτή η ψυχολογική διαδικασία, η διαίρεση της κοινωνίας νομιμοποιείται στο μυαλό των ανθρώπων.
Αυτή την κατάσταση πραγμάτων οι εκμεταλλευόμενοι παύουν να την αντιλαμβάνονται ως κάτι που τους επιβάλλεται από έξω. Οι καταπιεσμένοι έχουν εσωτερικεύσει τη δική τους καταπίεση. Τείνουν να συμπεριφέρονται σαν ρομπότ, προγραμματισμένα να μην επαναστατούν ενάντια στην κατεστημένη τάξη. Τα ρομπότ μπορεί ακόμη και να επιδιώξουν να υπερασπιστούν την υποδεέστερη θέση τους, να την αιτιολογήσουν και συχνά απορρίπτουν ως «κερδοσκοπία» οποιαδήποτε συζήτηση για χειραφέτηση. Συχνά είναι αδιαπέραστα από προοδευτικές ιδέες. Μόνο σε περιόδους περιστασιακών εξεγερτικών εκρήξεων οι κυβερνήσεις πρέπει να καταφύγουν στη άμεση βία.
Ο Βίλχελμ Ράιχ περιγράφει αυτή τη διαδικασία ως εξής:
«Δεν πρόκειται απλώς για επιβολή ιδεολογιών, στάσεων και εννοιών στα μέλη της κοινωνίας. Πρόκειται για μια βαθιά διαδικασία σε κάθε νέα γενιά, η οποία αφορά τον σχηματισμό μιας ψυχικής δομής που αντιστοιχεί στην υπάρχουσα κοινωνική τάξη, σε όλα τα στρώματα του πληθυσμού… Επειδή αυτή η τάξη διαμορφώνει την ψυχική δομή όλων των μελών της κοινωνίας, αναπαράγεται στους ανθρώπους… ο πρώτος και σημαντικότερος τόπος αναπαραγωγής της κοινωνικής τάξης είναι η πατριαρχική οικογένεια , η οποία δημιουργεί στα παιδιά έναν χαρακτήρα που τα καθιστά επιδεκτικά στην μεταγενέστερη επιρροή μιας αυταρχικής τάξης…»
Μένει τελικά σε μικρές μειοψηφίες με «αποκλίνουσα συμπεριφορά» όπως λένε οι εξουσιαστές, να αγωνιστούν και ναι διατηρήσουν άσβεστη την ταξική συνείδηση. (Για περισσότερα δείτε εδώ: Ανταρτολογίες: Οπλίστε το πνεύμα)
2] Γιατί η κυρία γλύπτρια έρχονταν την βιοτεχνία, σε αυτό τον χώρο που έζεχνε από καπνιά και μαυρίλα με άσπρο διάφανες παντελόνι; Δεν την ρώτησα γιατί κατά τα λεγόμενα του εργοδότη θα έτρωγα απόλυση. Ένα τραγούδι του Μάλαμα που τραγουδάει η Μελίνα Κανά και αρέσει σε πολλούς/ες σε μια στροφή του στίχου λέει:
Να βάλω τα μεταξωτά και να φυσάει
στα εργοστάσια μπροστά και στα σκουπίδια πλάι
να μπερδευτώ με τους εργάτες
να πω τον πόνο μου στις γάτες
και στη φουφού του καστανά
στάχτη να γίνεις σατανά…
Δεν ξέρω τι θέλει να πει ο στιχουργός, όμως προσομοιάζει με την εικόνα που σας περιγράφω, και θέτω το εξής (ρητορικού τύπου) ερώτημα: Γιατί θέλει η κοπέλα να βάλει μεταξωτά να φυσάει και να πάει στο εργοστάσιο να μπερδευτεί με τους εργάτες, τι θέλει να πει ο ποιητής; Δεν θα ρισκάρω να απαντήσω με έναν σημειολογικό τρόπο κινδυνεύοντας να χαρακτηριστώ πουριτανός ή σεξιστής, την απάντηση δώστε την εσείς.
3] Ήταν εποχές σεξουαλικής στέρησης και πείνας, η σεξουαλική απελευθέρωση ήρθε καθυστερημένα στην Ελλάδα και ο καταναλωτισμός δεν είχε πλήρως εδραιωθεί στην κοινωνία. Μετά το νηπιαγωγείο και το εξατάξιο δημοτικό σχολείο που ήταν μικτά, το εξατάξιο γυμνάσιο (δεν υπήρχαν ακόμη λύκεια) ήταν χωρισμένα σε αρένων και θηλέων και φορούσαν σχολικές ποδιές απο νηπιαγωγείο, το δημοτικό μέχρι την 6η γυμνασίου. Στη εφηβεία μας ήταν δύσκολο εμείς τα εργατόπαιδα να έρθουμε σε επαφή ακόμα και φιλική με κορίτσια αν δεν συνεχίζαμε στο πανεπιστήμιο που ήταν μικτό.
Το αντισυλληπτικό χάπι δεν ήταν διαδομένο ιδιαίτερα στην εργατική τάξη, μόνο η καπότα (προφυλακτικό) ήταν, ακόμα η μοιχεία και η έκτρωση τότε ήταν ποινικό αδίκημα και οι νέες γυναίκες (ιδίως της εργατικής τάξης) μόλις άρχισαν να χειραφετούνται και να βγαίνουν απο το σπίτι μόνες τους το βράδυ για διασκέδαση, οι λεγόμενες απο τους δεξιούς και αριστερούς πουριτανούς αλητόβιες. Εμάς τα αγόρια, που ήμασταν λίγο πιο ελεύθερα στις εξόδους απο το σπίτι, στην εμφάνιση ήμασταν μακρυμάλληδες που φοράγαμε τζιν σωλήνα παντελόνι και ακούγαμε ροκ, μας έλεγαν αλητόβιους, μαλλιάδες, γιεγιέδες. Τότε είχε κυκλοφορήσει και ένα σαχλό λαϊκό τραγούδι «Οι Γιεγιέδες» είχε γίνει μεγάλο σουξέ και με αυτό μας κορόιδευαν.
4] Πολλές φορές για να λουφάρω στην δουλειά δεν αφόδευα το πρωί στο σπίτι αλλά αργότερα στο εργοστάσιο, όμως δεν μπορούσες να πας πάνω απο 2 φορές γιατί σου έβαζε χέρι ο επιστάτης ή σου μείωνε το μεροκάματο. Σε αυτές τις στιγμές της αφόδευσης ένιωθες μια περίεργη ελευθερία ίδια περίπου με την περιγραφή του παρακάτω αποσπάσματος.
{…} Εδώ σε τούτη τη φάμπρικα , … εδώ σε τούτα τα δωμάτια δεν έχει πατέρα και μάνα, μήτε αδέρφια. Εδώ σε τούτες τις υπόγειες ομορφιές ο κόσμος ζει τη γέννησή του απ’ τις μηχανές, που χρυσώνουν την αιώνια απελπισία. Μήτρα μηχανή. Το βλέμμα μου γκελάρει πάνω στους γυναικείους κώλους, ξαναγυρίζει στα σωθικά μου. Μόνο τα μεγάλα πεδία των μαχών, σκεπασμένα με πτώματα, καταφέρνουν να δημιουργήσουν τόσο μεγάλη εντύπωση. Ο έξω κόσμος με νίκησε και τον μπούχτισα στους αιώνες των αιώνων. Θα πρέπει να μάθω πολλές γλώσσες, για να μπορέσω να εκφράσω την ομορφιά και τη φρίκη.
Είναι φορές πού τα κορίτσια δε μιλάνε καθόλου. Κάποτε, τραγουδάνε με σιγανές φωνές σαχλά τραγούδια απ’ τον κόσμο των χορευτάδικων, κι αυτό μας θαμπώνει, παραδινόμαστε. Σήμερα, το ίδιο μου συμβαίνει συχνά με τη λογοτεχνία. Όταν βλέπω τις πιο παρακατιανές μα και τις πιο περισπούδαστες αηδίες της μπουρζουάδικης κουλτούρας, η πίεση μου πέφτει απότομα, το κέφι μου κατεβαίνει στο μηδέν. Στα ηλίθια τραγούδια των κοριτσιών της φάμπρικας υπάρχει κάποιο μήνυμα. Τούτα τα τραγούδια μοιάζουν σάπως στις παλιές λαϊκές μελωδίες, πριν πλακώσουν οι γλυκανάλατες σάχλες οι κοπέλες σκουπίζουν τα πισινά τους, η τουρλωτή στάση τους κάνει το τραγούδι κατανοητό και έντιμο, όπως είναι κι οι κουβέντες τους.
Ο κόσμος της υποκρισίας, ο κόσμος της υποταγής σε αρχιεργάτες, αφεντικά και
βιομηχάνους, τελειώνει στ’ αποχωρητήρια. Μέσα στον απόπατο βασιλεύει η σπάνια, βρωμερή και καταχεσμένη ελευθερία, πού είσαι αναγκασμένος να νιώθεις μόνο στις σύντομες στιγμές που σου μένουν – όποιον πηγαίνει συχνά ή μένει πολλή ώρα, τον τραβάνε να λογοδοτήσει η παραγωγικότητα είναι ασυμβίβαστη με τους μεγάλους χρόνους χεσίματος. Κάτι που είναι υγιεινό και απαραίτητο για τον οργανισμό γίνεται εδώ, κάτω από το μισθό, είτε με την ώρα πληρώνεσαι είτε με το κομμάτι, ασυγχώρητη έλλειψη πειθαρχίας.
Τα κορίτσια δε χάνουν καιρό, κάθονται στα πόδια τους, σιγομουρμουράνε, τραγουδούν, κουβεντιάζουν, τρίζουν τα χαρτιά, χαχανίζουν, βλαστημούν, κλάνουν, λένε «γαμήσι. .. κωλομέρια. .. σκατά. .. μαλακίες. . . χέστης. . . γάμος. . . γκαστριά. . . τα ρούχα μου. . . μαλαφράντζα… σκουλαμέντο. .. μετά συγχωρήσεως». . . λένε μικρά ονόματα κι επώνυμα, θυμούνται στέκια, περιγράφουν νέες στάσεις, ξεχωριστές ηδονές, προστυχιές, λένε «Γεια» – «Θα τα πούμε αργότερα» – «Το μεσημέρι πάλι» – κι έπειτα ξεμακραίνουν κωλοκουνιστές, κροταλίζοντας τα τακουνάκια τους.
Οι κοπελιές κι οι νέες γυναίκες, που τις κρυφακούνε στ’ αποχωρητήρια του Γκέλντνερ, είναι τα πιο αξιοπρεπή κι αξιαγάπητα πλάσματα που έγιναν ποτέ. Μη χάσεις την ευκαιρία, γίνε ένα με το υλικό που διηγούνται πρωί πρωί δευτεριάτικα. Ναι, υπάρχουν εποχές της μαύρης πείνας, χρονιές άγριας φτώχειας, φάμπρικες πού σου ρουφάνε το αίμα, είναι ένα μισητό βιομηχανικό τοπίο με τον ουρανό πνιγμένο στην κάπνα και αποικίες φθίσης στα πλεμόνια είναι τα εθνικοσοσιαλιστικά σκατά.
Ένα κράμα από προσταγές αφεντικών και κεφάλαιο σ’ ακολουθάμε, ένα κράμα από εργατικό μέτωπο, στρατόπεδα συγκέντρωσης, στρατιωτικά ανακοινωθέντα, καταναγκαστικά έργα, ηρωικές επετείους, στρατώνες, είναι πρωί Δευτέρα, φούστες σηκώνονται, βιασύνη λίγο πριν απο το μεσημέρι, πρωινός αέρας, πρωινή καταδίκη, χάχανα και γέλια, καθαρίσματα, ο φόβος της έκτρωσης, σεξουαλική λύσσα, σεξομανία. Σε τούτες τις χυδαίες στιγμές, τα αντικείμενα υψώνονται για μια στιγμή στο ύψος του υποκειμένου, στη δράση και την αλήθεια του ανθρώπου – νιώθω να μου αποκαλύπτεται η ομορφιά του χυδαίου, η αισθητική του ανυπόκριτα τυχαίου, που σου δίνει τα πιο άγρια τραντάγματα, έτσι Ανάλαφρα κι απαλά. {…} (απόσπασμα απο το μυθιστόρημα: Κεφάλι και κοιλιά. Η ιστορία ενός εργάτη που έμπλεξε με τους διανοούμενους, του Γκέρχαρτ Τσβέρεντς ).
5] Ο μάστορας στις κουβέντες μας δεν μου έκανε κατήχηση περί κομμουνισμού, ούτε οι άλλοι εργαζόμενοι. Στη βιοτεχνία αυτή κάθισα 2 χρόνια και ήμουν ο μικρός μαθητευόμενος της βιοτεχνίας πέτυχα και σε 2 πανελλαδικές απεργίες που η βιοτεχνία έκλεισε, αργότερα κατάλαβα ότι αρκετοί απο τους εργαζόμενους/νες ήταν κομμουνιστές και ο μασρο Μήτσος σίγουρα δεν ήταν σταλινικός. Σε αυτή τη βιοτεχνία πήγα με μέσον, με γνωριμία του πατέρα μου, γιατί έχοντας μακρύ μαλλί σε όσες ζήτησα δουλεία μου έλεγαν, κουρέψου πρώτα και μετά βλέπουμε.
6] Δείτε και αυτό το βιβλίο: ΥΓΕΙΑ, ΚΑΥΛΑ ΚΑΙ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ
Συλλογικό έργο
Περίληψη
{…} Το σύνθημα «Υγεία, Καύλα και Επανάσταση» γράφτηκε στους τοίχους της Αθήνας το 2008 και έγινε τίτλος σε αυτό τον συλλογικό τόμο, σε μια προσπάθεια
να δημιουργήσουμε ρωγμές στις ρατσιστικές, σεξιστικές, αποικιοκρατικές, ταξικές και ευγονικές ερμηνείες, που η εξουσία έχει μετατρέψει εδώ και δυο αιώνες σε καθεστώς αλήθειας. Μιας αλήθειας που επαναλαμβάνει, μέσα από τον αστικό βιοϊατρικό λόγο, ότι για την «κρίση» ευθύνεται η καύλα και όχι ο καπιταλισμός.
Εξάλλου, δεν είναι τυχαίο ότι η καύλα ταυτίστηκε με τον βίο των «πρωτόγονων», των άγριων παιδιών, των ιερόδουλων, των «μπάσταρδων» και με τον υποτιθέμενο ανήθικο, λιβιδινικό βίο των λαϊκών στρωμάτων· και τον βίαιο, εκθηλυμένο θάνατό τους στους δρόμους. Η ευγονική θα ζητήσει τον περιορισμό της αναπαραγωγής αυτών των εκφυλισμένων ατόμων, ομάδων, πληθυσμών, φυλών, που δήθεν στερούνταν ευφυΐα, ηθική και βούληση, ενώ το ναζιστικό καθεστώς θα φτάσει μέχρι την τελειωτική λύση.
Ωστόσο, η ευγονική δεν ήταν μια παρένθεση. Κοινωνικές ομάδες, βάσει χαρακτηριστικών όπως το φύλο, ο βίος, η φυλή, η ηλικία, η ένδυση, η ηθική, η τάξη, η εθνότητα, η παιδεία, η σεξουλικότητα, η φτώχεια, και η καύλα, νοηματοδοτήθηκαν ως «ανάξιες» και μετά τον Πόλεμο.
Ήρθε ο καιρός, λοιπόν, να γραφτεί τούτη η ιστορία που τολμά να αναστρέψει την κυρίαρχη αφήγηση, ζητώντας να τεθεί πάνω στο τραπέζι της «θεραπείας» όχι η καύλα, ως αιτία της φτώχειας, της εξάρτησης, της παραβατικότητας, της εγκληματικότητας, της ασθένειας και του βίαιου θανάτου, αλλά το ίδιο το οικονομικοκοινωνικό και πολιτικό σύστημα που σήμερα κυριαρχεί. {…}
Προσθήκες του επιμελητή:
1. Περί καύλας και διατροφής
(Η πληροφόρηση για αυτή την σημείωση προέρχεται απο το βιβλίο του Μισέλ Φουκώ «Επιτήρηση και τιμωρία» γραμμένη με δικά μου λόγια.)
Στης αρχές τις δεκαετίας του 50 στις ΗΠΑ η παραγωγικότητα της εργασίας στα εργοστάσια είχε μειωθεί, οι σύλλογοι βιομηχάνων ρώτησαν τους συμβούλους τους και αυτοί – εκτός των άλλων – είπαν ότι φταίει η συνήθεια για πρωινή διατροφή των εργαζόμενων ιδιαίτερα το μπέικον με αυγά, γιατί αυξάνει την επιθυμία για σεξ ή αυνανισμό και έτσι οι εργάτες/ες έρχονται για εργασία κουρασμένοι (κάτι σαν τους αθλητές). [*]
Πρέπει να γίνει μια πανεθνική διαφημιστική καμπάνια για να αλλάξει αυτή η συνήθεια, να γίνει κάτι σαν τους αθλητές που δεν επιτρέπεται το σεξ πριν το αγώνα. Τι προτείνετε ρώτησαν οι βιομήχανοι και οι σύμβουλοι πρότειναν τα δημητριακά κορν φλέικς ή τις νιφάδες βρόμης όχι μόνο γιατί δεν αυξάνουν τη λίμπιντο γιατί ειναι αντιαφροδισιακά άλλα είναι και πιο υγιεινά. Έτσι έγινε μια τεράστια διαφημιστική καμπάνια στις ΗΠΑ και λίγο αργότερα στην Μ. Βρετανία που καθιέρωσε για πρωινό τα Kellogg’s. Τα αποτελέσματα αυτής της καμπάνιας, δηλαδή αν μειώθηκε η πρωινή κάβλα της εργατικής τάξης δεν δημοσιεύτηκαν και δεν τα ξέρουμε.
*]σημ. Πάντως θυμάμαι στα εργοτάξια και στα γιαπιά ότι όταν εμείς οι βοηθοί δεν ήμασταν ζωηροί, με νεύρο στην δουλειά, είχε περάσει η αντίληψη ότι κάτι κάναμε το πρωί. Η συνηθισμένη φράση που μας έλεγαν τα μαστοριά ήταν, σέρνεστε ε…δεν κόβεται την πρωινή (μαλακία εννοούσαν).
Ο εφευρέτη των Kellogg’s το 1897, ο γιατρός John Harvey Kellogg ήταν υπέρ της αποχής από το σεξ και φανατικός κατά του αυνανισμού, έγραφε χαρακτηριστικά: «Ούτε η πανούκλα, ούτε ο πόλεμος, ούτε η ευλογιά έχουν δημιουργήσει καταστροφικά αποτελέσματα για την ανθρωπότητα όσο η ολέθρια συνήθεια του αυνανισμού. Ένα τέτοιο θύμα, πεθαίνει κυριολεκτικά από το χέρι του» (για την ιστορία των Kellogg’s δείτε εδώ: Πώς η εμμονή ενός γιατρού για αποχή από το σεξ δημιούργησε τα κορν φλέικς Kellogg’s).
Ένα άλλο χαρακτηριστικό παράδειγμα σαν την καμπάνια για την αλλαγή της πρωινής διατροφικής συνήθειας όπως με τα κορν φλέικς ειναι αυτό:
Κατά τη διάρκεια του 2ου παγκοσμίου πολέμου στις ΗΠΑ παρουσιάστηκε μεγάλη έλλειψη βοδινού κρέατος το οποίο το χρειάζονταν ο στρατός για κονσερβοποίηση και τροφή των στρατιωτών. Έγινε τεράστια διαφημιστική καμπάνια για να στραφεί ο αμερικάνικος πληθυσμός στο κοτόπουλο – Chicken (που ειναι και δύσκολο στο κονσερβάρισμα), έτσι στράφηκε μαζικά ο κόσμος στο κοτόπουλο, άρχισε η βιομηχανικού τύπου παραγωγή κοτόπουλων και μετά αυτό ήρθε και σε εμάς και σε όλον τον κόσμο.
2. Περί τροφής και ταξικής πάλης:
Το τι ποιότητα τροφής καταναλώνουμε εμείς (ιδίως οι χαμηλόμισθη) εργαζόμενοι/ες δεν το είχε- έχει στην ατζέντα της η ταξική πάλη των συστημικών συνδικάτων. Δεν υπήρξε – υπάρχει διεκδικητικό αίτημα για ποιότητα στην τροφή, ούτε για τα νοθευμένα τρόφιμα, ούτε για τα μεταλλαγμένα. Μόνο αιτήματα για την ακρίβεια των τροφίμων και ας τρώμε σαβούρα και δηλητήρια εμείς οι προλετάριοι/ες γιατί τα βιολογικά προϊόντα ειναι πανάκριβα. Γιαυτό θα δείτε (σε αναλογία) τα πιο παχύσαρκα παιδιά στο λεκανοπέδιο της Αττικής ειναι απο τις λαϊκές εργατικές συνοικίες.
Αυτό μου θυμίζει όταν δούλευα στο μηχανουργείο και αντί να αγωνιστούμε ενάντια στις ανθυγιεινές – μολυσμένες συνθήκες εργασίας, μας έδιναν γάλα και κάποιοι έπαιρναν ανθυγιεινό επίδομα, γιατί αυτό ζητούσαν και όχι την βελτίωση των συνθηκών εργασίας. Εγώ σαν βοηθός έπαιρνα γάλα αλλά ανθυγιεινό επίδομα δεν δικαιούμουν, λες και δεν με άγγιζε έμενα η αερόβια μόλυνση του χυτηρίου.
Επανερχόμενος στο θέμα. Το διατροφικό παίζει σημαντικότατο ρόλο στον έλεγχο του κόσμου, οι πολυεθνικές τροφίμων έχουν καταφέρει και έχουν αλλάξει τις διατροφικές συνήθειες σε παγκόσμιο επίπεδο εφαρμόζοντας με ευλάβεια το παρακάτω χορείο.
« Ελέγξτε το πετρέλαιο και θα ελέγχετε έθνη. Ελέγξτε το φαγητό και θα ελέγχετε τον κόσμο ». Χένρι Κισινγκερ 1974
Μια χούφτα πολυεθνικές εταιρείες έχουν καταφέρει να ελέγξουν την «καρδιά» του φαγητού και της ποιότητας του που βάζουμε στο καθημερινό μας τραπέζι: Τον ίδιο τον σπόρο και ως εκ τούτου την παγκόσμια γεωργική παραγωγή.
Οι χρηματιστές στον ανεπτυγμένο κόσμο τζογάρουν με τα τρόφιμα, ανεβοκατεβάζοντας τις τιμές, παίζοντας με το θεμελιώδες δικαίωμα των ανθρώπων να έχουν πρόσβαση στο φτηνό και υγιεινό φαγητό. Την ίδια στιγμή σχεδόν ένα δισεκατομμύριο άνθρωποι σε όλο τον κόσμο υποσιτίζονται και 25.000 πεθαίνουν κάθε μέρα από πείνα.
Μήπως η Γη αδυνατεί πλέον να θρέψει τους κατοίκους της; Τα στοιχεία δείχνουν το αντίθετο! Η κρίση των τροφίμων, όπως θα περάσει στην ιστορία, συμβαίνει την στιγμή που ο πλανήτης παράγει περισσότερο φαγητό από ποτέ. Το «Πεθαίνοντας στην Αφθονία» ξεδιπλώνει μπροστά σας το βασίλειο του Παραλόγου, τις διαπλοκές ενός συστήματος, στο οποίο υπάρχει μεν επάρκεια φαγητού, αλλά είναι τόσο ακριβό που οι φτωχοί δεν μπορούν να το αγοράσουν. (περισσότερα εδώ: Όψεις του σύγχρονου ολοκληρωτισμού: Β’ έλεγχος της διατροφής)
Σημ. Δυστυχώς εκτός απο τα παρακάτω δεν έχω τα υπόλοιπα βιβλία σε pdf

