ΜΕΡΟΣ Α : ΕΘΝΙΚΟΣΟΣΙΑΛΙΣΤΙΚΕΣ ΚΑΙ ΦΑΣΙΣΤΙΚΕΣ ΟΡΓΑΝΩΣΕΙΣ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ ΤΟΥ ΜΕΣΟΠΟΛΕΜΟΥ ΚΑΙ ΤΗΣ ΚΑΤΟΧΗΣ (1941-1944)
ΤΟΥ ΙΑΚΩΒΟΥ ΠΕΡ. ΧΟΝΔΡΟΜΑΤΙΔΗ
(ΔΙΠΛΩΜΑΤΟΥΧΟΥ ΣΤΡΑΤΙΩΤΙΚΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ ΤΗΣ ΦΙΛΟΣΟΦΙΚΗΣ ΣΧΟΛΗΣ ΤΟΥ ΑΑCΗΕΝ)
ΕΙΣΑΓΩΓΗ
Από τα τέλη της δεκαετίας του 1920 και αρχές του 1930 θεωρείται και είναι ουσιαστικά η ακμή της μεγάλης σύγκρουσης των ιδεολογικών ρευμάτων στην Ευρώπη, όταν δημιουργήθηκαν πολιτικά κινήματα με τοποθετήσεις, για να αντιπαραταχθούν στον κομμουνισμό και τον κοινοβουλευτισμό.
Κανένα όμως από αυτά τα κινήματα – εκτός από ελάχιστες εξαιρέσεις- δεν απέκτησε σημαντική επιρροή και εκπροσώπηση στα κοινοβούλια. Τα περισσότερα κυμαίνονταν από άκρατο συντηρητισμό και εθνικισμό μέχρι έναν πολύ λαϊκίστικο συντεχνιακό σοσιαλισμό. Διακήρυτταν τη ρήξη με το παλαιό καθεστώς, την αδικία και την πλουτοκρατία, ενώ επιζητούσαν την ανάπτυξη της εθνικής ψυχής μέσα σε ένα ομογενοποιημένο φυλετικό κράτος. Τα πιο πολλά είχαν ως πρότυπο τον ιταλικό φασισμό και τον γερμανικό εθνικοσοσιαλισμό, αλλά κατά γενική ομολογία ποτέ δεν κατάφεραν να μετουσιώσουν τη δύναμη και τη δομή, τη φιλοσοφία και τη λειτουργικότητα τους.
Στην Ελλάδα την ίδια περίοδο εμφανίστηκαν και έδρασαν εθνικιστικές οργανώσεις με πατριωτικά και φιλολαϊκά κίνητρα, αλλά αρκετά συχνά με συγκεχυμένο ιδεολογικό και πολιτικό υπόβαθρο. Αυτά που μπορούν να διαπιστωθούν για το ελληνικό εθνικιστικό κίνημα του Μεσοπολέμου είναι τα εξής:
α) Οι περισσότερες κινήσεις παρουσιάστηκαν με σημείο εκκίνησης τον αντικομμουνισμό και τον αντισημιτισμό στις αρχές του 1930.
β) Δεν εμφανίστηκε καμία αυθύπαρκτη πολιτική κίνηση με δικά της ιδιαίτερα γνωρίσματα και δική της φιλοσοφία. Δεν υπήρξε καν ένα ιδεολογικό εγχειρίδιο με καταστατικές πολιτικές αρχές, εκτός από τις συνηθισμένες προκηρύξεις και διακηρύξεις.
γ) Όλα σχεδόν τα ελληνικά πολιτικά κινήματα έκλιναν και προς τον φασισμό και προς τον εθνικοσοσιαλισμό, προσπάθησαν δε χωρίς εξαιρέσεις να τους μιμηθούν.
Ακόμα πρέπει να υπογραμμισθούν και τα εξής: Καμία από τις εθνικιστικές οργανώσεις δεν απέκτησε σημαντικό λαϊκό έρεισμα. Είτε έλειψαν οι προϋποθέσεις, είτε τα κατάλληλα πρόσωπα. Στην Ελλάδα κάθε τέτοια κίνηση ξεκινούσε αρχικά ως ελπιδοφόρα προσπάθεια, για να καταλήξει στα ίδια πρόσωπα και τους ίδιους μηχανισμούς που τη σχημάτιζαν αρχικά. Ίσως βέβαια να φταίει το γεγονός ότι ο χώρος αυτός από την πρώτη στιγμή πρακτορεύτηκε, καθοδηγήθηκε και τέλος κυριεύθηκε από τις εγχώριες υπηρεσίες ασφαλείας, ενώ για πολλά χρόνια υπήρχε στα μέλη η εσφαλμένη αντίληψη ότι ο στρατός και η αστυνομία ήταν «δικοί μας», μια εντύπωση που υπήρξε τόσο αφελής όσο και καταστροφική για το εθνικιστικό κίνημα.
Το μεγάλο όμως λάθος για τον ελληνικό εθνικισμό ήταν ότι στηρίχθηκε σε ξένα ιδεολογικά πρότυπα λαών με διαφορετική νοοτροπία και ψυχοσύνθεση. Όπως έγραψε ένας από τους μέντορες του ελληνικού εθνικιστικού κινήματος, ο Σπ. Σταυρόπουλος: «…το ελληνικόν πρότυπον του ελληνικού εθνικισμού δεν υπηρετήθηκε ουσιαστικώς διότι δεν υπήρξε. Διότι κανείς δεν εσκέφθη ως Έλλην αλλά ως συρόμενος οπαδός των πάσης μορφής δυτικοευρωπαϊκών προτύπων ή σημερινών κινημάτων, κινήσεων, κομμάτων…».Σε τελική ανάλυση τα ελληνικά εθνικιστικά κινήματα του Μεσοπολέμου δεν κατόρθωσαν να εμφανιστούν ποτέ ενωμένα και δεν κατάφεραν να οργανωθούν σε ένα μαζικό κίνημα αμφισβήτησης της καθεστηκυίας τάξης.
Ο Γερμανός πρεσβευτής Αϊζενλόρ σε μια αναφορά του προς το Υπουργείο Εξωτερικών του (9 Μαΐου 1934) επεσήμανε με μοναδική σαφήνεια ότι «οι αντικομμουνιστικές, φασιστικές και εθνικοσοσιαλιστικές ελληνικές οργανώσεις είναι κατακερματισμένες και η ανάπτυξή τους εμποδίζεται από τη φυσική απειθαρχία του λαϊκού χαρακτήρα την τάση να λένε πολλά λόγια και την αντίθεση προς δυναμικής μορφής δράση. Ο ελληνικός λαός είναι πατριώτης αλλά το κράτος και η ανάγκη να προσφέρει οποιαδήποτε θυσία για το κράτος του είναι, ως ιδέες, ξένα. Η πολιτική θεωρείται τελείως είτε ως αυτοσκοπός είτε ως μέσον για την ικανοποίηση υλικών συμφερόντων».
Δύο χρόνια αργότερα ο βρετανός πρεσβευτής Γουώτερλυ έγραψε κάτι ανάλογο. « Η φύση του ελληνικού χαρακτήρα είναι τέτοια, ώστε κανένας δεν είναι πιθανό να ευχαριστηθεί με τη δικτατορία, ακόμη και αν φέρει κοινωνικές μεταρρυθμίσεις και οικονομική ευημερία» (από Βρετανική πρεσβεία προς Ήντεν, 7 Αυγούστου 1936).
Οι απόψεις των δύο Ευρωπαίων διπλωματών, αντίθετων μάλιστα πολιτειακών συστημάτων, που δείχνουν ότι συλλάβει την ελληνική ιδιοσυγκρασία, δεν διαφέρουν καθόλου από τα αξίωμα του στρατηγού Κονδύλη που έλεγε πως «ο Έλληνας περισσότερο αναρχίζει παρά υπακούει».
Όπως πολύ εύστοχα παρατήρησε ο Νίκος Καρράς στο βιβλίο του «Ιωάννης Μεταξάς», «… στον απόηχο της ήττας του ΄22, ο έμφυτος πατριωτισμός των Ελλήνων δεν συνεβάδιζε απαραίτητα με την πειθαρχία, τον δυναμισμό και τη διάθεση για θυσίες, ώστε να εκδηλωθεί επαναστατικό εθνικό κίνημα αντιδρώντας στα κακώς κείμενα και το κατεστημένο των δύο γερασμένων πολιτικών παρατάξεων …».
ΟΙ ΠΡΩΤΕΣ ΕΘΝΙΚΙΣΤΙΚΕΣ – ΦΑΣΙΣΤΙΚΕΣ ΟΡΓΑΝΩΣΕΙΣ
Την άνοιξη του 1927 εμφανίστηκαν στη Θεσσαλονίκη προκηρύξεις με αντικομμουνιστικό και αντισημιτικό περιεχόμενο, με αποτέλεσμα να εξαγριωθεί η τοπική κομμουνιστική οργάνωση και το εβραϊκό στοιχείο της πόλης.
«Σήμερον εκυκλοφόρησαν», έγραφε μια αναφορά ενός πληροφοριοδότη της αστυνομίας, «αι Αντικομμουνιστικαί προκηρύξεις. Λόγω τούτου οι Κομμουνισταί εξημένηοαν και ετοιμάζουν επίθεσιν κατά του εν λόγω Συλλόγου (σ.σ. εννοεί τον Πατριωτικό Σύνδεσμο «Παύλος Μελάς») μετά την ανακάλυψιν του υπ’αυτών».
Πραγματικά, στις 2 Απριλίου 1927 τοιχοκολλήθηκαν σε πολλά σημεία της συμπρωτεύουσας προκηρύξεις με τίτλο «Οι Εβραίοι και ο Κομμουνισμός». Περιείχαν κατηγορίες για συνωμοσία της Μόσχας με όργανα τους Εβραίους της Θεσσαλονίκης και προτροπές για εκδίωξη της μειονότητας από την Ελλάδα. Η ισραηλιτική κοινότητα διαμαρτυρήθηκε τότε έντονα στον γενικό διοικητή, όπως άλλωστε έπραξε και ο γενικός γραμματέας του Εργατικού Κέντρου Θεσσαλονίκης, I. Αρβανιτάκης. Ο Ισραηλίτης μάλιστα βουλευτής Ζακ Βεντούρα έφερε το θέμα στη Βουλή στις 4/4/1927, όπου με την ευκαιρία ζήτησε να ληφθούν μέτρα κατά της δραστηριότητας των αντιεβραϊκών στοιχείων (βλ. εφημερίδες «Μακεδονία» 3/4/1927, «Ριζοσπάστης» 13/4/1927, «Εφημερίδα των Βαλκανίων» 4/4/1927 και το βιβλίο «Ο χαφιές» του Αλέξ. Δάγκα).
Μέχρι το 1928 ιδρύθηκαν μόνο στη Θεσσαλονίκη δέκα περίπου σύλλογοι με αντικομμουνιστικούς κυρίως σκοπούς. Αμέσως μετά τη σύσταση τους επιχείρησαν να γίνουν γνωστοί στη βόρεια Ελλάδα με καταχωρήσεις στον τοπικό Τύπο, ενώ στο ευρύ κοινό παρέμειναν μάλλον άγνωστοι.
Χρονικά η πρώτη εθνικιστική αντικομμουνιστική οργάνωση στη Μακεδονία ήταν η «Λεγεώνα Εθνικής Σωτηρίας» το 1926. Ακολούθησε η «Εθνική Ένωσης Ελλάς» (ΕΕΕ) το 1927, που ήταν και αντισημιτική, η αντικομμουνιστική ένωση «Πατρίς» και στην Αθήνα η «Ένωσης Ελλήνων Φασιστών».
ΕΝΩΣΙΣ ΕΛΛΗΝΩΝ ΦΑΣΙΣΤΩΝ
Η πρώτη ουσιαστική κίνηση στον χώρο του ελληνικού φασισμού ήταν η δημιουργία της «Ένωσης Ελλήνων Φασιστών» από τον Θεόδωρο Υψηλάντη, γόνο της ιστορικής οικογένειας του ’21. Η οργάνωση χρονικά συστάθηκε λίγο καιρό μετά την κατάληψη της εξουσίας από τον Μουσολίνι στην Ιταλία, τον Οκτώβριο του 1922, στο πολιτικό όμως προσκήνιο εμφανίστηκε μόλις τον Μάρτιο του 1928, όταν ο αρχηγός της οργάνωσης με μια προκήρυξη «…προς τους φασίστας απάσης της Ελλάδος…», καλούσε τον ελληνικό λαό να πυκνώσει τις τάξεις της Ένωσης Ελλήνων Φασιστών.
Προκήρυξη της οργάνωσης «Ένωσις Ελλήνων Φασιστών»
Η προκήρυξη, αφού κάνει λόγο για την κοινοβουλευτική διαφθορά και τις αντεθνικές θέσεις των κομμουνιστών, συνεχίζει στον ίδιο τόνο: « Ή Φασιστική ιδεολογία περικλείει εν εαυτή την Ενωσιν, την Πειθαρχίαν και την Εργασίαν. Δηλαδή την βαθείαν πίστιν και την ζωτικήν εκείνην ενέργειαν, η οποία συμπίπτει με το καθήκον του πολίτου προς πραγμάτωσιν της ευημερίας και της ισχύος της πατρίδος του, ενέργειαν ήτις συνεπάγεται την κατάπαυσιν των εμφυλίων διαμαχών, την συναδέλφωσιν του λαού και την κοινήν συνεργασίαν δια την ανάνηψιν του Έθνους από του λήθαργου και του μαρασμού».
Η οργάνωση των Ελλήνων Φασιστών έμεινε τελικά στα σπάργανα, αφού δεν μπόρεσε ποτέ να γίνει μαζική και να συγκεντρώσει κόσμο. Ο Υψηλάντης, ο οποίος κατά την τριετία 1914-1917 υπηρετούσε ως σταυλάρχης στα βασιλικά ανάκτορα, κατά τη διάρκεια της γερμανικής κατοχής ανέλαβε τη διοίκηση μιας ελληνογερμανικής εμπορικής εταιρίας. Πέθανε το 1943 και η τότε κατοχική κυβέρνηση απένειμε στη χήρα του ισόβια σύνταξη, που αργότερα (το 1946) και η κυβέρνηση Σοφούλη επικύρωσε.