Επιμέλεια δημοσίευσης: Γιώργος Μεριζιώτης
Πειράματα εργατικής και κοινωνικής αυτοδιαχείρισης τον 19ο αιώνα(1)
Του Μάρτιν Μπούμπερ (2)

{…} Με την ίδια υπεραπλούστευση με την οποία χαρακτήρισαν τους πρώτους σοσιαλιστές «ουτοπικούς», οι άνθρωποι ονόμασαν τα δυο μεγάλα κύματα του συνεταιριστικού κινήματος που αναστάτωσαν το μεγαλύτερο κομμάτι της εργατικής τάξης στην Αγγλία και στη Γαλλία το 1830 και το 1848 «ρομαντικά»- απολύτως αδικαιολόγητα, αφού η λέξη σημαίνει ονειροπόληση και εξωπραγματική οπτική.
Τα κύματα αυτά ήταν έκφραση των βαθιών κρίσεων που συνόδευσαν την εκμηχάνιση της νεοτερικής οικονομίας, όπως ήταν και τα καθαυτό πολιτικά κινήματα: ο Χαρτισμός στην Αγγλία και οι δυο επαναστάσεις στη Γαλλία. Αλλά, σε αντιδιαστολή προς τα πολιτικά κινήματα, που ήθελαν ν’ αλλάξουν ολόκληρη την ιεραρχία της εξουσίας, τα συνεταιριστικά κινήματα θέλησαν να ξεκινήσουν με τη δημιουργία της κοινωνικής πραγματικότητας, που χωρίς αυτήν κανένα μαγείρεμα των νομικών σχέσεων δεν μπορεί ποτέ να οδηγήσει στον σοσιαλισμό.
Κατηγορήθηκαν ότι υπερτίμησαν τον ρόλο του ανθρώπου στον επιθυμητό μετασχηματισμό και υποτίμησαν τον ρόλο των περιστάσεων αλλά δεν μπορείς να μετρήσεις τις δυνατότητες του ανθρώπου σε μια δεδομένη κατάσταση που πρέπει ν’ αλλάξει, παρεκτός αν απαιτήσεις το εξαιρετικό. Οι «ηρωικές» μορφές του συνεταιριστικού κινήματος αξίωσαν απ’ τα μέλη τους μια πίστη και μιαν αυτοθυσία που, μακροπρόθεσμα τουλάχιστον, τους ήταν αδύνατον να έχουν αλλά αυτό καθόλου δεν αποδεικνύει ότι πίστη και αυτοθυσία, που υπάρχουν κατά τις εξαιρετικές στιγμές πολιτικής αναταραχής, δεν μπορούν να υπάρξουν σε ικανοποιητικό βαθμό στην καθημερινή οικονομική ζωή.
Είναι εύκολο να χλευάσουμε και να πούμε ότι οι ιδρυτές των ηρωικών συνεταιριστικών κινημάτων «έβαλαν τον ιδεώδη άνθρωπο στη θέση του πραγματικού ανθρώπου»· αλλά ο «πραγματικός» άνθρωπος προσεγγίζει πολύ τον «ιδεώδη» ίσα ίσα όταν αναμένεται να εκπληρώσει καθήκοντα που τον ξεπερνούν, ή που νομίζει ότι τον ξεπερνούν δεν αληθεύει μόνο. για το άτομο το ότι «αίρεται στο ύψος των ανώτερων επιδιώξεών του». Και τέλος, αυτό εξαρτάται από τον σκοπό, την συνειδητοποίηση του και τη θέληση να τον πετύχουμε.
Η ηρωική εποχή του σύγχρονου συνεταιρισμού απέβλεπε στον μετασχηματισμό της κοινωνίας, η εποχή της τεχνικής αποβλέπει ουσιαστικά στην οικονομική επιτυχία κάθε κεχωρισμένου συνεταιριστικού εγχειρήματος. Το πρώτο απέτυχε, αλλά αυτό δεν καταδικάζει τον σκοπό ούτε και τον δρόμο προς αυτόν το δεύτερο έχει να επιδείξει μεγάλες επιτυχίες, οι οποίες όμως καθόλου δεν φαίνεται να είναι στάδια στον δρόμο προς τον σκοπό. Ενας υποστηρικτής του γραφειοκρατικοποιημένου συνεταιριστικού κινήματος λέει τα εξής για τις απαρχές του: «Ας θαυμάσουμε ιδιαίτερα εκείνες τις ταπεινές και πιστές -ψυχές που τις καθοδηγούσε ο αναμμένος πυρσός των κοινωνικών πεποιθήσεων… Αλλά ας αναγνωρίσουμε ότι ο ηρωισμός δεν αποτελεί από μόνος του μια ψυχική κατάσταση κατάλληλη για να φέρει οικονομικά αποτελέσματα». Πράγματι- αλλά ας αναγνωρίσουμε και ότι τα οικονομικά αποτελέσματα δεν είναι από μόνα τους κατάλληλα για να φέρουν την αναδιάρθρωση της ανθρώπινης κοινωνίας.
Όσον αφορά στις τρεις κύριες μορφές συνεταιρισμού (ξέχωρα από τους πιστωτικούς συνεταιρισμούς), ήτοι καταναλωτικούς συνεταιρισμούς, παραγωγικούς συνεταιρισμούς και γενικούς συ νεταιρισμούς που βασίζονται στην ένωση παραγωγής και κατανάλωσης, ας παραθέσουμε λίγες ημερομηνίες από τις δυο εποχές του κινήματος. Εποχή του 1830: το 1827 ιδρύθηκε ο πρώτος αγγλικός καταναλωτικός συνεταιρισμός με την σύγχρονη έννοια υπό την επιρροή των ιδεών του δρ. Ουίλιαμ Κινγκ το 1832 στήθηκε ο πρώτος γαλλικός παραγωγικός συνεταιρισμός σύμφωνα με τα σχέδια του Μπουσέζ· στο ενδιάμεσο, ήταν οι πειραματικές «αποικίες» του Όουεν και των οπαδών του: το πείραμα της Αμερικής και τα πειράματα της Αγγλίας. ;
Εποχή του 1848: πρώτα ο καταναλωτικός συνεταιρισμός των υφαντών του Ρόχνταιηλ, κατόπιν τα «εθνικά εργαστήρια» του Λουί Μπλαν και τα τοιαύτα, τέλος, σαν παρωδία, η κωμικοτραγική «Ικαρία» του Καμπέ (που ήταν γνήσιος ουτοπικός με την αρνητική έννοια, κατασκευαστής κοινωνιών με απόλυτη άγνοια των ανθρώπων) στις όχθες του Μισισιπή. Θα πούμε γι’ αυτές τις απόπειρες πραγμάτωσης του «ουτοπικού» σοσιαλισμού μόνον όσα χρειάζεται για τους σκοπούς τού βιβλίου μας.
Ο Κινγκ και ο Μπουσέζ ήταν γιατροί και, σε αντίθεση προς τον Όουεν -που είχε θέσει για βασικό σκοπό της ζωής του τον πόλεμο εναντίον της θρησκείας- ήταν πιστοί χριστιανοί, Προτεστάντης ο μεν, Καθολικός ο δε. Αυτό έχει την σημασία του. Για τον Όουεν, ο σοσιαλισμός ήταν καρπός του λογικού, για τους Κινγκ και Μπουσέζ ήταν η πραγμάτωση των διδαχών του χριστιανισμού στον χώρο της δημόσιας ζωής. Και οι δυο, όπως λέει ο Μπουσέζ, έκριναν πως είχε έρθει η ώρα «να πλάσουν από τις διδαχές του χριστιανισμού κοινωνικούς θεσμούς». Αυτό το βασικό θρησκευτικό αίσθημα επηρέασε βαθιά την συνολική οπτική και των δυο- στον Κινγκ, που συμπαθούσε τους Κουάκερους και συ νεργάστηκε μαζί τους, επηρέασε τον τόνο των λεγομένων του: παντού νιώθουμε την απτή, άμεση, βαθιά μέριμνα για τους συνανθρώπους του, για τη ζωή και την ψυχή τους.
Δικαιολογημένα ονόμασαν τον Κινγκ στον καιρό του – πριν πέσει στη λησμονιά – πρώτο και μεγαλύτερο άγγλο θεωρητικό του συνεταιριστικού κινήματος. Αλλά πέρα και πάνω απ’ αυτό είχε το χάρισμα να μιλάει απλά και να δείχνει σ’ όλους την ουσιώδη φύση των πραγμάτων για τα οποία μιλούσε. Σ’ ολόκληρη την γραμματεία των συνεταιρισμών δεν γνωρίζω κείμενο που να δίνει την εντύπωση συνάμα του «λαϊκού» και του «κλασικού» όσο τα είκοσι οχτώ τεύχη του περιοδικού The Co–operator, που έγραφε και εξέδιδε ο Κινγκ κατά τα έτη 1828 με 1832 για να εκπαιδεύσει όσους διέδιδαν τις ιδέες του. Είχε ένα βάθος και μια σαφήνεια κοινωνικής αντίληψης που δεν είχε κανένας άλλος συγκαιρινός του, με εξαίρεση τον πιο επιστημονικό, μα και πιο αφηρημένο, Ουίλιαμ Τόμσον. Ξεκινά απ’ τη δουλειά, «τη ρίζα του δένδρου, ανεξάρτητα από το ύψος στο οποίο τελικά θα φτάσει».
Η δουλειά είναι «από την άποψη αυτήν τα πάντα». Η εργατική τάξη «κατέχει μονοπωλιακά το αγαθό αυτό». Καμία εξουσία πάνω στη γη δεν μπορεί να της το πάρει, γιατί όλες οι εξουσίες είναι «μόνο και μόνο η εξουσία να διευθύνουν την εργασία της εργατικής τάξης». Από τους εργάτες λείπει το κεφάλαιο, δηλαδή, τα μηχανήματα και η δυνατότητα να συντηρούνται όσο δουλεύουν τα μηχανήματα. Αλλά «όλο το κεφάλαιο έχει δημιουργηθεί από εργασία» και δεν είναι «τίποτε από μόνο του». Για να είναι παραγωγικό, πρέπει να ενωθεί με την εργασία. Η ένωση αυτή επιτυγχάνεται τώρα, που το κεφάλαιο «αγοράζει και πουλάει τον εργάτη σαν ζώο».
Η αληθινή ένωση, «η φυσική συμμαχία», μπορεί να έλθει μόνο από την ίδια την εργατική τάξη —αλλά η εργατική τάξη δεν το ξέρει. Μοναδική της ελπίδα για να το πετύχει είναι να ενωθούν οι εργάτες, να συνεταιριστούν, να δημιουργήσουν από κοινού κεφάλαιο, να γίνουν ανεξάρτητοι. Ο Κινγκ εκφράζει με πάθος τη σκέψη που είχε ήδη διατυπώσει πριν απ’ αυτόν ο Τόμσον, δηλαδή ότι ο συνεταιρισμός είναι η μορφή παραγωγής που προσιδιάζει στην εργασία. «Μόλις οι εργάτες ενωθούν με βάση την αρχή της εργασίας αντί την αρχή του κεφαλαίου, θα σαρώσουν τα πάντα… και είναι κρίμα, γιατί η σκόνη θα τυφλώσει και μερικά αφεντικά». Αν οι εργάτες ενωθούν, θ’ αποκτήσουν τα εργαλεία που χρειάζονται – τα μηχανήματα – και θα γίνουν, στους συνεταιρισμούς τους, οι ίδιοι υποκείμενο της παραγωγής. Αλλά μπορούν ν’ αποκτήσουν και γη. Ο Κινγκ λέει ξεκάθαρα ότι θεωρεί τους καταναλωτικούς συνεταιρισμούς μόνον ένα ξεκίνημα, ότι ο στόχος του, όπως και του Τόμσον, είναι ο γενικός συνεταιρισμός. Μόλις φτάσει να διαθέτει αρκετό κεφάλαιο, η συνεταιριστική «εταιρεία θα μπορεί ν’ αγοράσει γη, να ζει σ’ αυτήν, να την καλλιεργεί και να παράγει ό,τι αγαπά, κι έτσι να καλύπτει όλες τις ανάγκες διατροφής, ένδυσης και στέγασης των μελών της. Τότε η εταιρεία θα ονομαστεί κοινότητα».
Ο Κινγκ καλεί τα συνδικάτα ν’ αγοράσουν με τις οικονομίες τους γη και να εγκαταστήσουν σ’ αυτήν τα άνεργα μέλη τους, δημιουργώντας έτσι κοινότητες, που θα παράγουν κυρίως για να καλύπτουν τις ανάγκες τους. Οι κοινότητες αυτές θ’ αγκαλιάσουν όχι μόνο τα ειδικά ενδιαφέροντα και λειτουργίες των μελών τους, μα και τη ζωή τους, στο μέτρο που θέλουν και μπορούν να ζουν από κοινού. Αλλά η κοινότητα ζωής, κι αν ακόμα μπορεί να πραγματοποιηθεί πλήρως μόνο στον γενικό συνεταιρισμό, θα μπορούσε δυνητικά ήδη να υπάρξει στις σχέσεις μεταξύ των μελών του καταναλωτικού συνεταιρισμού. Ο Κινγκ έχει στο μυαλό του όχι μια φτενή απρόσωπη αλληλεγγύη, αλλά μια προσωπική σχέση, γενικά λανθάνουσα κι ωστόσο έτοιμη ανά πάσα στιγμή να εκδηλωθεί, μια «συμπάθεια που θα αποκτήσει καινούρια εναργητικότητα και θα φτάσει τελικά να γίνει ενθουσιασμός». Συνεπώς, γίνονται δεκτά μόνο μέλη ικανά για μια τέτοια σχέση.
Ο βασικός νόμος του συνεταιρισμού σημαίνει, για τον Κινγκ, την εγκαθίδρυση γνήσιων σχέσεων μεταξύ των ανθρώπων. «Όταν ένας άνθρωπος μπαίνει σε μια συνεταιριστική εταιρεία, αποκτά καινούρια σχέση με τους συνανθρώπους του- και η σχέση αυτή αμέσως επικυρώνεται ηθικά και θρησκευτικά». Βέβαια, αυτό το ιδεώδες, αυτή η «ηρωική» απαίτηση δεν τηρήθηκε κατά τα επόμενα χρόνια, όταν τα μέλη του συνεταιρισμού αυξήθηκαν και ο συνεταιρισμός εκμηχανίστηκε και γραφειοκρατικοποιήθηκε· αλλά αν δούμε τα πράγματα από την σκοπιά της αναδιάρθρωσης της κοινωνίας, αυτό ακριβώς είναι το αίτιο της ανεπάρκειας των «επί μέρους» συνεταιρισμών.
Όταν ο Ουίλιαμ Κινγκ σταμάτησε την έκδοση του περιοδικού του το 1830, είχαν ήδη δημιουργηθεί τριακόσιες εταιρείες υπό την επιρροή της διδασκαλίας του. Αυτές, κατά το μεγαλύτερο μέρος τους, ήταν βραχύβιες, επειδή επικρατούσε μέσα τους το «εγωιστικό πνεύμα», όπως είπε ένας ηγέτης τους στο συνέδριο του 1832. Το κρίσιμο στάδιο των συνεταιρισμών καταναλωτικής βάσης άρχισε το 1844, όταν στην σοβαρή βιομηχανική κρίση που έπληξε για μιαν ακόμα φορά την Αγγλία λίγο μετά την ήττα μιας απεργίας, μια μικρή ομάδα υφαντών και αντιπροσώπων άλλων κλάδων συναντήθηκαν στο Ρόχνταιηλ και αναρωτήθηκαν: «Τι να κάνουμε για να γλιτώσουμε από την αθλιότητα;» Αρκετοί σκέφτηκαν ότι πρέπει ο καθένας να δοκιμάσει μόνος του την τύχη του —και πράγματι αυτό είναι σωστό σ’ όλες τις περιστάσεις, γιατί χωρίς αυτό τίποτε ποτέ δεν μπορεί να πετύχει· μόνο που πρέπει ο καθένας να ξέρει πως είναι απλώς ένα κομμάτι αυτού που πρέπει να γίνει, αλλά σημαντικό κομμάτι. Και επειδή δεν το ήξεραν αυτό, πρότειναν να παραιτηθούν από τις απολαύσεις του αλκοόλ, και φυσικά δεν έπεισαν τους συντρόφους τους. (Πόσο σημαντική, παρ’ όλ’ αυτά, φάνηκε η πρόταση μπορούμε να το δούμε από το γεγονός ότι, αργότερα, στο καταστατικό των «Ισότιμων πρωτοπόρων του Ρόχνταιηλ», αναγραφόταν στην ημερησία διάταξη της εταιρείας η ανέγερση ενός ξενοδοχείου Αποχής από το αλκοόλ).
Και πάλι υπήρξαν ορισμένοι, μέλη του Χαρτιστικού κινήματος που στόχο είχε ν’ αλλάξει το σύνταγμα και να καταλάβει την εξουσία, οι οποίοι πρότειναν να αναλάβουν πολιτική δράση ώστε να κατακτήσουν οι Εργατικοί ό,τι τους πρέπει από νομοθετική εξουσία- αλλά το κίνημα είχε αρχίσει να φθίνει κι αυτοί είχαν μάθει ότι, παρ’ όλο που ο πολιτικός αγώνας είναι αναγκαίος, δεν είναι και αρκετός. Ορισμένοι οπαδοί του Όουεν, που ήταν παρόντες, διακήρυξαν ότι δεν υπήρχε πια γι’ αυτούς ελπίδα στην Αγγλία και ότι έπρεπε να μεταναστεύσουν και να στήσουν μια καινούρια ζωή στην αλλοδαπή (πιθανόν σκέφτονταν καινούριες πειραματικές αποικίες στην Αμερική)· αλλά κι αυτό απορρίφθηκε, γιατί η κυρίαρχη αίσθηση ήταν: «να κάνουμε» σημαίνει να κάνουμε εδώ, σημαίνει να μη το βάλουμε στα πόδια μπροστά στην κρίση, αλλά να την αντέξουμε με όση δύναμη έχουμε. Η δύναμη αυτή ήταν μικρή, κι ωστόσο μερικοί υφαντές, εξοικειωμένοι με τις διδαχές του Ουίλιαμ Κινγκ, επισήμαναν ότι, αν ένωναν όλοι τις δυνάμεις τους, θα δημιουργούσαν πιθανόν μια δύναμη με την οποία θα μπορούσαν κάτι να κάνουν. Έτσι, αποφάσισαν να «συνεταιριστούν».
Τα καθήκοντα που όρισε στον εαυτό της η εταιρεία ήταν πολύ υψηλά, αλλά δεν πρέπει να καταλογίσουμε στους συντάκτες του καταστατικού καλπάζουσα φαντασία. Τα καθήκοντα ταξινομήθηκαν σε τρία στάδια. Το πρώτο, ο καταναλωτικός συνεταιρισμός, θεωρήθηκε ότι μπορούσε να οργανωθεί ευθύς. Το δεύτερο, ο παραγωγικός συνεταιρισμός, που θα περιλάμβανε το κτίσιμο σπιτιών για τα μέλη, την από κοινού παραγωγή εμπορευμάτων και την από κοινού καλλιέργεια χωραφιών από άνεργους συντρόφους, ήταν κι αυτό μια προοπτική του όχι πολύ μακρινού, αν και όχι του άμεσου μέλλοντος.
Το τρίτο στάδιο, η συνεταιριστική αποικία, ήταν ακόμα πιο απόμακρο, εξ αιτίας του όρου «μόλις είναι εφικτό»: «μόλις είναι εφικτό η εταιρεία θα προχωρήσει στη διευθέτηση των εξουσιών παραγωγής, διανομής, εκπαίδευσης και διακυβέρνησης- ή, μ’ άλλα λόγια, θα ιδρύσει μιαν αυτάρκη αποικία ενιαίων συμφερόντων ή θα βοηθήσει άλλες εταιρείες να ιδρύσουν παρόμοιες αποικίες». Είναι εκπληκτικό πώς η πρακτική διαίσθηση των υφαντών του Ρόχνταιηλ έπιασε τα τρία ουσιώδη πεδία του συνεταιρισμού. Στο πρώτο πεδίο, τον καταναλωτικό συνεταιρισμό, οι απλές και αποτελεσματικές τους μέθοδοι (λόγου χάρη, η διανομή των κερδών στα μέλη ανάλογα με τον σχετικό όγκο των αγορών τους αποδείχθηκε ιδιαίτερα επιτυχής) χάραξαν ένα καινούριο μονοπάτι. Στο πεδίο της παραγωγής, έκαναν αρκετές προόδους με αυξανόμενη επιτυχία, ιδίως στο άλεσμα των σιτηρών, αλλά και στο πεδίο της νηματουργίας και της ύφανσης- ωστόσο είναι χαρακτηριστικό του όλου προβλήματος (που θα το εξετάσουμε αργότερα) της συνεταιριστικής δραστηριότητας στην παραγωγή ότι, στα ατμοκίνητα νηματουργεία που κατασκεύασαν οι Ισότιμοι πρωτοπόροι.
Μόνον οι μισοί εργάτες ήταν μέλη της εταιρείας, και συνεπώς μέτοχοι, και ότι αυτοί αμέσως εφάρμοσαν την αρχή να ανταμείβουν την εργασία με μισθό αλλά να διανέμουν τα κέρδη αποκλειστικά μεταξύ των μετόχων, «επιχειρηματιών και ιδιοκτητών της επιχείρησης», όπως παρατηρεί στη μονογραφία του για τους Πρωτοπόρους ο σημαντικός συνεταιριστής Βικτόρ Αιμέ Υμπέρ, που επανειλημμένα επισκέφτηκε το Ρόχνταιηλ κατά τα πρώτα βήματά του. Δεν έφτασαν, ωστόσο, στο τρίτο, το μεγαλύτερο και αποφασιστικό έργο: στην πραγματοποίηση της συνεταιριστικής αποικίας που βασιζόταν στον συνδυασμό παραγωγής και κατανάλωσης.
Αξίζει να προσέξουμε ιδιαίτερα ένα στοιχείο του συνεταιρισμού του Ρόχνταιηλ. Τον συνεταιρισμό των συνεταιρισμών, την συνεργασία των διάφορων συνεταιριστικών ομάδων και θεσμών, τον οποίο επιχείρησαν οι ίδιοι οι «Πρωτοπόροι» και αργότερα επεκτάθηκε και σε άλλους. «Η αρχή του φεντεραλισμού [ομοσπονδισμού]», λέει ο Ρουμάνος μελετητής Μλάντενατς στο έργο του Ιστορία των συνεταιριστικών θεωριών, που βασίζεται προφανώς στον Προυντόν, «απορρέει φυσικότατα από την ιδέα που αποτελεί το θεμέλιο του συνεταιριστικού συστήματος.
Όπως ακριβώς η συνεταιριστική εταιρεία ενώνει ανθρώπους για να ικανοποιήσουν από κοινού ορισμένες ανάγκες, έτσι τα διάφορα συνεταιριστικά κύτταρα ενώνονται μεταξύ τους εφαρμόζοντας την αρχή της αλληλεγγύης για την από κοινού άσκηση ορισμένων λειτουργιών, ιδίως της παραγωγής και της προσφοράς». Εδώ συναντούμε πάλι την βασικότατη αρχή της αναδιάρθρωσης, μολονότι φυσικά οι καταναλωτικές ενώσεις σαν τέτοιες, δηλαδή οι συνεταιρισμοί που συνδυάζουν μόνον ορισμένα συμφέροντα των ανθρώπων αλλά όχι και τις ζωές των ανθρώπων, δεν φαίνονται κατάλληλοι για να χρησιμεύσουν ως κύτταρα μιας καινούριας κοινωνικής δομής.
Ο σύγχρονος καταναλωτικός συνεταιρισμός, που έχει γίνει σημαντική πραγματικότητα στην οικονομική ζωή της εποχής μας, απορρέει από τις ιδέες του «ουτοπικού» σοσιαλισμού. Στα σχέδια του Ουίλιαμ Κινγκ υπάρχει μια ευκρινέστατη τάση να φτάσει στην μεγάλη σοσιαλιστική πραγματικότητα μέσα από την δημιουργία μικρών σοσιαλιστικών πραγματικοτήτων, που διαρκώς επεκτείνονται και ομοσπονδοποιούνται. Αλλά ο Κινγκ αναγνώρισε συγχρόνως, και διαυγέστατα, τη φύση της τεχνολογικής επανάστασης που είχε ξεκινήσει στον καιρό του. Αναγνώρισε την καίρια σημασία της μηχανής και την ενέκρινε· απέρριψε όλες τις επιθέσεις στις μηχανές και τις χαρακτήρισε «τρέλα και έγκλημα».
Αλλά αναγνώρισε και ότι οι εφευρέτες, που είναι κι αυτοί εργάτες, καταστρέφουν με τις «θαυμάσιες εφευρέσεις» τους τον εαυτό τους και τους συντρόφους τους, επειδή «πουλώντας τις εφευρεθείς αυτές στ’ αφεντικά τους δουλεύουν εναντίον του εαυτού τους αντί να τις κρατήσουν στα χέρια τους και να τις εκμεταλλευτούν δουλεύοντας τες αυτοί οι ίδιοι». Γι’ αυτό, βέβαια, είναι απαραίτητο να συνεταιριστούν οι εργάτες σε εταιρείες. «Οι εργάτες έχουν εφευρετικότητα για να φτιάξουν όλα τα μηχανήματα του κόσμου, αλλά δεν έχουν ακόμα την εφευρετικότητα να τα βαλουν να δουλέψουν για λογαριασμό τους. Δεν θα πρέπει ν’ αργήσει να ξυπνήσει μέσα τους κι αυτή η δεύτερη εφευρετικότητα». Συνεπώς η συνεταιριστική οργάνωση της κατανάλωσης είναι, για τον Κινγκ, μόνον ένα βήμα προς την συνεταιριστική οργάνωση της παραγωγής, μα αυτό με τη σειρά του είναι μόνον ένα βήμα προς την συνεταιριστική οικοδόμηση της ζωής στο σύνολο της.
Στα εκατό πρώτα χρόνια της ζωής του ο καταναλωτικός συνεταιρισμός κατέκτησε μεγάλο μέρος του πολιτισμένου κόσμου, δίχως όμως να εκπληρώσει ως τώρα τις ελπίδες που έθρεφε ο Κινγκ για την εσωτερική του ανάπτυξη. Οι καταναλωτικές εταιρείες ενδέχεται σε πολλούς τόπους, και μερικές φορές σε μεγάλη έκταση να στράφηκαν στην παραγωγή για τις ανάγκες τους, και υπάρχει, όπως σωστά τονίζει ο Φριτς Ναφταλί, μια τάση να διεισδύσουν ολοένα και πιο βαθιά στην παραγωγή και να την οδηγήσουν στην κατεύθυνση της «βασικής» παραγωγής. Αλλά δεν έχουμε φτάσει καθόλου πιο κοντά σε μιαν οργανική συμμαχία παραγωγής και κατανάλωσης, σε μια περιεκτική κοινοτική μορφή, μολονότι έχουμε ήδη αξιοσημείωτα παραδείγματα μεγάλων καταναλωτικών εταιρειών – ή ομάδων εταιρειών για μεμονωμένους παραγωγικούς κλάδους – που οργανώνονται σε παραγωγικούς συνεταιρισμούς, ή αφομοιώνουν ήδη υπάρχοντες· αλλά πρόκειται εδώ μόνο για τεχνική οργάνωση, και όχι για την υλοποίηση της γνήσιας συνεταιριστικής σκέψης.
Και εξ ίσου λίγο έχει διατηρήσει έναν γνήσια ομοσπονδιακό χαρακτήρα η συνομοσπονδία τοπικών εταιρειών, ακόμα κι όταν η συνένωσή τους έχει γίνει σε μεγάλη κλίμακα- στις περιπτώσεις αυτές, οι μικρές εταιρείες, όπως έχει αναφερθεί εδώ και μερικές δεκαετίες, έχουν κατά κύριο λόγο μετατραπεί από ανεξάρτητες εστίες κοινωνικής αλληλεγγύης σε απλά όργανα με μέλη, και τα καταστήματά τους σε απλούς κλάδους της συνολικής οργάνωσης. Τα τεχνολογικά πλεονεκτήματα μιας τέτοιας συγκέντρωσης είναι προφανή· το κακό είναι ότι δεν υπήρξε αυθεντία που να προσπαθήσει να σώσει όσην αυτονομία των μεμονωμένων εταιρειών συμβιβαζόταν με τις τεχνολογικές απαιτήσεις, καίτοι οι άνθρωποι προσπάθησαν σε ορισμένες περιπτώσεις – στην Ελβετία, λόγου χάρη – να αντισταθμίσουν με σχεδιασμένη αποκέντρωση την σταδιακή απώλεια της «ψυχής» και της ουσίας των εταιρειών.
Αλλά κατά το μεγαλύτερο μέρος, η λειτουργία των μεγάλων συνεταιριστικών ιδρυμάτων μοιάζει ολοένα περισσότερο με την λειτουργία των κεφαλαιοκρατικών ιδρυμάτων, και η γραφειοκρατική αρχή έχει εντελώς αποδιώξει, σε πολλές περιπτώσεις, την εθελοντική αρχή, που θεωρούνταν κάποτε το πιο πολύτιμο και απαραίτητο κτήμα του συνεταιριστικού κινήματος. Αυτό είναι ιδιαίτερα σαφές σε χώρες στις οποίες οι καταναλωτικές εταιρείες συνεργάστηκαν ολοένα περισσότερο με το κράτος και τους δήμους, και ο Κάρολος Ζιντ δεν έπεφτε και πολύ έξω όταν μας θύμισε τον μύθο του λύκου που μεταμφιέστηκε σε τσομπάνη και εξέφρασε τον φόβο ότι, αντί να κάνουμε το κράτος «συνεταιριστικό», θα πετύχουμε μόνο να κάνουμε τον συνεταιρισμό «κρατικό». Γιατί το πνεύμα της αλληλεγγύης μπορεί αληθινά να παραμείνει ζωντανό μόνον εφ’ όσον υπάρχει μεταξύ των ανθρώπων μια ζωντανή σχέση.
Ο Ταίνις έκρινε ότι, κατά την μετάβασή τους προς την από κοινού αγορά και κατόπιν προς την παραγωγή για τις ανάγκες τους, οι καταναλωτικές εταιρείες θα «έστηναν τα θεμέλια μιας οικονομικής οργάνωσης που θα εναντιωνόταν ανοιχτά στην υπάρχουσα κοινωνική τάξη πραγμάτων» και ότι θεωρητικά «ο κεφαλαιοκρατικός κόσμος, ως συνέπεια αυτού, θα εξαρθρωνόταν». Αλλά η «θεωρία» δεν μπορεί ποτέ να γίνει πραγματικότητα όσο οι μορφές ζωής του καπιταλισμού διαποτίζουν την συνεταιριστική δραστηριότητα.
Ο Μπουσέζ, που ήρθε λίγο μετά τον Κινγκ και σχεδίασε και ενέπνευσε την ίδρυση των παραγωγικών συνεταιρισμών στη Γαλλία, είναι κι αυτός κατά βάθος «ουτοπικός» σοσιαλιστής. «Η κομμουνιστική μεταρρύθμιση που κυκλοφορεί παντού στην ατμόσφαιρα», γράφει στο περιοδικό του L’ Europeén το 1831, «θα πρέπει να συμπληρωθεί με την ένωση των εργατών». Για τον Μπουσέζ – που, μολονότι Καθολικός, φοίτησε στη σχολή του Σαιν-Σιμόν όπου συμπάθησε τον ριζοσπάστη σοσιαλιστή Μπαζάρ – η παραγωγή είναι το παν και η οργάνωση της κατανάλωσης ούτε καν ένα στάδιο. Κατά τη γνώμη του, ο παραγωγικός συνεταιρισμός – και, αφού καταλαβαίνει λιγότερο από τον Κινγκ τις τεχνολογικές εξελίξεις, εννοεί χειρώνακτες εργάτες και όχι σύγχρονους εργάτες βιομηχανίας- οδηγεί κατ’ ευθείαν στην σοσιαλιστική τάξη πραγμάτων. «Οι εργάτες ενός κλάδου ενώνονται, βάζουν κάτω τις οικονομίες τους, κάνουν ένα δάνειο, παράγουν όσο καλύτερα νομίζουν, ξεπληρώνουν το δανεισμένο κεφάλαιο με μεγάλες στερήσεις, εξασφαλίζουν οτι ο καθένας παίρνει ίση πληρωμή κι αφήνουν τα κέρδη στο κοινό ταμείο με αποτέλεσμα το συνεργατικό εργοστάσιο να γίνει μια μικρή βιομηχανική κοινότητα».
Μια μικρή βιομηχανική κοινότητα: εδώ ο Μπουσέζ πλησιάζει την ιδέα του Κινγκ οτι μια εταιρεία απορεί να γίνει κοινότητα, μόνο που πρόωρα αποδίδει αυτόν τον χαρακτήρα στον παραγωγικό συνεταιρισμό σαν τέτοιον ενω ο Κινγκ, με την βαθύτερη διαίσθησή του, έβλεπε μια τέτοια δυνατότητα μόνο για τον ολικό συνεταιρισμό. Ο Μπουσεζ καταλήγει στην απλή, πάρα πολύ απλή διατύπωση: «Ας το κάνουν αυτό όλοι οι εργάτες, και το κοινωνικό πρόβλημα θα λυθεί». Ήξερε πολύ καλά ότι αυτό δεν έλυνε καθόλου το μεγάλο πρόβλημα της ιδιοκτησίας της γης, και για τούτο επινόησε το συμπληρωματικό σύνθημα: «Η γη στους αγρότες, το εργοστάσιο στους εργάτες» δίχως να καταλάβει σωστά και στο βάθος του το πρόβλημα της κοινωνικής μεταρρύθμισης της γεωργίας- δεν κατάλαβε το πρόβλημα της δημουργίας του ολικού συνεταιρισμού, το σημαντικότατο ποόβλημα της ανοικοδόμησης της κοινωνίας, που το είχε καταλάβει ο Κινγκ.
Από την άλλη μεριά, ο Μπουσεζ διέκρινε εξαιρετικά καθαρά τους περισσότερους κινδύνους που απειλούν τον σοσιαλιστικό χαρακτήρα του παραγωγικού συνεταιρισμού από τα έσω, και κυρίως την ολοένα αυξανόμενη διαφοροποίηση στο εσωτερικό του συνεταιρισμού κατά τα πρώτα του στάδια ανάμεσα στους συντρόφους που τον ίδρυσαν και τους εργάτες που ήρθαν μετά μια διαφοροποίηση που βάζει στον συνεταιρισμό, μολονότι υποστηρίζει με σθένος τον σοσιαλισμό, την αναμφισβήτητη σφραγίδα της ένταξής του στην κεφαλαιοκρατική τάξη πραγμάτων.
Για να εξαλείψει τον κίνδυνο αυτόν, ο Μπουσεζ έλαβε δυο αντίμετρα στο τροποποιημένο πρόγραμμα που δημοσίευσε έπειτα από τις πρώτες του πρακτικές εμπειρίες του 1831: πρώτον, το «κοινωνικό κεφάλαιο» που θα αυξάνει κάθε φορά με την προσθήκη του ενός πέμπτου των κερδών, θα μένει αναπαλλοτρίωτη, εξ αδιαιρέτου ιδιοκτησία της εταιρείας, η οποία κηρύσσεται άλυτη και διαρκώς ενισχύεται αποκτώντας καινούρια μέλη και δεύτερον, η εταιρεία δεν θα μισθώνει εξωτερικούς εργάτες ως μισθωτούς για περισσότερο από ένα έτος, και κατόπιν θα είναι υποχρεωμένη να δέχεται καινούριους συντρόφους ανάλογα με τις απαιτήσεις της (σ’ ένα πρότυπο συμβόλαιο που δημοσιεύτηκε το 1840 στην εφημερίδα των μπουσεζικών L’ Atelier, το έτος περιορίστηκε σε μια δοκιμαστική περίοδο τριών μηνών). Για το πρώτο από τα σημεία αυτά, ο Μπουσέζ λέει ότι, αν παραμερίσουμε αυτό το κεφάλαιο, η εταιρεία «θα μοιάζει με όλες τις άλλες εμπορικές εταιρείες· θα είναι επωφελής μόνο στους ιδρυτές και επιζήμια σε όλους όσοι δεν συμμετείχαν από την αρχή, γιατί στα χέρια των πρώτων θα γίνει τελικά ένα όργανο εκμετάλλευσης».
Όπως σωστά ειπώθηκε, το πρόγραμμα αυτό αποσκοπούσε στη δημιουργία ενός κεφαλαίου, που θα απορροφούσε τελικά «το βιομηχανικό κεφάλαιο ολόκληρης της χώρας και θα απαλλοτρίωνε έτσι όλα τα παραγωγικά μέσα δια μέσου των εργατικών συνεταιρισμών». Συναντούμε κι εδώ αυτό το «ουτοπικό» στοιχείο· αλλά, ποιο είναι, σε τελευταία ανάλυση, πιο πρακτικό: να προσπαθήσεις να δημιουργήσεις την κοινωνική πραγματικότητα δια μέσου της κοινωνικής πραγματικότητας, με τα δικαιώματά της να διαφυλάσσονται και να επεκτείνονται με πολιτικά μέσα, ή να προσπαθήσεις να την δημιουργήσεις μόνο με το μαγικό ραβδί της πολιτικής;
Όπως είναι φυσικό, πολύ λίγο τήρησαν τους δυο αυτούς κανόνες οι εταιρείες που ιδρύθηκαν υπό την επιρροή του Μπουσέζ, και έπειτα από είκοσι χρόνια η βασική αρχή του αδιαίρετου κεφαλαίου γνώρισε τέτοιαν αμφισβήτηση, ώστε όσοι της έμειναν πιστοί αναγκάστηκαν να δώσουν σκληρή και άκαρπη μάχη γι’ αυτήν, καθώς και για την βασική αρχή με την οποία οι περιουσιακές συνθήκες θα άλλαζαν και το κεφάλαιο θα έμπαινε υπό την κυριαρχία της εργασίας – μια βασική αρχή που έπρεπε να υποστηριχθεί αν ο συνεταιρισμός ήθελε να ωφελήσει ολόκληρη την εργατική τάξη και όχι μόνο «τους λίγους τυχερούς ιδρυτές που, χάρη σ’ αυτό, είχαν γίνει εισοδηματίες αντί για μισθωτοί». Και ακριβώς εκείνον τον καιρό, το 1852, διαβάζουμε για παρόμοιες εμπειρίες στην Αγγλία σε μιαν αναφορά της Εταιρείας για την προώθηση των εργατικών συνεταιρισμών.
Αλλά από όλα αυτά, από τις ανάλογες εμπειρίες του Μεσαίωνα καθώς και από παρόμοιες εμπειρίες από την ιστορία των καταναλωτικών εταιρειών, το μόνο συμπέρασμα που μπορούμε να βγάλουμε είναι ότι τα εσωτερικά προβλήματα των συνεταιρισμών και η κυριαρχία της καπιταλιστικής βασικής αρχής που εξακολουθεί να επικρατεί μέσα τους, μπορούν να ξεπεραστούν μόνο σταδιακά και μόνο δια μέσου και εντός του ολικού συνεταιρισμού.
Ενδέχεται ο Λουί Μπλαν να επηρεάστηκε από τη σκέψη του Μπουσέζ- διαφέρει, όμως, απ’ αυτόν σε ουσιώδη σημεία. Συγχρόνως, το σημαντικό δεν είναι ότι ζήτησε, όπως έκανε αργότερα ο Λασάλ για τους εργατικούς-παραγωγικούς συνεταιρισμούς του, τη βοήθεια του κράτους για τα «κοινωνικά εργαστήρια» που θέλησε να ιδρύσει, αφού «αυτό που λείπει από το προλεταριάτο για ν’ απελευθερωθεί είναι τα εργαλεία, και είναι δουλειά της κυβέρνησης να του τα δώσει». Αυτό ήταν, βέβαια, μεγάλο λάθος, αντίφαση στους όρους θα λέγαμε, αφού μια κυβέρνηση που αντιπροσωπεύει μιαν ορισμένη κρατική τάξη πραγμάτων δεν μπορεί να πιεστεί να δημιουργήσει θεσμούς που προορίζονται να καταργήσουν αυτήν την τάξη πραγμάτων (όπως ρητά έλεγε ο Μπλαν).
Συνεπώς, λογικά η αντισοσιαλιστική πλειοψηφία της Προσωρινής κυβέρνησης του 1848 αντικατέστησε πρώτα το σχέδιο του Μπλαν με μια καρικατούρα του και κατόπιν οδήγησε σε καταστροφή ακόμα κι αυτήν την καρικατούρα- αλλά όσον αφορά στη φύση της κοινωνικής μεταρρύθμισης που σχεδίαζε, αυτή η απαίτηση του Μπλαν δεν ήταν απολύτως απαραίτητη. Πολύ πιο σημαντικό είναι το γεγονός ότι το κοινωνικό πρόγραμμα του Μπλαν ήταν συγκεντρωτικό: ήθελε η κάθε μεγάλη βιομηχανία να συγκροτείται ως μια μόνον ένωση με επίκεντρο ένα κεντρικό εργαστήριο. Έδωσε σ’ αυτήν την βασικά σαινσιμονική σκέψη μιαν ομοσπονδιακή χροιά απαιτώντας η αλληλεγγύη όλων των εργατών ενός εργαστηρίου να επεκτείνεται στην αλληλεγγύη όλων των εργαστηρίων ενός βιομηχανικού κλάδου και τέλος να ολοκληρώνεται στην αλληλεγγύη όλων των βιομηχανικών κλάδων- αλλά αυτό που ονόμασε αλληλεγγύη έμοιαζε στην πραγματικότητα περισσότερο με την σταθεροποίηση σε μια μονοπωλιακή συγκεντρωτική διαχείριση.
Ήθελε πολύ ο Μπλαν να χτυπήσει στη ρίζα «την δειλή και κτηνώδη βασική αρχή» του ανταγωνισμού, όπως την αποκάλεσε μια φορά σε ομιλία του στην Εθνοσυνέλευση- δηλαδή, να εμποδίσει την εμφάνιση του συλλογικού ανταγωνισμού στη θέση του ιδιωτικού ανταγωνισμού. Κι αυτός είναι πράγματι, εκτός από την εσωτερική διαφοροποίηση, ο βασικός κίνδυνος που απειλεί τον παραγωγικό συνεταιρισμό. Καλό παράδειγμα του ευρύτατα εξαπλωμένου αυτού κινδύνου μάς δίνει ένα γράμμα, που έγραψε τον ίδιον καιρό ένας ηγέτης του χριστιανοσοσιαλιστικού συνεταιριστικού κινήματος στην Αγγλία, στο οποίο λέει για τους παραγωγικούς συνεταιρισμούς που ίδρυσε αυτό το κίνημα ότι «τους ωθούσε ένα τελείως μισθοφορικό ανταγωνιστικό πνεύμα» και «αποσκοπούσαν μόνο σ’ έναν ανταγωνισμό πιο επιτυχημένο απ’ όσο στο παρόν σύστημα».
Τον κίνδυνο αυτόν τον αναγνώρισαν ο Μπουσέζ και οι υποστηρικτές του- αλλά αρνήθηκαν να τον καταπολεμήσουν με μονοπώλια, που τα θεώρησαν ακόμα πιο επικίνδυνα, επειδή μονοπώλιο σήμαινε γι’ αυτούς την παράλυση, το τέλος κάθε οργανικής ανάπτυξης. Σύμφωνα με τις προτάσεις τους, ο ανταγωνισμός μεταξύ των συνεταιρισμών έπρεπε μάλλον να οργανώνεται και να ρυθμίζεται από μιαν ένωση των ίδιων των συνεταιρισμών. Εδώ, η ελεύθερη ομοσπονδοποίηση εναντιώνεται στην σχεδιασμένη συγχώνευση. Αλλά πρέπει ν’ αναγνωρίσουμε ότι αυτή η ομοσπονδιακή ιδέα εμφανίζεται διαρκώς στον Μπλαν και σπάζει τον ζουρλομανδύα του συγκεντρωτισμού, ιδίως έπειτα από την αποτυχία του κρατικού του σχεδίου. Τροποποιεί λίγο το σχέδιο του Μπουσέζ για το αποθεματικό ταμείο, που το προορίζει να «πραγματώσει την βασική αρχή της αλληλοβοήθειας και αλληλεγγύης μεταξύ των διάφορων κοινωνικών εργαστηρίων».
Αλλά μόλις προχωρεί από το σχέδιο για κρατική πρωτοβουλία στον σχεδίασμά των ελεύθερων συνεταιρισμών, ο μόνος τρόπος που βλέπει για να πετύχει τον στόχο του είναι η ομοσπονδοποίηση με αφετηρία τους ήδη υπάρχοντες συνεταιρισμούς· αυτοί πρέπει να συνεννοηθούν μεταξύ τους και να ορίσουν μια κεντρική επιτροπή, η οποία θα οργανώσει σ’ ολόκληρη την χώρα «την σημαντικότερη στρατολόγηση απ’ όλες: την στρατολόγηση που θα καταργήσει το προλεταριάτο». Τα λόγια αυτά βρίσκονται μεσοστρατίς ανάμεσα στο υπέροχο και το γελοίο- αλλά το κάλεσμα στο προλεταριάτο ν’ αυτοκαταργηθεί δια μέσου της συνεργασίας συνεπάγεται μιαν ορισμένη πρακτική σοβαρότητα, που έχει μεγάλη σημασία για την αμέσως επομένη περίοδο. Και περί τα τέλη του 1849 βλέπουμε τον Μπλαν να εγκρίνει την Ένωση των αδελφικών συνεταιρισμών, που προήλθε από την ομόσπονδη ένωση περισσότερων από εκατό συνεταιρισμών και υλοποίησε την ιδέα τού αντιπάλου του Προυντόν για την αλληλοβοήθεια της εργασίας (mutualità du travail)· και δεν παρέλειψε, βέβαια, να πει ότι στην ημερήσια διάταξη της Ένωσης γινόταν λόγος για «συγκεντροποίηση των ζητημάτων γενικού ενδιαφέροντος».
Παντού στον Μπλαν συναντούμε σκέψεις που ανήκουν στην ζωντανή παράδοση και στο πλαίσιο του «ουτοπικού» σοσιαλισμού. Βλέπει τον παραγωγικό συνεταιρισμό να μετατρέπεται μελλοντικά σε ολικό συνεταιρισμό, όπως ακριβώς ο Κινγκ έβλεπε τον καταναλωτικό συνεταιρισμό να συγχωνεύεται στον ολικό· και από την άποψη αυτήν, όπως ακριβώς η Ένωση των αδελφικών συνεταιρισμών, την οποία εγκωμίαζε, στόχευε να ιδρύσει, ως ομοσπονδία, «αγροτικές και βιομηχανικές αποικίες» σε μεγάλη κλίμακα, έτσι κι αυτός στόχευε να δημιουργήσει τις κοινοτικές αποικίες στο έδαφος της εθνικής επικράτειας. Αφετηρία του είναι η τεχνολογική αναγκαιότητα για επιχειρήσεις μεγάλης κλίμακας: «Πρέπει να εγκαινιάσουμε ένα σύστημα επιχειρήσεων μεγάλης κλίμακας για τη γεωργία συνδέοντάς τες με την ένωση και την από κοινού ιδιοκτησία», και θέλει, ει δυνατόν, να μεταφυτεύσει τη βιομηχανία στην ύπαιθρο και να «παντρέψει την βιομηχανική με την αγροτική δουλειά». Κι εδώ προαναγγέλλει την ιδέα του Κροπότκιν για «καταμερισμό της εργασίας στον χρόνο», για την ένωση γεωργίας, βιομηχανίας και χειροτεχνικών επαγγελμάτων σε μια σύγχρονη χωριάτικη κοινότητα.
Παρά την γρήγορη καταστολή των συνεταιριστικών ομοσπονδιών από την αντίδραση, δημιουργήθηκαν τα επόμενα χρόνια στην Γαλλία πολλοί καινούριοι παραγωγικοί συνεταιρισμοί· ως και οι γιατροί και οι φαρμακοποιοί ενώθηκαν σε συνεργατική βάση (προφανώς, στις περιπτώσεις αυτές δεν μπορούσε να γίνει λόγος για γνήσιους παραγωγικούς συνεταιρισμούς, αφού εδώ δεν υπήρχε έδαφος για από κοινού εργασία). Ο ενθουσιασμός για τους συνεταιρισμούς έζησε πιο πολύ από την Επανάσταση. Ακόμα και η καταδίωξη και η διάλυση πολλών συνεταιρισμών μετά το πραξικόπημα [του Λουδοβίκου Βοναπάρτη το 1851] δεν κατόρθωσαν να δαμάσουν το κίνημα.
Ο πραγματικός κίνδυνος που τους απειλούσε προερχόταν, κι εδώ όπως στην Αγγλία, από το εσωτερικό: η κεφαλαιοκρατοποίησή τους, ο σταδιακός τους μετασχηματισμός σε κεφαλαιοκρατικές ή ημικεφαλαιοκρατικές εταιρείες. Σαράντα χρόνια μετά τις ενθουσιώδεις προσπάθειες, που αρχίζουν το 1850, των άγγλων χριστιανοσοσιαλιστών να δημιουργήσουν ένα πλατύ δίκτυο εργατικών παραγωγικών συνεταιρισμών, που «απέρριπταν κάθε ιδέα ανταγωνισμού μεταξύ τους ως αταίριαστη με την αληθινή μορφή της κοινωνίας», η Μπέατρις Γουέμπ δήλωσε ότι με εξαίρεση λίγους συνεταιρισμούς που είχαν παραμείνει λίγο πολύ πιστοί στο ιδεώδες της «αδελφοσύνης των εργατών» – που είχε, ωστόσο, γίνει αμφισβητήσιμο στο μεγαλύτερο μέρος του – όλοι οι υπόλοιποι «έχουν μιαν εκπληκτική ποικιλία αριστοκρατικών, πλουτοκρατικών και μοναρχικών καταστατικών». Και πενήντα χρόνια μετά τον Λουί Μπλαν δημιουργήθηκε ένας τελείως τυπικός (από την άποψη αυτήν) παραγωγικός συνεταιρισμός στη Γαλλία, των συντελεστών του θεάματος, ο οποίος, εκτός από τους λίγους εταίρους και τους περίπου ισάριθμους υποστηρικτές, απασχολούσε δεκαπλάσιους μισθωτούς. Κι όμως, μπορούμε παντού να βρούμε τέλεια παραδείγματα της εσωτερικής μάχης για τον σοσιαλισμό. Μερικές φορές έχουν κάτι το τραγικό, αλλά και κάτι το προφητικό.
Ο παραγωγικός συνεταιρισμός σωστά ονομάστηκε «το παιδί των θλίψεων και το αγαπημένο» όλων εκείνων «που περιμένουν από το συνεταιριστικό κίνημα να δημιουργήσει κάτι ουσιαστικό για την σωτηρία της ανθρωπότητας»· αλλά μπορούμε εύκολα να καταλάβουμε από τα γεγονότα γιατί ένας υπέρμαχος των καταναλωτικών συνεταιριστικών εταιρειών χαρακτήρισε τους παραγωγικούς συνεταιρισμούς που δουλεύουν για την ελεύθερη αγορά «τελείως αντισο- σιαλιστικούς σε πνεύμα και ουσία», επειδή «οι παραγωγοί, ξεκινώντας κάτι από μόνοι τους και για λογαριασμό τους, πάντα και σ’ όλες τις περιστάσεις έχουν χωριστικά, ατομικιστικά ή μικρο- φατριαστικά συμφέροντα». Πέρα, ωστόσο, από την υπερβολή την εγγενή σε μια τέτοια διαβεβαίωση, οι παραγωγικοί συνεταιρισμοί δεν θα πρέπει ποτέ να «ξεκινούν κάτι από μόνοι τους και για λογαριασμό τους». Δυο μεγάλες βασικές αρχές θα πρέπει να τους προφυλάσσουν απ’ αυτό: ο συνδυασμός παραγωγής και κατανάλωσης στον ολικό συνεταιρισμό, και η ομοσπονδιακή ένωση.
Η ανάπτυξη του καταναλωτικού συνεταιρισμού ακολουθεί την ευθεία γραμμή της αριθμητικής αύξησης· ένα μεγάλο ποσοστό των πολιτισμένων ανθρώπων (εκτός από την Αμερική, πράγμα αξιοπρόσεκτο) είναι σήμερα οργανωμένο, ως προς την κατανάλωση, σε συνεταιριστική βάση. Από την άλλη μεριά, η ανάπτυξη των παραγωγικών συνεταιρισμών (και μιλώ εδώ μόνο για τον παραγωγικό συνεταιρισμό με την στενή έννοια, όχι για τους πολλούς επί μέρους, κυρίως αγροτικούς συνεταιρισμούς που αποσκοπούν απλώς να διευκολύνουν ή να εντατικοποιήσουν την παραγωγή) μπορεί να παρασταθεί με μια τεθλασμένη γραμμή, η οποία, γενικά, δεν εμφανίζει ανοδική τάση. Δημιουργούνται συνεχώς καινούριοι, αλλά ξανά και ξανά οι περισσότεροι από τους πιο σφριγηλούς περνούν στη σφαίρα του καπιταλισμού· δεν υπάρχει συνέχεια.
Αλλά ο ολικός/γενικός συνεταιρισμός είναι διαφορετική περίπτωση- η ανάπτυξή του, όσο υπάρχει ανάπτυξη, μοιάζει με ορμαθό μικρών κύκλων, που γενικά δεν συνδέονται πραγματικά μεταξύ τους. Καταναλωτικοί και παραγωγικοί συνεταιρισμοί βασίζονταν σ’ ένα πλατύ κίνημα, που απλωνόταν από την μια περιοχή στην άλλη- αποικίες με την έννοια του ολικού συνεταιρισμού ήταν πάντα κάτι το σποραδικό, το αυτοσχέδιο, δεν είχαν συγκεκριμένους στόχους. Σε αντίθεση προς τους άλλους, τους έλειπε και κάτι που ο Φραντς Όπενχαϊμερ ονόμασε «η ισχύς του μακρόθεν αντίκτυπου». Όχι ότι έγινε λόγος μόνο για ορισμένους απ’ αυτούς- αλλά η ελκτική τους δύναμη ήταν ατομικιστική, δεν γεννούσαν καινούρια κοινοτικά κύτταρα. Στην ιστορία των συνεταιριστικών αποικιών, ούτε στην Ευρώπη (με εξαίρεση την σοβιετική Ρωσία, στην οποία ωστόσο δεν υπάρχει η ουσιώδης βάση της ελεύθερης βούλησης και της αυτονομίας) ούτε με λίγες εξαιρέσεις στην Αμερική υπάρχει μια κάποια ένδειξη ομοσπονδιακής τάσης.
Οι καταναλωτικοί συνεταιρισμοί ομοσπονδοποιούνται διαρκώς και ολοένα περισσότερο- οι παραγωγικοί συνεταιρισμοί με την αληθινή έννοια το έχουν κάνει αυτό ασυνεχώς, άλλοτε αυξητικά, άλλοτε μειωτικά- οι κοινοτικές αποικίες εν γένει, καθόλου. Η μοίρα τους διαφέρει από την επιθυμία τους: στην αρχή δεν ήθελαν ν’ απομονωθούν, αλλά απομονώθηκαν- ήθελαν να γίνουν λειτουργικά πρότυπα, αλλά έγιναν μόνον ενδιαφέροντα πειράματα- ήθελαν να είναι η δυναμική και οι δυναμικές απαρχές ενός κοινωνικού μετασχηματισμού, αλλά ο καθένας εμπεριείχε το τέλος του. Η αιτία αυτής της διαφοράς ανάμεσα σε καταναλωτικό και παραγωγικό συνεταιρισμό αφ’ ενός και σε ολικό συνεταιρισμό αφ’ ετέρου, φρονώ ότι είναι εν τέλει οι ουσιωδώς διαφορετικές τους αφετηρίες. Οι μεν αναπτύχθηκαν με αφετηρία δεδομένες καταστάσεις που ήταν χονδρικά οι ίδιες σε πολλούς τόπους και εργοστάσια, έτσι ώστε από την αρχή υπήρχε ένα σπέρμα αλληλεπίδρασης στα πειράματα που επιχειρήθηκαν για να θέσουν υπό τον έλεγχό τους την κατάσταση, και συνεπώς το σπέρμα της ομοσπονδοποίησής τους.
Επιπλέον, τα σχέδια που ενέπνευσαν την ίδρυση των συνεταιρισμών αυτών δεν προήλθαν από μια συνολική σκέψη, αλλά από μιαν ερώτηση που απεύθυνε, κατά κάποιον τρόπο, στους σχεδιαστές η ίδια η κατάσταση. Μπορούμε να παρακολουθήσουμε καθαρά τη διαδικασία αυτήν στον Κινγκ και στον Μπουσέζ, επειδή κι οι δυο ήταν από την αρχή υπέρμαχοι της ομοσπονδίας [φεντεραλιστές]· ο Μπουσέζ μάλιστα είχε στο μυαλό του μιαν ομοσπονδιακή ένοοση των συνδικάτων που είχε προτείνει. Και στις δυο περιπτώσεις, τα σχέδια στόχευαν στην αντιμετώπιση μιας δεδομένης δύσκολης κατάστασης, και είχαν τοπικό χαρακτήρα στο μέτρο που επιδίωκαν να λύσουν τα προβλήματα αυτά στο σημείο στο οποίο ανέκυπταν. Τέτοια σχέδια μπορούμε να τα ονομάσουμε τοπικά με όλη την σημασία της λέξεως, γιατί απ’ τη φύση τους συνδέονταν με τους συγκεκριμένους τόπους στους οποίους ανέκυψαν τα προβλήματα. Η ταυτότητα των προβλημάτων στους διαφορετικούς τόπους οδήγησε αμέσως στην ομοσπονδιακή ένωση, μέχρι σημείου να δημιουργηθούν γιγάντιοι σχηματισμοί, όπως ορισμένες σημερινές ενώσεις καταναλωτικών συνεταιρισμών.
Εντελώς διαφορετική είναι η ιστορία των «αποικιακών» ολικών συνεταιρισμών. Εδώ, κάθε τόσο, λίγο πολύ ανεξάρτητα από την κατάσταση, αλλά πάντα χωρίς πραγματική σχέση με τον δεδομένο τόπο και τις απαιτήσεις του, βλέπουμε την «ιδέα» να υπαγορεύει τις εντολές της, να προετοιμάζει τα σχέδιά της κάπου στα σύννεφα και κατόπιν να τα κατεβάζει στη γη. Ανεξάρτητα από το πόσο θεωρητικά είναι στην αρχή αυτά τα σχέδια και συνεπώς τελείως σχηματικά όπως στον Φουριέ· ανεξάρτητα από το πόσο πολύ βασίζονται σε συγκεκριμένα βιώματα και εμπειρικές υποθέσεις όπως στον Όουεν – ποτέ δεν θ’ απαντήσουν στα ερωτήματα που εγείρει μια συγκεκριμένη κατάσταση, αλλά θα προχωρήσουν στη δημιουργία καινούριων καταστάσεων, άσχετων με τον συγκεκριμένο τόπο και τα τοπικά προβλήματα. Αυτό γίνεται παράξενα φανερό όταν μελετούμε αποικίες σε ξένες χώρες: η μετανάστευση δεν οργανώνεται και δεν ρυθμίζεται με σοσιαλιστικές κατευθύνσεις, κάθε άλλο- μάλλον, η ενόρμηση για μετανάστευση συνδέεται με μια καινούρια ενόρμηση, δηλαδή με την επιθυμία να συμμετά- σχουν στην υλοποίηση ενός κοινωνικού σχεδίου- κι αυτό πάρα πολύ συχνά μετατράπηκε στον δογματισμό μιας οργάνωσης που ένιωθαν και πίστευαν πως ήταν η μοναδική σωστή, η μοναδική δίκαιη και αληθινή οργάνωση, που οι δεσμευτικές αξιώσεις της εναντιώνονται μερικές φορές στο ελεύθερο παιχνίδι των σχέσεων μεταξύ των μελών. (Η κοινότητα συναισθήματος δεν αρκεί ποτέ για να εγκαθιδρύσει την κοινότητα ζωής· για κάτι τέτοιο απαιτείται βαθύτερος και ζωτικότερος δεσμός). Η αποικία που μένει πιστή στο δόγμα απειλείται από παράλυση· εκείνη που εξεγείρεται ολοένα περισσότερο εναντίον του δόγματος, από κατακερματισμό- και από τις δυο λείπει η διορθωτική, τροποποιητική δύναμη της σωστής αντίληψης των συνθηκών.
Όπου κυβερνά το δόγμα, μοναδικό αποτέλεσμα είναι η απομόνωση της αποικίας· η αποκλειστικότητα «της μοναδικής σωστής μορφής» εμποδίζει την ένωση ακόμα και με ομόφρονες αποικίες, γιατί στην καθεμιά απ’ αυτές οι «πιστοί» είναι τελείως κατακυριευμένοι από τον απόλυτο χαρακτήρα του απαράμιλλου επιτεύγματος τους. Μα όπου το δόγμα υποχωρεί, η οικονομική και πνευματική απομόνωση της αποικίας, ιδίως σε μια ξένη χώρα, γνωρίζει την ίδια μοίρα: απομόνωση, έλλειψη σύνδεσης, αναποτελεσματικότητα. Κανένα απ’ αυτά δεν θα ήταν τόσο σημαντικό, αν μια μεγάλη εκπαιδευτική δύναμη, υποστηριζόμενη από ένα σφριγηλό ανάβρυσμα ζωής και μοίρας, μπορούσε να εξασφαλίσει στην κοινοτική θέληση μια μόνιμη νίκη πάνω στον υπολειμματικό εγωισμό που συμβαδίζει μ’ αυτήν, ή μάλλον να εξυψώσει σε ανώτερη μορφή τον εγωισμό αυτόν. Συνήθως, πάντως, ο συλλογικός εγωισμός, δηλαδή εγωισμός με καθαρή συνείδηση, αναδύεται στη θέση του ατομικού εγωισμού· και αν ο δεύτερος απειλεί πάντα να σπάσει την εσωτερική συνοχή της κοινότητας, ο πρώτος, που συχνά συνδέεται και με δογματισμό, εμποδίζει την ανάπτυξη κάθε πραγματικής κοινοτικής σύνδεσης, όπως ανάμεσα σε μια κοινότητα και μιαν άλλη, ή ανάμεσα στην κοινότητα και τον κόσμο.
Οι περισσότερες γνωστές πειραματικές αποικίες απέτυχαν ή ξέφτισαν και όχι μόνον οι κομμουνιστικές, όπως νομίζουν μερικοί. Εδώ πρέπει να εξαιρέσουμε τις μεμονωμένες προσπάθειες διάφορων θρησκευτικών ομάδων, προσπάθειες που η ζωτικότητά τους μπορεί να γίνει κατανοητή μόνο με ορολογία πίστης μιας επί μέρους ομάδας και ως επί μέρους εκδήλωση αυτής της πίστης- είναι χαρακτηριστικό ότι η ομοσπονδιακή μορφή κάνει την εμφάνισή της εδώ και μόνον εδώ, όπως, λόγου χάρη, στην ρωσική αίρεση των Δουχοβόρων στον Καναδά ή στους «Χουτερίτες αδελφούς». Σφάλλει, συνεπώς, ο Κροπότκιν όταν αποδίδει την κατάρρευση των πειραματικών κομμουνιστικών αποικιών στο γεγονός ότι «θεμελιώθηκαν σ’ ένα ανάβρυσμα θρησκευτικότητας, αντί να θεωρήσουν την κοινότητα απλώς έναν τρόπο κατανάλωσης και παραγωγής τον οποίο επέβαλε η οικονομία». Γιατί ακριβώς όπου μια αποικία γεννιέται ως έκφραση πραγματικής θρησκευτικής έξαρσης, και όχι απλώς ως επισφαλές υποκατάστατο της θρησκείας, και όπου βλέπει την ύπαρξή της ως απαρχή της βασιλείας του Θεού – αυτό συνήθως ενισχύει την ανθεκτικότητά της.
Από τις αιτίες, που αναφέρει ο Κροπότκιν για την κατάρρευση των αποικιών, αξίζει να προσέξουμε δυο, αν και κατά βάθος είναι μία και η αυτή: απομόνωση από την κοινωνία, και απομόνωση της μιας από την άλλη. Σφάλλει όταν θεωρεί αιτία της αποτυχίας το μικρό μέγεθος της κοινότητας, θεωρώντας, όπως λέει, ότι σε μια τέτοια κοινότητα τα μέλη θα φτάσουν ν’ αντιπαθούν το ένα το άλλο έπειτα από λίγα χρόνια τόσο στενής συμβίωσης: γιατί υπάρχουν μικρές και μεγάλες αποικίες που έχουν αντέξει στον χρόνο. Αλλά σωστά αξιώνει ομοσπονδία, για ν’ αναπληρώσει το μικρό μέγεθος των ομάδων. Το γεγονός ότι η ομοσπονδία δίνει τη δυνατότητα στα μέλη της να πάνε από μιαν αποικία σε μιαν άλλη (πράγμα κεφαλαιώδους σημασίας για τον Κροπότκιν), είναι στην πραγματικότητα μόνον ένα από τα πολλά θετικά της στοιχεία· το ζωτικό είναι η ίδια η ομοσπονδία, η συμπλήρωση και η υποβοήθηση της κάθε ομάδας από τις άλλες, το ρεύμα κοινοτικής ζωής που ρέει ανάμεσα τους και δυναμώνει απ’ την κάθε ομάδα. Δεν είναι, ωστόσο, λιγότερο σημαντικό το γεγονός ότι οι αποικίες έχουν μια κάποια, έστω και μεταβαλλόμενη, σχέση με την ευρύτερη κοινωνία όχι απλώς επειδή χρειάζονται μιαν αγορά για τα πλεονάζοντα προϊόντα τους, όχι απλώς επειδή η νεολαία, όπως επισημαίνει ο Κροπότκιν, δεν ανέχεται να είναι αποκομμένη, αλλά επειδή οι αποικίες πρέπει, εφ’ όσον δεν κατέχουν μιαν ειδικά μεσσιανική πίστη, να επηρεάζουν τον γύρω κόσμο για να επιβιώσουν. Όποιος κομίζει ένα μήνυμα πρέπει να μπορεί να το εκφράζει, όχι αναγκαστικά με λόγια, αλλά αναγκαστικά με το είναι του.
Σε μιαν ερώτηση από κάτοικους μιας αποικίας, ο Κροπότκιν απάντησε κάποτε με μιαν ανοικτή επιστολή σε όλες τις ομόφρο- νες ομάδες- τόνιζε ότι κάθε πολιτεία άξια του ονόματος αυτού έπρεπε να θεμελιώνεται στην βασική αρχή της ένωσης ανεξάρτητον οικογενειών, που ενώνουν τις δυνάμεις τους. Εννοούσε ότι ακόμα και κάθε ομάδα έπρεπε να προέρχεται από την ομόσπονδη ένωση των ακόμα μικρότερων κοινοτικών μονάδων. Αν το ομοσπονδιακό κίνημα πρόκειται να εξαπλωθεί και πέρα από την ομάδα, χρειάζεται χώρο. Όπως λέει στο βιβλίο του Σύγχρονη επιστήμη και αναρχία, «το πείραμα πρέπει να γίνεται σε μιαν ορισμένη εδαφική επικράτεια». Προσθέτει ότι η επικράτεια αυτή πρέπει να περιλαμβάνει πόλη και ύπαιθρο. Για μιαν ακόμα φορά, με το μεγάλο κοινωνικό κίνητρο πρέπει να συνδέονται οικονομικά κίνητρα· γνήσια κοινοτική ζωή σημαίνει ολοκληρωμένο παιχνίδι όλων των λειτουργιών και αλληλεπίδρασή τους, όχι περιορισμό και απομόνωση. Αλλά δεν είναι αρκετό, κι ας το νομίζει ο Κροπότκιν, να γίνει μια πόλη «κοινότητα»· αν αντιμετωπίσει την λεπτεπίλεπτα αρθρωμένη ομοσπονδία των χωριών σαν ασυντόνιστη και κοινωνικά άμορφη οντότητα, θ’ ασκήσει μακροπρόθεσμα μάλλον αρνητική επιρροή. Πρέπει να συντονιστεί, να μετατραπεί σαν ομοσπονδία σε κοινωνίες, για να έχει πραγματικά γόνιμες σχέσεις με τα χωριά. Μπορούμε ήδη να δούμε αξιόλογες κινήσεις προς την κατεύθυνση αυτήν στις σύγχρονες θεωρίες «σχεδιασμένης οικονομίας», που απορέουν κυρίως από τεχνικές και διαχειριστικές σκέψεις.
Από την μακρά και διδακτική ιστορία τους, μπορούμε να δώσουμε εδώ μόνον ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα της προβληματικής σταδιοδρομίας των πολλών πειραματικών αποικιών μέχρι σήμερα: την πρώτη τέτοια αποικία του Όουεν, την μοναδική που έστησε ο ίδιος, την Νέα Αρμονία στην Ιντιάνα. Αγόρασε το κτήμα από την αίρεση των Σεπαρατιστών [Αποχωριστικών] που είχαν μεταναστεύσει από τη Γερμανία- έπειτα από είκοσι χρόνων δουλειά το είχαν καταφέρει να δώσει λίγους καρπούς. Τα μέλη γίνονταν δεκτά χωρίς επιλογή- ο σπουδαίος γερμανός οικονομολόγος Φρήντριχ Λιστ σημείωσε στο Ημερολόγιο της Αμερικής: «Τα στοιχεία [οι άνθρωποι] δεν φαίνεται να είναι τα καλύτερα». Στην αρχή, ο καταστατικός χάρτης της καινούριας κοινότητας βασιζόταν στην πλήρη ισότητα των μελών και για τούτο ονομάστηκε «Η κοινότητα τής ισότητας». Δυο χρόνια αργότερα, αφού είχαν αποκοπεί ορισμένες ομάδες, επιχειρήθηκε να μετατραπεί η κοινότητα σε ένωση μικρών κοινωνιών. Αλλά αυτό και άλλα σχέδια μετατροπής απέτυχαν.
Όταν ο Όουεν, επιστρέφοντας από ένα ταξίδι στην Αγγλία, είδε ξανά την αποικία που είχε ήδη ζήσει τρία χρόνια, αναγκάστηκε να ομολογήσει ότι «η απόπειρα να ενώσουμε ένα πλήθος ξένων όχι προηγουμένως εκπαιδευμένων για τον σκοπό αυτόν, που θα ζούσαν μαζί σαν οικογένεια, ήταν πρόωρη», και ότι «οι συνήθειες του ατομικιστικού συστήματος» δύσκολα πεθαίνουν. Πουλώντας ένα μέρος της γης ως οικόπεδα και εκμισθώνοντας με τον ίδιο τρόπο ένα άλλο —το πείραμα του κόστισε το ένα πέμπτο της περιουσίας του— αντικατέστησε την εταιρεία μ’ ένα σύμπλεγμα αποικιών που λειτουργούσαν σε συνθήκες ιδιωτικού καπιταλισμού, μόνο που τους έδωσε παρεμπιπτόντως την ακόλουθη συμβουλή: «Να ενώνετε την γενική εργασία, ή ν’ ανταλλάσσετε εργασία με εργασία με τους όρους τους πιο επωφελείς για όλους, ή να τα κάνετε και τα δυο ή κανένα απ’ τα δυο, όπως σας παρακινήσουν να κάνετε τα συναισθήματα και τα εμφανή συμφέροντά σας».
Έχουμε εδώ το παράδειγμα μιας αποικίας που απέτυχε όχι λόγω δόγματος – παρά τα συγκεκριμένα του σχέδια, ο Όουεν δεν επέμεινε στο σημείο αυτό – αλλά μάλλον από έλλειψη βαθιού, οργανικού δεσμού μεταξύ των μελών της. Σαν παράδειγμα του αντιθέτου, μπορούμε ν’ αναφέρουμε την ανάπτυξη της «Ικαρίας» του Καμπέ. Καθώς επιχειρήθηκε για να υλοποιήσει ένα ερασιτεχνικό αλλά επιτυχημένο ουτοπικό μυθιστόρημα, πραγματοποιήθηκε έπειτα από τρομερές απογοητεύσεις και στερήσεις και, όπως η αποικία του Όουεν, εγκαταστάθηκε στα εδάφη μιας αίρεσης – των Μορμόνων, στην προκειμένη περίπτωση – η αποικία, κατά τα πενήντα χρόνια από τις απαρχές μέχρι τον κατακερματισμό της, γνώρισε απανωτά σχίσματα. Πρώτα απ’ όλα έγινε ένα σχίσμα επειδή ο Καμπέ (παρορμητικός και ειλικρινά ενθουσιώδης άνθρωπος, αλλά μέτριος) επιχείρησε να διοικήσει δικτατορικά με δογματικό σχεδίασμά, πράγμα που οδήγησε σε εμφύλια διαμάχη με προπηλακισμούς και γρονθοκοπήματα.
Από τις δυο ομάδες που γεννήθηκαν από το σχίσμα, η πρώτη διαλύθηκε μετά τον θάνατο του Καμπέ- στην δεύτερη έγινε ένα δεύτερο σχίσμα, ανάμεσα στους «Νέους» και τους «Γέρους», όπου οι «Νέοι» υποστήριζαν το δογματικό σχέδιο να καταργήσουν, λόγου χάρη, τα περιβολάκια γύρω απ’ τα σπιτάκια, στους οποίους τα μέλη φύτευαν και οπωροφόρα εκτός από λουλούδια. Εδώ είχαμε πράγματι ένα αξιοθρήνητο «υπόλειμμα ατομικισμού». Το ζήτημα – αφού κρίθηκε δικαστικά – είχε σαν αποτέλεσμα την διαίρεση της αποικίας- το μέρος που περιείχε κτίσματα τα οποία είχαν χτίσει με τα χέρια τους οι «Γέροι», παραχωρήθηκε στους «Νέους». Το κομμάτι που έμεινε στους «Γέρους» κράτησε άλλα είκοσι χρόνια και κατόπιν πέθανε από γηρατειά. Οι οικονομικές δυνάμεις ήταν αρκετά ισχυρές για να επιβιώσουν, αλλά είχε σβήσει η πίστη. Γράφει μια γυναίκα της αποικίας: «Ήμασταν τόσο λίγοι και τόσο ίδιοι με τούς απ’ έξω, ώστε δεν άξιζε τον κόπο να προσπαθήσουμε να ζήσουμε σαν κοινότητα».
Η αποικία των «Νέων» έζησε πολύ λίγο. Αφού αντιμετώπισαν πάσης φύσεως δυσκολίες, μετακόμισαν στην Καλιφόρνια, αλλά με τον καινούριο τρόπο οργάνωσης πήρε σημαντική θέση η βασική αρχή της ιδιωτικής ιδιοκτησίας, οπότε η αποικία σωστά πια θεωρήθηκε μετοχική εταιρεία· δεν άργησε να διαλυθεί και στη διάλυσή της έπαιξε μάλλον σοβαρό ρόλο η αποτίμηση της αξίας της γης. Έτσι, η σταδιοδρομία της Ικαρίας είναι μια παράξενη αλληλουχία δογματισμού και καιροσκοπισμού. «Είχαμε την έντονη επιθυμία να πετύχουμε», έγραψε έπειτα από χρόνια ένα μέλος, «αλλά τα ρούχα που φορούσαμε παραήτανε βαριά και μακριά, σέρνονταν μερικές φορές στην λάσπη· θέλω να πω ότι ο γερο-Αδάμ μέσα μας, ή το κτήνος, που είχε ανεπαρκούς κατασταλεί, έκανε με αγριότητα την εμφάνισή του». Μα δεν ήταν το κτήνος, ήταν μόνον ο ειδικά ανθρώπινος εγωισμός.
Ας δούμε, τέλος, τα τρία κύρια είδη συνεταιρισμών από τη σκοπιά της αναδιάρθρωσης της κοινωνίας. Ο κατά πολύ ισχυρότερος, ιστορικά, ο καταναλωτικός συνεταιρισμός, είναι από μόνος του πολύ λίγο κατάλληλος για να λειτουργήσει ως κύτταρο της αναδιάρθρωσης της κοινωνίας. Συνδέει τους ανθρώπους μόνο μ’ ένα πολύ μικρό και πολύ απρόσωπο κομμάτι τού συνολικού εαυτού τους. Το κομμάτι αυτό δεν είναι, όπως θα μπορούσαμε σε πρώτη ματιά να υποθέσουμε, η κατανάλωση. Η από κοινού κατανάλωση σαν τέτοια έχει μεγάλη δύναμη να ενώνει τους ανθρώπους· και, όπως γνωρίζουμε από την αρχαιότητα, δεν υπάρχει καλύτερο σύμβολο κοινοτικής ζωής από το συμπόσιο. Αλλά ο καταναλωτικός συνεταιρισμός ασχολείται όχι με την καθαυτό κατανάλωση, μα με αγορές για κατανάλωση. Η από κοινού αγορά σαν τέτοια δεν εγείρει ιδιαίτερες απαιτήσεις από τα άτομα που την κάνουν, παρεκτός σε εξαιρετικούς καιρούς, όταν είναι ζήτημα από κοινού φροντίδας και ευθύνης για ένα κοινό έργο, όπως κατά την «ηρωική» εποχή του συνεταιριστικού κινήματος ή κατά τις μετέπειτα περιόδους κρίσης, όταν εμφανίζονταν ιδιώτες με πνεύμα θυσίας για ν’ ανακουφίσουν την δυστυχία των πολλών. Παρόμοια, μόλις η από κοινού αγορά γίνεται δουλειά, που η ευθύνη γι’ αυτήν φορτώνεται σε υπαλλήλους, παύει να ενώνει αισθητά τους ανθρώπους.
Ο δεσμός γίνεται τόσο χαλαρός και απρόσωπος, ώστε δεν μπορεί να γίνει λόγος για κοινοτικά κύτταρα και για την ένωσή τους σε μια περίπλοκη οργανική δομή, κι αν ακόμα η συνεταιριστική οργάνωση του άλφα ή του βήτα κλάδου της παραγωγής συνδέεται με τις αποθήκες του συνεταιρισμού. Η άποψη αυτή εκτίθεται με μεγάλη σαφήνεια στο βιβλίο Το εθνικό ον του Ιρλανδού ποιητή Τζωρτζ Ουίλιαμ Ράσελ (ψευδώνυμο: Α.Ε.)· το βιβλίο αυτό είναι γραμμένο με αληθινό πατριωτισμό και πραγματεύεται την κοινωνική αναδιάρθρωση της Ιρλανδίας. Λέει εκεί: «Δεν αρκεί να οργανώσουμε τους καλλιεργητές μιας περιοχής μόνο για έναν σκοπό σε πιστωτική εταιρεία, σε γαλακτοκομική εταιρεία, σε κρεωπαραγωγική εταιρεία, σε οπωροκηπευτική εταιρεία ή σε συνεταιριστικό κατάστημα. Όλα αυτά μπορεί να είναι και πρέπει να είναι απαρχές- αλλά αν δεν αναπτυχθούν και δεν απορροφήσουν στην οργάνωσή τους όλες τις αγροτικές εργασίες, θα έχουν μικρόν αντίκτυπο και διόλου χαρακτήρα. Δεν θα έχει δημιουργηθεί κανένας γνήσιος κοινωνικός οργανισμός. Αν οι άνθρωποι ενώνονται ως καταναλωτές για ν’ αγοράζουν κάτι μαζί, έρχονται σ’ επαφή μόνο σ’ αυτό το ένα σημείο δεν υπάρχει γενική ταυτότητα συμφερόντων.
Αν οι συνεταιρισμοί είναι εξειδικευμένοι για τον άλφα ή τον βήτα σκοπό – όπως στην Μεγάλη Βρετανία ή στην υπόλοιπη Ευρώπη – σε μεγάλο βαθμό ο περιορισμός των αντικειμένων εμποδίζει τον σχηματισμό ενός γνήσιου κοινωνικού οργανισμού. Κι αυτό έχει τεράστιο αντίκτυπο στον ανθρώπινο χαρακτήρα. Ο εξειδικευμένος συνεταιρισμός αναπτύσσει μόνον οικονομική αποδοτικότητα. Η εξέλιξη της ανθρωπότητας πιο πέρα από το παρόν της επίπεδο εξαρτάται απόλυτα από τη δύναμή της να ενώνει και να δημιουργεί γνήσιους κοινωνικούς οργανισμούς». Έτσι ακριβώς εννοώ την οργανική αναδιάρθρωση της κοινωνίας.
Ο παραγωγικός συνεταιρισμός είναι αφ’ εαυτού πιο κατάλληλος από τον καταναλωτικό για να συμμετάσχει σε μια τέτοιαν αναδιάρθρωση, δηλαδή για να λειτουργήσει ως κύτταρο της καινούριας δομής. Η από κοινού παραγωγή αγαθών εμπλέκει τους ανθρώπους πιο βαθιά από την από κοινού κτήση αγαθών για ιδιωτική κατανάλωση- αγκαλιάζει πολύ περισσότερο τις δυνάμεις και τον χρόνο τους. Ο άνθρωπος ως παραγωγός είναι εκ φύσεως καλύτερα προετοιμασμένος για να συνυπάρχει με τους ομοίους του ενεργητικά, απ’ όσο ο άνθρωπος ως καταναλωτής και είναι πιο ικανός να σχηματίζει ζωντανές κοινωνικές μονάδες. Αυτό αληθεύει για τον εργοδότη, αν και εφ’ όσον αντλεί περισσότερη δύναμη από την ένωση για να εκφορτίσει την παραγωγική του δραστηριότητα απ’ όσο έκανε ή μπορούσε ποτέ να κάνει ως άτομο. Αλλά αληθεύει ιδιαίτερα για τον απασχολούμενο, επειδή μόνο μέσα στην, και μέσα από την, ένωση αντλεί δύναμη το ζήτημα είναι αν θα συνειδητοποιήσει ζωτικά αυτήν τη δυνατότητα και αν πιστέψει στις πρακτικές της προοπτικές.
Αλλά όπως είδαμε, υποκύπτει πολύ εύκολα, πράγματι σχεδόν μοιραία, στην επιθυμία να ζέψει άλλους να δουλέψουν για λογαριασμό του. Αν ο καταναλωτικός συνεταιρισμός προσαρμόζεται εξωτερικά, με τεχνική και διαχειριστική έννοια, στο κεφαλαιοκρατικό πρότυπο, ο παραγωγικός συνεταιρισμός προσαρμόζεται σ’ αυτό εσωτερικά, με δομική και ψυχολογική έννοια. Συγχρόνως, ο δεύτερος επιδέχεται περισσότερο μια γνήσια, όχι απλώς τεχνική ομοσπονδία- αλλά το πόσο λίγο έχει αναγνωριστεί η τεράστια σημασία – από την άποψη της αναδιάρθρωσης – των μικρών οργανικών μονάδων και της οργανικής-ομοσπονδιακής τους ανάπτυξης (ακόμα και στους κύκλους των πιο ενθουσιωδών υποστηριχτών της αναζωογόνησης της κοινωνίας δια μέσου των παραγωγικών συνεταιρισμών), το είδαμε πραγματικά πριν από δυο δεκαετίες στο Αγγλικό Συντεχνιακό Σοσιαλιστικό Κίνημα.
Από την μια μεριά, συνέλαβαν το παράτολμο σχέδιο να μετατρέψουν το κράτος σε διπλό σύστημα: πολύμορφη, συντονισμένη αντιπροσώπευση των παραγωγών, και ενιαία, μαζική αντιπροσώπευση των καταναλωτών. Μα από την άλλη μεριά, σύντομα εκδηλώθηκε μια σαινσιμονική τάση που ήθελε «εθνικές» (δηλαδή που αγκαλιάζουν ολόκληρο τον βιομηχανικό κλάδο) συντεχνίες για «την πειθαρχημένη οργάνωση σε έναν μόνον όμιλο όλων όσοι εργάζονται σε μια δεδομένη βιομηχανία», που αποδείχθηκε πολύ ισχυρότερη από την τάση για τον σχηματισμό «τοπικών» συντεχνιών, δηλαδή μικρών οργανικών μονάδων και της ομοσπονδίας τους. Αν η βασική αρχή της οργανικής αναδιάρθρωσης πρόκειται να γίνει καθοριστικός παράγοντας, θα χρειαστεί η επιρροή του ολικού συνεταιρισμού, αφού σ’ αυτόν παραγωγή και κατανάλωση είναι ενωμένες και η βιομηχανία έχει για συμπλήρωμά της τη γεωργία.
Όσον πολύν καιρό κι αν χρειαστεί ώσπου να γίνει ο ολικός συνεταιρισμός το κύτταρο της καινούριας κοινωνίας, είναι ζωτικής σημασίας ν’ αρχίσει να οικοδομείται τώρα, ως μακροπρόθεσμο σύμπλεγμα αλληλένδετων, μαγνητικών πόλων. Μια γνήσια και ανθεκτική στον χρόνο αναδιάρθρωση της κοινωνίας από τα έσω, μπορεί να ευδοκιμήσει μόνο στην ένωση παραγωγών και καταναλωτών, όπου ο καθένας από τους δυο εταίρους θ’ αποτελείται από ανεξάρτητες και ομοιογενείς συνεταιριστικές μονάδες· μια ένωση που τη δύναμη και τη ζωτικότητά της για τον σοσιαλισμό μπορεί να την εγγυάται μόνο μια πληθώρα ολικών συνεταιρισμών που δουλεύουν όλοι μαζί και, με την λειτουργική τους σύνθεση, ασκούν μια διαμεσολαβητική και ενοποιητική επιρροή.
Γι’ αυτό, ωστόσο, είναι απαραίτητο στη θέση όλων των απομονωμένων πειραμάτων (που η φύση των πραγμάτων τα καταδίκασε σε απομόνωση) τα οποία εμφανίστηκαν κατά τα εκατό και περισσότερα χρόνια αγώνων, ν’ αναδυθεί ένα δίκτυο αποικιών, που θα έχει για βάση μιαν εδαφική επικράτεια και θα είναι ομοσπονδιακά οικοδομημένο, χωρίς δογματική ακαμψία, το οποίο θα δίνει τη δυνατότητα στις πιο διαφορετικές κοινωνικές μορφές να συνυπάρχουν δίπλα δίπλα και να στοχεύουν πάντα στο καινούριο οργανικό όλον. {…}
Σημειώσεις:
1) Το κείμενο αυτό είναι το “Έβδομο κεφάλαιο” του βιβλίου “Μονοπάτια στην Οτοπία” του Μάρτιν Μπούμπερ. Εκδ. Νησίδες, ο τίτλος δόθηκε απο εμας.
2) Μικρο βιογραφικό του Μάρτιν Μπούμπερ εδώ: Μάρτιν Μπούμπερ