Ο μύθος του υπερπληθυσμού

Του Μάραιη Μπούκτσιν
«… Την εποχή της Βιομηχανικής Επανάστασης, ο Τόμας Μάλθους διατύπωσε «τον νόμο του πληθυσμού» σύμφωνα με τον οποίο η παραγωγή τροφίμων αυξάνεται με αριθμητική πρόοδο, ενώ ο πληθυσμός με γεωμετρική. Για να διατηρηθεί η ισορροπία, θεωρούσε επιτακτικό τον έλεγχο και τον περιορισμό του πληθυσμού – δηλαδή έλεγε ουσιαστικά ότι ήταν ευπρόσδεκτες οι επιδημίες και οι καταστροφές. . . Στο βιβλίο αυτό ο Μπούκτσιν ανασκευάζει αυτόν τον μύθο, κάτω από τις διάφορες ιδεολογικές του μεταμφιέσεις – μαλθουσιανισμός,νεομαλθουσιανισμός, κονωνικός δαρβινισμός, φασισμός, «οικολογία του βάθους» κλπ – καταρρίπτοντας μεθοδικά και αμείλικτα τη φαινομενική λογική του και αποκαλύπτοντας αυτό που κρύβεται πίσω: τη ριζική απανθρωπιά του κεφαλαίου και τη μοίρα που αυτό επιβάλλει στους φτωχούς…» (Από την παρουσίαση στο οπισθόφυλλο του βιβλίου)
Επιπλέον γράφει: « …κανείς δεν μπορεί να μιλάει πια για «πληθυσμιακό πρόβλημα», δίχως να το συσχετίσει με το ταξικό και το κοινωνικό πρόβλημα. Θα χρειαζόταν να γραφούν τόμοι ολόκληροι για να ξεμπερδευτούν τα μπερδεμένα νήματα που συνδέουν την πείνα με τις μορφές γαιοκτησίας, την υλική βελτίωση με τη φθίνουσα πληθυσμιακή αύξηση, την τεχνολογία με την παραγωγή τροφίμων, τους εμφύλιους πολέμους και το ρόλο της Παγκόσμιας Τράπεζας και του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου με τις μεθόδους καλλιέργειας της γης… Οι άνθρωποι δεν μπορεί να υποβιβάζονται από τον νεομαλθουσιανισμό σε απλά ψηφία, δίχως, τουλάχιστον, να αντικατασταθεί ο οφειλόμενος σεβασμός προς τη ζωή από μια νέα απάνθρωπη μορφή οικοκτηνωδίας».
Σχόλιο της σύνταξης
Μια από τις πρώτες ειδήσεις της νέας χρονιάς (το 2014) ήταν αυτή. Ο πληθυσμός της Γης έφτασε τα 7,2 δισεκατομμύρια άτομα. Την 1η Ιανουαρίου του 2014 ο πληθυσμός της Γης έφτασε τα 7,2 δισεκατομμύρια άτομα, σύμφωνα με έκθεση του Γερμανικού Ιδρύματος για τον πληθυσμό της Γης. Οι αναλυτές σημειώνουν ότι στη διάρκεια του περασμένου έτους, ο αριθμός των ανθρώπων που ζουν στον πλανήτη αυξήθηκε κατά 80 εκατομμύρια. Οι συντάκτες της έκθεσης εκφράζουν την ανησυχία για ένα δυσανάλογα υψηλό επίπεδο αύξησης του πληθυσμού στις αναπτυσσόμενες χώρες. Σύμφωνα με την άποψή τους, αυτό θα οδηγήσει σε αύξηση της παγκόσμιας φτώχειας. Γι αυτό λέμε όπου φτωχός και τα παιδιά του.
Τα 11 δισ. θα φτάσει ο παγκόσμιος πληθυσμός το 2100 – Τετραπλασιασμός στην Αφρική.
Τα 11 δισεκατομμύρια ενδέχεται να φτάσει ο παγκόσμιος πληθυσμός το 2100, σύμφωνα με νέα στατιστική ανάλυση του Πανεπιστημίου της Ουάσιγκτον. Η πρόβλεψη είναι αυξημένη κατά 800 εκατομμύρια ανθρώπους συγκριτικά με την τελευταία μελέτη το 2011, με την περαιτέρω αύξηση να αποδίδεται στο γεγονός ότι οι ρυθμοί γεννήσεων στην Αφρική δεν μειώνονται όσο εκτιμούσαν οι επιστήμονες.. Πρόκειται για τεράστια αύξηση συγκριτικά με τα 5 εκατομμύρια ανθρώπων που ζούσαν στον πλανήτη το 8.000 π.Χ. ή το ένα δισεκατομμύριο ανθρώπων που ζούσε το 1805. Σοβαρότερη επίπτωση της ραγδαίας αύξησης του παγκόσμιου πληθυσμού είναι η επιβάρυνση των μεγαλουπόλεων, οι οποίες θα πληγούν από συνωστισμό και εντονότερα περιβαλλοντικά προβλήματα.
Σήμερα ο πληθυσμός της Αφρικής ανέρχεται σε 1,1 δισ., ωστόσο μέχρι το 2.100 θα τετραπλασιαστεί στα 4,2 δισεκατομμύρια. Για τον υπόλοιπο κόσμο οι εκτιμήσεις δεν διαφέρουν ιδιαίτερα συγκριτικά με τις προηγούμενες μελέτες. Η Ευρώπη πιθανότατα θα δει τον πληθυσμό της να μειώνεται λόγω της υπογεννητικότητας και της γήρανσης. Για την ανάλυσή τους οι επιστήμονες χρησιμοποίησαν εξελιγμένες μεθόδους υπολογισμού του προσδόκιμου ζωής, νέες προβλέψεις για τη γονιμότητα και ενημερωμένα στοιχεία για τον παγκόσμιο πληθυσμό. Στη μελέτη τους προβλέπουν ότι μέχρι το 2100 ο παγκόσμιος πληθυσμός θα κυμανθεί μεταξύ 9 και 13 δισεκατομμυρίων.
Δεν ξέρω αν αυτές οι στατιστικές για το μέλλον ευσταθούν αλλά μπορούμε να δούμε ότι σε πλανητική κλίμακα και στον λεγόμενο τρίτο κόσμο η αύξηση του πληθυσμού συμβαδίζει με το πολύ χαμηλό ή ανύπαρκτο βιοτικό επίπεδο, εδώ ισχύει το “όπου φτωχός και τα παιδιά του”.
Στο τέλος στοίβες από εκατομμύρια ανθρώπους που διαβιούν στον απόπατο της ταξικής κοινωνίας ως απόβλητοι, θα χαρακτηριστούν ή αρχίζουν να χαρακτηρίζονται πλεονάζων πληθυσμός από τους ιθύνοντες με την ανάλογη διαχείριση.
Δεν είναι ο άνθρωπος καρκίνος πάνω στον πλανήτη, καρκίνος είναι ο καπιταλισμός με την ακόρεστη δίψα του για επέκταση, κέρδος και κυριαρχία, είναι το κράτος και οι πολιτικό οικονομικές ελίτ, που απεργάζονται σχέδια για την διατήρηση, διαιώνιση και επέκταση σε πλανητική κλίμακα των αγορών (παγκοσμιοποίηση) και την καπιταλιστικοποίηση του κόσμου.
ΜΑΡΑΙΗ ΜΠΟΥΚΤΣΙΝ Ο ΜΥΘΟΣ ΤΟΥ ΥΠΕΡΠΛΗΘΥΣΜΟΥ
ΥΠΑΡΧΕΙ ΑΡΑΓΕ ΥΠΕΡΠΛΗΘΥΣΜΟΣ; [1]
Η Γη στον λαό
Προς τους εργαζόμενους και τις εργαζόμενες
Το Μονοπώλιο πάνω στη Γη, σε συνδυασμό με το ανταγωνιστικό κοινωνικό μας σύστημα, μας οδήγησαν τελικά σε κρίση. Από τη μια μεριά, βλέπουμε ανθρώπους να κατέχουν εκατομμύρια ακρ γης, μερικούς να κατέχουν μισό εκατομμύριο και πολλούς να κατέχουν χιλιάδες ακρ γης, τα οποία τα χρησιμοποιούν για κυνηγότοπους και για βοσκότοπους. Δεν καλλιεργείται ούτε καν η μισή από την καλλιεργήσιμη γη.
Υπάρχουν τριάντα εκατομμύρια ακρ χέρσας γης, από τα οποία τουλάχιστον τα μισά, δεν περιμένουν παρά κάποιους να τα καλλιεργήσουν, ώστε να μπορέσουμε να παράγουμε πολύ περισσότερη τροφή απ’ όση χρειαζόμαστε – αντί να εισάγουμε, όπως κάνουμε τώρα αγροτικά προϊόντα αξίας 120.000.000 λιρών κάθε χρόνο. Από την άλλη, βλέπουμε τους καπιταλιστές, τους γαιοκτήμονες -τους ιδιοκτήτες των βρώμικων χαμόσπιτων μας- και ολόκληρη την κλίκα των κλεφτών που λυμαίνονται τον μόχθο μας.
Όλοι αυτοί μας οδήγησαν σε μια τέτοια κατάσταση, ώστε να λιμοκτονούν οι παραγωγοί όλου αυτού του πλούτου που βλέπουμε γύρω μας. Εμείς, οι εργάτες, έχουμε κάθε διάθεση να αυξήσουμε τον κοινωνικό πλούτο, όμως αυτοί μας λένε: «Όχι, υποφέρουμε από την υπερπαραγωγή, έχουμε τεράστιο απόθεμα ρούχων στις αποθήκες μας και επομένως πρέπει να μείνετε γυμνοί. Οι αποθήκες μας είναι γεμάτες τρόφιμα και επομένως πρέπει να λιμοκτονείτε. Στην πραγματικότητα, υπάρχει υπερπληθυσμός και επομένως εσείς οι εργάτες θα ήταν καλύτερα να μεταναστεύσετε.»
Τώρα φίλοι μας, που το ζήτημα του υπερπληθυσμού και της μετανάστευσης είναι ο σημερινός μπαμπούλας, θα σας εκθέσουμε τις απόψεις μερικών από τους πιο διακεκριμένους ανθρώπους, αναφορικά με τον αριθμό των ανθρώπων που μπορεί να θρέψει αυτή η χώρα, αν καλλιεργηθούν σωστά τα εδάφη της.
Ο Μάλχολ, στο έργο του Η Πρόοδος του Κόσμου, λέει:
«Ολόκληρος ο κόσμος καταναλώνει 38.500.000 μπούσελ’ σίτου ετησίως και, κατά μέσο όρο, η αγγλική παραγωγή των 28 μπούσελ ανά ακρ, [2] θα αρκούσε για να προσφέρει στη νήσο της Μεγάλης Βρετανίας αρκετό σιτάρι για να προμηθεύσει όλα τα έθνη και αν η Αγγλία, δια παν ενδεχόμενο, ήταν υποχρεωμένη να αυξήσει την παραγωγή σίτου για τη δική της κατανάλωση, δεν θα χρειαζόταν παρά να καλλιεργηθεί μια έκταση 5 κομητειών του μεγέθους του Ντεβονσάιρ για να καλύψει όλες τις ανάγκες και των τριών βασιλείων, που φτάνουν τα 7 μπούσελ [3] ανά κεφαλή.»
Ο Τζ. Τζ. Μήτσι λέει:
«Μολονότι η ποιότητα του εδάφους στο κτήμα μου υπολείπεται κατά πολύ του μέσου όρου αυτής του Ηνωμένου Βασιλείου, είναι πιθανό να παράγω πολύ περισσότερο από τη συνήθη μέση ποσότητα, με αποτέλεσμα, αν όλα τα εδάφη μας γίνονταν εξίσου παραγωγικά με τα δικά μου, ολόκληρος ο πληθυσμός μας δεν θα μπορούσε να καταναλώσει ούτε τη μισή παραγωγή.»
Ο Σερ Ρίτσαρντ Φίλλιπς λέει:
«Το Ηνωμένο Βασίλειο μπορεί να καλύψει τις ανάγκες σε λαχανικά, 250.000.000 ανθρώπων ή 800.000 σε κρέας και λαχανικά δίχως να κάνει εισαγωγές ή δίχως να κάνει χρήση των 30.000.000 ακρ χέρσας γης.»
Ο καθηγητής Νιούμαν λέει:
«Με ένα καλύτερο σύστημα καλλιέργειάς της, μπορούμε άνετα να θρέψουμε 60.000.000 ανθρώπους με τη βοήθεια των εισαγωγών.»
Ο Άλλισον, στο έργο του Οι Αρχές της Πληθυσμιακής Αύξησης, λέει:
«Η Μεγάλη Βρετανία και η Ιρλανδία είναι σε θέση να συντηρήσουν εύκολα και επαρκώς 120.000.000 ανθρώπους.»
Ο Πόρτερ, στο έργο του Η Πρόοδος του Έθνους, λέει:
«Οι αγροτικές καλλιεργήσιμες εκτάσεις που διαθέτουμε σήμερα, αν καλλιεργηθούν σωστά, μπορούν, με τη χρήση αλετριού, να παράγουν τροφή για 90.000.000 ανθρώπους, ενώ με τη χρήση φτυαριού, για 120.000.000 ανθρώπους.»
Ο Αγγλικός Οργανισμός Γεωργίας και Μεταφορών:
«Οι εκτάσεις που καλλιεργούνται σήμερα στο Ηνωμένο Βασίλειο μπορούν να συντηρήσουν εξαπλάσιο αριθμό ανθρώπων σε σχέση με το σημερινό, δίχως να γίνει χρήση των τεράστιων εκτάσεων χέρσας γης.»
Ο καθηγητής Μπάλντουϊν λέει:
«Μόνο στην Ιρλανδία, υπάρχουν 6.000.000 ακρ εδάφους που χρειάζονται αποξήρανση, με τα οποία μπορούν να ασχοληθούν επικερδώς χιλιάδες άνθρωποι.»
Ο κόμης του Λέισεστερ αναφορικά με το Εγγειοβελτιωτικό σύστημα:
«Πιστεύω ότι, αν αποξηραίνονταν εντελώς τα καλλιεργήσιμα εδάφη και παραμερίζονταν όλα τα ΕΜΠΟΔΙΑ, θα μπορούσαμε να διπλασιάσουμε την ποσότητα της σημερινής αγροτικής παραγωγής.»
Ο Τζόζεφ Αρτς, στην επιστολή του προς το Συνέδριο που διεξήχθη στη Λέσχη Στέπνεϋ, λέει:
«Νομίζω ότι το Κρατικό Επιδοτούμενο Πρόγραμμα Μετανάστευσης είναι το καλύτερο για την ανακούφιση των υπερκατοικημένων μεγάλων πόλεών μας, όμως στις αγροτικές περιοχές δεν έχουμε τους ανθρώπους που χρειαζόμαστε για να γίνει ο θερισμός και επομένως έχουμε 10.000.000 ακρ χέρσας γης, τα οποία θα μπορούσαν να αποφέρουν κέρδη αν καλλιεργούνταν.»
Ο Χόϊλ, στο έργο του Οι Εθνικοί Πόροι και Πώς Κατασπαταλούνται:
«Όταν η Εργατική Δύναμη αξιοποιείται σωστά και με εύλογη φειδώ, η σωρευτική δύναμη της ανθρώπινης φιλοπονίας είναι κάτι το εκπληκτικό. Παίρνοντας σαν παράδειγμα τη γεωργία, στις μεθόδους της οποίας πιθανώς έχουν γίνει οι λιγότερες βελτιώσεις και όπου μέχρι σήμερα οι μηχανές έχουν χρησιμοποιηθεί λιγότερο από οποιονδήποτε άλλον τομέα εργασίας, ένας μόνον άνθρωπος μπορεί να καλλιεργήσει όση γη χρειάζεται για να τραφούν τουλάχιστον 20 άτομα.»
Φίλοι μας, όπως βλέπουμε, όλοι οι προαναφερόμενοι συμφωνούν ότι για να καλλιεργηθούν σωστά τα εδάφη που ήδη καλλιεργούνται, δεν αρκούν ούτε όλα τα εργατικά χέρια αυτής της χώρας και ότι, αν καλλιεργούνταν σωστά τα εδάφη, θα απέφεραν περισσότερη τροφή από όση χρειαζόμαστε, αντί να διαρρέουν -όπως τώρα- κάθε χρόνο 120.000.000 λίρες στο εξωτερικό για αγορά τροφίμων. Πόσο βλακώδης είναι λοιπόν ο ισχυρισμός ότι θα έπρεπε να πάμε να αποικήσουμε τις χιονισμένες εκτάσεις του Καναδά.
Το 1848, είπαν στο λαό της Ιρλανδίας, όταν ο πληθυσμός της ήταν 9.000.000 κάτοικοι, ότι η χώρα υπερκατοικείτο. Το 1883, του είπαν το ίδιο παραμύθι, τη στιγμή που η χώρα είχε πληθυσμό 5.000.000 κατοίκων. Αλίμονο, φίλοι μας, είναι αλήθεια ότι η Ιρλανδία υπερκατοικείται, αλλά από ποιούς;…
Ο Τζ. Φίλλιπς Μπήβεν, διάβασε ένα έγγραφο στη Στατιστική Υπηρεσία, όπου ανέφερε ότι η εργατική τάξη μειώθηκε από 1.127.629 άτομα που αριθμούσε το 1841, σε 538.137 άτομα το 1871 – μειώθηκε δηλαδή, κατά 589.492 άτομα. Η μη παραγωγική τάξη αυξήθηκε από 850.353 άτομα που αριθμούσε το 1861, σε 2.813.360 άτομα το 1871 – αυξήθηκε, δηλαδή, κατά 1.963.007 άτομα μέσα σε 10 χρόνια. Όταν η Ιρλανδία είχε πληθυσμό 9.000.000 κατοίκων, εξήγαγε επί 20 χρόνια στην Αγγλία, κατά μέσο όρο, 20.000.000 μπούσελ κάθε χρόνο. Τώρα, που ο πληθυσμός της είναι σχεδόν ο μισός, πρέπει να εισάγει κάθε χρόνο 33.000.000.
Ιδού σε τι κατάσταση οδήγησαν την Ιρλανδία. Τώρα θέλουν να κάνουν το ίδιο και στην Αγγλία.
Για την περίπτωση που υπερκατοικηθεί η χώρα μας, σας υπενθυμίζουμε πώς αντιδρούν οι μέλισσες σε μια τέτοια κατάσταση. Πρώτα, σκοτώνουν τους αργόσχολους κηφήνες, θεωρώντας τους άχρηστα μέλη της κοινωνίας. Ύστερα, διώχνουν τα νεαρά μέλη τους. Όμως εμείς οι κακομοίρηδες δεχόμαστε τη συμβουλή που μας δίνουν οι καλοί μας κηφήνες και τους αφήνουμε να απολαμβάνουν τη γεμάτη μέλι κυψέλη, ενώ εμείς περιφερόμαστε όπου γης σε κατάσταση λιμοκτονίας.
Σύντροφοι εργάτες, σας ζητάμε να πάψετε να είστε απαθείς και να απαιτήσετε ότι, αφού η γη ήταν και είναι συλλογική ιδιοκτησία του έθνους, θα πρέπει να χρησιμοποιείται για το καλό όλων των ανθρώπων ότι, αφού το κεφάλαιο και ο πλούτος της χώρας είναι προϊόν της εργασίας πολλών περασμένων γενεών καθώς και των σημερινών, θα πρέπει να χρησιμοποιείται για το καλό των σημερινών και όλων των μελλοντικών γενεών.
«Μα το θεό, αξίζει να αγωνιζόμαστε για τα δίκαιά μας.» Ρ. Τσώρτσιλ.
Σημειώσεις
1. Φυλλάδιο της αγγλικής αναρχικής εφημερίδας Freedom, (που ίδρυσε ο Peter Kropotkin και ο Charlotte Wilson) το οποίο κυκλοφόρησε το 1898. Πρωτοεκδόθηκε το 1883 σαν προκήρυξη, από την Επαναστατική Επιτροπή του Τζόζεφ Λειν. Δημοσιεύτηκε στο πρώτο τεύχος του αγγλικού αναρχικού περιοδικού Raven, το 1986.
2. Το ένα ακρ ισοδυναμεί με τέσσερα περίπου στρέμματα (Σ.τ.Μ.).
3. Το ένα μπούσελ ισοδυναμεί με 8 γαλόνια (Σ.τ.Μ.).
Ο ΜΥΘΟΣ ΤΟΥ ΠΛΗΘΥΣΜΙΑΚΟΥ ΠΡΟΒΛΗΜΑΤΟΣ
ΜΕΡΟΣ A
Όπως και ο Φοίνικας, το «πληθυσμιακό πρόβλημα» αναγεννάται από την τέφρα του τουλάχιστον κάθε γενιά και μερικές φορές περίπου κάθε δεκαετία. Οι προφητείες είναι συνήθως ίδιες -δηλαδή, ότι είναι «πρωτοφανής ο αριθμός» των ανθρώπων που εποικίζουν τη γη και «λυμαίνονται» σαν ακρίδες τους πόρους της.
Στις μέρες της Βιομηχανικής Επανάστασης, ο Τόμας Μάλθους, ένας δειλός Άγγλος εφημέριος, διατύπωσε τον περιβόητο «νόμο του πληθυσμού», ο οποίος υποστηρίζει ότι τα αποθέματα τροφίμων αυξάνονται με αριθμητική πρόοδο ενώ ο πληθυσμός αυξάνεται με γεωμετρική πρόοδο. Η «ισορροπία» ανάμεσα στον πληθυσμό και τα αποθέματα τροφίμων μπορεί να επιτευχθεί μόνον μέσω πολέμων, λιμών και επιδημιών (υποστήριζε ουσιαστικά ο Μάλθους). Ο Μάλθους δεν εξέφρασε την άποψη αυτή για να επιχειρηματολογήσει υπέρ της ανθρώπινης ευημερίας- αυτή ήταν μια ψυχρή δικαιολόγηση της απάνθρωπης αθλιότητας που επέβαλαν στη μάζα του αγγλικού λαού οι αριστοκράτες άρπαγες γαιών και οι εκμεταλλευτές μεγαλοβιομήχανοι. Ευθυγραμμισμένος με τη μικρόψυχη ατμόσφαιρα της εποχής του, ο Μάλθους αντιτάχτηκε στις απόπειρες απάλυνσης της φτώχειας επειδή αυτές, μέσω της αύξησης του μέσου όρου ζωής των φτωχών, θα καταργούσαν τα όρια που είχαν επιβληθεί στην «πληθυσμιακή αύξηση».
Ο νόμος του Μάλθους ενσωματώθηκε στη δαρβίνεια ερμηνεία της εξέλιξης και ανασύρθηκε εκ νέου από τη βιολογία ως «κοινωνικός δαρβινισμός». Η θεωρία αυτή, που υποστηρίχτηκε με σθένος στις ΗΠΑ και την Αγγλία μια γενιά αργότερα, υποβίβαζε την κοινωνία σε «ζούγκλα», στην οποία «ο νόμος της επιβίωσης του ισχυρότερου» δικαιολογούσε την αχαλίνωτη λεηλασία του κόσμου από τον πλούσιο ή «ισχυρότερο», ενώ οι εργαζόμενες τάξεις, οι ακτήμονες και οι «άγριοι» του Τρίτου Κόσμου καταδικάζονταν να ζουν σε συνθήκες πείνας επειδή – υποτίθεται – ήταν «ανίσχυροι» να επιβιώσουν. Η αλαζονεία των τραπεζιτών, των μεγαλοβιομήχανων και των αποικιοκρατών που, κατά τη διάρκεια της «Χρυσής Εποχής» στην καμπή του αιώνα, απολάμβαναν όλοι τους πλούσια γεύματα ενώ στους δρόμους των πόλεων του δυτικού κόσμου μάζευαν συνέχεια τα πτώματα αυτών που πέθαιναν από την πείνα όλα αυτά μαρτυρούσαν την ύπαρξη ενός βάναυσου ταξικού συστήματος που επικαλείτο το «φυσικό δίκαιο» για να δικαιολογήσει τον πλούτο που απολάμβαναν οι λίγοι κυβερνώντες και την πείνα από την οποία μαστίζονταν οι πολλοί κυβερνώμενοι.
Μια μόλις γενιά αργότερα, ο μαλθουσιανισμός απέκτησε έναν σαφώς ρατσιστικό χαρακτήρα. Στις αρχές της δεκαετίας του 1920, όταν στις ΗΠΑ ο «αγγλοσαξονικός» ρατσισμός ενάντια σε «σκουρόχρωμους» λαούς όπως οι Ιταλοί, οι Εβραίοι και οι λεγόμενοι «Ανατολικοευρωπαίοι», έφτασε στο αποκορύφωμά του, η έννοια της «βιολογικής κατωτερότητας» οδήγησε στη θέσπιση νόμων που ευνοούσαν τη μετανάστευση των «Βορειοευρωπαίων» στις ΗΠΑ και απέκλειαν ρητώς τη μετανάστευση άλλων «υπανθρώπινων» -υποτίθεται- λαών. Ο μαλθουσιανισμός, στον οποίο προστέθηκε τώρα το πρόθεμα «νέο» για να τον καταστήσει πιο σύγχρονο, διαπότισε ολοκληρωτικά αυτή τη νομοθεσία. Έπρεπε να τεθεί υπό «έλεγχο» ο πληθυσμός των ΗΠΑ για να διασωθεί η αμερικανική «πολιτισμική» (διάβαζε φυλετική) καθαρότητα – είτε από τον «Κίτρινο Κίνδυνο» της Ασίας είτε από τον «Σκουρόχρωμο Κίνδυνο» του Λατινικού και Σημιτικού κόσμου.
Ο ναζισμός δεν χρειάστηκε να επινοήσει τη φυλετική του εικόνα των εύρωστων «Αρείων» που πολιορκούνται από «υπανθρώπινους» σκουρόχρωμους λαούς και ιδιαίτερα από τους Εβραίους. Ο Χίτλερ θεωρούσε τον εαυτό του προστάτη του «βορειοευρωπαϊκού πολιτισμού» από τις «εβραϊκές προλήψεις», για να χρησιμοποιήσω τη χυμώδη γλώσσα ενός σύγχρονου και διάσημου συγγραφέα από την Αριζόνα – ένα «πολιτισμικό» ζήτημα που κατατρύχετε από τη φασιστική κοινωνιο-βιολογία. Από τη «βορειοευρωπαϊκή» σκοπιά του Χίτλερ, η Ευρώπη αντιμετώπιζε πρόβλημα «υπερπληθυσμού» και έπρεπε οι εθνότητες της ηπείρου να μετατοπιστούν ανάλογα με τη φυλετική τους προέλευση. Απ’ όπου προέρχονται και οι θάλαμοι αερίων, τα κρεματόρια του Άουσβιτς, τα εκτελεστικά αποσπάσματα που το καλοκαίρι του 1941 ακολούθησαν την εισβολή του γερμανικού στρατού στην Ρωσία και η συστηματική και «εκμηχανισμένη» σφαγή εκατομμυρίων ανθρώπων σε διάστημα τριών ή τεσσάρων χρόνων.
Ο φοίνικας αναγεννάται
Θα νόμιζε κανείς ότι ο Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος και οι απεχθείς παραδόσεις που τον τροφοδότησαν θα είχαν ίσως δημιουργήσει μια βαθύτερη αίσθηση ανθρωπιάς και έναν βαθύτερο σεβασμό για τη ζωή – την ανθρώπινη αλλά και τη μη ανθρώπινη. Κρίνοντας, ωστόσο, από τον τρόπο που το «πληθυσμιακό πρόβλημα» ξαναβγήκε στην επιφάνεια, φαινόμαστε πιο αποκτηνωμένοι από όσο ποτέ άλλοτε. Μέχρι τα τέλη της δεκαετίας του 1940, πριν ακόμη αποσυντεθούν εντελώς οι νεκροί του πολέμου, οι «νεομαλθουσιανοί» επαναδραστηριοποιούνται – τη φορά αυτή σχετικά με τη χρήση νέων εντομοκτόνων για την εξάλειψη της ελονοσίας και των αντιβιοτικών για τον έλεγχο των θανατηφόρων μολύνσεων στον Τρίτο Κόσμο. Ακόμη και εξέχοντες βιολόγοι όπως ο Ουίλλιαμ Βογκτ πήραν μέρος στη διαμάχη με άρθρα και βιβλία, στρέφοντας τις πολεμικές τους ενάντια στη σύγχρονη ιατρική επειδή προστατεύει την ανθρώπινη ζωή, προφητεύοντας συνάμα λιμούς στη Βρετανία, στα χρόνια ανάμεσα στο 1948 και το 1978 και επικείμενο λιμό στη Γερμανία και την Ιαπωνία.
Η διαμάχη αυτή – που πήρε συχνά άσχημη τροπή- επισκιάστηκε από τον πόλεμο της Κορέας και την ήπια αισιοδοξία του Αϊζενχάουερ, την οποία διαδέχτηκε η ταραχώδης περίοδος της δεκαετίας του 1960, με το ιδεαλιστικό και, αν θέλετε, «ανθρωπιστικό» της μήνυμα και την έμφασή της στην κοινωνική πρόνοια. Δεν είχε όμως τελειώσει καλά-καλά αυτή η δεκαετία, όταν ο νεομαλθουσιανισμός ήλθε ξανά στην επιφάνεια – τη φορά αυτή με δυσοίωνα βιβλία που προειδοποιούσαν για μία «πληθυσμιακή έκρηξη» και συνηγορούσαν υπέρ μιας «ηθικής» της «διαλογής», βάσει της οποίας τα έθνη που προτείνονταν για να λάβουν βοήθεια από τις ΗΠΑ έδειχναν να παίρνουν μυστηριωδώς το μέρος της Αμερικής την περίοδο του «Ψυχρού Πολέμου», ανεξάρτητα από τον ρυθμό της πληθυσμιακής τους αύξησης.
Δύο δεκαετίες μετά, οι προφητείες πολλών νεομαλθουσιανών φαίνονται σχεδόν παράλογα γελοίες. Μας προειδοποιούσαν, συχνά από τα μέσα μαζικής ενημέρωσης, ότι τη δεκαετία του 1980, για παράδειγμα, θα χρειαζόμασταν τεχνητά νησιά στους ωκεανούς για να στεγάσουν τον πλεονάζοντα πληθυσμό των ηπείρων. Μας έλεγαν με απόλυτη βεβαιότητα ότι τα πετρελαϊκά μας αποθέματα θα εξαντλούνταν πλήρως μέχρι το τέλος του αιώνα. Ότι πόλεμοι μεταξύ λιμοκτονούντων λαών θα ρήμαζαν τον πλανήτη και κάθε έθνος θα προσπαθούσε να λεηλατήσει τις μυστικές αποθήκες τροφίμων των άλλων εθνών. Στα τέλη της δεκαετίας του 1970, η «διαμάχη» αυτή ευτυχώς κόπασε – άνθισε και πάλι όμως με τον οικολογικό βιολογικό βερμπαλισμό.
Δεδομένης της υστερίας και των υπερβολικών «προβλέψεων» των προηγούμενων «διαμαχών», ο τόνος σήμερα είναι λίγο χαμηλότερος. Από μερικές απόψεις όμως είναι πολύ πιο δυσοίωνος. Δεν αναγκαστήκαμε να μετατρέψουμε τους ωκεανούς μας σε οικόπεδα, ούτε ξεμείναμε από πετρέλαιο, από αποθέματα τροφίμων, από υλικούς πόρους – ούτε από νεομαλθουσιανούς προφήτες. Αποκτούμε όμως ορισμένες κακές διανοητικές συνήθειες και γινόμαστε πιο εύπιστοι μέσω ενός νέου είδους θρησκευτικότητας, που μαζί με έναν νέου είδους παγανισμό και πρωτογονισμό, φέρει το όνομα «πνευματικότητα».
Κατ’ αρχήν, σκεπτόμαστε περισσότερο ποσοτικά παρά ποιοτικά – παρόλο που αντίθετα όλοι μιλάνε για το «όλον», το «ένα» και την «αλληλοσύνδεση». Για παράδειγμα, όταν μας λένε ότι το «πληθυσμιακό ζήτημα» είναι απλώς και μόνον «ζήτημα αριθμών», όπως το έθεσε ένας αρθρογράφος, οπαδός της Μηδενικής Αύξησης του Πληθυσμού, τότε η τεράστια περιπλοκότητα της πληθυσμιακής αύξησης και μείωσης υποβιβάζεται σε απλό παιχνίδι αριθμών, σαν τις διακυμάνσεις του δείκτη τιμών του χρηματιστηρίου. Όταν οι άνθρωποι μετατρέπονται σε ψηφία, μπορεί και να εξισωθούν με τα ζωύφια και να συσχετιστεί άμεσα ο αριθμός τους με τα αποθέματα τροφίμων. Να τι σημαίνει η τυφλή «αποδοχή του δείκτη τιμών του χρηματιστηρίου».
Η κοινωνική έρευνα, σε διάκριση από τη βουντού οικολογία που πλασάρεται σήμερα με το όνομα «οικολογία βάθους», αποκαλύπτει ότι οι άνθρωποι είναι σε εξαιρετικά μεγάλο βαθμό κοινωνικά όντα και όχι απλώς ένα είδος θηλαστικών. Η συμπεριφορά τους καθορίζεται ολοφάνερα από την κοινωνική τους θέση, ως άνθρωποι που ανήκουν σε ένα συγκεκριμένο φύλο, ιεραρχία, ταξική ομάδα, εθνική παράδοση, κοινότητα, ιστορική περίοδο ή που προσκολλώνται σε μία ποικιλία ιδεολογιών.
Έχουν επίσης στη διάθεσή τους ισχυρές τεχνολογίες, υλικούς πόρους, επιστήμη και είναι προικισμένοι εκ φύσεως με μια ικανότητα για εννοιολογική σκέψη, η οποίας τους προσφέρει μια προσαρμοστικότητα, την οποία διαθέτουν -αν την διαθέτουν- ελάχιστα άλλα μη ανθρώπινα όντα, για να μην αναφέρουμε τη δημιουργία θεσμών και την ικανότητα για συστηματική ομαδική συνεργασία. Τίποτα δεν είναι πιο παραπλανητικό από την «αποδοχή του χρηματιστηριακού δείκτη τιμών». Οι κακές διανοητικές συνήθειες όσον αφορά τη μελέτη των δημογραφικών ζητημάτων -ή ακόμη και εκείνων που αφορούν «πόρους»— με έναν γραμμικό, ακοινωνικό και ανιστορικό τρόπο, τείνουν να υπεισέλθουν σε όλα τα οικολογικά προβλήματα, εξαιτίας κυρίως των νεομαλθουσιανών και ενός «βιοκεντρισμού» που εξισώνει τους ανθρώπους με μη ανθρώπινες μορφές ζωής.
Κατά δεύτερο λόγο, όταν οι νεομαλθουσιανοί μάς υποβιβάζουν σε διαγράμματα και στατιστικούς πίνακες, κυριολεκτικά παγώνουν την ίδια την όψη της πραγματικότητας. Τα αριθμητικά τους συμπεράσματα δεν οικοδομούν καμιά νέα πραγματικότητα. Απλώς προεκτείνουν, χρησιμοποιώντας τη μία στατιστική μετά την άλλη, αυτό που είναι βασικά παλιό και δεδομένο. Είναι «μελλοντιστές» με τη ρηχότερη έννοια του όρου και όχι «ουτοπιστές» με την καλύτερη έννοια του όρου. Γαλουχηθήκαμε να αποδεχόμαστε την κοινωνία, τη συμπεριφορά και τις αξίες έτσι όπως αυτές είναι και όχι όπως θα έπρεπε ή ακόμα όπως θα μπορούσε να είναι.
Αυτή η διαδικασία μάς; θέτει υπό την τυραννία του κατεστημένου και μας στερεί κάθε δυνατότητα να σκεφτούμε για τη ριζοσπαστική αλλαγή του κόσμου. Έχω συναντήσει πολύ λίγα βιβλία νεομαλθουσιανών που διερωτώνται αν θα έπρεπε καν να ζούμε σε οποιασδήποτε μορφής οικονομικό σύστημα που έχει ως βάση του το χρήμα, σε οποιοδήποτε κρατιστικό σύστημα κοινωνικής οργάνωσης ή να καθοδηγούμαστε από την προσανατολισμένη στο κέρδος συμπεριφορά.
Υπάρχει πληθώρα βιβλίων και άρθρων που εξηγούν «πώς» να γίνεις ένας «ηθικά υπεύθυνος» τραπεζίτης, επιχειρηματίας, γαιοκτήμονας, «παράγοντας ανάπτυξης» ή, από όσο ξέρω, έμπορος όπλων. Σπανίως όμως συζητείται αν θα, πρέπει να εγκαταλειφτεί ολόκληρο το σύστημα που ονομάζεται καπιταλισμός (συγχωρείστε με!), είτε πρόκειται για τον εταιρικό της δύσης είτε για τον γραφειοκρατικό της ανατολής, αν θέλουμε να δημιουργήσουμε μια οικολογική κοινωνία. Χιλιάδες άτομα μπορεί να συσπειρωθούν γύρω από το βλακώδες σύνθημα «Πίσω στην Πλειστόκαινο Περίοδο», της οργάνωσης «Earth First!», λίγα όμως, αν διέπονται από νεομαλθουσιανό τρόπο σκέψης, θα συσπειρωθούν γύρω από την ιαχή των αριστερών Πράσινων: «Εμπρός για μια οικολογική κοινωνία!».
Τέλος, ο νεομαλθουσιανικός τρόπος σκέψης είναι ο πιο οπισθοδρομικός όσον αφορά την εξέταση των επιπτώσεων των αιτημάτων του. Αν μας απασχολεί σήμερα και δικαίως, η καταγραφή των θυμάτων του AIDS, πόσο κοντά σε ένα ολοκληρωτικό καθεστώς θα μας φέρει η δημιουργία ενός Γραφείου Πληθυσμιακού Ελέγχου, όπως πρότειναν στις αρχές της δεκαετίας του 1970 κάποιοι ευφυείς κύριοι, υποστηρικτές της Μηδενικής Αύξησης του Πληθυσμού; Φαντάζεστε τι επιπτώσεις θα είχε η αυξανόμενη εξουσία του κράτους πάνω στην αναπαραγωγή; Πράγματι, ποιές σφαίρες της προσωπικής ζωής δεν θα παραβιάζονταν από τη βαθμιαία επέκταση της εξουσίας του κράτους πάνω στις πιο προσωπικές ανθρώπινες σχέσεις; Ωστόσο, οι νεομαλθουσιανοί έχουν προβάλει παρόμοια αιτήματα, του ενός ή του άλλου είδους, σε τομείς που δεν απαιτούν την πνευματική ικανότητα για τη διερεύνηση του Στατιστικού Ιδεώδους των ΗΠΑ.
Οι κοινωνικές ρίζες της πείνας
Αυτή η αριθμοκρατούμενη νοοτροπία, η οποία δεν λαμβάνει υπόψη της το κοινωνικό πλαίσιο της δημογραφίας, είναι σε απίστευτο βαθμό κοντόφθαλμη. Από την στιγμή που αποδεχόμαστε χωρίς καθόλου σκέψη και κριτική ότι ζούμε σε μία καπιταλιστική οικονομία του τύπου «αναπτύξου ή πέθανε», στην οποία η συσσώρευση συνιστά στην κυριολεξία νόμο της οικονομικής επιβίωσης και ο ανταγωνισμός είναι ο κινητήρας της «προόδου», ο,τιδήποτε και αν έχουμε να πούμε για τον πληθυσμό στερείται ουσιαστικά νοήματος. Η βιόσφαιρα τελικά θα καταστραφεί είτε ζουν στον πλανήτη πέντε δισεκατομμύρια άνθρωποι είτε πενήντα εκατομμύρια.
Οι ανταγωνιστικές εταιρείες μιας αγοράς που διέπεται από το αξίωμα «όποιος φάει τον άλλον», πρέπει να εκτοπίσουν η μια την άλλη αν θέλουν να επιβιώσουν. Πρέπει να λεηλατούν το έδαφος, να καταστρέφουν τα δάση της γης, να εξολοθρεύουν την άγρια ζωή της, να μολύνουν τον αέρα και τα υδάτινα κανάλια της, όχι γιατί οι προθέσεις τους είναι αναγκαστικά κακές -αν και συνήθως είναι από όπου προέρχεται ο παραλογισμός της πνευματιστικής τροφής στην οποία έχουν πέσει με τα μούτρα οι Αμερικανοί σήμερα – αλλά απλώς γιατί πρέπει να επιβιώσουν.
Μόνο μια ριζική αναδιάρθρωση της κοινωνίας συνολικά, συμπεριλαμβανομένων και των αντί-οικολογικών αισθαντικοτήτων της, μπορεί να εξαλείψει αυτόν τον παντοδύναμο κοινωνικό καταναγκασμό – αυτή και όχι οι ιεροτελεστίες, η «γιόγκα» ή η ομαδική ψυχοθεραπεία, όσο πολύτιμες και αν είναι μερικές από αυτές τις πρακτικές (συμπεριλαμβανομένης της «βελτίωσης» της ικανότητάς μας να επιτυγχάνουμε και της «δύναμής» μας να διοικούμε).
Όμως, το πιο φρικτό χαρακτηριστικό του νεομαλθουσιανισμού είναι ο βαθμός στον οποίο μας εκτρέπει δραστικά από την ενασχόληση με την κοινωνική προέλευση των οικολογικών προβλημάτων – και μάλιστα ο βαθμός στον οποίο χρεώνει την ευθύνη για τα προβλήματα αυτά στα θύματα της πείνας μάλλον, παρά σε εκείνους που καθιστούν τους ανθρώπους θύματα. Αν υπάρχει «πληθυσμιακό πρόβλημα» και λιμός στην Αφρική, φταίνε ίσως γι’ αυτό οι απλοί άνθρωποι επειδή έχουν πάρα πολλά παιδιά ή επειδή επιμένουν να είναι μακρόβιοι ένα επιχείρημα που προβλήθηκε από τον Μάλθους πριν από δύο σχεδόν αιώνες αναφορικά με τους φτωχούς της Αγγλίας. Η οπτική αυτή όχι μόνον δικαιολογεί την ύπαρξη προνομίων αλλά και ενισχύει την αποκτήνωση και μειώνει τους νεομαλθουσιανούς πολύ περισσότερο από όσο μειώνει τα θύματα των προνομίων.
Και, ειλικρινά, συχνά ψεύδονται. Εξετάζοντας το ζήτημα του πληθυσμού και των αποθεμάτων τροφίμων από καθαρά αριθμητική άποψη, είναι σαν να συμμετέχουμε σε έναν φρενήρη αγώνα ταχύτητας που δεν επικροτεί τις νεομαλθουσιανές προβλέψεις της προηγούμενης δεκαετίας και πολύ περισσότερο, της προηγούμενης γενιάς. Αυτοί οι χαρακτηριστικοί νεομαλθουσιανοί ακροβατισμοί, όπως ο προσδιορισμός της «κατά κεφαλήν κατανάλωσης» του χάλυβα, του πετρελαίου, του χαρτιού, των χημικών ουσιών κ.λπ., κατά έθνος, διαιρώντας τη συνολική ποσότητα των πρώτων με τον εθνικό πληθυσμό -έτσι ώστε κάθε άντρας, γυναίκα και παιδί να θεωρείται ότι «καταναλώνει» την ανάλογη ποσότητα- μας δίνει μια εικόνα που είναι ολοφάνερα πλαστή και χρησιμεύει ως καθαρή συνηγορία υπέρ της ανώτερης τάξης. Ο χάλυβας που χρησιμοποιείται για την κατασκευή ενός πολεμικού πλοίου, το πετρέλαιο που χρησιμοποιείται για την τροφοδοσία ενός τανκ και το χαρτί που χρησιμοποιείται για διαφημίσεις, μόλις και μετά βίας απεικονίζουν την ανθρώπινη κατανάλωση των υλικών.
Ακριβέστερα, συνιστούν υλικό που καταναλώνεται από όλα τα Πεντάγωνα του κόσμου, τα οποία βοηθούν στο να διατηρείται η λειτουργία μιας οικονομίας του τύπου «αναπτύξου ή πέθανε» – αγαθά, μπορώ να προσθέσω, των οποίων η λειτουργία είναι να καταστρέφουν και η μοίρα τους να καταστρέφονται. Ο καταιγισμός από τέτοιου είδους «δεδομένα» με τα οποία μας πλημμυρίζουν οι νεομαλθουσιανοί συγγραφείς, είναι χειρότερος και από σκοταδιστικός είναι διεστραμμένος.
Το ίδιο ισχύει και για τα εμπορικά κέντρα που κατασκευάζονται για να μας προμηθεύουν τα τοξικά τους «καταναλωτικά αγαθά», καθώς επίσης και για τις πολυδάπανες λεωφόρους που οδηγούν σ’ αυτά. Το να παραγνωρίζουμε το γεγονός ότι είμαστε τα θύματα μιας τεράστιας κοινωνικής τάξης πραγμάτων που παγιδεύει απόλυτα και που λίγοι μόνον μπορούν να την ελέγξουν ή να της ξεφύγουν, είναι σαν να απονεκρώνουμε κυριολεκτικά την πολιτική οξυδέρκεια των απλών ανθρώπων – οι «ανάγκες» των οποίων, βεβαίως, κατακρίνονται ως υπεύθυνες για κάθε διαταραχή που σχετίζεται με τις οικολογικές διαταραχές.
Τα πραγματικά γεγονότα που προβάλλονται από πολλούς νεομαλθουσιανούς δεν είναι λιγότερο παραπλανητικά και στα δημογραφικά «λούνα παρκ». Στη Δύση και ιδιαίτερα σε χώρες όπως η Γερμανία, την οποία προειδοποιούσαν οι νεομαλθουσιανοί προφήτες του τέλους της δεκαετίας του 1940, ότι ο πληθυσμός της θα ξεπερνούσε κατά πολύ τα αποθέματα τροφίμων, ο δείκτης γεννήσεων έπεσε κάτω από τον εθνικό δείκτη θανάτων. Το ίδιο ισχύει και για τη Δανία, την Αυστρία, την Ουγγαρία – στην πραγματικότητα, για το μεγαλύτερο μέρος της Ευρώπης εν γένει, όπου όπως θα περίμενε κανείς, η παράδοση θα συνέβαλε στη δημιουργία πολυμελών οικογενειών. Συνεπώς, οι παραδόσεις που ενισχύουν την εμφάνιση μεγάλων οικογενειών, όπου υπερτερούν συνήθως τα αρσενικά, παραδόσεις βάσει των οποίων ερμηνευόταν ο υψηλός δείκτης γεννήσεων της Ινδίας και της Κίνας, δεν είναι απολιθωμένες. Η αύξηση του πληθυσμού των ΗΠΑ, για τον οποίον οι πιο υστερικοί μαλθουσιανοί των δύο προηγούμενων αιώνων προέβλεπαν ότι θα αναγκαζόταν να ζήσει σε θαλάσσιες σχεδίες, προσεγγίζει το μηδέν και σήμερα ίσως να είναι χαμηλότερη.
Τα αποθέματα τροφίμων, επίσης, δεν είναι ανεπαρκή σε σχέση με τη συνολική αύξηση του πληθυσμού. Η παραγωγή δημητριακών αυξήθηκε κατά 12% μετά το 1975, καθιστώντας προσφάτως εφικτή ακόμη και για το Μπανγκλαντές τη δραστική μείωση των εισαγωγών του σε δημητριακά. Οι αγορές της Δυτικής Ασίας πλημμύρισαν από κινέζικο καλαμπόκι. Ακόμη και η «άγονη» Σαουδική Αραβία ξεπουλάει τα αποθέματά της σε σιτάρι και στη Φινλανδία οι αγρότες είναι τόσο υπερφορτωμένοι με πλεονάσματα σιταριού ώστε τα μετατρέπουν σε ζωοτροφή για τα μινκ και σε κόλλα. Η Ινδία, η επονομαζόμενη «το παράδειγμα της χειρότερης περίπτωσης», τριπλασίασε την παραγωγή της σε δημητριακά ανάμεσα στο 1950 και στο 1984. Το μεγαλύτερο της πρόβλημα σήμερα δεν είναι η αύξηση του πληθυσμού της αλλά η μεταφορά δημητριακών από περιοχές που εμφανίζουν πλεόνασμα σε περιοχές που εμφανίζουν έλλειψη δημητριακών – η κύρια αιτία για πολλούς λιμούς που έπληξαν στο παρελθόν την Ινδία.
Μολονότι ο Λέστερ Ρ. Μπράουν, του Ιδρύματος World Watch, διαιρεί τον κόσμο σε «περιοχές όπου η πληθυσμιακή αύξηση είναι αργή ή δεν υφίσταται και όπου βελτιώνονται οι συνθήκες ζωής και σε περιοχές όπου η πληθυσμιακή αύξηση είναι ραγδαία και οι συνθήκες ζωής χειροτερεύουν ή κινδυνεύουν άμεσα να χειροτερεύσουν», μπορεί κάποιος εύκολα να συμπεράνει, από την απλή παράθεση των φράσεων του Μπράουν ότι η χειροτέρευση των συνθηκών ζωής οφείλεται αποκλειστικά στην αύξηση του πληθυσμού, κάτι που δεν ισχύει – αν κοιτάξει κάποιος προσεκτικά ακόμα και τα «δεδομένα» του Μπράουν, καθώς επίσης και άλλες πηγές.
Κατά πόσο η ανισότητα ανάμεσα στην πληθυσμιακή αύξηση και τις κακές συνθήκες ζωής στο Μπανγκλαντές, την Ινδία και το Πακιστάν, για παράδειγμα, οφείλεται σε μεγάλο βαθμό στις μορφές γαιοκτησίας; Στη Νότια Ασία, 30 εκατομμύρια περίπου αγροτικές οικογένειες δεν κατέχουν καθόλου γη ή κατέχουν ελάχιστη, ένας αριθμός που αντιπροσωπεύει το 40% όλων σχεδόν των αγροτικών οικογενειών της υποηπείρου. Παρόμοιοι αριθμοί προκύπτουν από τα δεδομένα της Αφρικής και, με καταστροφικότατες επιπτώσεις, από εκείνα της Λατινικής Αμερικής. Η κατανομή των γαιών είναι σήμερα, στον Τρίτο Κόσμο, τόσο άνισα υπέρ της εμπορευματικής γεωργίας και μιας χούφτας μεγαλογαιοκτημόνων, ώστε κανείς δεν μπορεί να μιλάει πια για «πληθυσμιακό πρόβλημα» δίχως να το συσχετίζει με το ταξικό και κοινωνικό πρόβλημα.
Θα χρειαζόταν να γραφούν αρκετοί τόμοι για να ξεμπλακούν τα μπερδεμένα νήματα που συνδέουν την πείνα με τις μορφές γαιοκτησίας, την υλική βελτίωση με τη φθίνουσα πληθυσμιακή αύξηση, την τεχνολογία με την παραγωγή τροφίμων, το εύθραυστο των οικογενειακών εθίμων με την ανάγκη των γυναικών να αναπτύξουν πλήρως την προσωπικότητά τους, τους εμφύλιους πολέμους (που συχνά χρηματοδοτούνται από τους δυτικούς ιμπεριαλιστές) με τους λιμούς – και τον ρόλο της Παγκόσμιας Τράπεζας και του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου με τις μεθόδους καλλιέργειας της τροφής. Ο δυτικός κόσμος μόλις πρόσφατα απέκτησε μια ιδέα για τον ρόλο του ΔΝΤ και της ΠΤ στη δημιουργία ενός φοβερού λιμού που έπληξε το Σουδάν, υποχρεώνοντας τη χώρα να στραφεί από την καλλιέργεια τροφής στις περιοχές με γόνιμο έδαφος, στην καλλιέργεια βάμβακος.
Να τι πρέπει να τονίσουμε ιδιαίτερα: αν το «πληθυσμιακό ζήτημα» αποτελεί πράγματι το «τεστ ηλιοτροπίου» της οικολογικής οπτικής ενός ατόμου, όπως δήλωσε ο Ντέηβιντ Φόρμαν, κορυφαίο στέλεχος της οργάνωσης «Earth First!», τότε συνιστά ένα εξωφρενικά μπερδεμένο κουβάρι κοινωνικών νημάτων και όχι ένα φυλαχτό μιας βουντού οικολογίας. Οι Πράσινοι, οικολογικά προσανατολισμένοι άνθρωποι και οι κάθε είδους ριζοσπάστες θα πρέπει να ξεμπερδέψουν αυτό το κουβάρι έχοντας μια έντονη αίσθηση του κοινωνικού και όχι παίζοντας ένα παιχνίδι αριθμών με την ανθρώπινη ζωή και συσκοτίζοντας αυτήν την κοινωνική αίσθηση με εντελώς αναξιόπιστες στατιστικές εικασίες και συνηγορίες υπέρ των εταιρικών συμφερόντων. Οι άνθρωποι δεν μπορεί να υποβιβάζονται από τους νεομαλθουσιανούς σε απλά ψηφία δίχως να υποβιβάζεται συνάμα και ο ζωικός κόσμος σε ψηφία -δίχως, τουλάχιστον, να αντικατασταθεί ο οφειλόμενος σεβασμός για τη ζωή, συμπεριλαμβανομένης και της ανθρώπινης ζωής, από μια νέα απάνθρωπη μορφή οικοκτηνωδίας.
Ο ΜΥΘΟΣ ΤΟΥ ΠΛΗΘΥΣΜΙΑΚΟΥ ΠΡΟΒΛΗΜΑΤΟΣ
ΜΕΡΟΣ Β’
Πριν από τη δεκαετία του 1970, ο μαλθουσιανισμός, στις διάφορες ιστορικές του μορφές, ισχυριζόταν ότι βασίζεται σε μία στατιστικά επαληθεύσιμη φόρμουλα: ότι ο πληθυσμός αυξάνεται με γεωμετρική πρόοδο ενώ τα αποθέματα τροφίμων αυξάνονται μόνον με αριθμητική πρόοδο. Την ίδια χρονική περίοδο, οι αντι-μαλθουσιανοί μπόρεσαν να αμφισβητήσουν τη φόρμουλα αυτή, χρησιμοποιώντας τεκμηριωμένα στοιχεία. Συνεπώς, τα επιχειρήματα των μαλθουσιανών και των αντιπάλων τους βασίστηκαν σε εμπειρικές μελέτες και σε ορθολογικές έρευνες αναφορικά με τον πολλαπλασιασμό των ανθρώπων (παρά την αποτυχία των μαλθουσιανών να εισάγουν κοινωνικούς παράγοντες που μπορούσαν είτε να ενθαρρύνουν είτε να ανακόψουν την πληθυσμιακή αύξηση).
Οι αντι-μαλθουσιανοί κατάφεραν να κάνουν μια εμπειρική καταγραφή των τροφίμων που διαθέτουμε και να λάβουν πρακτικά μέτρα για την αύξηση των αποθεμάτων. Η παραγωγή τροφίμων μπόρεσε να υπολογιστεί με βάση τις τεχνολογικές βελτιώσεις που αύξαναν την παραγωγικότητα. Έγινε εφικτός ο εντοπισμός και η ένταξη στην παραγωγή, συχνά με ελάχιστη οικολογική ζημιά, των εδαφών εκείνων που προσφέρονταν για καλλιέργεια. Κοντολογίς, τα επιχειρήματα υπέρ και κατά του μαλθουσιανισμού συγκρούονταν σε έναν στίβο ορθολογικής πραγμάτευσης και υπόκειντο σε τεκμηριωμένη επαλήθευση ή διάψευση.
Η κατάσταση αυτή φαίνεται να αλλάζει ριζικά σήμερα. Σε μια περίοδο επιθετικού ανορθολογισμού και μυστικισμού, οι προηγούμενες εμπειρικές εκτιμήσεις χάνουν όλο και περισσότερο την αξία τους. Στη δεκαετία του 1980, εμφανίστηκε μια Νέα Εποχή (New Age). Στην πραγματικότητα, ένας μυστικιστικός μαλθουσιανισμός που δεν χρησιμοποιεί πλέον την ορθολογικότητα για να δικαιολογήσει την ανηθικότητά του και την αδιαφορία του για τον ανθρώπινο πόνο. Η σχέση ανάμεσα στον πληθυσμό και την τροφή μυθοποιείται εντελώς. Εδώ ακριβώς βρίσκεται ένα μείζον πρόβλημα στις σημερινές συζητήσεις για τη δημογραφία.
Η άποψη αυτή αναδύεται συχνά σαν ένα ευσεβές ενδιαφέρον για τον ανθρώπινο πόνο, ο οποίος, μέσω της λήψης μέτρων ελέγχου του πληθυσμού, θα μπορούσε να απαλυνθεί στις περιοχές εκείνες που υποτίθεται ότι υπάρχει «υπερπληθυσμός». Όσο ειλικρινής μπορεί να είναι η άποψη αυτή, άλλο τόσο είναι και αφελής. Αν όμως την ακολουθήσουμε ως την ακραία λογική της συνέπεια -όπως γίνεται συνήθως- μπορεί να μετατραπεί ανεπαίσθητα σε ένα ακόμα πιο φρικτό δημογραφικό ήθος, που υποστηρίζει την ανάγκη να εμποδιστούν οι πληθυσμοί εκείνοι που βυθίζονται σε μια κατάσταση χρόνιας ένδειας, να πηδήξουν μέσα στη «σωστική λέμβο» της ανθρωπότητας και να την υπερφορτώσουν.
Ο βιοκεντρισμός και οι μαλθουσιανοί της «Νέας Εποχής»
Αν και οι παλαιότερες συζητήσεις για τον πληθυσμό βασιζόταν στην ορθολογική πραγμάτευση, το σημερινό σινάφι των μαλθουσιανών τείνει να μυθοποιεί τη σχέση ανάμεσα στον πληθυσμό και τη διαθέσιμη τροφή. Συχνά, οι άνθρωποι θεωρούνται σαν ένας «καρκίνος» πάνω στη βιόσφαιρα, μια δύναμη που προκαλεί την οικολογική αποσάθρωση και την καταστροφή του πλανήτη. Η γη, με τη σειρά της, θεοποιείται και γίνεται μια πανταχού δεσπόζουσα «Γαία». Σ’ αυτή τη «Γαία» αποδίδεται μια μυστικιστική «βούληση» και θεϊκές δυνάμεις που αντισταθμίζουν μια κοινωνικά αφηρημένη «ανθρωπότητα», η οποία στερείται κάθε είδος φύλου, τάξης, εθνικότητας ή κοινωνικής θέσης. Η «Γαία» μπορεί τότε να πλήξει αυτό το κοινωνικά αδιαφοροποίητο «Εμείς» με αντεκδικητικές ενέργειες όπως π.χ. ο πόλεμος, ο λιμός και, η πρόσφατη στο μαλθουσιανό «εκδικητικό» ρεπερτόριο, επιδημία του AIDS. Η άποψη αυτή δεν είναι συζητήσιμη, είναι εντελώς παράλογη.
Παίρνοντας αυτήν την απειλητική μορφή, οι οικομυστικιστές μαλθουσιανοί της περιόδου μετά τη δεκαετία του 1960, τείνουν να αναγάγουν την ανθρώπινη δυστυχία και τις κοινωνικές της καταβολές σε οικοθεϊστική Αποκάλυψη. Το παραδοσιακό μαλθουσιανό παιχνίδι αριθμών τείνει να αντικατασταθεί από το δράμα της ηθικότητας της Νέας Εποχής, ένα δράμα στο οποίοι οι κοινωνικές καταβολές της πείνας επισκιάζονται από τις άρρητες υπερφυσικές. Όλα αυτά γίνονται στο όνομα μιας θεϊστικής εκδοχής της οικολογίας που κατά ειρωνικό τρόπο βασίζεται σε μια χονδροειδώς ανθρωπομορφική προσωποποίηση της γης σαν θεότητας.
Σε γενικές γραμμές, ο μαλθουσιανισμός και οι περισσότερες από τις μετέπειτα παραλλαγές του, έχουν υποστηρίξει ότι οι άνθρωποι αναπαράγονται απεριόριστα, σαν τα λέμμινγκ[2], μέχρι να προσκρούσουν στα «φυσικά όρια» που θέτουν τα αποθέματα τροφίμων. Η «βιοκεντρικότητα» πρόσφερε μια νέα πληροφορία: η βιοκεντρική ιδέα ότι οι άνθρωποι δεν έχουν μια «εγγενώς» διαφορετική «αξία» σε σχέση με τα άλλα ζώα, τείνει χείραν βοήθειας στον μαλθουσιανισμό. Από τη στιγμή που αυτά τα «φυσικά όρια» προσεγγίζονται, η «Γαία» προστάζει με τη δική Της παράξενη φωνή ότι πρέπει να ενσκήψει πείνα και θάνατος μέχρι να μειωθεί ο πληθυσμός στον αριθμό εκείνο που μια συγκεκριμένη περιοχή μπορεί να συντηρήσει.
Υποβιβάζοντας την ανάγκη για κοινωνική πολυπλοκότητα σε βιολογική απλοποίηση, η πλήρης ταύτιση της «αξίας» των ανθρώπινων όντων με την «αξία» των μη ανθρώπινων, από τον βιοκεντρισμό, αρνείται στο είδος μας τον τεράστιο ρόλο που η εννοιολογική σκέψη, οι αξίες, ο πολιτισμός, οι οικονομικές σχέσεις, η τεχνολογία και οι πολιτικοί θεσμοί παίζουν αφενός στον ακριβή καθορισμό της ικανότητας του πλανήτη να συντηρεί τον πληθυσμό του και αφετέρου, στον επηρεασμό κάθε ανθρώπινης συμπεριφοράς. Για μια ακόμη φορά, οι κοινωνικο-οικονομικοί παράγοντες απαλείφονται με καταπληκτική απερισκεψία και τη θέση τους παίρνει ένας χονδροειδής βιολογισμός, ο οποίος εξισώνει την ανθρώπινη «εγγενή αξία» με αυτήν των λέμμινγκ ή, για να αναφέρω τα ζώα που επιλέχθηκαν να βρίσκονται στο στερέωμα του βιοκεντρισμού, των λύκων, των γκρίζλι, των πούμα, των αρκούδων κ.λπ.
Από αυτή τη μονοδιάστατη σκέψη εξάγονται δύο πολύ σημαντικά συμπεράσματα. Πρώτον: η δυνατότητα εξίσωσης των ανθρωπίνων με τα μη ανθρώπινα όντα από την άποψη της «εγγενούς αξίας» τους. Αν όμως τα ανθρώπινα όντα δεν είναι «εγγενώς» καλύτερα από τα λέμμινγκ, τότε γίνεται -ηθικά τουλάχιστον- αποδεκτός ο πρόωρος θάνατος των ανθρώπων. Στην πραγματικότητα, ο θάνατός τους μπορεί να είναι ακόμη και βιολογικά επιθυμητός στην «κοσμική» τάξη πραγμάτων – δηλαδή, για να διατηρήσει τη φυσική πορεία και ευτυχία της «Γαίας».
Ο έλεγχος του πληθυσμού μπορεί τότε να περάσει από τις απλές συμβουλές αντισύλληψης σε μια υπολογισμένη παραμέληση, ενισχύοντας έναν «θεμιτό» βαθμό λιμού και καλωσορίζοντας τον μαζικό θάνατο από πείνα. Κάτι τέτοιο συνέβη στην Ευρώπη με τον τρομερό λιμό της δεκαετίας του 1840, που προκάλεσε στην Ιρλανδία η έλλειψη πατάτας, έναν λιμό που αφάνισε ολόκληρες οικογένειες και για τον οποίο δεν ευθύνονται λιγότερο τα μαλθουσιανά επιχειρήματα ενάντια στην «παρέμβαση» στη «φυσική πορεία των γεγονότων». Δεν έχει ακόμη εξεταστεί αν η μυστικιστική εξίσωση της αξίας των ανθρώπων και των λέμμινγκ, από τον βιοκεντρισμό, θα προετοιμάσει το έδαφος για ένα μελλοντικό Άουσβιτς. Έχουν όμως τεθεί και με το παραπάνω τα «ηθικά» ερείσματα που δικαιολογούν τη λιμοκτονία εκατομμυρίων ανθρώπων και προβάλλονται αλαζονικά στο όνομα της «οικολογίας».
Το δεύτερο συμπέρασμα που εξάγεται από τον βιοκεντρικό μυστικισμό είναι η προσπάθεια να αποδοκιμαστεί ρητώς η ανθρώπινη παρέμβαση στη φύση καθεαυτή. Πολλοί βιοκεντριστές συμμερίζονται την καθολική υπόθεση ότι η ανθρώπινη παρέμβαση στον φυσικό κόσμο αποτελεί γενικά κάτι κακό και ότι η «Γαία γνωρίζει καλύτερα». Με αυτήν τη μυστικιστική υπόθεση για μια «Γαία που γνωρίζει» και που έχει μια δική της υπερανθρώπινη προσωπικότητα, ο σεισμός που σκότωσε δεκάδες χιλιάδες αρμένιους μπορεί άνετα να αιτιολογηθεί σαν η «απάντηση της Γαίας» στον υπερπληθυσμό.
Δεν προκαλεί έκπληξη το γεγονός ότι οι διάφορες περιβαλλοντολογικές ομάδες που έκαναν τη βιοκεντρικότητα κεντρικό πυρήνα της φιλοσοφίας τους, τείνουν προς έναν παθητικό δεκτικό μυστικισμό. Η «παθητική αποδοχή του μοιραίου» που παραλύει, τον Χάιντεγκερ, ο φαταλισμός του Σπινόζα και οι διάφορες ασιατικές θεολογίες που μας συνιστούν να οδηγηθούμε σε έναν απερίσκεπτο εφησυχασμό, απέκτησαν όλα μια τρέχουσα σημασία που συσκοτίζει τα οικολογικά ζητήματα προσδίδοντάς τους μια μυστικιστική χροιά. Κινούμαστε έτσι στην τροχιά μιας κυκλικής λογικής που υποτάσσει την ανθρώπινη δράση σε έναν υπερφυσικό κόσμο κατά μέγα μέρος μυθικής δραστηριότητας. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα να καθίσταται ύποπτη αυτή καθεαυτή η δράση, ανεξάρτητα από τις κοινωνικές συνθήκες στις οποίες εκτυλίσσεται.
Την ώρα ακριβώς που χρειαζόμαστε τη μεγαλύτερη διαύγεια σκέψης και την ορθολογική καθοδήγηση για να άρουμε τις μαζικές περιβαλλοντικές αποσαθρώσεις που απειλούν την ίδια τη σταθερότητα του πλανήτη, καλούμαστε να υποκύψου- με σε μια παντελώς μυστηριώδη «βούληση» της «Γαίας», που χρησιμεύει για να παραλύει την ανθρώπινη βούληση και να συσκοτίζει την ανθρώπινη αντίληψη με θεϊστικές χίμαιρες. Η ικανότητα διαυγούς μελέτης των αντιθέσεων που γεννά αυτή η νοοτροπία παγιδεύεται από τις θεϊστικές επικλήσεις ενός μυστικισμού ο οποίος θέτει φραγμούς στη λογική και στον λόγο.
Όταν ένας διακεκριμένος οικολόγος ποιητής, που συμπαρατάχτηκε με την οικολογία βάθους, μπορεί και ισχυρίζεται (όπως αναφέρθηκε) ότι για να συνυπάρξει η ανθρωπότητα με τα γκρίζλι, τις αρκούδες και τις σεγκόβιες, θα πρέπει ο πληθυσμός της Καλιφόρνιας να μειωθεί σε ένα εκατομμύριο ανθρώπους, ερχόμαστε αντιμέτωποι με ένα νέο δίλημμα. Δεν είναι πλέον καν η υλική ικανότητα συντήρησης του πληθυσμού μιας περιοχής αυτή που καθορίζει τον ανθρώπινο πληθυσμό που μπορεί να στεγάσει. Η ίδια η ικανότητα συντήρησης του πληθυσμού απο-υλοποιείται κυριολεκτικά και επανακαθορίζεται με οικομυστικιστικό τρόπο σαν «άγρια φύση», η οποία αποκτά υπερανθρώπινες, ακόμη και μυστηριώδεις, ιδιότητες. Φαίνεται ότι δεν εκτοπίζουν πια οι άνθρωποι την άγρια φύση αλλά, μάλλον, ότι η άγρια φύση αναμένεται να εκτοπίσει τους ανθρώπους.
Αυτή η αντίθεση της «πρωτογενούς» άγριας φύσης με την ανθρωπότητα και την κοινωνική «δεύτερη φύση» της ανθρωπότητας είναι εντελώς αταβιστική. Η άποψη αυτή στηρίζεται στον μύθο ότι η ανθρωπότητα είναι ξένη προς τη φυσική εξέλιξη – στην πραγματικότητα, ότι η κοινωνική «δεύτερη φύση» της ανθρωπότητας δεν έχει καμιά σχέση με την υποτιθέμενη θελκτική βιολογική «πρώτη φύση».
Για τον Διαφωτισμό πριν από δύο αιώνες, η ανθρωπότητα συνιστούσε -τουλάχιστον δυνάμει- την ίδια τη φωνή της φύσης και κατείχε μια ευγενή θέση στη φύση, στο μέτρο που η κοινωνία ήταν ορθολογική και ανθρώπινη. Σήμερα, αρχίζουμε να ακούμε ένα νέο μήνυμα. «Η ανθρώπινη φυλή μπορεί να εκλείψει», δηλώνει ο Ντέηβιντ Φόρμαν, «και εγώ τουλάχιστον δεν θα χύσω ούτε ένα δάκρυ». Όσο παράλογη και αν είναι ίσως η άποψη αυτή, δεν σπανίζει. Στην πραγματικότητα, υποβόσκει σε μεγάλο μέρος της σκέψης που διέπει τους οικομυστικιστές και τους οικοθεϊστές.
Αυτό που έχει σημασία είναι ότι όταν τα γκρίζλι εξισώνονται με τα ανθρώπινα όντα στο όνομα της βιοκεντρικότητας – και ασφαλώς δεν προσπαθώ να επιχειρηματολογήσω υπέρ της «εξολόθρευσης των αρκούδων»- γινόμαστε μάρτυρες όχι μιας μεγαλύτερης ευαισθησίας για τη ζωή εν γένει, αλλά μιας αποευαισθητοποίησης του νου απέναντι στην ανθρώπινη οδύνη, συνείδηση, προσωπικότητα και τη δυνατότητα των ανθρώπων να γνωρίζουν και να κατανοούν, κάτι που καμιά άλλη μορφή ζωής δεν μπορεί να προσεγγίσει. Σε μια περίοδο σαρωτικής αποπροσωποποίησης και ανορθολογισμού, η αξία της ανθρώπινης προσωπικότητας και της ανθρώπινης ορθολογικότητας παύει να είναι σημαντική.
Το δέος απέναντι στη φύση, ακόμα και ο σεβασμός απέναντι στη μη ανθρώπινη ζωή, δεν προσφέρει καμία εγγύηση ότι οι άνθρωποι θα συμπεριληφθούν στη σφαίρα ενός «προσανατολισμένου στη ζωή» μύθου, αντίθετα από ό,τι πιστεύει το σημερινό σινάφι των οικομυστικιστών και των οικοθεϊστών. Πάνω σ’ αυτό, κλασικό παράδειγμα αποτελεί εκείνο που ο Ρομπέρ Α. Πουά αποκάλεσε «άδολη παραλλαγή του μυστικισμού» στο ναζιστικό κίνημα. Ο ναζισμός, αλίμονο, ήταν κάτι περισσότερο από άδολος. Ο Αγών μου, του Χίτλερ, κατέγραψε την αυστηρή, στην πραγματικότητα «κοσμική», άποψη «ότι αυτός ο πλανήτης κινήθηκε κάποτε εν μέσω του αιθέρα για εκατομμύρια χρόνια χωρίς ανθρώπινα όντα και ότι αυτό μπορεί να ξαναγίνει κάποια μέρα αν οι άνθρωποι ξεχάσουν ότι οφείλουν την ευγενέστερη ύπαρξή τους όχι στις ιδέες λίγων τρελών ιδεολόγων, αλλά στη γνώση και την αδυσώπητη εφαρμογή των αυστηρών και άτεγκτων νόμων της Φύσης».
Ο Άλφρεντ Ρόζενμπεργκ, ο κατ’ εξοχήν ιδεολόγος του ναζισμού, επέκρινε τον ιουδαϊκό «δυϊσμό» και διακήρυξε έναν νεοπαγανιστικό πανθεϊσμό «για τη γεφύρωση του χάσματος ανάμεσα στο πνεύμα και την ύλη διαμέσου της θεοποίησης της φύσης», για να παραθέσω τη σύνοψη του Πουά. Αυτό το είδος φρασεολογίας μπορεί σήμερα να βρεθεί, σε ποικίλους βαθμούς, στα γραπτά των οικολόγων βάθους, των οικομυστικιστών και των οικοθεϊστών, οι οποίοι θα αποκήρυσσαν ασφαλώς κάθε συσχέτιση με τον ναζισμό και θα διακήρυτταν την αθωότητά τους αναφορικά με την προώθηση της πολιτισμικής κληρονομιάς που ενσαρκώνουν.
Ο Χάινριχ Χίμλερ, ο οποίος χρησιμοποίησε ολόκληρο τον μηχανισμό των SS σε μία κολοσσιαία επιχείρηση συστηματικής εξόντωσης εκατομμυρίων ανθρώπων, ασπαζόταν και με το παραπάνω αυτήν την άποψη. «Ο άνθρωπος», είπε, τον Ιούνιο του 1942, στους ηγέτες των SS στο Βερολίνο, στο αποκορύφωμα των ναζιστικών εκκαθαριστικών επιχειρήσεων, «δεν είναι τίποτα ιδιαίτερο». Κατά ειρωνικό τρόπο, η ψυχρή του απόρριψη του ουμανισμού βρήκε το θερμό της αντίστοιχο στην παθιασμένη του αγάπη για τη ζωή των ζώων. Έτσι, ο Χίμλερ παραπονιόταν σε έναν κυνηγό, κάποιον Φέλιξ Κέρστεν: «Πώς μπορείτε να βρίσκετε ευχαρίστηση κύριε Κέρστεν, πυροβολώντας κρυμμένος δύστυχα πλάσματα που βόσκουν στην άκρη του δάσους αθώα, ανυπεράσπιστα και ανυποψίαστα; Είναι καθαρή δολοφονία. Η φύση είναι τόσο εκπληκτικά όμορφη και κάθε ζώο έχει δικαίωμα να ζήσει». Μία τέτοια ζέση για τα «δικαιώματα» των ζώων αποτελεί συχνά την άλλη όψη της μισανθρωπιάς. Πράγματι, το μίσος για την ανθρωπότητα έχει συχνά ενισχύσει την κολακεία για τα ζώα, όπως ακριβώς το μίσος για τον πολιτισμό έχει συχνά ενισχύσει τον υπερσυναισθηματικό «νατουραλισμό».
Επικαλέστηκα τον σκοτεινό κόσμο της υπερανθρώπινης «λατρείας των φυσικών φαινομένων» για να δείξω το επικίνδυνο έδαφος πάνω στο οποίο βαδίζουν πολλοί οικομυστικιστές, οικοθεϊστές και οικολόγοι βάθους, καθώς επίσης και τους κινδύνους που συνεπάγεται η απο-ευαισθητοποίηση ενός ήδη «συρρικνωμένου» κοινού, για να χρησιμοποιήσω τον όρο του Κρίστοφερ Λας. Όπως υποδηλώνουν οι πρόσφατες καταγγελίες του Έντουαρντ Άμπεϊ για τη «γενετική κατωτερότητα» των λατίνων και, ακόμη, για τις «εβραϊκές δεισιδαιμονίες», όλοι αυτοί δεν είναι απρόσβλητοι από αυτό καθεαυτό το επικίνδυνο παρασκεύασμα. Το παρασκεύασμα αυτό γίνεται εξαιρετικά εκρηκτικό όταν αναμειγνύεται με έναν μυστικισμό που αντικαθιστά τη λανθάνουσα δυνατότητα της ανθρωπότητας ως ορθολογικής φωνής της φύσης, με μια πανταχού δεσπόζουσα «Γαία», με έναν οικοθεϊσμό που αρνείται στους ανθρώπους την ιδιαίτερη θέση τους στη φύση.
Ο σεβασμός απέναντι στη φύση δεν αποτελεί εγγύηση ότι ο πιστός θα σεβαστεί τον κόσμο της ζωής εν γένει και ο σεβασμός απέναντι στη μη ανθρώπινη ζωή δεν αποτελεί εγγύηση ότι η ανθρώπινη ζωή θα τύχει του σεβασμού που της αξίζει. Αυτό αληθεύει ιδιαίτερα όταν ο σεβασμός βασίζεται στη θεοποίηση -και σε έναν ράθυμο σεβασμό- οποιουδήποτε είδους, κυρίως όταν μετατρέπεται σε υποκατάστατο της κοινωνικής κριτικής και της κοινωνικής δράσης. Ο Μαρξ ήταν αυτός που έκανε την αποφασιστική παρατήρηση ότι κάθε κοινωνία έχει τον δικό της «νόμο του πληθυσμού». Όταν η αστική τάξη χρειάστηκε, στα πρώτα χρόνια της, την εργατική δύναμη για να λειτουργήσει τα βελτιωμένα βιομηχανικά μέσα παραγωγής, η ανθρώπινη ζωή γινόταν όλο και πιο «ιερή» και η θανατική ποινή προοριζόταν όλο και περισσότερο για τις πράξεις ανθρωποκτονίας.
Πριν από αυτό όμως, στη Βοστώνη, μια γυναίκα απαγχονίστηκε απλώς και μόνο γιατί έκλεψε ένα ζευγάρι παπούτσια. Σε μια εποχή αυτόματων και αυτοματοποιημένων μηχανών, η ανθρώπινη ζωή τείνει να γίνει εκ νέου φτηνή παρ’ όλο, αντίθετα, το δέος απέναντι στη φρίκη του πολέμου. Ακόμη περισσότερο και από τη μυστικιστική του «λατρεία της φύσης», ο Χίτλερ διεπόταν από μια κοινωνική λογική, που συνεπάγεται τη μείωση του πληθυσμού, σε συνδυασμό με έναν παθολογικό αντισημιτισμό. Η δημογραφική πολιτική συνιστά πάντοτε έκφραση της κοινωνικής πολιτικής και του τύπου της κοινωνίας στην οποία ζει ένας δεδομένος πληθυσμός.
Το πιο ανησυχητικό γνώρισμα των θεωρητικών της οικολογίας βάθους, των ηγετών της οργάνωσης Earth First!, των οικομυστικιστών και των οικοθεϊστών, είναι ο βαθμός στον οποίο μηδενίζουν τη σημασία των κοινωνικών παραγόντων όταν πραγματεύονται τα οικολογικά και δημογραφικά ζητήματα – τη στιγμή ακριβώς που τους ενσαρκώνουν σε μερικές από τις πιο μυθοποιημένες μεσοαστικές τους μορφές. Αυτό είναι βολικό τόσο από την άποψη της ευκολίας με την οποία γίνονται αποδεκτές οι απόψεις τους σε μια περίοδο κοινωνικής αντίδρασης, όσο και από την άποψη της υπεραπλούστευσης των απόψεών τους σε μια περίοδο απλοϊκότητας και κοινωνικού αναλφαβητισμού.
Ο Ουίλλιαμ Πήτερσεν, ένας σοβαρός δημογράφος, κατέδειξε με προσοχή τη λεπτή διαφορά αυτού που ονομάζει «Μερικές Οικείες Αλήθειες για τον Πληθυσμό», σε ένα πρόσφατο τεύχος του The American Scholar (Ο Αμερικανός Λόγιος). Οι πολιτικοί παράγοντες, υπογραμμίζει, μπορεί να παίζουν μεγαλύτερο ρόλο στους πρόσφατους λιμούς από ό,τι οι οικονομικοί ή, ακόμη, οι περιβαλλοντικοί παράγοντες. «Η Μοζαμβίκη, που ανακηρύχτηκε προσφάτως η φτωχότερη χώρα του κόσμου, διαθέτει γόνιμο έδαφος, πολύτιμα μέταλλα και όμορφες παραλίες», παρατηρεί ο Πήτερσεν. «Το γεγονός ότι το Ακαθάριστο Εθνικό της Εισόδημα μειώθηκε κατά το ήμισυ τα τελευταία πέντε χρόνια και ότι το εξωτερικό της χρέος αυξήθηκε κατά 2,3 δισ. δολάρια, πρέπει να αποδοθεί και στις αποσταθεροποιητικές ενέργειες της γειτονικής Νοτίου Αφρικής. Σε έναν πληθυσμό που ανέρχεται σε περίπου 14 εκατομμύρια, πάνω από ένα άτομο στα δέκα είναι επίδοξος πρόσφυγας, που ενώ φεύγει για να ξεφύγει από τον εμφύλιο πόλεμο, δεν βρίσκει πουθενά καταφύγιο».
Ακόμη πιο εντυπωσιακή είναι η περίπτωση του Σουδάν, μιας χώρας που άλλοτε φημιζόταν για τον γεωργικό της πλούτο. Το Σουδάν αποτελεί τώρα ένα φοβερό παράδειγμα κακοδιαχείρισης, απόρροια κυρίως της κληρονομημένης από τους Βρετανούς αποικιοκράτες, της προσήλωσης στην καλλιέργεια βάμβακος και της δανειοδότησης από την Παγκόσμια Τράπεζα για την ανάπτυξη των αγροτικών επιχειρήσεων. Η πίεση που άσκησε η Παγκόσμια Τράπεζα για συνεχή αύξηση της βαμβακοπαραγωγής στα τέλη της δεκαετίας του 1970, ώστε να αντισταθμιστούν τα προβλήματα του ισοζυγίου πληρωμών ο αντίκτυπος που είχε η άνοδος της τιμής του πετρελαίου στις υπερεκμηχανισμένες γεωργικές πρακτικές και μία σημαντική μείωση των εγχώριων αποθεμάτων τροφίμων – όλα αυτά συνέβαλαν στη δημιουργία ενός από τους φοβερότερους λιμούς της Βορείου Αφρικής. Η αλληλεπίδραση της πτωτικής τάσης των παγκόσμιων τιμών βάμβακος, της παρέμβασης της Παγκόσμιας Τράπεζας και οι προσπάθειες προώθησης των πωλήσεων του αμερικανικού σίτου -ένα δημητριακά που θα μπορούσε να καλλιεργηθεί στο Σουδάν, αν η χώρα αυτή δεν είχε εξαναγκαστεί στην καλλιέργεια δημητριακών που προορίζονταν για την παγκόσμια αγορά προκάλεσαν τη λιμοκτονία, τον θάνατο από λιμοκτονία αμέτρητων ανθρώπων και οδήγησαν τη χώρα σε μαζική κοινωνική εξαχρείωση.
Το δράμα αυτό, που συνήθως ερμηνεύεται από τους μαλθουσιανούς σαν «απόδειξη» πληθυσμιακής αύξησης ή, από τους οικομυστικιστές, σαν μια αποκαλυπτικών διαστάσεων τιμωρία της «Γαίας» για τις υποτιθέμενες αμαρτωλές πράξεις κακομεταχείρισης της γης, παίζεται στις περισσότερες χώρες του Τρίτου Κόσμου. Οι ταξικές συγκρούσεις, οι οποίες μπορεί κάλλιστα να βρίσκονται στη ρίζα των προβλημάτων που αντιμετωπίζουν οι λαοί που μαστίζονται από πείνα, μετατρέπονται από τους μαλθουσιανούς σε δημογραφικές συγκρούσεις, στις οποίες, οι λιμοκτονούντες αγροτικοί πληθυσμοί στρέφονται βιαίως ενάντια στους σχεδόν εξίσου εξαθλιωμένους πληθυσμούς των αστικών κέντρων και οι ακτήμονες πρόσφυγες ενάντια στους σχεδόν ακτήμονες καλλιεργητές μικρών αγροτεμαχίων – με συνέπεια να καθιστούν απρόσβλητες στην κριτική: την Παγκόσμια Τράπεζα, τις αμερικανικές γεωργικές επιχειρήσεις και μια κομπραδόρικη αστική τάξη.
Ακόμη και στον Πρώτο Κόσμο, όπου η αναλογία ηλικιωμένων-νέων αυξάνει σε βάρος των δεύτερων, ομάδες πίεσης όπως η AGE (Αμερικανοί υπέρ της Ισότητας των Γενεών) απειλούν να χαράξουν μια διαχωριστική γραμμή ανάμεσα στους συνταξιούχους και τους νεότερους ενήλικες που υποτίθεται ότι «επιβαρύνονται από τη συντήρηση των πρώτων». Αυτές οι ομάδες δεν λένε τίποτε σχεδόν για το οικονομικό σύστημα, για τις εταιρείες ή για τις αλόγιστες δαπάνες για τον εξοπλισμό και την έρευνα αναφορικά με τον «έλεγχο της ζωής», που καταβροχθίζουν τεράστια έσοδα και ανεκτίμητους πόρους.
Η ραγδαία αύξηση του πληθυσμού μπορεί να οφείλεται σε λόγους που σχετίζονται περισσότερο με την καπιταλιστική οικονομία και λιγότερο με τη βιολογική αναπαραγωγή. Καταστρέψτε έναν παραδοσιακό πολιτισμό τις αξίες του, τις δοξασίες του και την αίσθηση ταυτότητάς του και η πληθυσμιακή αύξηση μπορεί να ξεπεράσει, ακόμη και να υπερβεί με ραγδαίο ρυθμό, την προβιομηχανική θνησιμότητα. Η προσδοκώμενη διάρκεια ζωής μπορεί ακόμη και να ακολουθεί καθοδική πορεία ενώ ο ρυθμός αύξησης του πληθυσμού μια αξιοσημείωτα ανοδική πορεία. Κάτι τέτοιο συνέβη στη διάρκεια των αθλιότερων χρόνων της Βιομηχανικής Επανάστασης, εν μέσω επιδημιών χολέρας και φυματίωσης, για να μην αναφέρουμε τις φρικτές συνθήκες εργασίας που επανειλημμένος αραίωναν τις γραμμές του νεοεμφανιζόμενού προλεταριάτου. Η οικολογία, η ικανότητα μιας περιοχής να συντηρεί τον εαυτό της και ακόμη λιγότερο η «Γαία», ελάχιστα σχετίζονται με την κοινωνική εξαχρείωση και την καταστροφή των πολιτιστικών περιορισμών στην αναπαραγωγή σε περιόδους δημογραφικής μεταβολής. Η οικονομολογία και η εκμετάλλευση του εκτοπισμένου αγροτικού πληθυσμού συνιστούν τους πραγματικά αποφασιστικούς παράγοντες, οσοδήποτε πεζοί και αν φαντάζουν στον «συμπαντικό» κόσμο του οικομυστικισμού και της οικολογίας βάθους.
Όμως οι συνθήκες μπορεί να σταθεροποιηθούν και, με την προϋπόθεση μιας υψηλότερης ποιότητας ζωής, να οδηγήσουν σε μια σχετικά σταθερή δημογραφική κατάσταση. Αναδύονται εντελώς νέοι παράγοντες που ενδέχεται να προκαλέσουν αρνητική πληθυσμιακή αύξηση. Δεν αναφέρομαι μόνον στην επιθυμητή ύπαρξη ολιγομελών οικογενειών και πιο καλλιεργημένων τρόπων ζωής, αλλά ενδιαφέρομαι περισσότερο για την ανάπτυξη κάθε παιδιού ξεχωριστά και λιγότερο για έναν μεγάλο αριθμό αδελφών πάνω από όλα όμως ενδιαφέρομαι για το γυναικείο απελευθερωτικό κίνημα και τις φιλοδοξίες των νεαρών γυναικών να γίνουν κάτι περισσότερο από εργοστάσια αναπαραγωγής.
Στη διάρκεια της δημογραφικής μετάβασης, οι αλλαγές από τις παραδοσιακές αγροτικές οικονομίες στις σύγχρονες βιομηχανικές και αστικοποιημένες οικονομίες συνεπάγονται και την αλλαγή από τις συνθήκες υψηλής γονιμότητας και θνησιμότητας στις συνθήκες χαμηλής γονιμότητας και θνησιμότητας. Ο Τζωρτζ Στόλινς, ένας σοβαρός δημογράφος, αποκάλεσε τη δημογραφική μετάβαση σαν «τη σαρωτικότερη και πιο τεκμηριωμένη ιστορική τάση των σύγχρονων καιρών». Αυτό που θα έπρεπε να προστεθεί στον χαρακτηρισμό του είναι μια αποφασιστική πρόβλεψη: η ανάγκη βελτίωσης των συνθηκών ζωής των ανθρώπων που βιώνουν αυτή τη μετάβαση – βελτίωση την οποία εν γένει επέφεραν τα εργατικά κινήματα, οι εκπαιδευτικοί που διέπονται από έναν κοινωνικό προβληματισμό, οι υγιεινολόγοι, το νοσηλευτικό προσωπικό και οι ριζοσπαστικές οργανώσεις.
Το ότι δεν πραγματοποιήθηκε δημογραφική μετάβαση στον Τρίτο Κόσμο (όπως υπαινίχτηκε ένας οπαδός της πληθυσμιακής έκρηξης όπως ο Ντέηβιντ Μπρόουερ), οφείλεται κυρίως στο ότι οι ημιφεουδαρχικές ελίτ, οι στρατιωτικοί σατράπηδες και μια ολέθρια ντόπια αστική τάξη, κατέστειλαν αγρίως τα κινήματα κοινωνικής αλλαγής. Το ότι έγινε πρόσφατα εφικτή η διαγραφή της έννοιας της δημογραφικής μετάβασης, χωρίς καμιά προσπάθεια ερμηνείας της ύπαρξης των μολυσματικών παραγκουπόλεων που περιβάλλουν μερικές με- γαλουπόλεις του Τρίτου Κόσμου, δεν αποτελεί παρά απόδειξη της απίστευτης μυωπίας και της διανοητικής καθυστέρησης της οικολογίας βάθους, των οικομυστικιστών και των οικοθεϊστών.
Εν τω μεταξύ, οι σχετικές βελτιώσεις των υλικών συνθηκών ζωής στον Πρώτο Κόσμο δεν οδήγησαν βεβαίως στην ταχύρυθμη εκείνη πληθυσμιακή αύξηση που θα περίμενε κανείς να συναντήσει στα ζωύφια και τα λέμμινγκ αλλά μάλλον σε αρνητικούς ρυθμούς πληθυσμιακής αύξησης. Στη Δυτική Ευρώπη, για την οποία οι μαλθουσιανοί προφήτευαν πριν από μερικές δεκαετίες ραγδαία πληθυσμιακή αύξηση και ακολούθως λιμούς -ιδιαίτερα στην Αγγλία και Γερμανία- το μεγαλύτερο μέρος του πληθυσμού των χωρών της κάθε άλλο παρά λιμοκτονεί. Στη Γερμανία, τη Δανία, την Αυστρία, την Ουγγαρία, ακόμη και στην καθολική Ιταλία, ο δείκτης γεννήσεων είτε βρίσκεται κάτω από το σημείο του εθνικού δείκτη θανάτων, είτε προσεγγίζει τη μηδενική πληθυσμιακή αύξηση. Με τη σειρά της, η παραγωγή τροφίμων έχει καλύψει ή υπερβεί τις ανάγκες των αυξανόμενων πληθυσμών. Η παραγωγή δημητριακών αυξήθηκε κατά 12% μετά το 1975. Ακόμη και η Ινδία, που χαρακτηρίζεται και σαν «το παράδειγμα της χειρότερης περίπτωσης», τριπλασίασε την παραγωγή της σε δημητριακά από το 1950 μέχρι το 1984.
Ο συσχετισμός της πληθυσμιακής αύξησης και των σκληρών συνθηκών ζωής οφείλεται σε μεγάλο βαθμό στις μορφές γαιοκτησίας. Στη Νότιο Ασία, όπου οι ρυθμοί πληθυσμιακής αύξησης βρίσκονται σε υψηλά επίπεδα, 30 εκατομμύρια αγροτικές οικογένειες στερούνται εγγείου ιδιοκτησίας ή διαθέτουν ελάχιστη. Ο αριθμός αυτός αντιπροσωπεύει σχεδόν το 40% των οικογενειών της περιοχής. Παρόμοιες συνθήκες μπορούν να παρατηρηθούν στην Αφρική και στη Λατινική Αμερική. Στον Τρίτο Κόσμο, η διανομή των γαιών κλίνει τόσο πολύ υπέρ της εμπορευματικής γεωργίας και των μεγαλογαιοκτημόνων (που υποβίβασαν τους αγροτικούς πληθυσμούς σε πραγματικούς δουλοπάροικους), ώστε κανείς δεν μπορεί πια να μιλά για «πληθυσμιακό πρόβλημα» με καθαρά αριθμητικούς όρους, δίχως να συνηγορεί υπέρ των τρομερά βάναυσων ταξικών και κοινωνικών ανισοτήτων.
[2] Κοινό ονομάτων τρωκτικών λέιμος. (Σ.τ.Μ.) 24
Θα μετατραπεί η οικολογία σε απάνθρωπη επιστήμη;
Αν της αφαιρεθεί ο κοινωνικός της πυρήνας, η οικολογία μπορεί εύκολα να μετατραπεί σε απάνθρωπη επιστήμη. Οι μαλθουσιανοί, τόσο οι σημερινοί όσο και οι παλαιότεροι, επιδεικνύουν συχνά μια πνευματική αθλιότητα που εναρμονίζεται πλήρως με το γιάπικο «ατομιστικό πνεύμα» της δεκαετίας του 1980. Προσέξτε τα κάτωθι αποσπάσματα από το βιβλίο Ο Δρόμος προς την Επιβίωση, του Ουίλλιαμ Βογκτ, έργο ενός εξέχοντος βιολόγου, το οποίο εκδόθηκε πριν από μια γενιά. Προλαμβάνοντας τις πιο πρόσφατες συνταγές, δήλωσε ότι «ένας εκτεταμένος βακτηριολογικός πόλεμος θα αποτελούσε ένα αποτελεσματικό, αν όχι δραστικό, μέσο αποκατάστασης των δασών και των λειμώνων της γης» και σε ένα πιο κραυγαλέο απόσπασμα, φτάνει στο σημείο να προσθέσει ότι ο Οργανισμός Τροφίμων και Γεωργίας (FAO) των Ηνωμένων Εθνών «δεν θα έπρεπε να στείλει εφέτος τρόφιμα για να διατηρήσει στη ζωή 10 εκατομμύρια Ινδούς και Κινέζους, ώστε να πεθάνουν 50 εκατομμύρια μετά από 5 χρόνια» – μια γοτθικής μορφής «μεγαλοψυχία» που επανεμφανίζεται συνεχώς στη μαλθουσιανή βιβλιογραφία της δεκαετίας του 1980. (Το ότι η πρόβλεψη αυτή, όπως και τόσες άλλες που διατύπωσαν παλαιότεροι μαλθουσιανοί, ήταν εντελώς λαθεμένες και ανεύθυνες φαίνεται να μην συγκινεί διόλου τις νεώτερες γενιές μαλθουσιανών.)
Οι συνταγές σαν αυτές του Βογκτ έπαψαν ουσιαστικά να είναι της μόδας κατά τη διάρκεια του 1960, όταν άρχιζε να εντείνεται η κοινωνική αναταραχή στον Τρίτο Κόσμο και να τις καθιστά αβάσιμες και όταν ο Ψυχρός Πόλεμος απαιτούσε τη σύναψη νέων πολιτικών συμμαχιών με χώρες του εξωτερικού. Ωστόσο, η χρονιά του 1968 δεν ήταν μόνον μια χρονιά ραγδαίας ανόδου της ριζοσπαστικής πολιτικής αλλά και χρονιά έναρξης της αντιδραστικής πολιτικής. Τη χρονιά αυτή, μια πρώιμη εκδήλωση της στροφής προς τα δεξιά αποτέλεσε η έκδοση και η εκπληκτική δημοσιότητα του βιβλίου του Πωλ Ρ. Έρλιχ Η Πληθυσμιακή Έκρηξη, που ανατυπώθηκε 13 φορές σε διάστημα δύο μόνον ετών και δημιούργησε μια στρατιά μαλθουσιανών οπαδών της πληθυσμιακής έκρηξης.
Αγγίζει τα όρια του μαύρου χιούμορ το γεγονός ότι οι οικολόγοι βάθους Τζωρτζ Σέσσιονς και Μπιλ Ντεβάλ, αποκαλούν τον Έρλιχ «ριζοσπάστη οικολόγο». Το βιβλίο αυτό εξακολουθεί να χαρακτηρίζεται σαν ένας σαρωτικός τυφώνας, ένα πικρόχολο ξέσπασμα οργής. Με αφετηρία μια σύντομη περιγραφή της ανθρώπινης εξαθλίωσης στο Δελχί, όπου ο «λαουτζίκος» (η λέξη αυτή χρησιμοποιείται περιφρονητικά και τίθεται στην αρχή σχεδόν κάθε πρότασης στην πρώτη σελίδα) θεωρείται ότι «προσβάλλει, τσακώνεται και ουρλιάζει», ότι «χώνει τα χέρια του στα ανοιχτά παράθυρα των ταξί ζητιανεύοντας… ότι αφοδεύει και ουρεί»· ο Έρλιχ και η συντροφιά του δείχνουν να λιποθυμούν από αηδία για τον «λαουτζίκο, λαουτζίκο, λαουτζίκο, λαουτζίκο, λαουτζίκο». Έχουμε την αίσθηση -μια αίσθηση που δεν ένιωσαν καθόλου οι περισσότεροι από τους Αμερικανούς αναγνώστες του βιβλίου- ότι εισερχόμεθα σε έναν κόσμο διαφορετικό από τον κόσμο του Έρλιχ στο πανεπιστήμιο του Στάνφορντ. Έτσι δημιουργήθηκε, μας είπαν, στον Έρλιχ η αίσθηση του υπερπληθυσμού, δηλαδή, η αίσθηση της αηδίας που διαπερνά ολόκληρο το έργο.
Στη συνέχεια, ο «ριζοσπάστης οικολόγος» μας αποχαλινώνεται με τη μισανθρωπιά του. Ο Τρίτος Κόσμος αποπροσωποποιείται σε συντομογραφίες όπως «Υ.Χ.» (υπανάπτυκτες χώρες), σε συντομογραφίες της εποχής των κομπιούτερ, οι ιατρικές μέθοδοι περιγράφονται σαν μορφές «ελέγχου της θνησιμότητας» και τα προβλήματα της μόλυνσης «οφείλονται όλα στο γεγονός της ύπαρξης υπέρογκου αριθμού ανθρώπων» (η έμφαση δική του). Τρομακτικά σενάρια αλληλοσυνδέονται και σχηματίζουν ένα χορόδραμα που περιέργως στερείται εμφανών αναφορών στον καπιταλισμό ή στον αντίκτυπο που έχει πάνω σε όλα τα κοινωνικά ζητήματα η διαρκώς επεκτεινόμενη οικονομία της αγοράς, η οποία διέπεται από το αξίωμα «αναπτύξου ή πέθανε».
Μαζί με τη συνήθη απαίτηση για αύξηση των φορολογικών βαρών όλων όσων «γεννοβολούν» αλόγιστα, την αναγκαιότητα χρήσης αντισυλληπτικών μεθόδων και την εκπαίδευση πάνω στον οικογενειακό προγραμματισμό, η αξίωση του Έρλιχ για μια «πανίσχυρη κυβερνητική υπηρεσία» αποτελεί τον ακρογωνιαίο λίθο του βιβλίου. Συνεπώς: «πρέπει να σχηματιστεί μια ομοσπονδιακή Υπηρεσία Πληθυσμού και Περιβάλλοντος, που να έχει την εξουσία να πάρει οποιαδήποτε μέτρα απαιτούνται για να επιτευχθεί ένα λογικό πληθυσμιακό μέγεθος στις ΗΠΑ και για να τεθεί τέλος στη συνεχή υποβάθμιση του περιβάλλοντος μας». (Κατά σύμπτωση, το βιβλίο αυτό έγινε πολύ της μόδας επί κυβερνήσεως Νίξον.) Για να μην αμφιταλαντευτούμε στην απόφασή μας, ο Έρλιχ μας υπενθυμίζει: «Οι αστυνομικοί ενάντια στην περιβαλλοντική υποβάθμιση πρέπει να επανδρώνουν την προαναφερόμενη ΥΠΠ». (Δική μου η έμφαση και στα δύο αποσπάσματα.) Για την «κοινότητα των επιχειρηματιών» δεν αποτελεί παρά ευτύχημα το γεγονός ότι ο Έρλιχ μνημονεύει τον Τζ. Τζ. Σπένγκλερ λέγοντας: «Είναι καιρός, συνεπώς, να πάψουν οι επιχειρηματίες να θεωρούν ότι ο πελαργός είναι καλός οιωνός».
Η Πληθυσμιακή Έκρηξη φθάνει στο αποκορύφωμα με μια ευχάριστη περιγραφή αυτού που σήμερα είναι γνωστό ως «ηθική της διαλογής». Η ιδέα αυτή, που εφαρμόζεται σε συνθήκες πολέμου, από όπου και αντλήθηκε, όπως εξηγεί ο Έρλιχ, «συνοψίζεται στα εξής: Όταν στα αυτοσχέδια στρατιωτικά νοσοκομεία οι τραυματίες συνωστίζονται σε τέτοιο βαθμό ώστε να μην μπορούν να έχουν όλη την απαιτούμενη φροντίδα από το ολιγομελές προσωπικό, τότε πρέπει να παρθούν κάποιες αποφάσεις αναφορικά με το ποιοί από αυτούς θα τύχουν άμεσης περίθαλψης. Το σύστημα ταξινόμησης βάσει διαλογής αναπτύχθηκε γι’ αυτόν τον σκοπό. Όλα τα εισερχόμενα θύματα κατατάσσονται σε τρεις κατηγορίες. Στην πρώτη, ανήκουν εκείνοι που είτε τύχουν άμεσης περίθαλψης είτε όχι, δεν θα επιζήσουν. Στη δεύτερη, εκείνοι που είτε τύχουν άμεσης περίθαλψης είτε όχι, θα επιζήσουν. Στην τρίτη, κατατάσσονται εκείνοι που θα επιζήσουν μόνον αν τύχουν άμεσης περίθαλψης». Αυτό που προϋποτίθεται εδώ είναι ότι το ιατρικό προσωπικό είναι «ολιγομελές» και ότι οι διαγνώσεις είναι απαλλαγμένες από πολιτικές αξιολογήσεις, τέτοιες όπως το στρατόπεδο με το οποίο συντάχθηκε η χώρα ενός ασθενούς στη διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου.
Κανείς σχεδόν από τους μαλθουσιανούς της Νέας Εποχής δεν προσπαθεί να εξετάσει τις βασικές αρχές, στην πραγματικότητα, να ρωτήσει τι προκύπτει από μια δεδομένη ανάλυση. Αν ξεκινήσουμε από τη βασική αρχή ότι όλες οι μορφές ζωής έχουν την ίδια «εγγενή αξία», όπως ισχυρίζονται οι οικολόγοι βάθους, αυτό που προκύπτει είναι ότι μπορούμε να παραχωρήσουμε στους ανωφελείς κώνωπες και στις μύγες τσε-τσε το ίδιο «δικαίωμα» ζωής που παραχωρούμε στις φάλαινες και τις γκρίζλι. Αμέσως, όμως, εμφανίζονται περιπλοκές.
Μπορούμε άραγε να αφήσουμε να επιτελέσει το έργο του ένα βακτηρίδιο που απειλεί με εξολόθρευση τους χιμπατζήδες, επειδή έχει και αυτό «εγγενή αξία»; Πρέπει άραγε οι άνθρωποι, που μπορούν να ελέγχουν τις θανατηφόρες ασθένειες των χιμπατζήδων, να αποφεύγουν να «αναμειγνύονται» στις μυστικιστικές διεργασίες της «Γαίας»; Ποιός είναι αυτός που θα καθορίσει τι συνιστά «θεμιτή» και τι «αθέμιτη» παρέμβαση των ανθρώπων στη φύση; Σε ποιό βαθμό μπορεί η συνειδητή, έλλογη και ηθική ανθρώπινη παρέμβαση στη φύση, να θεωρηθεί πραγματικά σαν «αφύσικη», ιδιαίτερα αν λάβει κανείς υπόψη την τεράστια ανέλιξη της ζωής προς την κατεύθυνση της μεγαλύτερης υποκειμενικότητας και, τελικά, της ανθρώπινης διανοητικότητας; Σε ποιό βαθμό μπορεί η ίδια η ανθρωπότητα να θεωρηθεί απλώς σαν ένα ξεχωριστό είδος, τη στιγμή που η κοινωνική ζωή κατατρύχεται από την ιεραρχία και την κυριαρχία, τις προκαταλήψεις των φύλων, την ταξική εκμετάλλευση και τις διακρίσεις εις βάρος εθνοτήτων;
Δημογραφία και κοινωνία
Η σημασία της θεώρησης της δημογραφίας με κοινωνικούς όρους καθίσταται ακόμη πιο έκδηλη όταν θέτουμε τα εξής ερωτήματα: η οικονομία που διέπεται από το αξίωμα «αναπτύξου ή πέθανε» και που ονομάζεται καπιταλισμός, θα έπαυε πράγματι να λεηλατεί τον πλανήτη αν ο παγκόσμιος πληθυσμός μειωνόταν στο ένα δέκατο του σημερινού του αριθμού; Οι υλοτομικές επιχειρήσεις, οι εταιρείες εξόρυξης, τα πετρελαϊκά καρτέλ και οι γεωργικές επιχειρήσεις, θα καθιστούσαν τα δάση της σεγκόβιας και της ελάτης ασφαλέστερα για τις γκρίζλι αν -δεδομένης της ανάγκης του καπιταλισμού να συσσωρεύει για να συσσωρεύει καί να παράγει για να παράγει- ο πληθυσμός της Καλιφόρνιας μειωνόταν στο ένα εκατομμύριο;
Η απάντηση σ’ αυτά τα ερωτήματα είναι ένα κατηγορηματικό όχι. Τεράστια κοπάδια βισόνων εξολοθρεύτηκαν στις δυτικές πεδιάδες πολύ πριν τον αποικισμό τους από τους αγρότες ή την εκτεταμένη χρήση τους από τους κτηνοτρόφους – και μάλιστα όταν ο αμερικανικός πληθυσμός μόλις που ξεπερνούσε τα εξήντα εκατομμύρια ανθρώπους. Τα μεγάλα αυτά κοπάδια δεν τα εκτόπισαν οι ανθρώπινοι οικισμοί και, πολύ λιγότερο, η υπέρμετρη αύξηση του πληθυσμού. Δεν έχει ακόμη απαντηθεί το τι συνιστά την «ικανότητα» του πλανήτη να «συντηρεί» τον πληθυσμό του, ενώ στερούμεθα και οποιασδήποτε βεβαιότητας, δεδομένης της σημερινής ληστρικής οικονομίας, για το τι συνιστά μια αυστηρά αριθμητική ισορροπία ανάμεσα σε μια μείωση του αριθμού των ανθρώπων και μια δεδομένη οικολογική περιφέρεια.
Όλες οι στατιστικές που προβάλλονται σήμερα από τους δημογράφους εξαρτώνται τα μέγιστα από ανομολόγητες αξίες όπως: η επιθυμία για παρθένους «αγριότοπους» ή για γυμνά εδάφη, μια ποιμενική αντίληψη για τη φύση ή η αγάπη για τα καλλιεργημένα εδάφη. Πράγματι, στο πέρασμα των αιώνων, η ανθρώπινη αίσθηση τροποποιήθηκε τόσο πολύ αναφορικά με το τι συνιστά «φύση», ώστε μπορούμε κάλλιστα να ρωτήσουμε αν είναι ποτέ «φυσικός» ο αποκλεισμός του ανθρωπίνου είδους -ενός ξεχωριστού προϊόντος της φυσικής εξέλιξης- από τις αντιλήψεις μας για τον φυσικό κόσμο, συμπεριλαμβανομένων των λεγομένων «παρθένων» ερημότοπων.
Να τι είναι σε μεγάλο βαθμό εύλογα σαφές: η «άγρια φύση» που πρέπει να προστατευτεί από την ανθρώπινη παρέμβαση αποτελεί ήδη ένα προϊόν της ανθρώπινης παρέμβασης. Αν χρειάζεται προστασία, δεν είναι πλέον «άγρια», όπως δεν είναι πραγματικά αυθεντικός ο ιθαγενής εκείνος πολιτισμός που χρειάζεται να προστατευτεί από τις επιπτώσεις του «πολιτισμού». Έχουμε προ πολλού αφήσει πίσω μας τον μακρινό εκείνο κόσμο όπου οι αμιγώς βιολογικοί παράγοντες καθόριζαν την εξέλιξη και το πεπρωμένο των περισσότερων ειδών του πλανήτη.
Μέχρι να αποσαφηνιστούν οι προβληματικοί αυτοί τομείς που επηρεάζουν τη νεώτερη σκέψη αναφορικά με τη δημογραφία και να διερευνηθούν πλήρως οι κοινωνικές τους επιπτώσεις -στην πραγματικότητα, οι κοινωνικές τους βάσεις- οι μαλθουσιανοί ελίσσονται σε ένα θεωρητικό κενό που το γεμίζουν με εξαιρετικά επικίνδυνες ιδέες. Πράγματι, ένα βήμα απέχει η σύνταξη αντισημιτικών επιστολών κατά των Εβραίων γουναράδων, στο όνομα των «δικαιωμάτων των ζώων», από το χάραγμα της σβάστικας στους εβραϊκούς ναούς και συναγωγές.
Οι οικομυστικιστές, οι οικοθεϊστές και οι οικολόγοι βάθους δημιουργούν μια άκρως προβληματική κατάσταση όταν εισάγουν εντελώς αυθαίρετους παράγοντες στις συζητήσεις σχετικά με τη δημογραφία. Η «Γαία» παίρνει τη μορφή που επιλέγει κάποιος να «Της» προσδώσει: δαιμονικός εκδικητής ή στοργική μητέρα, ομοιοστατικός μηχανισμός ή μυστικιστικό πνεύμα προσωποποιημένη θεότητα ή πανθεϊστική αρχή. Σε όλους αυτούς τους ρόλους μπορεί εύκολα να «Την» χρησιμοποιήσει κάποιος για να προβάλει το μήνυμα μισανθρωπισμού ενός αυτομισούμενου είδους -ή, ακόμα χειρότερα, το μίσος συγκεκριμένων εθνοτήτων και πολιτισμών- με συνέπειες που δεν μπορούν να προβλεφτούν ακόμα και από τους πιστότερους, καλοπροαίρετους και ειρηνικούς οπαδούς «Της». Αυτό το εντελώς αυθαίρετο χαρακτηριστικό της οικομυστικιστικής και οικοθεϊστικής σκέψης, η οποία συχνά στερείται κοινωνικού περιεχομένου, καθιστά όχι μόνον προβληματικότατες αλλά και δυνάμει άκρως δυσοίωνες τις συζητήσεις των οπαδών της Νέας Εποχής ή του «νέου προτύπου» σχετικά με το πληθυσμιακό ζήτημα.
Όλο το βιβλίο σε pdf εδώ: Ο Μύθος του Υπερπληθυσμού-pdf
Πρώτη ψηφιακή δημοσίευση: Παλιός Ελευθεριακός Κόσμος
4 Comments
Τα σχόλια είναι απενεργοποιημένα.